Καταστατικό ΑΡ.Α.Σ.

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ1

Α. ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ – ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ.. 1

Β. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ.. 21

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ.. 21

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ.. 22

ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΜΕΛΟΥΣ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Α ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ -ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

1. Η Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση αποτελεί πολιτική οργάνωση με κομμουνιστικó προσανατολισμό που τοποθετείται στην επαναστατική – αντικαπιταλιστική αριστερά. Στόχος της είναι να συμβάλλει στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, στην οικοδόμηση της εργατικής και λαϊκής εξουσίας στην κατεύθυνση προς τον κομμουνισμό.

2. Η ΑΡΑΣ συγκροτείται στη βάση των θέσεων του επαναστατικού μαρξισμού. Στηρίζεται στις θεωρητικές και επιστημονικές αρχές που επεξεργάστηκαν οι Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν. Αναγνωρίζει τις επεξεργασίες και την συμβολή των ανανεωτικών κριτικών κομμουνιστικών ρευμάτων που προέκυψαν από τη μαζική κοινωνική κριτική και πάλη στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού αλλά και του υπό ανάπτυξη κόσμου μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

3. Αναφέρεται στον μαρξισμό, ως την επαναστατική επιστημονική θεωρία της πάλης των τάξεων, που θεμελιώνεται στη βασική θέση ότι η εξέλιξη ενός κοινωνικού σχηματισμού (και η ιστορία του) καθορίζεται από την πάλη των τάξεων, και της αναγνώρισης της σε τελική ανάλυση κυριαρχίας του οικονομικού στοιχείου. Σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό που από το σύνολο της οικονομικής του δομής και των πολιτικο ιδεολογικών σχέσεων απορρέει η διαίρεση σε τάξεις, η κινητήρια δύναμη της εξέλιξης του είναι η πάλη των τάξεων, η οποία διαμορφώνει κάθε είδους εξουσία σε ταξική εξουσία ή της αποδίδει μία ταξική σημασία.

4. Οι σχέσεις παραγωγής που θεμελιώνουν και αναπαράγονται από τον ιστορικά συγκεκριμένο κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, έχουν την πρωτοκαθεδρία έναντι των παραγωγικών δυνάμεων, εισδύουν σ’ αυτές από την σύσταση τους και τις διαμορφώνουν. Οι παραγωγικές δυνάμεις αποτελούν την υλική βάση, και την μορφή με την οποία υπάρχουν οι παραγωγικές σχέσεις, ως σχέσεις εκμετάλλευσης

5. Σε κάθε τρόπο παραγωγής, η κυρίαρχη αντίθεση, είναι αυτή που αντιστοιχεί στην κυρίαρχη μορφή απόσπασης υπερεργασίας, δηλαδή αυτή που ενυπάρχει στην κυρίαρχη σχέση εκμετάλλευσης. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η κυρίαρχη μορφή απόσπασης υπερεργασίας, είναι η υπεραξία, που θεμελιώνεται στην σχέση εκμετάλλευσης μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας. Φορείς αυτής της σχέσης και της ανταγωνιστικής ταξικής αντίθεσης, είναι η αστική τάξη για το κεφάλαιο, η εργατική τάξη για την εργασία.

6. Ως πόλοι της κύριας αντίθεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μόνο η αστική τάξη και η εργατική τάξη έχουν μακροπρόθεσμα (αντικειμενικά) ταξικά πολιτικά συμφέροντα, και την δυνατότητα να τα υλοποιήσουν μέσω ιδιαίτερων μηχανισμών και πολιτικών στρατηγικών τους. Μόνο η αστική τάξη και η εργατική τάξη, έχουν την δυνατότητα να συγκροτούν τα ιδιαίτερά τους αυτοτελή πολιτικά και ιδεολογικά σύνολα. Μόνο η εργατική τάξη από τη θέση της στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής έχει την αντικειμενική δυνατότητα να ηγηθεί της κοινωνικής συμμαχίας για την ανατροπή του καπιταλισμού. Να αποτελέσει το επαναστατικό κοινωνικό υποκείμενο.

7. Η αστική τάξη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής διαθέτει την κατοχή, τη νομή και την πραγματική κυριότητα των μέσων παραγωγής. Στο σημερινό καπιταλισμό η αστική τάξη αποτελείται από α) εκείνα τα στρώματα τα οποία έχουν την τυπική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, β) τα στρώματα τα οποία διευθύνουν την διαδικασία παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής και εξ αιτίας της θέσης και της λειτουργίας τους αυτής προσπορίζονται μέρος της κοινωνικής υπερεργασίας καθώς και γ) ανώτατα στελέχη των πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του καπιταλιστικού κράτους. Όλες οι παραπάνω λειτουργίες και ιδιότητες κατατείνουν στην υλοποίηση της οικονομικής εκμετάλλευσης μέσα στον καπιταλισμό.

8. Η διπλή λειτουργία της αστικής τάξης ως εκμεταλλεύτρια της εργατικής τάξης και ως οργανωτή της παραγωγικής διαδικασίας, στηρίζεται στις σχέσεις οικονομικής κυριότητας και κατοχής και θεμελιώνει την διπλή φύση του καταμερισμού εργασίας σε τεχνικό και κοινωνικό, τον συνδυασμό του σ’ ένα ενιαίο σύνολο με κυρίαρχο τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας.

9. Η εργατική τάξη συγκροτείται από τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων που είναι αποστερημένη από κάθε είδους ιδιοκτησία και κυριότητα των μέσων παραγωγής ενώ ταυτόχρονα θέτουν σε λειτουργία αυτά τα μέσα παραγωγής εκτελώντας τις εργασιακές διαδικασίες. Προσδιορίζεται από την θέση που έχει και τις λειτουργίες που επιτελεί στα πλαίσια της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Στην εργατική τάξη ανήκουν εκείνα τα μισθωτά στρώματα η εργασία των οποίων παράγει καπιταλιστικά (υλικά ή άυλα) εμπορεύματα καθώς και εκείνα τα οποία συμβάλλουν άμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Η εργατική τάξη χαρακτηρίζεται από την μισθωτή σχέση με την οποία εντάσσεται στην εργασιακή διαδικασία, κυρίως όμως προσδιορίζεται από την απόσπαση μέσα στον καπιταλισμό μίας συγκεκριμένης μορφής υπερεργασίας, της υπεραξίας. Ως εργατική τάξη κατά κύριο λόγο ορίζουμε τους παραγωγικά εργαζόμενους μισθωτούς δηλαδή αυτούς των οποίων η εργασία καταναλώνεται στην παραγωγική διαδικασία για την αξιοποίηση του κεφαλαίου καταλήγοντας σε αξίες χρήσης (υλικά ή άυλα προϊόντα), τα οποία να αποτελούν καπιταλιστικά εμπορεύματα. Η εργατική τάξη είναι αποστερημένη στο σύγχρονο καπιταλισμό από τις όλες τις λειτουργίες διεύθυνσης στην παραγωγική διαδικασία. Οι εργασίες σύλληψης και σχεδιασμού προϊόντων και διαδικασιών στις οποίες συμμετέχει κωδικοποιούνται από ειδικευμένα στρώματα διανοουμένων και μηχανισμούς απόσπασης και τυποποίησης των προϊόντων της διανοητικής εργασίας. Παρά τον σχετικό περιορισμό της κλασικής βιομηχανικής εργατικής τάξης (αποτέλεσμα της εξέλιξης της τεχνολογίας και του τεχνικού καταμερισμού εργασίας υπό την επίδραση της ταξικής πάλης), η εργατική τάξη, με την έννοια των στρωμάτων, που είναι αποστερημένα από την κατοχή και την κυριότητα των μέσων παραγωγής και από τα οποία αποσπάται υπερεργασία με την μορφή της υπεραξίας άμεσα ή εξ επαγωγής (που προσπορίζει υπεραξίας στο κεφάλαιο το οποίο υπάγεται), διευρύνεται σχετικά στον σύγχρονο καπιταλισμό.

10. Στρώματα της εργατικής τάξης αποτελούν α) οι μισθωτοί ασκούν εκτελεστικές εργασίες και παράγουν υλικά και άυλα εμπορεύματα, από τους οποίους αποσπάται υπερεργασία, σε τομείς της παραγωγικής εργασίας, όπως στη βιομηχανία, τις κατασκευές, ή και στην παροχή υπηρεσιών – εμπορευμάτων. β) Οι μισθωτοί που ασκούν εκτελεστικές εργασίες στους τομείς των μεταφορών εφ’ όσον η εργατική τους δύναμη ενσωματώνεται στην τελική αξία χρήσης των καπιταλιστικών εμπορευμάτων. Στην εργατική τάξη κυρίως κατατάσσονται οι παραγωγικά εργαζόμενοι, δηλαδή όσοι απασχολούνται σε τομείς στους οποίους παράγεται υπεραξία, και ενσωματώνεται η εργατική τους δύναμη στην τιμή του εμπορεύματος, ανεξάρτητα αν αφορά, στην παραγωγή και μεταφορά υλικών ή άυλων εμπορεύματων., Στα στρώματα της εργατικής τάξης ωστόσο μπορούν να συμπεριληφθούν μισθωτοί εργαζόμενοι σε μη παραγωγικούς τομείς που σχετίζονται με τον κύκλο αναπαραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου Οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους τομείς είναι έμμεσα παραγωγικοί. δεν παράγουν υπεραξία, για το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο ωστόσο συμβάλλουν στην αναδιανομή της υπεραξίας προς τις μερίδες του κεφαλαίου στις οποίες διαθέτουν την εργατική τους δύναμη. . Τέλος στην εργατική τάξη σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό ανήκουν οι μετανάστες που επιτελούν αντίστοιχες κοινωνικές και παραγωγικές λειτουργίες και από τους οποίους αποσπάται υπεραξία.

11. Εκτός από την αστική τάξη και την εργατική τάξη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής υφίστανται ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα και ταξικές μερίδες. Τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα, η μικροαστική τάξη, οι μικροί και μέσοι ιδιοκτήτες αγροτικής γης. Ορισμένα από τα στρώματα αυτά έχουν δομικό ρόλο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ενώ άλλα υφίστανται ανάλογα με το βαθμό επιβίωσης προ-μονοπωλιακών καπιταλιστικών σχέσεων ή και ανάλογα με τη δομή των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας (π.χ. αυτοαπασχολούμενοι στην μικρή εμπορευματική παραγωγή, ιδιοκτήτες μικρού αγροτικού κλήρου κ.λ.π.). Τα μικροαστικά στρώματα που έχουν δομικό ρόλο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι : α) Αυτά τα οποία είναι οργανικά συνδεδεμένα με την καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία διαμεσολαβώντας και οργανώνοντας κοινωνικές και τεχνικές εξουσίες του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη και τα εργαζόμενα στρώματα.. β) Στρώματα τα οποία κατέχουν οργανική θέση στους πολιτικούς, ιδεολογικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους και συντείνουν στην διευρυμένη αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στελέχη του κρατικού μηχανισμού, οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί, , οι στρατιωτικοί και οι αστυνομικοί αποτελούν τμήματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης. γ) Στρώματα που διαθέτουν την εργασία τους σε πληθώρα εργοδοτών ως αυτοαπασχολούμενοι ιδίως στους τομείς υπηρεσιών υγείας, (γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό), στους τομείς των κατασκευών (μηχανικοί, τεχνικοί) ή όσοι απασχολούν μικρό αριθμό εργαζομένων, ιδιοποιούμενοι μέρος της υπερεργασίας τους χωρίς όμως αυτή η ιδιοποίηση να είναι επαρκής για να δημιουργήσει συσσώρευση κεφαλαίου. Ανάλογα με τους αντικειμενικούς ταξικούς προσδιορισμούς που προκύπτουν από την εξέλιξη του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας αλλά και τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, τα μικροαστικά στρώματα μπορούν να πολωθούν είτε από την πλευρά της αστικής είτε της εργατικής τάξης. Έτσι τα στρώματα εκείνα τα οποία ανήκουν στο συλλογικό εργαζόμενο στην παραγωγική διαδικασία, στρώματα ειδικευμένης εργασίας, όπως οι τεχνικά εργαζόμενοι, οι ερευνητές, οι διανοητικά εργαζόμενοι σε τομείς κυκλοφορίας του κεφαλαίου, αντικειμενικά προσδιορίζονται εγγύτερα στην εργατική τάξη. Αντίθετα κρατικοί λειτουργοί ιδιαίτερα στον σκληρό πυρήνα των μηχανισμών του κράτους, όπως είναι η κεντρική διοίκηση και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, αντικειμενικά πολώνονται προς την πλευρά της αστικής τάξης. Αντίστοιχα ανάλογα με την κοινωνική συγκυρία μικροί ιδιοκτήτες γης, ή αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να πολωθούν προς την πλευρά της εργατικής τάξης. ενώ κάτι τέτοιο είναι δυσκολότερο για τους μικρούς εργοδότες.

12. Το πολιτικό στοιχείο σ’ ένα καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό επικαθορίζει τις άλλες βαθμίδες, συγκεντρώνοντας τις αντιφάσεις τους, συμπυκνώνοντας τις ταξικές σχέσεις. Οι ταξικοί αγώνες που διαπερνούν την πολιτική βαθμίδα – η ταξική πολιτική πάλη – επικαθορίζουν το σύνολο της πάλης των τάξεων, και τις κοινωνικές σχέσεις στις οποίες αυτή αποκρυσταλλώνεται.

13. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η κυρίαρχη μορφή της πολιτικής εξουσίας συγκεντρώνεται και αποκρυσταλλώνεται σ’ ένα ιδιαίτερο μηχανισμό, το Κράτος, το οποίο με την παρουσία του (εκτός από περιόδους κρίσης) επιβλέπει και ρυθμίζει το σύνολο των μορφών πολιτικής εξουσίας.

14. Το Κράτος αποτελεί το συλλογικό κεφαλαιοκράτη υπό την έννοια ότι εκπροσωπεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του συνόλου της αστικής τάξης κάτω από την ηγεμονία μιας από τις μερίδες της . Οργανώνει το μακροπρόθεσμο πολιτικό συμφέρον του συνασπισμού εξουσίας που αποτελείται από πολλές μερίδες και στρώματα της αστικής τάξης. Το Κράτος είναι σε θέση να εκπληρώνει αυτό το ρόλο της οργάνωσης και ενοποίησης της αστικής τάξης και του συνασπισμού εξουσίας, στο βαθμό που κατέχει μια σχετική αυτονομία απέναντι στη μια ή στην άλλη μερίδα και συνιστώσα αυτού του συνασπισμού.

15. Η έννοια του έθνους σχετίζεται με την ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού, την πολιτική και κοινωνική ενοποίηση ενός κοινωνικού σχηματισμού κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, με στόχο την εδραίωση και αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Ως στοιχείο της αστικής ηγεμονίας, ενσωμάτωσης αλλά και διαχωρισμού των εργαζόμενων τάξεων το έθνος πρέπει να εξαλειφθεί στην αταξική κοινωνία. Η πάλη ενάντια στον εθνικισμό αλλά και στις εθνικές ιδεολογίες και διαιρέσεις, όποιο μανδύα και να εμφανίζουν (πολιτιστικές διαφορές, θρησκευτική ετερότητα) οφείλει από την πλευρά μίας επαναστατικής εργατικής πολιτικής να είναι αδιάκοπη.

16. Ο εθνικός χαρακτήρας των κυριαρχούμενων τάξεων καθώς και το εθνικό πλαίσιο άρθρωσης της κοινωνικής συμμαχίας για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της δεν αναιρεί τον αντιεθνικιστικό προσανατολισμό που πρέπει να έχουν τα επαναστατικά κόμματα και οργανώσεις αλλά και την ιδεολογική πάλη απέναντι στην έννοια του έθνους. Αντίθετα ιδιαίτερα στις συγκυρίες που διεξάγεται εθνικοαπελευθερωτική πάλη πρέπει να ενισχύονται τα στοιχεία της εργατικής – προλεταριακής ιδεολογίας και όχι να υποτάσσονται στα στοιχεία της αστικής ιδεολογίας που τείνουν να αναπαράγουν εθνικιστικούς προσανατολισμούς ή την έννοια της εθνικής ενότητας, ως υπέρτατης αξίας. Αντίστοιχα κατά την διάρκεια της οικοδόμησης μεταβατικών κοινωνιών απαιτείται η ολοκληρωτική πάλη ενάντια στις εθνικιστικές ιδεολογίες και τους εθνικούς διαχωρισμούς και πρέπει να επιχειρείται η δημιουργία ομοσπονδιών και ενώσεων μεταξύ ευρύτερων εθνικών συνόλων. Η αξιοποίηση των εθνικών ιδεολογιών και διαχωρισμών ως μέσο κινητοποίησης του πληθυσμού διευκολύνουν είτε την άμεση καπιταλιστική παλινόρθωση είτε την αναπαραγωγή των αστικών κοινωνικών στοιχείων στο εσωτερικό των μεταβατικών κοινωνιών. Στο πλαίσιο αυτό στις μεταβατικές κοινωνίες το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνικών μειονοτήτων πρέπει να υποτάσσεται στη διαδικασία συγκρότησης της προλεταριακής εξουσίας.

17. Η κυριαρχία της αστικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό βασίζεται στις κοινωνικές εξουσίες που απορρέουν από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και την οργάνωση της κυριαρχίας αυτής μέσα στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Η βάση της κυριαρχίας αυτής και η διαδικασία αναπαραγωγής της αποκρυσταλλώνεται στον καπιταλιστικό κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Για την οργάνωση της κυριαρχίας της αστικής τάξης μέσα στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό συγκροτούνται ειδικοί μηχανισμοί με την μορφή των κρατικών μηχανισμών, των ιδεολογικών μηχανισμών και των πολιτικών μηχανισμών

18. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η κυρίαρχη ιδεολογία λοιπόν είναι η ιδεολογία της αστικής τάξης και το αστικό κράτος μέσω του μηχανισμού του έχει σαν επιπλέον (πέρα από την καταστολή) στόχο την αναπαραγωγή και διάδοση της. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί είναι επιφορτισμένοι με την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Ο ρόλος των ιδεολογικών μηχανισμών, οι οποίοι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ταξικών λειτουργιών (εκπαίδευση, Μ.Μ.Ε., πολιτικά κόμματα, πολιτισμός), αποσκοπεί στην συγκρότηση και διεύρυνση της αστικής ηγεμονίας, μέσα από την αναπαράσταση των συμφερόντων της αστικής τάξης ως καθολικά, ως συμφερόντων του λαού-έθνους- κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η ανάπτυξη συγκεκριμένων ιδεολογικών πρακτικών και η συγκρότηση μιας ιδεολογικής αντιηγεμονίας καθώς και η αδιάκοπη πάλη ενάντια στη συνολική δομή των ιδεολογικών μηχανισμών για να κατορθώσει η εργατική τάξη και οι σύμμαχοι της να προβάλει το δικό της συμφέρον ως συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας.

19. Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής πρέπει να απαλλοτριώσει την πείρα του συλλογικού εργαζομένου, να την ανασυγκροτήσει ώστε να προσιδιάζει στον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας και να την επανεισάγει στην εργασιακή διαδικασία ως ουδέτερη, ορθολογική, αταξική. Ταυτόχρονα ο εκπαιδευτικός μηχανισμός διαχέει και επιβάλλει την κυρίαρχη ιδεολογία στους εκπαιδευόμενους, επιβάλλει τη πολιτική και ιδεολογική τους υποταγή στις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας. Έτσι, η εκπαίδευση αποτελεί ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους με κατανεμητικό ρόλο. Η εκπαίδευση λοιπόν στον καπιταλισμό συμβάλλει ουσιαστικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή της εργατικής τάξης ως τάξης εξουσιαζόμενης, στην αναπαραγωγή του διαχωρισμού διανοητικής/ χειρωνακτικής εργασίας, στην αναπαραγωγή των αστών, των διευθυντών της παραγωγής, της κρατικής γραφειοκρατίας κοκ.

20. Η πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας σχετίζεται και με την πάλη ενάντια στους αστικούς εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, τους ταξικούς διαχωρισμούς που αναπαράγουν, τις ταξικές λειτουργίες που επιβάλλουν.

21. Μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής υφίστανται διαφορετικές μορφές οργάνωσης της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Ωστόσο μέσα σε αυτές τις διαφορετικές μορφές πολιτικής οργάνωσης και τους διαφορετικούς τρόπους νομιμοποίησης τους σε σχέση με τις εκμεταλλευόμενες μάζες (αστικός κοινοβουλευτισμός, καθεστώτα έκτατης ανάγκης, δικτατορίες) είναι εγγεγραμμένες οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας / υποταγής. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός αποτελεί και την πιο εξελιγμένη μορφή πολιτικού συστήματος μέσα σε ένα καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Ταυτόχρονα αποτελεί μία σχετική παραχώρηση προς τις εκμεταλλευόμενες τάξεις για την πιο ισορροπημένη άσκηση της πολιτικής κυριαρχίας του κεφαλαίου αλλά και για την βέλτιστη αξιοποίηση των δεξιοτήτων και των λειτουργιών των κατώτερων τάξεων. Ακόμα όμως και αυτή η εξελιγμένη μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης φέρνει την σφραγίδα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και είναι εγγεγραμμένη στη δομή του η τάση για την διευρυμένη αναπαραγωγή αυτών των σχέσεων.

22. Στο εσωτερικό του αστικού κράτους που λειτουργεί η αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία υπάρχουν όλοι εκείνοι οι θεσμοί και οι ρυθμίσεις καθώς και οι κατασταλτικές προβλέψεις για την διατήρηση και την αναπαραγωγή των σταθερών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Της ατομικής ιδιοκτησίας, του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εξουσίας, της διαίρεσης διευθυνόντων – διευθυνομένων. Παράλληλα μέσα από τον αστικό κοινοβουλευτισμό αλλά και τους άλλους κρατικούς μηχανισμούς και τρόπους πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης ενσωματώνονται, αξιοποιούνται και αναπαράγονται ένα σύνολο διαιρέσεων και αντιθέσεων αλλά και ιδεολογικών στοιχείων που τείνουν να ενισχύσουν την βασική διαίρεση σε τάξεις. όπως αντιθέσεις μεταξύ φύλων, εθνών, μειονοτήτων, θρησκευτικών προσδιορισμών. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός αποτελεί ένα πεδίο οροθετημένο και εγγεγραμμένο στο εσωτερικό της διαδικασίας αστικής πολιτικής κυριαρχίας. Φέρει σα δομή στο πολιτικό επίπεδο στοιχεία του αστικού καταμερισμού εργασίας.

23. Τα αστικά κόμματα είναι μηχανισμοί οργάνωσης της πολιτικής κυριαρχίας και απόσπασης της συναίνεσης των κυριαρχούμενων τάξεων. Ως αστικά κόμματα ορίζουμε τα κόμματα τα οποία εκπροσωπούν τα συμφέροντα της αστικής τάξης, αποδέχονται τις δομικές σταθερές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής,, την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, τον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, την διάκριση μεταξύ διευθυνόντων και διευθυνομένων, την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία καθώς και την ύπαρξη θεσμών αναπαραγωγής της κοινωνικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, όπως η εκκλησία, οι αστικοί εκπαιδευτικοί μηχανισμοί κ.λ.π.

24. Η πολιτική και κοινωνική δομή τείνει να αναπαράγει την αστική κοινωνική και πολιτική κυριαρχία. Οι ίδιες οι κοινωνικές αντιθέσεις και η θέση των τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων μέσα στο καταμερισμό εργασίας και τα υλικά αντιτιθέμενα συμφέροντα γεννούν τις κοινωνικές συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα των κοινωνικών πρακτικών. Οι αντιθέσεις όμως αυτές όσο μένουν στο επίπεδο του αυθόρμητου ή της διάχυτης κοινωνικής οργάνωσης εγγράφονται με μία ορισμένη υλική αποτελεσματικότητα στο εσωτερικό του κράτους, διαπραγματεύονται ορισμένα οφέλη για τις εργαζόμενες μάζες, μακροπρόθεσμα όμως ενσωματώνονται και σταθεροποιούν το σύστημα.

25. Η αστική τάξη στο πλαίσιο της ταξικής πάλης έχει διαμορφώσει το πολιτικό επίπεδο ως διακριτό και σχετικά αυτόνομο επίπεδο, επίλυσης και διήθησης των κοινωνικών αντιθέσεων. Διαθέτει παράλληλα μηχανισμούς οργάνωσης και διάχυσης της ιδεολογικής της κυριαρχίας καθώς και τους διανοούμενους της. Αντίστοιχα η εργατική τάξη και οι εργαζόμενες μάζες έχουν ανάγκη από αυτόνομους σε σχέση με την αστική πολιτική μηχανισμούς για την σύνθεση, επεξεργασία και αναβάθμιση των πρωτογενών κοινωνικών αντιστάσεων.

26. Ακόμα περισσότερο αυτό ισχύει για την εργατική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες γιατί εκτός από τους πολιτικούς μηχανισμούς των κυρίαρχων τάξεων έχουν να αντιπαρατεθούν με την υλική τους κυριαρχία, τις διαρκείς τάσεις για υποταγή που δημιουργεί η θέση τους στην κοινωνική παραγωγή και κοινωνική αναπαραγωγή, την ύπαρξη αντιδραστικών θεσμών που αναπαράγουν πλευρές της κυρίαρχης ιδεολογίας.

27. Δίπλα στην αυθόρμητη κοινωνική πρακτική των εργαζόμενων μαζών, αλλά και την συνδικαλιστική δράση και την κοινωνική πάλη είναι απαραίτητη η διαλεκτική σύνδεση με τους πολιτικούς μηχανισμούς της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων στρωμάτων.

28. Η ύπαρξη εργατικών αντικαπιταλιστικών κομμάτων και οργανώσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την διεξαγωγή της ταξικής πάλης στο ανώτερο επίπεδο, δηλαδή της πολιτικής ταξικής πάλης, αλλά και για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων.

29. Τα εργατικά κόμματα και οργανώσεις οφείλουν να λειτουργούν ως συλλογικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μαζών, να συνθέτουν τις κοινωνικές αντιστάσεις και να τις μετασχηματίζουν σε πολιτική στρατηγική και πολιτική πρακτική. Στο εσωτερικό τους πρέπει να αποκρυσταλλώνουν τις τάσεις και τις κατευθύνσεις για το μελλοντικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων. Να ενισχύουν τη συλλογική πολιτική προσπάθεια και διαπαιδαγώγηση που να φέρει τη σφραγίδα των κοινωνικών πρακτικών των εργαζόμενων μαζών, να έχουν αντιγραφειοκρατικό χαρακτήρα και να ενισχύουν τις αντιιεραρχικές δομές. Μέσα από τις πολιτικές δομές και τις πολιτικές στρατηγικές τους οφείλουν όπως τείνουν να εξαλείφουν την αντίθεση διευθυνόντων και διευθυνομένων και του διαχωρισμού μεταξύ διανοητικής και εκτελεστικής εργασίας. Αυτό απαιτεί μία διαρκή προσπάθεια που να καθιερώνεται και θεσμικά για εναλλαγή ρόλων και διαρκή διαδικασία συλλογικής μόρφωσης και διαπαιδαγώγησης.

30. Η πολιτική πάλη των επαναστατικών κομμάτων και οργανώσεων για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κατάκτηση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης απέναντι στην αστική πολιτική και κοινωνική κυριαρχία.

31. Βασικό στοιχείο για ένα επαναστατικό κόμμα είναι ότι το ίδιο δεν μπορεί να ταυτίζεται και να εσωτερικεύει το σύνολο των πλευρών της ταξικής και επαναστατικής πάλης. Κάτι τέτοιο οδηγεί σε γραφειοκρατικό μαρασμό και σε υπονόμευση της κοινωνικής πρωτοβουλίας των μαζών αλλά και ενδεχομένων διακριτών πολιτικών αντιλήψεων συμμάχων στρωμάτων της εργατικής τάξης. Κατά την διάρκεια της πολιτικής πάλης που διεξάγουν τα επαναστατικά κόμματα και οργανώσεις κρίσιμη σημασία έχει η κοινωνική πρωτοβουλία των μαζών, η ύπαρξη ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών συσπειρώσεων σε επίπεδο εργασιακών και κοινωνικών χώρων. Τα επαναστατικά κόμματα πρέπει να συμμετέχουν σε αυτές τις πρωτοβουλίες που αποτελούν πλευρές της υλοποίησης μίας διαδικασίας οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών χωρίς όμως να ταυτίζονται μαζί τους.

32. Στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό είναι δυνατή ή και αναγκαία η οικοδόμηση μίας ευρύτερης πολιτικής συμμαχίας για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Η ύπαρξη διαιρέσεων στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, που καθιστούν περισσότερο πολύπλοκη την πολιτική ενοποίηση της, η ύπαρξη εργαζόμενων στρωμάτων που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη, οι ιδεολογικές επιδράσεις των κυρίαρχων ιδεολογημάτων, δημιουργούν διακριτές πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις στο εσωτερικό των εργαζόμενων στρωμάτων. Ως προς τις πολιτικές αντιλήψεις που δεν εκφράζονται μέσα από αστικά κόμματα, αλλά από εργατικές οργανώσεις είναι καθήκον και προϋπόθεση για τα επαναστατικά κόμματα και οργανώσεις να επιδιώκουν τη συγκρότηση πολιτικών συμμαχιών και την κατάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας σε ένα ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό μπλοκ μέσα από την στρατηγική του ενιαίου μετώπου. Πρέπει να αποφεύγεται η αυτοαναγόρευση ενός κόμματος σε αποκλειστικό φορέα της επιστημονικής θεωρίας και της προλεταριακής ιδεολογίας. Η ιδεολογική πάλη διεξάγεται και για την επίλυση αντιθέσεων στους κόλπους του λαού, καθώς και μέσα στους οργανωτικά διακριτούς φορείς του επαναστατικού κινήματος. Τα επαναστατικά κόμματα και οργανώσεις πρέπει καθ’ όλη την διάρκεια της ύπαρξης τους να διεξάγουν συνεχή ιδεολογική και πολιτική πάλη απέναντι σε μια σειρά αντιδραστικούς θεσμούς που παράγουν βασικές πλευρές της κυρίαρχης ιδεολογίας και αποτελούν παράγοντες υποταγής των εργαζόμενων τάξεων. Θεσμοί όπως η εκκλησία, η καπιταλιστική οικογένεια, οι αστικοί εκπαιδευτικοί μηχανισμοί πρέπει να αντιμετωπίζουν την κριτική και την πολιτική αντίθεση των επαναστατικών κομμάτων και οργανώσεων. Η πολιτική πάλη των επαναστατικών κομμάτων και οργανώσεων για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κατάκτηση της ηγεμονίας της εργατικής τάξης απέναντι στην αστική πολιτική και κοινωνική κυριαρχία. Η εργατική ηγεμονία ως διαδικασία κατάληψης της πολιτικής εξουσίας έχει τις ακόλουθες πλευρές :

· Εδραίωση της πολιτικής και κοινωνικής παρουσίας μέσα στον βασικό πυρήνα του επαναστατικού υποκειμένου το προλεταριάτο, με την αξιοποίηση πολιτικών και κοινωνικών συσπειρώσεων

· Οικοδόμηση πλατιάς πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας με τη στρατηγική του ενιαίου μετώπου

· Κατάκτηση θέσεων και ανάπτυξη αντιηγεμονικών ιδεολογικών και κοινωνικών πρακτικών μέσα σε κοινωνικούς θεσμούς

· Οικοδόμηση λαϊκών θεσμών στους οποίους να εμπεριέχονται στοιχεία δυαδικής εξουσίας.

33. Αντίστοιχα μια σειρά διακρίσεις και εξουσίες που προκύπτουν από ιστορικά προγενέστερους τρόπους παραγωγής και κληρονομούνται και ενσωματώνονται μέσα στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και αναπαράγονται με τροποποιημένη μορφή πρέπει να αντιπαλεύονται πολιτικά και ιδεολογικά από τα επαναστατικά κόμματα και οργανώσεις. Κυρίως διακρίσεις βάση φύλου και φυλής, αλλά και διακρίσεις βάση θρησκευτικού προσδιορισμού και σεξουαλικού προσανατολισμού.

34. Τα επαναστατικά κόμματα και οργανώσεις οφείλουν όπως απορρίπτουν τον κυβερνητισμο και τη συνδιαχείριση του κυβερνητικού κέντρου απ’ τα πολιτικά υποκείμενα του εργατικού κινήματος. Η όξυνση των αντιφάσεων και των αντιθέσεων του κρατικού μηχανισμού είναι αποτελεσματική στο βαθμό που οικοδομούνται κοινωνικές συμμαχίες, αγώνες και αιτήματα με αυτοτελή πολιτική οντότητα, μη διαμεσολαβημένη απ’ τους κρατικούς μηχανισμούς.

35. Αν και το πεδίο των βουλευτικών εκλογών είναι εξ αρχής ναρκοθετημένο για τα επαναστατικά κόμματα γιατί εγγράφει σε πολιτικό επίπεδο την απόκρυψη των συμμετεχόντων σε κοινωνικά διαιρεμένες τάξεις, η συμμετοχή σε αυτό οφείλει να προωθεί το πολιτικό πρόγραμμα του επαναστατικού κόμματος, να κατακτά πολιτικές θέσεις, να οξύνει τις πολιτικές συγκρούσεις. Η στρατηγική της χρησιμοποίησης των κρατικών μηχανισμών ως βημάτων για τη διεύρυνση της επιρροής των συλλογικών διανοουμένων της εργατικής τάξης οφείλει να εντάσσεται στη συνολικότερη στρατηγική της ανάπτυξης αντιπαραθετικών προς το κράτος πολιτικών και ιδεολογικών πρακτικών. Η επιλογή, συνεπώς, συγκεκριμένων πολιτικών τακτικών καθορίζεται από τα όρια που χαράζουν οι πολιτικές στρατηγικές της αντίθεσης στη συνδιαχείριση και της χρησιμοποίησης των εφαλτηρίων για την όξυνση των αντιθέσεων και σχετίζεται πάντα με τη συγκυρία της ταξικής πάλης. Απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια συμμετοχή είναι το επαναστατικό κόμμα ή η πολιτική συμμαχία στην οποία συμμετέχει κατά κύριο λόγο να εκπροσωπεί τμήματα των εργαζόμενων τάξεων, να έχει οργανικές κοινωνικές συνδέσεις με αυτά, ή σε δευτερεύοντα επίπεδο να εκφράζει υπαρκτά πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα με αντανάκλαση στην πολιτική σκηνή.

36. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική – λαϊκή κοινωνική συμμαχία δεν μπορεί να γίνει υπό συνθήκες ομαλότητας στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό. Η ίδια η δομή του συστήματος τείνει να αναπαράγει την αστική πολιτική κυριαρχία. Ταυτόχρονα όμως σε ειδικές συγκυρίες εμπεριέχει τις δυνατότητες για την συγχώνευση αντιθέσεων και την ανοικτή εκδήλωση πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων. Καθήκον των επαναστατικών κομμάτων και οργανώσεων είναι να συμβάλλουν στην όξυνση αυτών των κρίσεων, να συμβάλλουν στους αγώνες των μαζών, στην όξυνση της ταξικής πάλης καθώς και να συμμετέχουν με αποφασιστική δράση στις κρίσιμες στιγμές για την επαναστατική ρήξη και ανατροπή της αστικής εξουσίας. Μέσα στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας και πολύ περισσότερο της πολιτικής εξουσίας δεν είναι πιθανό να επιτευχθεί μέσω των κοινοβουλευτικών εκλογών χωρίς αυτό να είναι αδύνατο όταν συνδυάζονται οι παραπάνω προϋποθέσεις. Η ιστορική πείρα όμως δείχνει ότι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας επισυμβαίνει σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης και εμπεριέχει το στοιχείο της βιαίας αντιπαράθεσης με τους αστικούς κρατικούς μηχανισμούς.

37. Στην περίπτωση κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας γρήγορα θα ενεργοποιηθούν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του αστικού κράτους εφ όσον μείνουν ανέπαφοι. Ταυτόχρονα οι ίδιες οι δομές του συστήματος σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα (ιδεολογικοί μηχανισμοί, δομή των κοινωνικών σχέσεων, καταμερισμός εργασίας, ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής) θα τείνουν μεσοπρόθεσμα να επανασυγκροτήσουν την αστική πολιτική κυριαρχία. Γι’ αυτό απαιτείται η επαναστατική κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, η συντριβή των αστικών κρατικών μηχανισμών, η αναίρεση του μονοπωλίου της οργανωμένης βίας από την αστική τάξη και τους μηχανισμούς της, η οργάνωση των θεσμών λαϊκής αντί-βίας και λαϊκής εξουσίας και ο μετασχηματισμός των βασικών κοινωνικών σχέσεων που αφορούν στην ατομική ιδιοκτησία και τον καταμερισμό εργασίας.

38. Στη βάση της αντίληψης της για το αστικό κράτος, η πολιτική στρατηγική της ΑΡΑΣ είναι συνολικά αντικυβερνητική και αντισυνδιαχειριστική. Στοχεύει στην διαμόρφωση μιας ταξικής κοινωνικής συμμαχίας υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης, που να εκφράζεται μέσα από θεσμούς εξωτερικούς (συνδικάτα, συμβούλια, κοινωνικές συσπειρώσεις, κόμματα) και αντιθετικούς από τους αστικούς κρατικούς μηχανισμούς. Η ΑΡΑΣ επιδιώκει την όξυνση των αντιφάσεων και των αντιθέσεων του κρατικού μηχανισμού στο πλαίσιο της οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών με αυτοτελείς πολιτικούς στόχους μη διαμεσολαβημένων από τους κρατικούς μηχανισμούς.

39. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η πάλη των τάξεων δημιουργεί την τάση για την θεμελίωση ενός άλλου είδους ταξικής εξουσίας, την δικτατορία του προλεταριάτου. Στη νέα μορφή κοινωνικής εξουσίας θα θεμελιωθεί η κατάργηση της διαίρεσης μεταξύ τάξεων.

40. Η συντριβή των αστικών κρατικών μηχανισμών και η αναίρεση των αστικών κοινωνικών σχέσεων αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την οικοδόμηση της μεταβατικής κοινωνίας. Ωστόσο η διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην κατεύθυνση για την κομμουνιστική κοινωνία απαιτεί την αντικατάσταση της δικτατορίας της αστικής τάξης από την δικτατορία του προλεταριάτου και την διαρκή επαναστατικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και την αναίρεση του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας.

41.Ως δικτατορία του προλεταριάτου,εννοούμε την συνολική μορφή οργάνωσης της μεταβατικής κοινωνίας, τους όρους άσκησης της κοινωνικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού σχηματισμού. Η δικτατορία του προλεταριάτου αποτελεί πλευρά της διαδικασίας εγκαθίδρυσης της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα τα οποία λαμβάνουν μέρος στις διεργασίες παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής και δεν κατέχουν την ουσιαστική νομή και κυριότητα των μέσων παραγωγής. Αποτελεί τη κοινωνική διαδικασία σταθεροποίησης – εμπέδωσης – διεύρυνσης της εργατικής λαϊκής εξουσίας καθώς και την αποστέρηση της κοινωνικής εξουσίας και νομιμομοποίησης της αστικής τάξης, των συμμάχων της και των μηχανισμών τους που αποτελούν μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού στους ανεπτυγμένους κοινωνικούς καπιταλιστικούς μηχανισμούς. Αποτελεί μια κοινωνική διαδικασία αναίρεσης της κοινωνικής ύπαρξης των αστικών στρωμάτων, των όρων αναπαραγωγής τους και των λειτουργιών τους. Αποτελεί παράλληλα μια κοινωνική διαδικασία αναδιάρθρωσης των πολιτικών, ιδεολογικών και τεχνικών όψεων του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, στην κατεύθυνση εξάλειψης : της τυπικής και πραγματικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, του διαχωρισμού διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, της διαίρεσης μεταξύ διευθυντικών και εκτελεστικών λειτουργιών. Ταυτόχρονα η δικτατορία του προλεταριάτου αποτελεί μια κοινωνική διαδικασία εξάλειψης ιστορικά αποκρυσταλλωμένων αντιθέσεων και υστερήσεων τις οποίες ο καπιταλισμός ενσωματώνει και αναπαράγει τροποποιημένα ως πλευρές και όρους ύπαρξης της κοινωνικής εξουσίας του κεφαλαίου. Αντιθέσεις μεταξύ φύλων, εθνικές αντιθέσεις, θρησκευτικές αντιθέσεις και θρησκευτικοί προσανατολισμοί, αντιθέσεις στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού, που αναπαράγονται με διευρυμένο και τροποποιημένο τρόπο στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό εφ όσον δεν καταπολεμηθούν με θεσμικούς αλλά και με όρους διαπαιδαγώγησης θα υπονομεύουν διαρκώς την εργατική εξουσία και προοπτική.

42. Στην κοινωνία της μετάβασης (το σοσιαλισμό) η πολιτική εξουσία –υπό τη μορφή της δικατατορίας του προλεταριάτου- αποτελεί βασικό μοχλό επαναστατικοποίησης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων (πολιτικών-οικονομικών-ιδεολογικών). Στις κοινωνίες αυτές, όπου η ταξική πάλη, όχι μόνο δεν εξαλείφεται, αλλά εντείνεται, το κράτος (το πολιτικό επίπεδο) παρεμβαίνει στο οικονομικό επίπεδο με την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και το οικονομικό σχέδιο.τους. Οι διεργασίες αυτές δεν αρκούν, όπως έδειξε και η ιστορική εμπειρία, στην εξάλειψη της αστικής τάξης, αλλά εμπεριέχουν την δυνατότητα της αναπαραγωγής των αστικών στρωμάτων μέσα στις κρατικοποιημένες επιχειρήσεις (διευθυντές) και μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς (ανώτερα στρώματα της γραφειοκρατίας). Είναι απαραίτητο όπως συνδυασθούν με μια σειρά επαναστατικών μετασχηματισμών των ιδεολογικών σχέσεων μέσα στην παραγωγή και μέσα στους ίδιους τους μηχανισμούς του κράτους, με την άρση των διαχωρισμών χειρωνακτικής / διανοητικής εργασίας, την παρέμβαση του λαϊκού κινήματος στα θέματα παραγωγής και διανομής του κοινωνικού προϊόντος, την απονέκρωση της κρατικής μηχανής, τη συνολική ανασυγκρότηση των εκπαιδευτικών μηχανισμών, στην κατεύθυνση της άρσης του δομικού διαχωρισμού από την κοινωνική παραγωγική διαδικασία.

43. Η πολιτική έκφραση των διαφόρων συνιστωσών της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας που οργανώνει την διαδικασία μετάβασης επιβάλλει την ύπαρξη της δυνατότητας ενός καθεστώτος πολυκομματισμού με όριο για την ύπαρξη κάθε κόμματος την αποδοχή των βασικών όρων ενός επαναστατικού «συντάγματος», δηλαδή την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την άρση των διακρίσεων μεταξύ διευθυντών και διευθυνομένων και τη διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού. Απαιτείται επίσης η απρόσκοπτη λειτουργία όχι μόνο των θεσμών άμεσης δημοκρατίας (συμβούλια έκφρασης των συμφερόντων κάθε τάξης), αλλά και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως πεδίο έκφρασης των διακριτών συμφερόντων μέσα στα πλαίσια της λαϊκής επαναστατικής συμμαχίας. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής εκπροσώπησης που απαιτεί μια διαδικασία επαναστατικοποίησης των κρατικών μηχανισμών μεταβάλει τους όρους λειτουργίας των αντιπροσωπευτικών θεσμών: οι θεσμοί αυτοί δεν μπορούν να προκύπτουν μέσα από εκλογικές διαδικασίες που εγκαλούν τα ατομα ως πολίτες, αλλά ως φορείς κοινωνικών σχέσεων.

44. Στη μεταβατική κοινωνία η κατοχύρωση των δικαιωμάτων στην γνώμη, την έκφραση, την πληροφόρηση, την προσωπική επιλογή δεν μπορούν να τίθονται υπό περιορισμό. Τα ατομικά δικαιώματα στη συλλογική δράση (συνέρχεσθαι, συνεταιρίζεσθαι) πρέπει επίσης να εξασφαλίζονται στο βαθμό που δεν οδηγούν σε αντεπαναστατική πράξη (έμπρακτη άρνηση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και της διαδικασίας επαναστατικού μετασχηματισμού). Αντίστοιχα είναι αναγκαία η εξασφάλιση εγγυήσεων του κατηγορουμένου στο ίδιο τουλάχιστον πλαίσιο που ισχύει σήμερα, παρότι και ο ίδιος ο μηχανισμός της δικαιοσύνης οφείλει να επαναστατικοποιηθεί τόσο ως διαδικασία (εκλογές τοπικών λαϊκών δικαστηρίων), όσο και ως προς τον τύπο των ποινών (επανένταξη στην κοινωνική διαδικασία που έχει διαταραχθεί από το έγκλημα αντί για εγκλεισμό, συμβολικές ποινές κλπ).

45. Ιδιαίτερη σημασία κατέχει η διατήρηση της αυτονομίας των συνδικάτων έναντι του κρατικού μηχανισμού αλλά και των κομμάτων που ασκούν την κρατική εξουσία ή συμμετέχουν στη διαχείριση της. Ως πρωταρχικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης των συμφερόντων των εργαζομένων πρέπει να αποτελούν πεδίο ανάπτυξης αντιστάσεων απέναντι στις παρεκκλίσεις της κρατικής εξουσίας αλλά και και την κοινωνική βάση για μία άλλη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και των σχέσεων διανομής μεταξύ παραγωγικών μονάδων. Στο εσωτερικό των συνδικάτων κατά την κοινωνία της μετάβασης θα πρέπει να υφίσταται η δυνατότητα να εκφράζονται όχι μόνο τα άμεσα συμφέροντα των εργαζομένων αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις που μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις κατευθύνσεις της επαναστατικής εξουσίας.

46. Οι διάφορες μορφές του κομμουνιστικού κινήματος και κυρίως αυτές που κατέλαβαν ή και ταυτίστηκαν με την κρατική εξουσία απέτυχαν ως προς το στρατηγικό τους στόχο. Ιδίως αυτές που κατέκτησαν την πολιτική εξουσία οδήγησαν στην αναπαραγωγή της ταξικής εξουσίας και αστικών στρωμάτων, με την μορφή του κρατικού καπιταλισμού, που τελικά οδήγησε στην εγκαθίδρυση αμιγώς καπιταλιστικών κρατών. Οι αιτίες αυτής της αποτυχίας είναι ένα από τα σημαντικότερα προς διερεύνηση ζητήματα της ταξικής πάλης και της ιστορίας του εργατικού κινήματος. Ωστόσο βασικό ρόλο έπαιξε η αδυναμία μακροπρόθεσμα, της επαναστατικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, της διάχυσης της εξουσίας και της γνώσης στα εργαζόμενα στρώματα, του περάσματος της πραγματικής κατοχής των μέσων παραγωγής στην εργατική τάξη, και το βάθαιμα αντί για την αναίρεση του διαχωρισμού μεταξύ εκτελεστικής και διευθυντικής εργασίας.

47. Οι κοινωνίες της μετάβασης, κυρίως η Σοβιετική Ενωση, αλλά και η Λαϊκή Κίνα, προέκυψαν από διαδικασίες εργατικών και λαϊκών επαναστάσεων. Ως κοινωνικοί σχηματισμοί και κρατικά μορφώματα αποτέλεσαν εκτεταμένο πεδίο της ταξικής πάλης ιδιαίτερα κατά την περίοδο οικοδόμησης των μεταβατικών κοινωνιών. Στις κοινωνίες αυτές δεν οικοδομήθηκε μια μορφή σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά συνυπήρξε για ένα χρονικό διάστημα μία μορφή εργατικής κρατικής εξουσίας και ενός συστήματος και σχέσεων παραγωγής μέσα από το οποίο αναπαράγονταν οι καπιταλιστικές σχέσεις του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και οι αστικές εξουσίες. Σταδιακά μέσα από τομές και μετασχηματισμούς διαμορφώθηκε ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού, επήλθε η ανάπτυξη και η ισχυροποίηση μιας κρατικής αστικής τάξης με διαιρέσεις και διαφορετικές μερίδες στο εσωτερικό της. Ο σκληρός πυρήνας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής από ένα σημείο και πέρα παρέμεινε ο ίδιος με αυτόν των τυπικών αστικών σχηματισμών, δηλαδή υπήρχε παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας από τα αστικά στρώματα.

48. Σε σχέση με τον κλασικό καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό υπήρξε μια σημαντική διαφοροποίηση όσον αφορά τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με την διευρυμένη έννοια. Τα αστικά στρώματα τα οποία αναπτύχθηκαν σε αυτούς τους κοινωνικούς σχηματισμούς διέθεταν την κατοχή των μέσων παραγωγής, δηλαδή την ικανότητα να τα θέτουν σε λειτουργία, και να ελέγχουν την εργασιακή διαδικασία, δεν κατείχαν όμως την πλήρη οικονομική κυριότητα, δηλαδή τον απόλυτο έλεγχο της διάθεσης των μέσων παραγωγής και των παραγόμενων προϊόντων, καθόλου δε την τυπική οικονομική κυριότητα. Η αναδιανομή του κοινωνικού πλεονάσματος θεμελιωνόταν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις τυπικά αστικές κοινωνίες – στη θέση ορισμένων στρωμάτων στον “εξωοικονομικό” καταμερισμό εργασίας. Τον ρόλο τους στην πολιτική αναπαραγωγή του συστήματος, την θέση τους δηλαδή στο κράτος, το κόμμα την διανόηση κ.λ.π.

49. Οι μεταβατικές κοινωνίες χαρακτηρίζονταν σε σχέση με τους κλασικούς καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς από : τη διάσταση μεταξύ κατοχής, οικονομικής και νομικής κυριότητας των μέσων παραγωγής, την έλλειψη μηχανισμών εκκαθάρισης των μη παραγωγικών κεφαλαίων, την έλλειψη εφεδρικού βιομηχανικού στρατού εξαιτίας της ανυπαρξίας της ανεργίας, τη διανομή κοινωνικής υπερεργασίας σε ευρύτατα αστικά στρώματα που είχαν θέση στις αναπαραγωγικές και όχι παραγωγικές πλευρές του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Στοιχεία τα οποία οδήγησαν σε ανοιχτή οικονομική κρίση τις κοινωνίες αυτές, ενώ ταυτόχρονα προχωρούσε και η αποσαφήνιση των στόχων και των επιδιώξεων των ηγεμονικών μερίδων της κρατικής αστικής τάξης.

50. Οι κοινωνίες της μετάβασης χαρακτήρισαν το σύνολο του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος στις πιο μαζικές του εκδοχές ακόμα όμως και τα κριτικά ριζοσπαστικά αντιγραφειοκρατικά ρεύματα. Η ιστορική αποτυχία του κομμουνιστικού κινήματος και στις κοινωνίες της μετάβασης και στην καθοδήγηση του επαναστατικού μετασχηματισμού βαραίνει και επιδρά συνολικά τα ρεύματα αυτά με άνισο βέβαια τρόπο. Οι αιτίες της αποτυχίας αυτής συνοπτικά είναι οι ακόλουθες : Η αναπαραγωγή των αστικών στρώματων μέσα από την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και εξουσίας. Η αδυναμία συγκρότησης μίας διαρκούς εργατικής ηγεμονίας και θεσμών εργατικής δημοκρατίας. Η έλλειψη αντιγραφειοκρατικών θεσμών καθώς και θεσμών πολιτικής δημοκρατίας. Οι μετασχηματισμοί και η σταθεροποίηση του καπιταλισμού στις χώρες της Δύσης που αναδιάρθρωσαν κοινωνικά χαρακτηριστικά των εργαζόμενων στρωμάτων και των διαδικασιών ηγεμονίας. . Η αδυναμία της διεθνοποίησης της επανάστασης και ο σταδιακός περιορισμός της στο «επαναστατικό κέντρο».

51. Τοποθετούμενοι κριτικά ως προς το ιστορικό κομμουνιστικό κίνημα, αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες και τη συνεισφορά του συνεχίζουμε να προσεγγίζουμε την κομμουνιστική προοπτική ως δυνατότητα της έκβασης της πάλης των τάξεων, η οποία περιέχεται στις αντικειμενικές αντιφάσεις του Καπιταλιστικού Τρόπου Παραγωγής. Θεωρούμε ότι ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας αποτελεί μία διαρκή διαδικασία που έχει απαραίτητες προϋποθέσεις την σταδιακή αναίρεση του ταξικού καταμερισμού εργασίας στον πυρήνα των σχέσεων παραγωγής, τη συγκρότηση της εργατικής λαϊκής ηγεμονίας στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, την ανάπτυξη αντιγραφειοκρατικών θεσμών και θεσμών πολιτικής δημοκρατίας, τις διεθνείς αναφορές, τις διεθνείς συμμαχίες και τη διεθνοποίηση του.

52. Σήμερα βρισκόμαστε στο στάδιο του ανεπτυγμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Σημαντικοί μετασχηματισμοί σε επίπεδο διαδικασίας παραγωγής, οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας, οργάνωσης του συνασπισμού εξουσίας και του κράτους και ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας έχουν συμβεί σε σχέση με την κλασική εποχή του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο δεν έχουν εξαλειφθεί οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, ενώ βαθαίνουν συγκριτικά οι ταξικές πολώσεις και αντιθέσεις. Το σημερινό σύστημα κοινωνικών σχέσεων φέρει όλες τις βασικές αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και συνδυάζει τον σκληρό πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης, αφομοιώνοντας με μια διαδικασία διάλυσης – συντήρησης μορφές των προηγουμένων σταδίων του καπιταλισμού κυρίως των μη μονοπωλιακών μορφών συσσώρευσης. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της περιόδου καθορίζεται από την μεταβολή στον ταξικό συσχετισμό δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η σχέση κεφάλαιο με τις αλλαγές που έχει επιβάλλει κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες στην διάρθρωση του κοινωνικού και του τεχνικού καταμερισμού εργασίας αναδιοργανώνει το σύνολο των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Η μεγάλης έκτασης αναδιαρθρωτική διαδικασία θεμελιώνεται στην αλλαγή των εργασιακών διαδικασιών, της δομής της απασχόλησης και των εργασιακών σχέσεων, του χώρου και της δομής των παραγωγικών μονάδων. Μια διαδικασία η οποία εν μέρει τροποποιεί τους όρους ύπαρξης και συγκρότησης της κεφαλαιοκρατικής σχέσης αλλά και – κύρια – της εργατικής τάξης.

53. Οι σημαντικότερες διεργασίες που συντελούνται είναι : α) η ένταση της συγκέντρωσης του βιομηχανικού κεφαλαίου, η συγκεντροποίηση του χρηματικού κεφαλαίου και η συγχώνευση τους στο χρηματιστικό κεφάλαιο. β) η επέκταση του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε διάφορους τομείς της παραγωγής και σε διάφορες χώρες, ώστε να εκμεταλλεύεται τα άνισα ποσοστά κέρδους που υπάρχουν στους διαφορετικούς τομείς και τις άνισες παραγωγικότητες, που προκύπτουν από τον ιμπεριαλιστικό καταμερισμό εργασίας. γ) Η μετατόπιση βάρους προς την εντατική εκμετάλλευση της εργασίας, την ενίσχυση της πραγματικής υπαγωγής της στο κεφάλαιο, και την απόκτηση δεσπόζουσας θέσης από τους τομείς έντασης του κεφαλαίου.

54. Μία από τις βασικές πλευρές της συγκεκριμένης περιόδου αφορά στη διαμόρφωση της σημερινής φάσης του ιμπεριαλισμού. Δηλαδή της συγκεκριμένης μορφής διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς υπό την ηγεμονία εθνικών και υπερεθνικών σχηματισμών. Παρουσιάζεται η ένταση της διαδικασίας διεθνοποίησης – συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή αφορά α) στην κινητικότητα των κεφαλαίων και εργασίας μεταξύ κοινωνικών σχηματισμών, τομέων και κλάδων της παραγωγής, β) στην συγκέντρωση τεράστιων κεφαλαίων μέσα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα χωρίς σαφή εθνική δεσπόζουσα.

55. Η συγχώνευση του βιομηχανικού και του χρηματιστικού κεφαλαίου, αναπαράγει με καινούριες μορφές τις αντιφάσεις μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου, αλλά και τις αντιφάσεις στο εσωτερικό των ίδιων μερίδων του. Στο εσωτερικό των ίδιων των μονοπωλιακών ομίλων, οι αντιθέσεις αυτές αφορούν την ιεραρχία μεταξύ των διαφορετικών μερίδων που τους συγκροτούν, την αναδιανομή της υπεραξίας στις διάφορες μερίδες που το αποτελούν, την αναδιανομή της υπεραξίας στις διαφορετικές “εθνικές” συνιστώσες των ομίλων αυτών. Η επέκταση του μονοπωλιακού κεφαλαίου σε διάφορους τομείς και κλάδους της παραγωγής έχει σαν αφετηρία την ιδιοποίηση των άνισων ποσοστών κέρδους κατά κλάδους και την προσάρτηση των μεμονωμένων κεφαλαίων.

56. . Η διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης συνοδεύεται από μία ευρείας έκτασης σύμπηξη κεφαλαίων και κοινωνικών παραγωγικών διαδικασιών. Στο πλαίσιο της διεθνοποίησης και της αλληλοδιαπλοκής κεφαλαίων, διαμορφώνονται στρατηγικές ανταγωνισμού και σύγκλισης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Οι ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις διαμορφώνονται στο πλαίσιο της έντασης της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, που είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας αντιμετώπισης της τάσης για πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους και της υπερσυσσώρευσης. Μέσα από την διαδικασία της ανισόμετρης ανάπτυξης του κεφαλαίου σε κλάδους και κοινωνικούς σχηματισμούς το κεφάλαιο επιχειρεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητες καπιταλιστικής επέκτασης σε νέους χώρους και για νέα εμπορεύματα. Η στρατηγική αυτή του κεφαλαίου προαπαιτεί ορισμένες θεσμικές τροποποιήσεις που αφορούν στα όρια και τις ρυθμίσεις για την απελευθέρωση των αγορών. Το εγχείρημα αυτό της διεθνοποίησης του κεφαλαίου υπό την αιγίδα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής έχει σαν σημαντικό προαπαιτούμενο μία ευρύτερη βάση εφαρμογής από τον εθνικό κοινωνικό σχηματισμό. Η στρατηγική αυτή η οποία αποκρυσταλλώνεται ως αποτέλεσμα του ταξικού συσχετισμού δύναμης στα ηγεμονικά ιμπεριαλιστικά κράτη, απαιτεί ως προς την εφαρμογή της μία σταδιακή αποδοχή σε διεθνές επίπεδο.

57. Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα τα εθνικά κράτη παρουσιάζονται εν μέρει να χάνουν τη δυνατότητα να εξισορροπούν τις πιέσεις που δημιουργούν οι διαφορές παραγωγικότητας της εργασίας και η κινητικότητα των κεφαλαίων. Ωστόσο αν τα εθνικά κράτη εκχωρούν ένα μέρος των αρμοδιοτήτων τους, αυτό συντελείται στα πλαίσια μίας στρατηγικής η οποία κυριάρχησε στο εσωτερικό των συνασπισμών εξουσίας. Είναι η αποκρυστάλλωση της κυριαρχίας των συμφερόντων συγκεκριμένων μερίδων του κεφαλαίου τις τελευταίες δεκαετίες που χαράζει την κρατική διαχείριση και όχι η υποταγή του εθνικού κράτους σε υπερεθνικά οικονομικά κέντρα που απονευρώνει τις εναλλακτικές στρατηγικές. Η διαδικασία αυτή – όχι χωρίς αντιφάσεις – έχει διαφορετικά αποτελέσματα στους επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς αλλά και τις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις.

58. Οι ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις διαμορφώνονται στο πλαίσιο της έντασης της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας αντιμετώπισης της τάσης για πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους και της υπερσυσσώρευσης. Επιδιώκουν όπως επιβάλλουν μία σχετική ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών κεφαλαίων, τη συνοχή της πολιτικής της απελευθέρωσης των αγορών έναντι των επιμέρους αμφισβητήσεων της από αστική σκοπιά, αλλά κυρίως να ενισχύσουν την επιβολή αυτής της κατεύθυνσης σε επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς έναντι των αντιθέσεων από εργατική σκοπιά έχουν την ανάγκη διαμόρφωσης υπερεθνικών κρατικών μηχανισμών που να ενισχύουν, να εποπτεύουν και να ασκούν επιδιαιτησία σε αυτή τη διαδικασία. Η συγκρότηση των υπερεθνικών μηχανισμών δεν αναιρεί το ρόλο του εθνικού κράτους ως υλικό συμπύκνωμα ταξικών σχέσεων και συγκυριακή αποκρυστάλλωση του συσχετισμού δυνάμεων. Μια εξέλιξη της συγχώνευσης βασικών ιμπεριαλιστικών κρατών ή κρατών σε ανεπτυγμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο υπό το πλέγμα μία ριζικής σοσιαλιστικής ανατροπής.

59. Στη συγκυρία ηγεμονικό ρόλο παίζει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σε σχέση κυριαρχίας και ενότητας με τους βασικούς ιμπεριαλιστικούς πόλους, την Ε.Ε. και την Ιαπωνία. Παρά τους επιμέρους οξείς ανταγωνισμούς και διαφοροποιήσεις σε όψεις των κοινωνικών συστημάτων, συντεταγμένα προωθούν τις πολιτικές των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Οι επιπτώσεις είναι τεράστιες στα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, αλλά και των λαών των υπό ανάπτυξη χωρών ή των χωρών της περιφέρειας.

60. Παρά την εξέλιξη των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και την επέκταση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων τα δομικά στοιχεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που διαμορφώνουν τις κρίσεις εξακολουθούν να υφίστανται. Τα συμπτώματα θα επανέρχονται σε εκείνους τους κοινωνικούς σχηματισμούς που η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων δεν θα αντιμετωπίζεται με την εκκαθάριση των χαμηλότερης αποδοτικότητας κεφαλαίων και θα διαμορφώνεται μία νέα άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας. Εντονότερα τα κρισιακά φαινόμενα θα εκδηλώνονται περιοδικά σε εκείνες τις οικονομίες οι οποίες ενσωματώνονται με κυριαρχούμενο τρόπο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η ίδια η διαδικασία της ανισόμετρης ανάπτυξης εντείνεται την περίοδο την οποία διανύουμε, αναπαράγει τροποποιημένα τις ενδοιμπεριαλιστικές και ενδοαστικές αντιθέσεις.

61. Η Ε.Ε. αποτελεί ένα ιμπεριαλιστικό συνασπισμό κεφαλαίων και αντιφατικών κρατικών συμφερόντων. Διαπερνάται από οικονομικούς ανταγωνισμούς, διαφορετικά κρατικά συμφέροντα, αλλά και την εξ επαγωγής παρουσία των Η.Π.Α. λόγω οικονομικής αλληλεξάρτησης αλλά και της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ. Παρά τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις προωθεί μια σχετικά συγκροτημένη πολιτική καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων ενάντια στις λαϊκές τάξεις. Η αποκρυστάλλωση της Ε.Ε. ως ιμπεριαλιστικής υπερεθνικής ολοκλήρωσης και η συναίνεση των κυρίαρχων τάξεων των ευρωπαϊκών κρατών σε αυτήν βασίζεται στο γεγονός ότι τροποποιεί την σχέση κεφαλαίου – εργασίας εις όφελος του κεφαλαίου. Αποτελεί μία ειδική όψη με την οποία εκδηλώνεται η διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Μια τέτοια διεργασία δεν αναιρεί ολοκληρωτικά το ρόλο των εθνικών κρατών ούτε τους ανταγωνισμούς μεταξύ των επιμέρους εθνικών κεφαλαίων. Τα επιμέρους κράτη με πρωτοβουλία των ηγεμονικών πόλων στο εσωτερικό της Ε.Ε. συμμερίζονται αυτήν την στρατηγική στο βαθμό που τους αποφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα ως προς τις εθνικές εργατικές τάξεις και τα ισχυροποιεί σε σχέση με τις σημαντικότερους ανταγωνιστές από πλευράς επιπέδων παραγωγικότητας και αποδοτικότητας. Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης μπορεί να συναντήσει προσκόμματα καθώς και τάσεις αναδίπλωσης στο βαθμό που αυτές επιβάλλονται από τις εργαζόμενες τάξεις στους επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς. Υπό αυτή την έννοια μία διαδικασία ρήξης εθνικών κρατών με την Ε.Ε. θα σηματοδοτεί και θα τροφοδοτείται από μια ευρύτατη αντικαπιταλιστική συμμαχία που θα βρίσκεται σε ένα προχωρημένο στάδιο ρήξεων με τις κυρίαρχες αστικές στρατηγικές. Ρήξεις οι οποίες θα θέτουν σε κίνδυνο όλο το διαμορφωμένο πλέγμα σχέσεων αστικής εξουσίας σε ένα κοινωνικό σχηματισμό. Έτσι τα συμφέροντα των εργαζομένων της Ευρώπης περνάνε μέσα από την ρήξη με την Ε.Ε. και την ανατροπή της.

62. Στη συγκρότηση και στις στρατηγικές της Ε.Ε. είναι εγγεγραμμένα τα συμφέροντα των Η.Π.Α. Η παρουσία των συμφερόντων των Η.Π.Α. επιπροσδιορίζει την εξέλιξη και την στρατηγική της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό οι σχέσεις μεταξύ Ε.Ε -Η.Π.Α. δεν είναι απλές σχέσεις ανταγωνισμού. Είναι σχέσεις κυριαρχίας – ανταγωνισμού – συμπληρωματικότητας.

63. Στο παραπάνω πλαίσιο στοιχείο της στρατηγικής φυσιογνωμίας της ΑΡΑΣ αποτελεί η προώθηση του στόχου της αποδέσμευσης από την Ε.Ε. στο πλαίσιο μίας αντικαπιταλιστικής κοινωνικής συμμαχίας.

64. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός εντάσσεται στους κοινωνικούς σχηματισμούς του αναπτυγμένου καπιταλισμού και βρίσκεται στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού μπλοκ που διαμορφώνεται από τις χώρες της Δ. Ευρώπης. Ανήκει στον ιμπεριαλιστικό πόλο της Ε.Ε. στις κατώτερες θέσεις της ιεραρχημένης συνάρθρωσης κυρίαρχων και κυριαρχούμενων κοινωνικών σχηματισμών του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

65. Το κεφάλαιο στα πλαίσια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού επιτελεί μια σειρά λειτουργίες οι οποίες αντιστοιχούν στη νέα περίοδο της μονοπωλιακής φάσης του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Είναι υποκείμενο (αλλά και αντικείμενο) της διεθνοποίησης και των αναδιαρθρώσεων που αναπτύσσονται στο (και από το) ιμπεριαλιστικό μπλοκ στο οποίο κατά βάση εντάσσεται.

66. Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό επικρατούν εκείνες οι παραγωγικές πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις οι οποίες προσιδιάζουν στην μονοπωλιακή φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: το ελληνικό κεφάλαιο επιτελεί ιμπεριαλιστικές λειτουργίες όσον αφορά τις χώρες του άμεσου περιγύρου, καθώς και σε εκείνες τις χώρες με χαμηλότερη θέση στην ιεραρχία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στις οποίες επιλέγει την στρατηγική διείσδυσης λόγω διαφοράς παραγωγικότητας ή πλεονεκτημάτων που διαθέτει σε ορισμένους τομείς. Ταυτόχρονα, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εντάσσεται η Ελλάδα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ – σε θέσεις υποταγής – επιδρά α) στην ανάπτυξη του τεχνικού καταμερισμού εργασίας που επικρατεί, β) στα διάφορα χαρακτηριστικά της παραγωγικής διαδικασίας (όπως είναι η συγκέντρωση και το μέγεθος των επιχειρήσεων, οι εργασιακές διαδικασίες οι οποίες εφαρμόζονται κ.λ.π). γ) στην επιρροή που έχουν οι δεσπόζουσες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο σύστημα πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας που διαμορφώνεται στην ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

67. Η κατάταξη της Ελλάδας στις κατώτερες θέσεις του ιμπεριαλιστικού μπλοκ που συγκροτούν οι χώρες του Δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού, προκύπτει ως αποτέλεσμα της ιστορικής ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, του χαρακτήρα της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της ειδικής μορφής με την οποία εκδηλώθηκε η πάλη των τάξεων στην Ελλάδα.

68. Η ενσωμάτωση στο μπλοκ της Ε.Ε. προβάλλει ως η μόνη εφικτή στρατηγική της άρχουσας τάξης για μία σχετικά ομαλή έκθεση στην διαδικασία διεθνοποίησης, την εκκαθάριση των λιγότερο παραγωγικών κεφαλαίων χωρίς σημαντικούς κλυδωνισμούς του συνασπισμού εξουσίας, την απόσβεση ενδεχόμενων πολιτικών και ιδεολογικών κραδασμών και την σταθεροποίηση του νέου συνασπισμού εξουσίας.

69. Στην διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό το βασικό αιτούμενο είναι η αύξηση της παραγωγικότητας του συλλογικού εργαζόμενου. Ο στόχος αυτός συνδυάζεται ωστόσο με την προσπάθεια επαναφοράς σε ορισμένους τομείς ενός συνόλου συγκριτικών πλεονεκτημάτων που αφορούν το κόστος εργασίας (με την λιτότητα, τις ασφαλιστικές αντιμεταρρυθμίσεις κ.λ.π.) αλλά και την αναίρεση συγκεκριμένων συμβιβασμών με ορισμένα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων στο πολιτικό και στο ιδεολογικό επίπεδο. Η προσπάθεια για την απόκτηση οικονομικής ηγεμονίας συναρτά τις ιμπεριαλιστικές λειτουργίες που ασκούν μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου στους κοινωνικούς σχηματισμούς της Βαλκανικής, με την εγγύηση της σταθερότητας και της συνοχής των κρατικών σχηματισμών μέσα και από μία στρατιωτική – κατασταλτική ασπίδα για αυτές τις λειτουργίες.

70. Η αναδιαρθρωτική διαδικασία αποτελεί μία συγκεκριμένη στρατηγική της άρχουσας τάξης, που καθορίζεται κύρια από τον εσωτερικό συσχετισμό δύναμης δηλαδή την ειδική μορφή με την οποία εκδηλώνεται η πάλη των τάξεων στην Ελλάδα. Ωστόσο οι ρυθμοί, τα όρια και τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής υπαγορεύονται από την διαδικασία διεθνοποίησης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα.

71. Σήμερα η εργατική τάξη, τα εργατικά στρώματα, καθώς και οι άλλες κατηγορίες εργαζομένων που έχουν αντικειμενικά συμφέροντα για την υπόθεση της επαναστατικής ανατροπής και του σοσιαλισμού (δηλαδή τα στρώματα που παράγουν υπεραξία, είτε συμβάλλουν στην πραγματοποίηση της, είτε αποσπάται από αυτά υπερεργασία) συνιστούν την πλειοψηφία των εργαζομέων. Στα τμήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται τα μεγαλύτερα τμήματα των εργαζομένων με ξένη καταγωγή, που είναι ενσωματωμένα στις κατηγορίες και στα μεγέθη που αναφέρονται παραπάνω. Στο κοινωνικό μπλοκ των δυνάμεων της ζωντανής εργασίας δυνητικά έχουν αντικειμενικούς λόγους να τοποθετηθούν τα μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνικής κατηγορίας νεολαίας.

72. Στα σύμμαχα στρώματα της εργατικής τάξης μπορούν να ενταχθούν τμήματα των κατώτερων στρωμάτων της νεας μικροαστικής τάξης που μισθωτοποιούνται ή πολώνονται προς τις θέσεις της εκτελεστικής διανοητικής εργασίας, τμήματα της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης που συμπιέζονται από την ένταση της αναδιάρθρωσης και τμήματα της διανόησης που ριζοσπαστικοποιούνται από την κατάλυση των κοινωνικών δικαιωμάτων και ρόλων.

73. Οι τάξεις και τα στρώματα αυτά που δυνητικά μπορούν να συγκροτήσουν τον ιστορικό συνασπισμό των δυνάμεων της ζωντανής εργασίας αποτελούν μία ισχυρή και σχετικά πλειοψηφική συνιστώσα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ωστόσο σε τελική ανάλυση οι πολιτικοί και ιδεολογικοί όροι είναι καθοριστικοί για την συγκρότηση τους σε κοινωνική δύναμη και για την διαμόρφωση ενός πολιτικό κοινωνικού μπλοκ. Το πολιτικό επίπεδο αναδεικνύεται υπό αυτή την έννοια καθοριστικό για την άρση των αντικειμενικών διαιρέσεων στο εσωτερικό των δυνάμεων της εργασίας και για την πραγματοποίηση ή μη της αντικειμενικής δυνατότητας για την οικοδόμηση του κοινωνικού μπλοκ των δυνάμεων της ζωντανής εργασίας.

74. Στο πλαίσιο της ταξικής διάρθρωσης και της φάσης ανάπτυξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού η ΑΡΑΣ αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα, χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, αποτελεί πεδίο της επαναστατικής προοπτικής και σα στόχο θέτει την σοσιαλιστική επανάσταση.

75. Οι πολιτικοί εκφραστές του συνασπισμού εξουσίας σήμερα είναι τα δύο αστικά κόμματα ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. που αποτελούν δύο διαφορετικούς τύπους σχέσεων και συμβιβασμών τμημάτων των λαϊκών τάξεων και των μεσοστρωμάτων με διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου και των αστικών στρωμάτων. Στο πλαίσιο της ισχυροποίησης της κοινωνικής εξουσίας του κεφαλαίου οι πολιτικές τους συγκλίνουν όλο και περισσότερο.

76. Τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς σε διαφορετικό βαθμό και δεχόμενα εντεινόμενες πιέσεις αποτελούν συμπληρώματα του πολιτικού συστήματος.

77. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει η αναγκαιότητα της οικοδόμησης του ρεύματος της επαναστατικής αριστεράς αυτοτελούς και σε ανταγωνισμό με το αστικό πολιτικό σύστημα. Η δυνατότητα της οικοδόμησης του επαναστατικού ρεύματος θεμελιώνεται στις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις και τις όψεις της ταξικής πάλης. Μία πρώτη βάση για ανάπτυξη ενός τέτοιου ρεύματος αποτελούν οι πολιτικές οργανώσεις που τοποθετούνται στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, οι συσπειρώσεις των κοινωνικών και εργασιακών χώρων, οι υπαρκτές κοινωνικές αντιστάσεις. Κυρίως όμως αυτό το ρεύμα θα οικοδομηθεί πάνω στους αυτόνομους αγώνες των εργαζομένων.

78. Η ιστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού κατά τον 20ο αιώνα συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος και τα αποτελέσματα του.

79. Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα χαρακτηρίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες των ρευμάτων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος εσωτερικεύοντας τις ιδιαίτερες επιπτώσεις της οξύτατης ταξικής και εθνικής σύγκρουσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Κορυφαία στιγμή του αποτέλεσε η μεγάλη ΕΑΜΙΚΗ Επανάσταση και ο ταξικός πόλεμος 1946 – 1949 που αποτελεί τμήμα της ιστορικής μας κληρονομιάς.

80. Ιδιαίτερα το ΕΑΜ ήταν ένα από τα σημαντικότερα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα στην Ευρώπη, διότι συγκέντρωσε την πλατύτερη συμμαχία κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων (εργατών, μικροαστικών στοιχείων της πόλης, αγροτικών στρωμάτων) και συνδύασε τέτοιες μορφές αγώνων (απεργίες, διαδηλώσεις, ένοπλο αγώνα), εξαιρετικές για την κατεχόμενη Ευρώπη. Μέσα από αυτήν την κίνηση, άνοιξαν τεράστια ρήγματα, από τα οποία εκτός των άλλων εισέβαλλαν για πρώτη φορά στο προσκήνιο της ιστορίας στρώματα και κοινωνικές κατηγορίες (όπως οι γυναίκες, η σπουδάζουσα νεολαία, αγροτικοί πληθυσμοί), γεγονός που καταγράφηκε και στην λαϊκή κουλτούρα που απέκτησε τεράστια ώθηση και σ’ ένα σύνολο θεσμών (την λαϊκή αυτοδιοίκηση, την λαϊκή δικαιοσύνη, κ.λ.π.). Η ήττα του ΕΑΜικού κινήματος σημαδεύτηκε από τη μέχρι τέλους προσήλωση της ηγεσίας του στην συμμαχία με μερίδες της αστικής τάξης διαμέσου των μηχανισμών της. Από την αντίληψη της ελεγχόμενης κατάκτησης θέσεων ισχύος στον μεταπολεμικό κοινωνικό σχηματισμό, αντίληψη που συμβάδιζε με πλευρές μιας εξαιρετικά εργατίστικης αντίληψης και ανάδειξης ως σημαντικότερο παράγοντα εξουσίας το κέντρο σε σχέση με την ύπαιθρο.

81. Η αντίληψη του καταστροφισμού και του οικονομισμού, η θεώρηση της ταξικής πάλης ως σύγκρουσης διεθνών στρατοπέδων, η αναπαραγωγή πλευρών της αστικής ιδεολογίας, η αποκρυστάλλωση της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας στη διάρθρωση του κόμματος με την αναπαραγωγή αστικού τύπου ιεραρχίας, η στεγανοποίηση των ανώτερων κλιμακίων, η γραφειοκρατικοποίηση, η κατοχή της γνώσης από ένα κλειστό επιτελείο ήταν καθοριστικά στην έκβαση της ταξικής πάλης. Ακόμα και στις συγκυρίες που ο συνδυασμός της γραμμής των μαζών και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολιτικής κρίσης και εθνικής κρίσης που πήρε η ταξική πάλη στην Ελλάδα, έδινε στο Κ.Κ.Ε. γενικά αντικαπιταλιστικούς επαναστατικούς προσδιορισμούς, ένα πλέγμα στοιχείων της θεωρίας του και της πρακτικής του δεν επέτρεπαν να εξειδικεύονται σε επαναστατική γραμμή (ιδιαίτερα την πιο κρίσιμη περίοδο της δεκαετίας του 40).

82. Αναγνωρίζοντας τα θετικά στοιχεία της κληρονομιάς του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως η γραμμή των μαζών, την ύπαρξη πολιτικών και ιδεολογικών στοιχείων της επαναστατικής ανατροπής, της διεθνιστικής και επαναστατικής πάλης, αναγνωρίζουμε παράλληλα και τις αντιφάσεις του, τον οικονομισμό, την γραφειοκρατική διαχείριση, την αστική ηγεμονία σε καθοριστικές στιγμές, την αναπαραγωγή της αστικής ιεραρχίας και του αστικού καταμερισμού εργασίας. Τοποθετούμεθα ιδεολογικά και πολιτικά στα κριτικά ρεύματα της κομμουνιστικής αριστεράς που επιχειρούν να αξιοποιήσουν τις θετικές στιγμές του κινήματος αυτού από μία αντιγραφειοκρατική – αντικαπιταλιστική οπτική.

83. Στη σημερινή περίοδο απαιτείται η συσσώρευση δυνάμεων ισχύος και στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, των κοινωνικών χώρων ώστε να προετοιμαστεί μία μαζική ανατρεπτική παρουσία στο πολιτικό επίπεδο. Η μάχη αυτή θα είναι μακροπερίοδη. Σε αυτήν την μακροπερίοδη μάχη είναι απαραίτητο να υιοθετηθούν και ενδιάμεσες, μεταβατικές μορφές άσκησης πολιτικής. Απέναντι στη «πολιτική» του κεφαλαίου του κατακερματισμού, της εξατομίκευσης, της απομόρφωσης, η επαναστατική πολιτική πρέπει να αφορά και στη επανενοποίηση ενός ιστού δραστηριοτήτων, συλλογικοτήτων, μία διαρκής μορφωτική διαδικασία. Να διατηρεί, διευρύνει και να εμπλουτίζει, τύπους συλλογικής δράσης, και που θα εκπροσωπούν τμήματα της τάξης, ή και, κοινωνικές κατηγορίες,. Αυτές οι πολιτικές μορφές πρέπει να ασκούν πολιτική, παρεμβαίνοντας κυρίαρχα στις αντιθέσεις των χώρων τους και να τους δίνουν αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, εξειδικεύοντας τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας.

84. Οι πολιτικές αυτές μορφές αντικειμενικά δεν θα κάνουν αυτοτελώς επαναστατική πολιτική, μια και τέτοια μπορεί να κάνουν ανώτερα επίπεδα πολιτικής οργάνωσης που θα εκπροσωπούν τον πυρήνα της εργατικής τάξης, και θα τυποποιούν παράλληλα στο εσωτερικό τους τις βάσεις της συμμαχίας της με άλλες καταπιεζόμενες τάξεις. Θα κάνουν όμως αριστερή αντικαπιταλιστική πολιτική σε επαναστατική κατεύθυνση, δηλαδή θα αντιστρατεύονται την εκδοχή της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής μέσα στους κοινωνικούς χώρους, τα κεντρικά πολιτικά μέτωπα και την πολιτική σκηνή. Θα διατηρούν την εξωτερικότητα και την ανεξαρτησία τους από το κράτος (τους θεσμούς του σε κάθε χώρο και σε βαθμίδα της ταξικής πάλης) και τα αστικά κόμματα.

85. Κεντρική σημασία στην διατύπωση της ταξικής συμμαχίας των εργαζόμενων με την μορφή ενός σταδιακά ενοποιούμενου μετώπου κατέχουν οι αριστερές πολιτικές μορφές των κοινωνικών χώρων (συσπειρώσεις) που θα προωθούν μία άλλου τύπου συλλογική κουλτούρα και γνώση, αυτή της ζωντανής εργασίας, θα οξύνουν τις αντιφάσεις που προκαλεί η καπιταλιστική αναδιάρθρωση στους πιο κοντινούς τους κοινωνικά χώρους, θα αμφισβητούν την αστική ηγεμονία σ’ αυτούς και θα συμβάλλουν στην εγχάραξη στοιχείων εργατικής ηγεμονίας, παζοντας καθοριστικό ρόλο στην ρήξη με την αστική ιδεολογία στο εσωτερικό των κοινωνικών χώρων.

86. Η ύπαρξη αντικαπιταλιστικών οργανώσεων σε επαναστατική κατεύθυνση αποτελεί προϋπόθεση στη σημερινή συγκυρία για την διεύρυνση των μορφών αντικαπιταλιστικής πολιτικής και κοινωνικής πρακτικής. Εργο τους πρέπει να είναι η κωδικοποίηση και θεωρητικοποίηση της άμεσης εμπειρίας και κοινωνικής πρακτικής και των πολιτικών αποτελεσμάτων, η χάραξη πολιτικής στρατηγικής, η λειτουργία τους στην κατεύθυνση οικοδόμησης του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου και στη συγκρότηση της επαναστατικής κοινωνικής συμμαχίας.

87. Η ενίσχυση των κομμουνιστικών τάσεων μέσα στις πολιτικο-ιδεολογικές ενότητες των κοινωνικών χώρων, τις αριστερές πολιτικό-κοινωνικές συσπειρώσεις και συνολικότερα στο κίνημα, αποτελεί πρωταρχικό καθήκον.

88. Σήμερα παρά τους μετασχηματισμούς του κεφαλαίου και τις επιμέρους αλλαγές των κοινωνικών σχέσεων παραμένουν και εντείνονται οι σχέσεις εκμετάλλευσης και η ταξική – ιεραρχική διάρθρωσης της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό η κομμουνιστική προοπτική παραμένει ο στρατηγικός μας στόχος.

Β. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ

Η Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση αποτελεί, μεταβατική πολιτική οργάνωση με κομμουνιστικά χαρακτηριστικά, που θεμελιώνει την ιδεολογικό-πολιτική της φυσιογνωμία στη βάση του επαναστατικού μαρξισμού. Στρατηγικό τη στόχο αποτελεί η συμβολή στο μέτωπο των κοινωνικών δυνάμεων για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της εργατικής – λαϊκής εξουσίας.

Ως μεταβατική πολιτική οργάνωση, δεν αποβλέπει μονοσήμαντα στην αυτόκεντρη ανάπτυξή της για την οικοδόμηση του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται απ’ την ανάπτυξη σχέσεων οργανικής σύνδεσης της επαναστατικής Αριστεράς με την εργατική τάξη ή σημαντικά τμήματά της, καθώς και με τις κοινωνικές δυνάμεις που τα συμφέροντά τους συμβαδίζουν με αυτά της εργατικής τάξης. Η συγκρότηση του επαναστατικού πολιτικού φορέα του εργατικού κινήματος προυποθέτει μεταξύ άλλων μια διαδικασία συντονισμού, κοινής δράσης, διαλόγου, ιδεολογικής αντιπαράθεσης και συνολικής ανασύνθεσης ευρύτερων δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς.

Στην κατεύθυνση αυτή η ΑΡΑΣ έχει σα στόχο να αναλαμβάνει πολιτικές πρωτοβουλίες και να συμμετέχει σε διαδικασίες που αποβλέπουν στη συγκρότηση του ανεξάρτητου πόλου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, και ταυτόχρονα προωθεί με την ιδεολογική και πολιτική της πρακτική την αντίληψη του ενιαίου μετώπου δράσης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, την καπιταλιστική αναδιάρθρωση, το σύγχρονο αυταρχικό αστικό κράτος και τον ιμπεριαλισμό.

Η ΑΡΑΣ απορρίπτει τις στρατηγικές της αυτόκεντρης ανάπτυξης, της σεχταριστικής περιχαράκωσης του χώρου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της δορυφοροποίησης γύρω απ’ τα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Επιδιώκει τη συγκρότηση του ανεξάρτητου αντικαπιταλιστικού πόλου, οργανικά συνδεδεμένου με αγωνιζόμενα τμήματα της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων στρωμάτων και των κοινωνικών δυνάμεων που συνδέονται με αυτήν και τη διαμόρφωση αντικαπιταλιστικής επαναστατικής στρατηγικής, που να υποστηρίζεται απ’ την ανάπτυξη ενιαιομετωπικών ταξικών, κοινωνικών και πολιτικών, αγώνων.

Η ΑΡΑΣ επιδιώκει την διαμόρφωση κοινωνικο-πολιτικών συσχετισμών που να καθιστούν δυνατή την ανάδειξη της εργατικής ηγεμονίας σε ένα ευρύτερο συνασπισμό αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, στην προοπτική της ανατροπής της αστικής εξουσίας, της εγκαθίδρυσης της εξουσίας της εργατικής τάξης και του επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό.

Η ΑΡΑΣ επιδιώκει τη συμμετοχή της σε όλα τα μέτωπα της πολιτικής και κοινωνικής πάλης καθώς και την ανάπτυξη ενός ενιαίου μετώπου δράσης των εργαζομένων και της νεολαίας. Ιδιαίτερη σημασία για την ενιαιομετωπική παρέμβαση της ΑΡΑΣ κατέχουν οι πολιτικό – ιδεολογικές ενότητες των κοινωνικών χώρων, οι αριστερές κοινωνικό – πολιτικές συσπειρώσεις.

Η συγκρότηση και λειτουργία της ΑΡΑΣ οφείλει να ανταποκρίνεται στα ιδεολογικο-πολιτικά της χαρακτηριστικά ως μεταβατικής πολιτικής οργάνωσης με κομμουνιστική κατεύθυνση, που αποβλέπει στη συγκρότηση του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, μέσα απ’ την αντικαπιταλιστική πολιτικό-ιδεολογική πρακτική.

Η οργανωτική συγκρότηση και λειτουργία της ΑΡΑΣ καθορίζεται από τις αρχές του δημοκρατισμού συγκεντρωτισμού στην κατεύθυνση που ορίζει η προσπάθεια λειτουργίας της ως τμήμα του «συλλογικού διανοούμενου» της εργατικής τάξης.

Απαραίτητος όρος για κάτι τέτοιο είναι η συγκρότησή της στη βάση της κοινής συμφωνίας των μελών της ως προς τις πολιτικές και ιδεολογικές της αρχές. Η αποδοχή των βασικών ιδεολογικο-πολιτικών θέσεων και των οργανωτικών αρχών λειτουργίας της ΑΡΑΣ αποτελεί προϋπόθεση για την οργανωτική ένταξη σ’ αυτήν.

Πρωταρχικό καθήκον αναδεικνύεται η οργανωμένη, σταθερή προσπάθεια για την ιδεολογικο-πολιτική συγκρότηση και παρέμβαση κάθε μέλους, κατά τρόπον ώστε να είναι σε θέση να συμμετέχει ενεργά στην εσωτερική ζωή της ΑΡΑΣ, στη χάραξη της πολιτικής της, στην υπεράσπιση των θέσεων που έχει αποδεχτεί.

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

1. Για να καταστεί κάποιος μέλος της ΑΡΑΣ πρέπει να συμμερίζεται τις πολιτικές και ιδεολογικές αρχές που προσδιορίζουν την φυσιογνωμία της και να αποδέχεται το πλαίσιο οργανωτική της λειτουργίας. Η οργανωτική συγκρότηση και λειτουργία της ΑΡΑΣ πρέπει να ανταποκρίνεται στα πολιτικά καθήκοντα που απορρέουν απ’ την αποδοχή των -πολιτικών και ιδεολογικών της θέσεων και οργανωτικών αρχών. Τα μέλη της ΑΡΑΣ υποχρεούνται να συμμετέχουν συστηματικά στις διαδικασίες εσωτερικής οργάνωσης της, στις ολομέλειες πυρήνων, στις τομεακές ολομέλειες, στις κεντρικές ολομέλειες, στις διαδικασίες οργάνων που ανήκουν. Βασική υποχρέωση κάθε μέλους της ΑΡΑΣ είναι, παράλληλα, η ενεργητική συμμετοχή του στις κινηματικές διαδικασίες. Στον κοινωνικό χώρο (χώρο εργασίας, σπουδών ή κατοικίας), στη βάση των πολιτικών κατευθύνσεων που προκύπτουν απ’ την ανάλυση της πολιτικής συγκυρίας, αλλά και στα πολιτικά και ιδεολογικά μέτωπα. Όλα τα μέλη της ΑΡΑΣ οφείλουν όπως στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους, συμμετέχουν σε τομείς συνδικαλιστικής, πολιτικής και ιδεολογικής δουλειάς μέσα στο μαζικό κίνημα. Ο προσανατολισμός στην πολιτική παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους και στα κοινωνικά και πολιτικά μέτωπα καθορίζει και το τρόπο οργανωτικού καταμερισμού των δυνάμεων της ΑΡΑΣ. Όλα τα μέλη της ΑΡΑΣ οφείλουν όπως συμμετέχουν στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους στις πολιτικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται, καθώς και τη συμμετοχή σε πολιτικές δραστηριότητες (κινητοποιήσεις κλπ.) που αναλαμβάνονται ή στηρίζονται απ’ την ΑΡΑΣ.

2.Βάση της οργανωτικής συγκρότησης της ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ αποτελεί ο Πυρήνας.Συγκροτείται κατά κοινωνικό χώρο (εργασιακό, εκπαιδευτικό ή τοπικό) και αποτελείται τουλάχιστον από τρία μέλη. Επιδίωξη είναι η συγκρότηση Πυρήνα σε κάθε ιδιαίτερο χώρο όπου υπάρχουν μέλη της ΑΡΑΣ, εργασιακό χώρο, εργασιακό κλάδο, συνοικία ή πόλη, σχολή ή και τμήμα σχολής, σχολείο κατ’ αντιστοιχία με υπαρκτές μορφές οργάνωσης του μαζικού κινήματος, συνδικάτο, σωματείο ή επαγγελματικό σύλλογο, φοιτητικό σύλλογο, δημοτική κίνηση κλπ. Ιδιαίτερη επιδίωξη της ΑΡΑΣ είναι η ενίσχυση της δράσης σε χώρους εργαζομένων και ιδιαίτερα στους χώρους που αφορούν την εργατική τάξη. Σε πόλεις όπου μπορεί να υπάρχουν μεμονωμένα μέλη που δεν ανήκουν σε κοινωνικό χώρο όπου εντάσσονται και άλλοι σύντροφοι, συλλειτουργούν σε ενιαίο Πυρήνα μ’ αυτούς, αλλά δεν συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά στο χώρο δράσης των υπολοίπων.. Ο Πυρήνας επιδιώκεται να συνεδριάζει συστηματικά και σε τακτές ημερομηνίες. Η συχνότητα των συνεδριάσεών του πρέπει να αντιστοιχεί στις ανάγκες συζήτησης και λήψης αποφάσεων για ζητήματα που αφορούν στο χώρο παρέμβασής του, αλλά και στη συνολικότερη πολιτική παρέμβαση της ΑΡΑΣ. Οι πυρήνες λειτουργίας υποχρεούνται όπως έχουν τακτικές συνεδριάσεις που καθορίζονται από την ιδιαιτερότητα του χώρου παρέμβασης. Τα μέλη εκλέγουν υπεύθυνο του Πυρήνα που αναλαμβάνει τη σύγκληση των συνεδριάσεων, την πρόταση των θεμάτων που θα συζητηθούν, την υπευθυνότητα για τα οικονομικά του πυρήνα, την ενημέρωση για τις αποφάσεις των συντονιστικών οργάνων και μεταφέρει τις αποφάσεις του πυρήνα στα όργανα αυτά όταν απαιτείται. Τα μέλη του πυρήνα υποχρεούνται να συμμετέχουν κατά τις διαδικασίες συνεδριάσεων και λήψης αποφάσεων.

3.Τομεακή Ολομέλεια – Τομεακό Συντονιστικό. Πυρήνες που παρεμβαίνουν σε ομοειδείς κοινωνικούς χώρους συγκροτούν Τομέα. Τομέας επίσης συγκροτείται σε πόλεις όπου υπάρχουν περισσότεροι του ενός πυρήνες. Στις τομεακές Ολομέλειες τίθενται και συζητούνται ζητήματα που αφορούν στον ευρύτερο χώρο παρέμβασης και παίρνονται αποφάσεις, που δεν μπορεί να αντίκεινται σ’ αυτές των πολιτικών αποφάσεων της Συνδιάσκεψης, των πανελλαδικών Ολομελειών, και του Κεντρικού Συντονιστικού. Η σύνθεση των Τομεακών Συντονιστικών Οργάνων καθορίζεται από εκλογές από τους πυρήνες που τα απαρτίζουν και οι οποίοι διεξάγονται κατ έτος. Πυρήνες οι οποίοι αποτελούνται από λιγότερα από πέντε μέλη εκλέγουν ένα εκπρόσωπο στο Τομεακό Συντονιστικό. Αποστολή του ΤΣ είναι η μέριμνα για τη συντονισμένη εφαρμογή των αποφάσεων της Τομεακής Ολομέλειας και γενικότερα για τον καλύτερο συντονισμό της παρέμβασης στο χώρο δράσης. Οι πυρήνες που συγκροτούνται από περισσότερα μέλη αντιπροσωπεύονται στα Τομεακά Συντονιστικά Οργανα με τους αντίστοιχους εκπροσώπους και με εκλογικό μέτρο που αντιστοιχεί σε πέντε μέλη. Η εκλογή των εκπροσώπων γίνεται με τις διαδικασίες της απλής αναλογικής και με ενιαίο ψηφοδέλτιο. Τα μέλη του πυρήνα που επιθυμούν την εκλογή τους υποβάλλουν την υποψηφιότητα τους ή αποδέχονται την πρόταση άλλου μέλους του πυρήνα. Η ψηφοφορία διεξάγεται μυστικά και τα μέλη έχουν δικαίωμα να επιλέξουν έως ν/2-1 υποψηφίους όπου ν ο αριθμός των μελών που εκλέγονται. Σε περίπτωση που οι υποψήφιοι προς εκλογή είναι ν ή και μικρότερος αριθμός και συναινεί το σύνολο των μελών του πυρήνα μπορεί να μη διεξαχθεί ψηφοφορία. Οι εκπρόσωποι των πυρήνων στα Τ.Σ. είναι ανακλητοί μετά από απόφαση των δύο τρίτων των μελών του πυρήνα που έχουν εκλεγεί. Το Τομεακό Συντονιστικό εκλέγει κατόπιν ψηφοφορίας υπεύθυνο του Τ.Σ. που αναλαμβάνει τη σύγκληση των συνεδριάσεων, την πρόταση των θεμάτων που θα συζητηθούν, την ενημέρωση για τις αποφάσεις των συντονιστικών οργάνων και μεταφέρει τις αποφάσεις του στα όργανα.Σε περίπτωση διαφωνίας του Τ.Σ. με την πολιτική δουλειά, τις πολιτικές κατευθύνσεις, ή μία συγκεκριμένη απόφαση ενός πυρήνα υπερισχύει η απόφαση του Τ.Σ.. Με αίτηση του 1/5 των πυρήνων ή των μελών της ΑΡΑΣ που ανήκουν στον ίδιο τομέα η διαφωνία μεταξύ πυρήνα και τομεακού συντονιστικού μπορεί να παραπεμφθεί σε έκτακτη τομεακή ολομέλεια.

4.ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ. Για το συνολικό πολιτικό και οργανωτικό συντονισμό της λειτουργίας και της δράσης της ΑΡΑΣ συγκροτείται Κεντρικό Συντονιστικό όργανο (ΚΣ), το οποίο αποτελείται από μέλη εκλεγμένα στη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΡΑΣ, με απλή αναλογική.Το Κ.Σ. αποτελείται από 31 μέλη τα οποία εκλέγονται κατά την πανελλαδική συνδιάσκεψη της ΑΡΑΣ. Η εκλογή διεξάγεται μυστικά με ενιαία λίστα υποψηφίων και τα μέλη μπορούν να επιλέξουν έως ν/2-1 υποψηφίους. Σε περίπτωση που οι υποψήφιοι προς εκλογή είναι ν ή και μικρότερος αριθμός και συναινεί το σύνολο των μελών της ΑΡΑΣ μπορεί να μη διεξαχθεί ψηφοφορία. Σε περίπτωση που υπάρχει ζήτημα λήψης αποφάσεων το ΚΣ είναι υποχρεωμένο όπως επιχειρεί να συνθέσει τις υφιστάμενες απόψεις σε περίπτωση αδυναμίας συνθέσεως αποφασίζουν με ψηφοφορία τα εκλεγμένα μέλη. Το ΚΣ οφείλει όπως συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα τουλάχιστον δύο φορές ανά μήνα με συμμετέχοντες την πλειοψηφία των μελών του. Επιδίωξη είναι η συμμετοχή στις συνεδριάσεις και των μελών του που βρίσκονται στην επαρχία. Καθώς κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εύκολο, κρίνεται απαραίτητη η έγκαιρη ενημέρωσή τους πριν από κάθε συνεδρίαση για τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν, καθώς και η ενημέρωσή τους αμέσως μετά τη συνεδρίαση για τις αποφάσεις που πάρθηκαν καθώς και για ενδεχόμενες μειοψηφούσες απόψεις. Τα μέλη του ΚΣ που λόγω απόστασης δεν παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις έχουν δικαίωμα να καταθέσουν τις απόψεις τους εγγράφως, που παίρνονται υπόψη ως συμβουλευτική τοποθέτηση. Ανά τρίμηνο, τουλάχιστον, το ΚΣ συνεδριάζει με την υποχρεωτική συμμετοχή του συνόλου των μελών του. Σ’ αυτές τις συνεδριάσεις επιδιώκεται να συζητούνται θέματα ιδιαίτερης σημασίας. Το Κεντρικό Συντονιστικό συζητάει και αποφασίζει στη βάση των κατευθύνσεων της Συνδιάσκεψης και των πανελλαδικών Ολομελειών. Χαράζει την πολιτική παρέμβαση της ΑΡΑΣ πάνω σε τρέχοντα ζητήματα και μεριμνά για τη λειτουργία της σε πανελλαδικό επίπεδο. Σε περίπτωση διαφωνίας του Κ.Σ. με την πολιτική δουλειά, τις πολιτικές κατευθύνσεις, ή μία συγκεκριμένη απόφαση ενός πυρήνα ή ενός Τ.Σ. υπερισχύει η απόφαση του Κ.Σ. Με αίτηση του 1/5 των μελών της ΑΡΑΣ η διαφωνία μεταξύ των οργάνων μπορεί να παραπεμφθεί σε έκτακτη ολομέλεια. Το Κ.Σ. έχει το δικαίωμα με αιτιολογημένη απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των μελών του να ορίσει εξωτερική καθοδήγηση σε πυρήνες ή σε Τ.Σ.

5. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ. Για την καλύτερη οργάνωση των τομέων δράσης της ΑΡΑΣ και τον καθημερινό συντονισμό των πολιτικών εργασιών και παρουσίας της ΑΡΑΣ συγκροτείται εννεαμελής γραμματεία. Η εννεαμελής γραμματεία εκλέγεται από το Κ.Σ. και έχει την ευθύνη για τη δράση της ΑΡΑΣ κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των συνεδριάσεων των καθοδηγητικών οργάνων, Κ.Σ. Πανελλαδικής Ολομέλειας, Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης. Οι τομείς δραστηριότητας των μελών της αφορούν Υπεύθυνο Οργανωτικού, Υπεύθυνο Κ.Σ., Υπεύθυνο Εργατικού, Υπεύθυνο Εκδόσεων, Υπεύθυνο Δημόσιας Εκπροσώπησης, Υπεύθυνο Νεολαίας, Υπεύθυνο Θεωρητικό Πολιτικής Παρέμβασης, Υπεύθυνο Πόλεων, Υπεύθυνο για τα Οικονομικά.

6. ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Αποτελεί την ανώτερη καθοδηγητική λειτουργία της ΑΡΑΣ μέχρι την σύγκλιση της συνδιάσκεψης. Σε αυτήν συμμετέχουν το σύνολο των μελών της ΑΡΑΣ. Στις ολομέλειες συζητούνται ζητήματα πολιτικής στρατηγικής και πολιτικών πρωτοβουλιών της ΑΡΑΣ. Οι Ολομέλειες συγκαλούνται τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο. Η πανελλαδική Ολομέλεια χαράζει τη γενική πολιτική κατεύθυνση σχετικά με τα ζητήματα που πραγματεύεται και επιλύει ενδεχόμενα οργανωτικά προβλήματα. Εκτακτες ολομέλειες μπορούν να συγκληθούν με απόφαση της πλειοψηφίας των μελών του Κ.Σ. ή και με αίτηση του 1/5 των μελών της ΑΡΑΣ.

7. ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ. Αποτελεί το ανώτερο όργανο της ΑΡΑΣ και συγκαλείται το αργότερο ανά τριετία. Σε αυτήν συμμετέχουν το σύνολο των μελών της ΑΡΑΣ. Στη Συνδιάσκεψη συζητούνται θέματα απολογισμού, ιδεολογικο-πολιτικής αναφοράς, οργανωτικής συγκρότησης και αποφασίζεται η γενική πολιτική κατεύθυνση στη βάση της οποίας θα κινηθεί η ΑΡΑΣ μέχρι την επόμενη αντίστοιχη διαδικασία. Κατά τις εργασίες της συνδιάσκεψης εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία το Κ.Σ. της ΑΡΑΣ. Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΡΑΣ είναι το αρμόδιο όργανο για την τροποποίηση των πολιτικών και ιδεολογικών αρχών της ΑΡΑΣ και του πλαισίου της οργανωτικής λειτουργίας. Για την τροποποίηση του πλαισίου των πολιτικών και ιδεολογικών αρχών απαιτείται πλειοψηφία των ¾ του συνόλου των μελών της ΑΡΑΣ. Για την τροποποίηση της οργανωτικής δομής και λειτουργίας της ΑΡΑΣ απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία των μελών της ΑΡΑΣ. Κατ εξαίρεση για την τροποποίηση του αριθμού των μελών που απαιτούνται για την τροποποίηση των πολιτικών και ιδεολογικών αρχών απαιτείται πλειοψηφία των ¾ του συνόλου των μελών της ΑΡΑΣ. Η σύγκλιση της πανελλαδικής συνδιάσκεψης της ΑΡΑΣ ορίζεται όχι νωρίτερα από την πάροδο διετίας από την προηγούμενη Συνδιάσκεψη και όχι αργότερα από την πάροδο τριετίας. Την ευθύνη για το χρόνο σύγκλισης της Π.Σ. και τον καθορισμό της θεματολογίας έχει το Κ.Σ. της ΑΡΑΣ. Τα κείμενα για την Π.Σ. πρέπει να έχουν διανεμηθεί στο σύνολο των οργάνων, (Τ.Σ., πυρήνων κ.λ.π.) το αργότερο δύο μήνες πριν το χρόνο διενέργειας της Π.Σ. Για τη σύγκλιση και τις εργασίες της ισχύουν όσα και για τις πανελλαδικές Ολομέλειες. Τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης σε επιμέρους ζητήματα πλην αυτών που αφορούν το πλαίσιο των πολιτικών και ιδεολογικών αρχών και της οργανωτικής λειτουργίας μπορεί να επανεξετάσει μια πανελλαδική Ολομέλεια.

8. Για την καταπολέμηση των τάσεων γραφειοκρατικοποίησης και την ανάδειξη νέων στελεχών δεν επιτρέπεται η επανεκλογή σε μία θέση στελέχους για περισσότερες από τρεις συνεχόμενες εκλογές.

9. Για την ιδεολογικο-πολιτική παρέμβαση της ΑΡΑΣ σημαντικός είναι ο ρόλος της «Αριστερής Συσπείρωσης» και των άλλων εντύπων της ΑΡΑΣ. Η «Α.Σ.» εκδίδεται με ευθύνη του ΚΣ, τουλάχιστον ανά δίμηνο ή τρίμηνο. Για την έκδοσή της ορίζεται από το Κ.Σ. Συντακτική Επιτροπή. Η Συντακτική Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την υπό έκδοση ύλη και για την εξασφάλιση των οικονομικών προϋποθέσεων έκδοσης, καθώς και για τη διακίνηση του εντύπου.

10. Η ΑΡΑΣ οφείλει όπως εκδίδει περιοδικά έντυπα εσωτερική πολιτικής και θεωρητικής συζήτησης. Δικαίωμα στην έκφραση μέσω των εντύπων αυτών έχει κάθε μέλος της ΑΡΑΣ, ακόμη και όταν κατατίθενται διαφωνίες με πολιτικές κατευθύνσεις που έχουν αποφασιστεί από τα όργανά της.

11. Ανάμεσα στις βασικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία και την αποτελεσματική παρέμβαση της ΑΡΑΣ είναι η οικονομική της ανεξαρτησία. Η στήριξη της δουλειάς της και οικονομικά αποτελεί όρο για την ένταξη και παραμονή κάποιου ως μέλος. Η συνδρομή των 6 ευρώ το μήνα ορίζεται ελάχιστη συνεισφορά και αποτελεί υποχρέωση κάθε μέλους. Επιδίωξη είναι η συνεισφορά καθενός απ’ τα μέλη στη βάση των πραγματικών δυνατοτήτων και του ύψους του εισοδήματός του. Η οικονομική συνεισφορά πρέπει να είναι αναλογική και να ανέρχεται κατ ελάχιστον στο 2% του μηνιαίου εισοδήματος του μέλους. Η διαχείριση των οικονομικών απαιτεί να οριστεί σε κάθε Πυρήνα, σε κάθε ΤΣ και στο ΚΣ υπεύθυνος για τα οικονομικά.

ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΜΕΛΟΥΣ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

1. Για την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της ΑΡΑΣ απαιτείται η αίτηση του ενδιαφερομένου και η θετική εισήγηση δύο μελών της ΑΡΑΣ. Το Κ.Σ. εξετάζει τις αιτήσεις και αποφαίνεται για την ένταξη του προταθέντος μέλους στην ΑΡΑΣ καθώς και την ένταξη στον προσφορότερο πυρήνα δράσης εφ όσον δεν υφίσταται πυρήνας στον κοινωνικό χώρο ή κλάδο απασχόλησης, κατοικίας ή εκπαίδευσης.

2. Υποχρέωση των μελών της ΑΡΑΣ είναι όπως αναπτύσσουν πολιτική δράση στους εργασιακούς και κοινωνικούς τους χώρους. Η συνδικαλιστική οργάνωση, η πολιτική και ιδεολογική πάλη, η ένταξη σε μαζικά μετωπικά σχήματα, στον κοινωνικό χώρο, ή στη συνοικία ή κατά κλάδο, ή σε σχήματα παρέμβασης είναι απαραίτητη συνθήκη για την λειτουργία μέσα στην ΑΡΑΣ.

3. Υποχρέωση του μέλους είναι η συνδιαμόρφωση της πολιτικής κατεύθυνσης και η συμμετοχή στην πολιτική δράση της ΑΡΑΣ. Τα μέλη των πυρήνων υποχρεούνται να συμμετάσχουν στις συνελεύσεις των πυρήνων. Αντίστοιχα οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι υποχρεούνται όπως συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις των αντίστοιχων οργάνων, Τομεακών Συντονιστικών, Κ.Σ. Μέλος του πυρήνα το οποίο απουσιάζει αναιτιολόγητα σε τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις δεν έχει δικαίωμα ψήφου και τοποθέτησης στον αμέσως επόμενο πυρήνα που παραβρίσκεται. Ως αιτιολογημένοι λόγοι απουσίας θεωρούνται οι λόγοι υγείας, μετοίκησης, θητείας κ.λ.π. Μέλος του πυρήνα το οποίο απουσιάζει αδικαιολόγητα για πέντε συνεχόμενες συνεδριάσεις των οργάνων εξετάζεται από τον πυρήνα και τα λοιπά όργανα η συνολική συμμετοχή στην ΑΡΑΣ. Μέλος του Τ.Σ. το οποίο απουσιάζει αδικαιολόγητα σε τέσσερις συνεχόμενες συνεδριάσεις δεν έχει δικαίωμα ψήφου και τοποθέτησης στον αμέσως επόμενο Τ.Σ. που παραβρίσκεται. Μέλος του Τ.Σ. το οποίο δεν συμμετάσχει αδικαιολόγητα για πέντε συνεχόμενες συνεδριάσεις των οργάνων αντικαθίσταται άμεσα. Το Τ.Σ. ειδοποιεί σχετικά τον πυρήνα που εκπροσωπεί το αντικαθιστώμενο μέλος να ορίσει τον αντικαταστάτη του. Εάν ο πυρήνας δεν προβεί στην αντικατάσταση, το Τ.Σ. στην επόμενη συνεδρίαση του ορίζει τον αντικαταστάτη. Το Τ.Σ. πρέπει να προχωρήσει στην αντικατάσταση κατά προτεραιότητα από μέλος προερχόμενο από τον πυρήνα στον οποίο ανήκε αλλά μπορεί κατ εξαίρεση να προχωρήσει σε αντικατάσταση με μέλος προερχόμενο από διαφορετικό πυρήνα. Μέλος του Κ.Σ. το οποίο απουσιάζει αδικαιολόγητα σε τρεις συνεχόμενες συνεδριάσεις δεν έχει δικαίωμα ψήφου και τοποθέτησης στον αμέσως επόμενο Κ.Σ. που παραβρίσκεται. Μέλος του Κ.Σ. το οποίο απουσιάζει αδικαιολόγητα για τέσσερις συνεχόμενες συνεδριάσεις αντικαθίσταται άμεσα μετά από πρόταση και έγκριση από την πλειοψηφία του Οργάνου.

4. Τα μέλη της ΑΡΑΣ είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν τις αποφάσεις των συλλογικών πολιτικών οργάνων.

5. Δικαίωμα των μελών της ΑΡΑΣ είναι όπως εκθέτουν και προωθούν τις πολιτικές τους απόψεις σε όλα τα όργανα της ΑΡΑΣ στα οποία ανήκουν. Σε περίπτωση διαφωνιών ως προς συλλογικές πολιτικές επιλογές τα μέλη της ΑΡΑΣ έχουν το δικαίωμα επικαλούμενοι σοβαρούς λόγους να αιτηθούν όπως δεν συμμετάσχουν στην υλοποίηση μίας απόφασης. Το αίτημα αυτό εξετάζεται από το όργανο που εξέδωσε την απόφαση με το οποίο διαφωνεί το μέλος. Σε περίπτωση που η απόφαση είναι απορριπτική το μέλος είναι υποχρεωμένο να εφαρμόσει την απόφαση του πολιτικού οργάνου. Σε κάθε περίπτωση το μέλος έχει δικαίωμα να προσφύγει σχετικά στο Τ.Σ. αν διαφωνεί με απόφαση του πυρήνα και στο Κ.Σ. αν διαφωνεί με απόφαση του Τ.Σ.

6. Δικαίωμα του μέλους της ΑΡΑΣ αποτελεί όπως με οργανωμένο τρόπο δημοσιοποιεί τις πολιτικές του απόψεις και θέσεις στο σύνολο των μελών της ΑΡΑΣ. Για την συζήτηση των πολιτικών παρεμβάσεων των μελών, το Κ.Σ. είναι υποχρεωμένο όπως σε εύλογο χρονικό διάστημα δύο μηνών οργανώνει μέσα από εσωτερικό δελτίο ή με άλλο κατάλληλο τρόπο τη δημοσιοποίηση των απόψεων στο σύνολο των μελών της ΑΡΑΣ. Οριζόντια και πρωτοβουλιακή διακίνηση γραπτών απόψεων δεν είναι επιτρεπτή στο εσωτερικό της ΑΡΑΣ.

7. Σε περίπτωση επανειλημμένων διακριτών πολιτικών απόψεων και εφ όσον η σύνθεση απόψεων δεν είναι εφικτή, μετά από απόφαση του Κ.Σ. τα μέλη έχουν δικαίωμα για την δημοσιοποίηση των απόψεων τους μέσα από τα δημόσια έντυπα της ΑΡΑΣ.

8. Η ΑΡΑΣ δεν μπορεί να διατηρεί στις γραμμές της μέλη τα οποία αμφισβητούν τα βασικά ιδεολογικο-πολιτικά της χαρακτηριστικά και τις αρχές οργανωτικής λειτουργίας.

9. Η ΑΡΑΣ δεν μπορεί να διατηρεί στις γραμμές της μέλη που η προσωπική τους στάση και συμπεριφορά αντίκειται στις αξίες που αποδεχόμαστε ως κομμουνιστές. Βασικό κριτήριο αποτελεί η στάση μέσα στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους, στα πολιτικά μέτωπα αλλά και η συντροφική συμπεριφορά και η συλλογική πολιτική δουλειά και η κοινωνική πρακτική. Μέλη που σε εργασιακό επίπεδο ή κοινωνικό χώρο αντιστρατεύονται τις κοινωνικές κατευθύνσεις της ΑΡΑΣ, συναλλάσσονται εις βάρος του κινήματος με την εργοδοσία, την καθηγητική εξουσία, που υπονομεύουν με την στάση τους κινητοποιήσεις δεν έχουν θέση στην ΑΡΑΣ.

10. Η ΑΡΑΣ δεν μπορεί να διατηρεί στις γραμμές της μέλη τα οποία δεν καλύπτουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Μέλη τα οποία αναιτιολόγητα δεν καταβάλλουν την ορισμένη εισφορά για πέντε συνεχόμενους μήνες παύουν να διατηρούν την ιδιότητα.

11. Η ΑΡΑΣ διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείσει μέλη που παραβιάζουν συστηματικά τους κανόνες συλλογικής πολιτικής λειτουργίας, που εμποδίζουν την υλοποίηση αποφάσεων των συλλογικών οργάνων, που συμμετέχουν ανοιχτά ή συγκεκαλυμμένα σε άλλες πολιτικές συλλογικότητες.

12. Η ΑΡΑΣ διατηρεί το δικαίωμα της διαγραφής μελών που καταφέρονται δημόσια κατά συντρόφων.

13. Η ΑΡΑΣ διατηρεί το δικαίωμα της διαγραφής μελών ή ομάδα μελών τα οποία λειτουργούν σε παράλληλες διαδικασίες με τα όργανα της ΑΡΑΣ, με αυτοτελείς οργανωτικές μορφές, ιεραρχίες ή διακριτές πολιτικές κατευθύνσεις.

14. Για την διαγραφή μέλους ή ομάδας μελών της ΑΡΑΣ απαιτείται πρόταση που θα εγκριθεί με πλειοψηφία 2/3 του συνόλου των μελών του πυρήνα που συμμετέχει το υπό διαγραφή μέλος ή ομάδα μελών. Η πρόταση εξετάζεται από το Κ.Σ. και εφ όσον λάβει πλειοψηφία 3/5 του συνόλου των μελών εγκρίνεται. Απόφαση διαγραφής μέλους για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω μπορεί να παρθεί και αυτοτελώς από πλειοψηφία 2/3 του συνόλου των μελών του Κ.Σ. Τα μέλη της ΑΡΑΣ έχουν δικαίωμα να επανεξετάσουν τις αποφάσεις των οργάνων για διαγραφή μελών μετά από σύγκληση έκτακτης ολομέλειας με αίτηση του 1/3 του συνόλου των μελών της ΑΡΑΣ. Το Κ.Σ. είναι υποχρεωμένο όπως συγκαλέσει την έκτακτη ολομέλεια εντός ενός μηνός από την κατάθεση της αίτησης. Σε αυτή την περίπτωση η διαγραφή επικυρώνεται ή απορρίπτεται με απόφαση της πλειοψηφίας των μελών που συμμετέχουν στην ολομέλεια. Κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την τελική απόφαση αναστέλλεται η ιδιότητα του μέλους της ΑΡΑΣ.

15. Εκτός από την διαγραφή μέλους της ΑΡΑΣ για μικρότερης σημασίας παραβιάσεις του πλαισίου λειτουργίας της ΑΡΑΣ ή για προειδοποιητικούς λόγους μπορεί να εφαρμοσθεί το μέτρο της πολιτικής μομφής. Η πολιτική μομφή μπορεί να απευθυνθεί σε περιπτώσεις μη υλοποίησης των καθηκόντων που έχει ανατεθεί στο μέλος, ιδίως όταν αυτή γίνεται συστηματικά, σε περιπτώσεις συστηματικής άρνησης ανάληψης πολιτικών καθηκόντων καθώς και σε περιπτώσεις δημόσιας εκπροσώπησης της ΑΡΑΣ έξω από το πλαίσιο αποφάσεων που έχουν λάβει τα όργανα. Για την απεύθυνση πολιτικής μομφής σε μέλος απαιτείται πρόταση που θα εγκριθεί με πλειοψηφία 2/3 του συνόλου των μελών του πυρήνα που συμμετέχει το υπό μομφή μέλος ή ομάδα μελών. Η πρόταση εξετάζεται από το Κ.Σ. και εφ όσον λάβει πλειοψηφία 3/5 του συνόλου των μελών εγκρίνεται. Απόφαση μομφής μέλους για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω μπορεί να παρθεί και αυτοτελώς από πλειοψηφία 3/5 του συνόλου των μελών του Κ.Σ. Τα μέλη της ΑΡΑΣ έχουν δικαίωμα να επανεξετάσουν τις αποφάσεις των οργάνων μετά από σύγκληση έκτακτης ολομέλειας με αίτηση του 1/3 του συνόλου των μελών της ΑΡΑΣ. Το Κ.Σ. είναι υποχρεωμένο όπως συγκαλέσει την έκτακτη ολομέλεια εντός ενός μηνός από την κατάθεση της αίτησης Σε αυτή την περίπτωση η μομφή επικυρώνεται ή απορρίπτεται με απόφαση της πλειοψηφίας των μελών που συμμετέχουν στην ολομέλεια.

16. Οι αποφάσεις για στέρηση της ιδιότητας του μέλους της ΑΡΑΣ ή για την απόδοση πολιτικής μομφής δημοσιεύονται στα εσωτερικά έντυπα της ΑΡΑΣ.