Στο πλαίσιο της συνεδρίασης του ΠΣ της ΛΑΕ, η οποία διεξήχθη την Κυριακή, 2 Δεκεμβρίου, κατατέθηκε από 12 μέλη του ΠΣ κείμενο συμβολής, συμπληρωματικό προς την εισήγηση της ΠΓ. Το κείμενο αυτό είχε ως στόχο να αναδείξει ορισμένα στοιχεία κριτικής σε σχέση με πολιτικές αδυναμίες που εμφανίστηκαν την προηγούμενη περίοδο, αλλά, κυρίως, να προτείνει πολιτικές και οργανωτικές πρωτοβουλίες που να εξειδικεύουν την εισήγηση και να διασφαλίζουν την εφαρμογή των κατευθύνσεών της:
«ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΛΑΕ
Το σχέδιο εισήγησης ορθά αναδεικνύει ότι η μνημονιακή πολιτική και η κρίση δεν «μας έπληξαν όλους», αλλά κάποιοι κέρδισαν και εξακολουθούν να κερδίζουν ασύστολα, χωρίς να υπάρχει κανένα φως στο βάθος του τούνελ για την μεγάλη πλειοψηφία του λαού και ότι υπάρχει απόλυτη ανάγκη τα λαϊκά στρώματα της χώρας μας να βγουν στην αντεπίθεση και να διεκδικήσουν ανυποχώρητα να πάρουν πίσω όσα τους έκλεψαν.
Η συγκυρία που διανύουμε βρίσκει τα λαϊκά στρώματα της χώρας σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τα μέσα του 2015, τόσο από πλευράς μεριδίου του κοινωνικού πλούτου που καρπώνονται, όσο και από πλευράς συνείδησης και διάθεσης αγωνιστικότητας. Το κοινωνικό ζήτημα, η ανάγκη αντεπίθεσης, η ανάγκη να ξαναβγούν οι κοινωνικοί αγώνες στο προσκήνιο, για να ξαναποκτήσει ο λαός νίκες και αυτοπεποίθηση αποτελούν μεγάλες προτεραιότητες στη συγκυρία που διανύουμε.
Εξίσου προτεραιότητα αποτελεί η ανάληψη πρωτοβουλιών τόσο σε επιμέρους κοινωνικά μέτωπα, όσο και κεντρικά πολιτικά για να οικοδομηθεί η αναγκαία ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς σε μια αντιμνημονιακή, αντιΕΕ κατεύθυνση και να μπολιαστούν οι κοινωνικοί αγώνες με την ελπίδα ότι πράγματι υπάρχει σήμερα άλλος δρόμος, ρεαλιστικός, συγκρουσιακός και ελπιδοφόρος. Η προβολή του εναλλακτικού μεταβατικού προγράμματος δεν έρχεται σε αντίθεση με την προτεραιότητα του κοινωνικού ζητήματος. Όμως άλλη σημασία έχει η επικέντρωση του πολιτικού λόγου στο πρόγραμμα σε μια περίοδο μέγιστων πολιτικών ανακατατάξεων και διλημμάτων, όπως το δημοψήφισμα και η μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και άλλη σήμερα όπου η προβολή του προγράμματος οφείλει κυρίως να ενισχύσει την οικοδόμηση νέων κοινωνικών αγώνων φωτίζοντας την ρεαλιστική προοπτική μιας φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση
Αναμφίβολα αυτή η προσπάθεια γίνεται ακόμα πιο δύσκολη σήμερα που το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό μετατοπίζεται προς τα δεξιά και που ακροδεξιές λογικές και πρακτικές αποκτούν δυναμική διεθνώς.
Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να αναμετρηθούμε και με τα πολιτικά ζητήματα που έχουν προκύψει για την ΛΑΕ
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επέλεξε να ανοίξει μια σειρά από «εθνικά θέματα» (Μακεδονικό, στρατιωτική επιτήρηση των εξορύξεων στην ΑΟΖ της Κύπρου, καθορισμός υφαλοκρηπίδας με Αλβανία, παγίωση του άξονα Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ-Αίγυπτος) σε μια προσπάθεια να προωθήσει πρωτίστως τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή ταυτιζόμενη με την νατοϊκή πολιτική υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα όμως επιχείρησε να μετατοπίσει την πολιτική ατζέντα από την επιβολή των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων (όπου ταυτίζεται με την ΝΔ) σε ένα πεδίο όπου θα μπορούσε να εμφανίσει ότι έρχεται σε αντιπαράθεση με τις ακροδεξιές αγκυλώσεις της ΝΔ. Σε αυτό το πλαίσιο, που αντικειμενικά μετατόπιζε το πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά, η ΛΑΕ α) όφειλε να καταδείξει το ποιος πραγματικά ωφελείται από την προώθηση αυτών των σχεδίων που έχουν σαφή ιμπεριαλιστική σφραγίδα, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι οι εξελίξεις αυτές δεν λύνουν ζητήματα, αλλά μόνο νέα βάσανα θα φέρουν για τους λαούς της περιοχής και β) να επιμείνει στα κοινωνικά ζητήματα οργανώνοντας την παρέμβαση της σε αυτά.
Αντί όμως γι’ αυτό -και χωρίς να υπάρχουν σχετικές αποφάσεις των οργάνων της ΛΑΕ- ο δημόσιος πολιτικός μας λόγος επικεντρωνόταν διαρκώς σε αυτό το πεδίο των εθνικών. Ταυτόχρονα επιχειρούσε να συμπορευθεί με τις ευαισθησίες ενός ακροατηρίου, που αντιλαμβάνεται τις εξελίξεις αυτές ως ένα πλήγμα στην εθνική του υπερηφάνεια.
Κορυφαίο λάθος ήταν η κατ’ αρχήν θετική αντιμετώπιση των συλλαλητηρίων για τη Μακεδονία, που είχαν προφανή εθνικιστικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιούνταν ως εργαλεία για την ιδεολογικοπολιτική οικοδόμηση δεξιών και ακροδεξιών πόλων. Ακόμα όμως και μετά τη διόρθωση αυτής της κατεύθυνσης (χάρη και στις αποφάσεις του ΠΣ) και πάλι ο δημόσιος πολιτικός μας λόγος εξετράπη: έτσι από την καταγγελία της συμφωνίας των Πρεσπών ως σχέδιο επέκτασης του ΝΑΤΟ στην περιοχή αναδεικνύαμε ως ζητήματα, και μάλιστα κυρίαρχα, την εκχώρηση της μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας, τα προβλήματα αλυτρωτισμού, που κατά αντιφατικό τρόπο τα συνδυάζαμε με την ανυπαρξία σλαβομακεδονικής μειονότητας, για να φτάσουμε τελικά στην εντελώς έξω από κάθε είδους απόφαση της ΛΑΕ ονοματολογία περί Δαρδανίας.
Οι κινήσεις για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Ιόνιο αντιμετωπίστηκε ως εθνική μειοδοσία γιατί «ξεχνάμε το Αιγαίο» (λες και η Τουρκία δεν έχει επεκτείνει αντιστοίχως τα χωρικά της ύδατα στη Μαύρη θάλασσα). Hσύλληψη και η κράτηση των δύο ελλήνων στρατιωτικών από το τουρκικό κράτος, αναδείχθηκε σε μείζον θέμα «εθνικής αξιοπρέπειας.
Η υπόθεση Κατσίφα αναγορεύθηκε σε απαίτηση δημοκρατίας και υποβαθμίστηκε πλήρως η προσπάθεια ακροδεξιών κύκλων να επανοικοδομήσουν οργανώσεις τύπου ΜΑΒΗ. Κυρίως δεν έγινε κατανοητό ότι η υπόθεση του επιδιώκεται να αποτελέσει όχημα για τη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς σε τμήματα των λαϊκών τάξεων.
Ταυτόχρονα με τη συνέντευξη στη ΔΕΘ, αλλά και με μεταγενέστερη αρθρογραφία, αναγορεύθηκε σε μείζον μέτωπο η αποκατάσταση της δημοκρατίας, χωρίς μάλιστα εδώ να υπάρχει κάποιο ειδικό γεγονός – λες και δεν είναι πάγιο φαινόμενο στο νεοφιλελευθερισμό και πολύ περισσότερο στα πλαίσια της ΕΕ και των μνημονίων η απομάκρυνση των πολιτικών κέντρων εξουσίας από την παρουσία των αγώνων και των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων.
Η πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τη λαϊκή κυριαρχία, καθώς και η πάλη ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και επεμβάσεις είναι αναμφισβήτητα σημαντικά μέτωπα, όπου η ΛΑΕ οφείλει να πάρει πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση ευρύτερων ενωτικών πρωτοβουλιών απευθυνόμενη πρώτα και κύρια στις άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Όμως η αναγόρευση της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας σε πρωταρχικά πεδία παρέμβασης (με τον αντιστοιχούντα πολιτικό λόγο περί αποικιοκρατίας, μπατουστάν κλπ) παραπέμπει σε άλλα πολιτικά σχέδια και συμμαχίες με διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα και πολιτικές δυνάμεις. Ένα τέτοιο σχέδιο έρχεται σε πλήρη αντίφαση με το πολιτικό πρόγραμμα της ΛΑΕ, η εφαρμογή του οποίου έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Έρχεται επίσης σε αντίθεση με την ίδια την πραγματικότητα. Η ελληνική αστική τάξη ενσωματώνεται στις γενικές κατευθύνσεις που διαμορφώνουν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όχι διότι είναι εθελόδουλη, αλλά γιατί αυτός είναι ο τρόπος α) να επιβάλλει έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό για αυτήν στο εσωτερικό έναντι της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, β) να περιορίσει την περαιτέρω υποβάθμιση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, επιδιώκοντας την εκ νέου βελτίωση του συσχετισμού με τους ανταγωνιστές της στην περιοχή και γ) να αποφύγει τον δομικό κλυδωνισμό συνολικά του συστήματος σε περίπτωσης διαγραφής χρεών και χρεοκοπίας. Τα μνημόνια ως αποκρυστάλλωση αυτής της διαδικασίας δεν επιβλήθηκαν απλά από το εξωτερικό. Αποτέλεσαν την βασική μέθοδο για μία τεράστια αναδιανομή υπέρ της αστικής τάξης (στο σύνολο της) και βέβαια ένα σημαντικό τμήμα αυτής της αναδιανομής κατευθύνθηκε στις ξένες αστικές τάξεις για την αποπληρωμή των χρεών.
Στην πραγματικότητα η προσπάθεια απεύθυνσης σε ένα πανεθνικό ακροατήριο δεν έρχεται μόνο σε αντίφαση με το πρόγραμμα της ΛΑΕ, αλλά την πλήττει και εκλογικά. Η μεγάλη δεξαμενή όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 και είτε τον Σεπτέμβριο ψήφισαν ΛΑΕ, είτε ξανά ΣΥΡΙΖΑ (σε μια απέλπιδα προσπάθεια εφαρμογής «παράλληλου προγράμματος»), είτε στην συντριπτική τους πλειοψηφία κατευθύνθηκαν στην αποχή, όχι μόνο δεν έλκονται, αλλά απωθούνται από έναν τέτοιο πολιτικό λόγο. Σε αυτόν πρωτίστως τον κόσμο οφείλει να απευθυνθεί η ΛΑΕ και για να τον κάνει συμμέτοχο σε πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες αντίστασης, αλλά και για την υπερψήφισή της έτσι ώστε αφενός να υπάρχει λαϊκή αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο, αφετέρου να ανακοπεί η προσπάθεια αυτοδυναμίας της ΝΔ. Έτσι ανεξάρτητα από το πόσο «χειραγωγημένες» είναι οι δημοσκοπήσεις δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι αυτή η μετατόπιση του δημόσιου πολιτικού λόγου της ΛΑΕ όπως εκφράζεται μονοσήμαντα όλο και περισσότερο πλήττει ραγδαία την πολιτική της επιρροή, και εξαερώνει το κύρος που απέκτησε για την παρέμβαση της στα κοινωνικά μέτωπα και ειδικά στο θέμα των πλειστηριασμών. Δεν είναι μόνο ή κυρίως το γεγονός, ότι οι δημοσκοπήσεις – που ήταν εξίσου «χειραγωγημένες» και πριν 1 ή 2 χρόνια, δείχνουν σημαντική υποχώρηση της ΛΑΕ. Είναι κυρίως, ότι αυτή η πολιτική μετατόπιση συμβάλλει σε πολιτική υποχώρηση της παρουσίας στους μαζικούς χώρους, υποχώρηση της εσωτερικής οργανωμένης ζωής, ενώ παράλληλα, εφ όσον συνεχιστεί, θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο την επικοινωνία της με άλλες τάσεις της αριστεράς αλλά και την παρουσία της στο μαζικό κίνημα. Η χρήση ενός αδιαμεσολάβητου πολιτικού λόγου (με δελτία τύπου, δηλώσεις κλπ) με την εντύπωση ότι αυτός θα φτάσει στις μάζες χωρίς να περνά από την δράση των δυνάμεων της ΛΑΕ είναι ψευδαίσθηση απεύθυνσης. Περαιτέρω, διαμορφώνει όρους νομιμοποίησης – πρωτίστως σε αυτούς που αναζητούν τέτοιους – για την εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ ως μικρότερο κακό, ή σε κάθε περίπτωση εξίσου κακό με την «εθνικιστική ΛΑΕ», εξοπλίζοντας το ΣΥΡΙΖΑ με επιχειρήματα σε μία περίοδο που όσο θα πλησιάζουμε τις εκλογές τα διλήμματα θα οξύνονται.
Το πιο σημαντικό όμως ζήτημα είναι ότι η διατύπωση ενός πολιτικού λόγου που ούτε βασίζεται σε πολιτικές αποφάσεις των οργάνων της ΛΑΕ, ούτε αντιστοιχεί στις προγραμματικές της κατευθύνσεις, δείχνει έλλειψη ενδιαφέροντος για την ίδια την ενότητα και την πολιτική λειτουργία της ΛΑΕ.
Το πρόβλημα μίας λανθάνουσας πολιτικής αντίληψης η οποία υπερβαίνει και δεν εντάσσεται στα προγραμματικά κείμενα και τις άλλες αποφάσεις της ΛΑΕ παροξύνεται από προβλήματα εσωτερικής πολιτικής λειτουργίας και δημοκρατίας. Έτσι: α) η εκφορά του συγκεκριμένου πολιτικού λόγου που θεωρούμε ότι βρίσκεται σε διαφοροποίηση από την προγραμματική πολιτική κατεύθυνση και τις επεξεργασίες της ΛΑΕ επιβλήθηκε από την δημόσια παρουσία β) σταδιακά όλος ο δημόσιος πολιτικός λόγος προσωποποιήθηκε σε πλήρη αντίθεση και με τις διακηρυγμένες κατευθύνσεις για την ανανέωση της δημόσιας εκπροσώπησης με νεότερους/ες συντρόφους/ισσες αλλά και με την πραγματική αναγκαιότητα για κάτι τέτοιο.
Με βάση το υπαρκτό ζήτημα της αναγνωρισιμότητας αλλά κυρίως με βάση την διαρκή εκτίμηση για το επικείμενο εκλογικών και πολιτικών εξελίξεων υπήρξε μία συνεχής διολίσθηση της δημόσιας παρουσίας σε επίπεδο λόγου, συγκεντρωτισμού και μεθοδολογίας εμφάνισης. Tο ζήτημα της αναγνωρισιμότητας δεν συνιστά σε όλες τις περιπτώσεις πλεονέκτημα και πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για αντισυστημικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς όπως αντικειμενικά με βάση το πρόγραμμα και την πρακτική της είναι η ΛΑΕ.
Έχουμε μπει στην τελευταία φάση της παρούσας διακυβέρνησης και μπροστά, σε ένα σύνολο πολιτικών και εκλογικών μαχών. Για μας είναι σαφές ότι έπρεπε να έχει ακολουθηθεί πολύ πιο έγκαιρα ένας διαφορετικός προσανατολισμός, στον δημόσιο πολιτικό λόγο, στις προτεινόμενες πολιτικές συμμαχίες και στην δημόσια εκπροσώπηση της ΛΑΕ. Ωστόσο έστω και τώρα πρέπει να γίνουν μείζονες αλλαγές α) στην ευθυγράμμιση του δημόσιου πολιτικού λόγου της ΛΑΕ, με τις προγραμματικές και πολιτικές αποφάσεις και την διάθεση των μελών της β) στην ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και στη διαμόρφωση μίας σαφούς πολιτικής πρότασης προς άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς για πολιτική και εκλογική συνεργασία και γ) στην διαφοροποίηση της δημόσιας πολιτικής εκπροσώπησης με πλουραλισμό και ανανέωση στη δημόσια εκπροσώπηση της ΛΑΕ, εν όψει των επερχόμενων εκλογικών μαχών. Οι απαιτούμενες αυτές αλλαγές δεν θα επιδράσουν μόνο στην επίτευξη των πολιτικών και εκλογικών στόχων της ΛΑΕ, αλλά και στην δυνατότητα της να υπάρξει και μετά τις εκλογές
Οι εμπειρίες της τελευταίας 20ετίας δείχνουν ότι η συσπείρωση ευρύτερου δυναμικού γίνεται εφικτή κυρίως μέσα από τη συλλογική λειτουργία, τον σεβασμό στον «μετωπικό» χαρακτήρα των εγχειρημάτων, την ενίσχυση του πλουραλισμού, την απάντηση στα ζητήματα των εκπροσωπήσεων με συνυπολογισμό των κριτηρίων κινηματικής ακόμα και ηλικιακής αντιπροσωπευτικότητας. Στις σημερινές συνθήκες στη ΛΑΕ, θεωρούμε ότι αναπροσαρμογές προς αυτήν την κατεύθυνση είναι επείγουσες και πρέπει να υπηρετηθούν από όλους χωρίς εξαίρεση.
Για μας η ύπαρξη και η προγραμματική κατεύθυνση της ΛΑΕ με αυτούς τους όρους και με αντίστοιχη φυσιογνωμία αποτυπώνει το πιο σωστό πολιτικό σχέδιο και την πιο σωστή πολιτική κατεύθυνση (ενιαιομετωπική πολιτική, μεταβατικό πρόγραμμα φιλολαϊκής-εργατικής διεξόδου από την κρίση) σε μια προσπάθεια υπέρβασης των κατακερματισμών, των σεχταρισμών, των απολίτικων κινηματισμών. Γι’ αυτό και επιμένουμε σε αυτή την πολιτική κατεύθυνση επιμένοντας στην ανάγκη διόρθωσης και του δημόσιου πολιτικού λόγου που εκφέρουμε και του τρόπου που αυτός αποφασίζεται (ή επιβάλλεται).
Στα πλαίσια αυτά είναι αναγκαία η αποσαφήνιση του εύρους των πολιτικών δυνάμεων στους οποίους απευθύνεται για συνεργασία η ΛΑΕ, η τόνωση της συλλογικής της λειτουργίας και η αποκατάστασης της συλλογικής εκφοράς του δημόσιου πολιτικού της λόγου.
Αθήνα, 1/12/2018
Δερμετζόγλου Σοφία, Δρίτσας Σπύρος, Λάσκαρης Γρηγόρης, Λιάγκος Γιώργος, Μπαρσέφσκι Μάνια, Μπόλαρη Μαρία, Νταβανέλος Αντώνης, Σαπουνάς Γιώργος, Σαραφιανός Δημήτρης, Σωτηριάδη Ντίνα, Τουλιάτος Χρήστος, Τσίχλη Μαριάνα».
Η εισήγηση της ΠΓ υπερψηφίστηκε ως βάση συζήτησης με ποσοστό υπέρ 99 % και 1 % λευκά. Στη συνέχεια, από τις τάσεις – πλατφόρμες της ΛΑΕ, Ριζοσπαστική επανίδρυση, Κόκκινο Δίκτυο και ΑΡΑΣ, οι οποίες υπερψήφισαν την αρχική εισήγηση ως βάση συζήτησης προτάθηκαν τρεις τροπολογίες στην εισήγηση της ΠΓ, στο πνεύμα του κειμένου συμβολής.
Οι τροπολογίες είχαν το ακόλουθο περιεχόμενο:
- «Για την πολιτική των συμμαχιών
Θεωρούμε το ζήτημα των πολιτικών και εκλογικών συμμαχιών ως ιδιαίτερα σημαντικό, ως ένα από τα βασικά κριτήρια όπου αποδεικνύεται η κατεύθυνση της κάθε πολιτικής γραμμής. Ως εκ τούτου, θα πρέπει το ζήτημα αυτό να τεθεί προς απόφαση στα συλλογικά όργανα της ΛΑΕ (ΠΓ, ΠΣ) και να αποφασιστεί με τον κανόνα της ενισχυμένης πλειοψηφίας που υιοθετήσαμε στις συζητήσεις για το καταστατικό της ΛΑΕ.
Θεωρούμε ότι οι επιλογές μας στο ζήτημα των πολιτικών/εκλογικών συμμαχιών οφείλουν να αντανακλούν το σύνολο του προγράμματος και τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις που επιδιώκει η ΛΑΕ.
Οφείλουν να συμβαδίζουν με τον στρατηγικό στόχο της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης που υιοθέτησε η ιδρυτική συνδιάσκεψη («Σοσιαλισμός στον 21ο αιώνα») και τη δέσμευσή μας για συμβολή στην επαναθεμελίωση/επανίδρυση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ιδιαίτερα σήμερα, στις συνθήκες όπου ο εκφυλισμός του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί μαζική απογοήτευση στον κόσμο της Αριστεράς και συκοφάντηση κάθε αριστερής πολιτικής, οι δεσμεύσεις μας αυτές έχουν άμεσα πολιτική σημασία.
Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι ο στόχος για ένα ευρύ «Μέτωπο» της Ριζοσπαστικής Αριστεράς -με τις βασικές πολιτικές αιχμές που ορίζει το πρόγραμμά μας- περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την πολιτική συμμαχιών που πρέπει να υιοθετήσει η ΛΑΕ. Η κοινή πολιτική κα κινηματική πείρα, ακόμα όμως και το «υλικό» των δημοσκοπήσεων, αποδεικνύουν ότι αυτή η πολιτική έχει ως βασικούς αποδέκτες, πέρα από τις δυνάμεις της ΛΑΕ, τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις οργανώσεις/ ομάδες/πρόσωπα που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, άλλες δυνάμεις της κινηματικής και πολιτικής Αριστεράς. Σε αυτήν την κατεύθυνση οφείλουμε να επιμείνουμε, εκτιμώντας ότι τα εμπόδια που προβάλλει ο σεχταρισμός ή η υποτίμηση των κεντρικοπολιτικών καθηκόντων, δεν είναι εμπόδια ανυπέρβλητα και οριστικά. Προς την κατεύθυνση αυτή οφείλουμε να αξιοποιήσουμε τα πολλαπλά ψηφοδέλτια που προκύπτουν ως υποχρέωση (Εθνικές, Ευρώ, Αυτοδιοικητικές εκλογές), με στόχο πάντα τη διευκόλυνση της συγκρότησης ενός Μετώπου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Πολιτικές ή εκλογικές συνεργασίες της ΛΑΕ με άλλες οργανώσεις/ομάδες/πρόσωπα θα πρέπει να κριθούν συγκεκριμένα από τα όργανα της ΛΑΕ, με αποφασιστικό κριτήριο το πρόγραμμα και τα πολιτικά πεπραγμένα τους στην τρέχουσα και πρόσφατη συγκυρία, και με την καταστατική πρόβλεψη για απόφαση επί σημαντικών θεμάτων (ενισχυμένη πλειοψηφία)».
Η τροπολογία αυτή έλαβε 43 % υπέρ, 54 % κατά, και 3 % λευκά και δεν έγινε δεκτή από το σώμα.
- «Σχετικά με τη συλλογική λειτουργία.
Σε μετωπικούς πολιτικούς οργανισμούς, όπως είναι η ΛΑΕ, το ζήτημα της συλλογικής – δημοκρατικής – πλουραλιστικής λειτουργίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Κρίνει την πολιτική αποτελεσματικότητα, τη συσπείρωση, το κλίμα συστράτευσης και κατά συνέπεια ενισχύει ή αποδυναμώνει την πολιτική δυναμική.
Γνωρίζουμε ότι στο πεδίο αυτό οι αποφάσεις και οι πρακτικές που αναπτύσσονται δεν είναι μόνο ζήτημα ελεύθερης επιλογής. Πολλές φορές οι πιέσεις της συγκυρίας, η αντίφαση μεταξύ των καθηκόντων και των διαθέσιμων δυνάμεων κ.α., προκαλούν στρεβλώσεις πέρα από τις προθέσεις και τη βούληση.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, θεωρούμε ότι σήμερα η ΛΑΕ οφείλει να εξαντλήσει την προσοχή της για βελτίωση της λειτουργίας της σε αυτόν τον τομέα.
Στην επόμενη περίοδο προτείνουμε ότι σε όλες τις διεργασίες «εκπροσώπησης» (πανελ, εκδηλώσεων, μμε, αντιπροσωπείες, ψηφοδέλτια κ.ο.κ) η ΛΑΕ οφείλει να δίνει προτεραιότητα στον πλουραλισμό, συνυπολογίζοντας τα κριτήρια των πολιτικών απόψεων, της κινηματικής εκπροσώπησης, της ηλικιακής ανανέωσης στελεχών, του φύλου κ.ο.κ.
Στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, προτείνουμε τη θεσμοθέτηση Εκπροσώπου Τύπου, που θα έχει την ευθύνη για την εκπροσώπηση της ΛΑΕ στα ΜΜΕ, αλλά και για τη συλλογική οργάνωση της παρουσίας μας σε αυτά κατά την προεκλογική περίοδο. Προτείνουμε επίσης την αναδιοργάνωση του Γραφείου Τύπου που μαζί με την Επιτροπή Πολιτικής Επικοινωνίας της ΠΓ, οφείλουν να αναβαθμίσουν την προβολή των θέσεων και απόψεων της ΛΑΕ, με βάση το Πρόγραμμά της και τις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων της».
Η τροπολογία αυτή έλαβε 43 % υπέρ, 56 % κατά και 1 % λευκά και δεν έγινε δεκτή από το σώμα
- «Σχετικά με την λειτουργία του ΠΣ
Είναι δεδομένο ότι στους προσεχείς μήνες η ΛΑΕ θα κληθεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις, καθοριστικές για την αποτελεσματικότητα στην επερχόμενη πολιτική/εκλογική αναμέτρηση, αλλά επίσης καθοριστικές για την «επόμενη ημέρα».
Θεωρούμε ότι οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει να παρθούν μέσα από την καλύτερη δυντή λειτουργία των συλλογικών οργάνων, της ΠΓ, του ΠΣ, των ΠΕ της ΛΑΕ.
Ειδικότερα για το ΠΣ, προτείνουμε:
α) Στην περίοδο αυτή να θεσμοθετηθεί η πυκνή, το αργότερο ανά δίμηνο, λειτουργία του. Το επόμενο ΠΣ να συγκληθεί μέσα στο Γενάρη του 2019.
β) Να διασφαλίζονται οι προϋποθέσεις (χρόνου και διαδικασιών) ώστε το ΠΣ να μπορεί πραγματικά να καθορίσει τις αποφάσεις και όχι να περιορίζεται στον σχολιασμό τους.
γ) Οι αποφάσεις του ΠΣ να αποτελούν ζητήματα της συζήτησης μέσα στις οργανώσεις της ΛΑΕ. Προς τούτο, είναι όχι μόνο σκόπιμο αλλά και επιθυμητό, όλα τα «υλικά» της συζήτησης στο ΠΣ (εισηγήσεις, κείμενα συμβολών, τοπολογίες κ.ο.κ.) να τίθενται στη διάθεση του συνόλου των μελών της ΛΑΕ.
δ) Οι αποφάσεις των ΠΣ αποτελούν δεσμευτικό πλαίσιο για τις δημόσιες πρωτοβουλίες, ομιλίες και δηλώσεις όλων, ανεξαιρέτως, των πολιτικών στελεχών της ΛΑΕ».
Η τροπολογία αυτή έγινε ομόφωνα δεκτή από το σώμα.
Με βάση την απόρριψη των δύο πρώτων τροπολογιών, οι οποίες εισάγουν σαφείς προτάσεις για την εξειδίκευση της εισήγησης και την διασφάλιση της εφαρμογής των κατευθύνσεών της, οι τάσεις – πλατφόρμες Ριζοσπαστική επανίδρυση, Κόκκινο Δίκτυο, ΑΡΑΣ ψήφισαν λευκό στην τελική πρόταση απόφασης, με αποτέλεσμα αυτή να λάβει 56 % υπέρ 44 % λευκά.