7/9/2018
Η φετινή ΔΕΘ χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία . Αφενός από την προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκροτήσει ένα νέο αφήγημα, με κέντρο την έξοδο από τα μνημόνια και την εφαρμογή πολιτικών με «φιλολαϊκό» περιεχόμενο. Αφ’ ετέρου, από την κινητοποίηση όλου του φάσματος των ναζιστικών, ακροδεξιών και δεξιών χώρων, μαζί με μηχανισμούς όπως η εκκλησία, σε μια προσπάθεια αναζωπύρωσης του κλίματος γύρω από το «μακεδονικό».
Η κυβέρνηση επιχειρεί να κρύψει την καταστροφή που άφησαν πίσω τους τα μνημονιακά μέτρα, την αυστηρή εποπτεία που θα ακολουθήσει την περίοδο μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, τις δεσμεύσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα συνεχίσουν να πληρώνονται από τις εργαζόμενες τάξεις, τους χιλιάδες πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικιών που ξεκινούν ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, αλλά και ότι τα μέτρα «κοινωνικής πολιτικής» που εξαγγέλλονται μετά την 20ή Αυγούστου αφήνουν ανέπαφες τις μνημονιακές πολιτικές στο σύνολό τους. Ακόμα, αποκρύπτει τις τεράστιες κυβερνητικές ευθύνες για την τραγωδία στο Μάτι, αλλά και το γεγονός ότι αυτή η κυβέρνηση υπηρέτησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την περιβαλλοντοκτόνα πολιτική του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και της παράδοσης των ελεύθερων χώρων στο κεφάλαιο και τα επιχειρηματικά συμφέροντα . Ο ΣΥΡΙΖΑ, εστιάζοντας στις εκλογές και στο στόχο της μεσοπρόθεσμης κατοχύρωσής του ως κεντρικού πόλου στο πολιτικό σκηνικό, επιχειρεί να εμφανισθεί ως φιλολαϊκότερος διαχειριστής της μεταμνημονιακής εποχής. Ωστόσο, ιδιαίτερα μετά τις φονικές πυρκαγιές, η επιρροή του βαίνει φθίνουσα.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ διαμορφώνει μία πολιτική πρόταση που χαρακτηρίζεται από την επιβολή και εμβάθυνση ακόμα πιο επιθετικών νεοφιλελεύθερων μέτρων, τον αυταρχισμό, τα ιδεολογήματα του νόμου και της τάξης. Για να συσπειρώσει και να ενεργοποιήσει εκείνο το κοινωνικοπολιτικό μπλοκ που συνέχεται από βαθιά αντιδραστικά ιδεολογικά στοιχεία, επενδύει, μεταξύ άλλων, στο «μακεδονικό» και την όξυνση του εθνικισμού και του ρατσισμού.
Την ίδια στιγμή, στις εργαζόμενες τάξεις παρουσιάζεται σε ένα βαθμό η ενσωμάτωση της απογοήτευσης και της ήττας. Και ενώ η αστική πολιτική – με όποια παραλλαγή και αν εκφράζεται – δεν έχει ακόμα κατορθώσει να διαμορφώσει ενεργητική συναίνεση εντός των λαϊκών στρωμάτων, τα αποτελέσματά της έχουν επιτύχει να φθείρουν τις αγωνιστικές αντιστάσεις των εργαζομένων αλλά και την εμβέλεια των αντικαπιταλιστικών πολιτικών στρατηγικών.
Η καμπή στην οποία βρίσκεται η πολιτική συγκυρία ορίζει και τα καθήκοντα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η τρέχουσα περίοδος εμπεριέχει ακόμα δυνατότητες, αλλά και έναν σημαντικό κίνδυνο: αυτόν της αποδιάρθρωσης και περιθωριοποίησης της κοινωνικοπολιτικής επιρροής της ριζοσπαστικής αριστεράς και όλου του κοινωνικοπολιτικού μπλοκ που στήριξε μία εναλλακτική διέξοδο από την κρίση, προς όφελος των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων. Μία τέτοια εξέλιξη θα έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, για τις δυνατότητες ανασυγκρότησης του λαϊκού κινήματος αλλά και για την σημαντική σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού.
Σε αυτή την περίοδο απαιτείται η μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, πάνω σε ένα πρόγραμμα που θα απαντά στα πραγματικά ερωτήματα των λαϊκών μαζών, με κατεύθυνση που θα επιχειρεί την ανασυγκρότηση μαζικών, συλλογικών πρακτικών στους κοινωνικούς χώρους, θα βάζει αναχώματα στην απογοήτευση και στην αποστράτευση και θα κατοχυρώνει εκ νέου θέσεις μάχης. Χωρίς διαιρέσεις που δεν αφορούν στα πραγματικά ζητήματα της συγκυρίας, χωρίς διαχωρισμούς, τόσο στο πολιτικό επίπεδο, όσο και στους κοινωνικούς χώρους και στο μαζικό κίνημα.
Ειδικά σε ότι αφορά το εργατικό κίνημα, η πλατιά συσπείρωση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς αποτελεί επιτακτική ανάγκη μπροστά στον κίνδυνο ευρύτερης αποδιάρθρωσης των συνδικαλιστικών πρακτικών, κατακερματισμού και απογοήτευσης τω εργαζόμενων. Τα μνημόνια και οι αντεργατικές πολιτικές, η ανεργία, οι διαδικασίες πολυδιάσπασης του συλλογικού εργαζόμενου, η ένταση του εργοδοτικού δεσποτισμού, σε συνδυασμό με τη στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, έχουν οδηγήσει στην απομάκρυνση των εργαζόμενων από το ζωντανό και μαχητικό συνδικαλισμό και έχουν διασπείρει την απογοήτευση σε σχέση με το νικηφόρο ορίζοντα των ταξικών, κοινωνικών αγώνων. Σήμερα, η οικοδόμηση ενός ενιαίου μαζικού εργατικού κινήματος προϋποθέτει την πολιτική ενότητα των δυνάμεων και την πλατύτερη συσπείρωση της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Η φετινή διαδήλωση στη ΔΕΘ είναι δείκτης των καθηκόντων, αλλά και των μεγάλων ελλειμμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Πέρα από την αναγκαιότητα αποτύπωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στις κυβερνητικές πολιτικές, οι συγκεντρώσεις που οργανώνονται από την ακροδεξιά, την ναζιστική συμμορία της ΧΑ και την εκκλησία για το «μακεδονικό» διαμορφώνουν τον υπαρκτό κίνδυνο ο πολιτικός τόνος να δοθεί, όχι από τα σωματεία, τα συνδικάτα και τις δυνάμεις της κοινωνικοπολιτικής αριστεράς, αλλά από τη δεξιά και την ακροδεξιά, και μάλιστα με ιδιαίτερα αντιδραστικούς όρους. Μία τέτοια εξέλιξη θα συμβάλλει περαιτέρω τη σταθεροποίηση και την δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού. Παράλληλα, ιδιαίτερα για την πόλη της Θεσσαλονίκης, θα σταθεροποιήσει έναν ακόμα πιο αρνητικό συσχετισμό, που έχει ήδη αποτυπωθεί στα εθνικιστικά συλλαλητήρια και στην ανασυγκρότηση των επιθετικών πρακτικών της ναζιστικής συμμορίας και των παραφυάδων της στην πόλη.
Με αυτά τα δεδομένα, οφείλει να είναι αυτονόητη η κοινή παρουσία στο δρόμο όλων των δυνάμεων της αριστεράς και του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος, σε μία, ενιαία, μεγάλη διαδήλωση με πολιτικό στίγμα ενάντια στις κυβερνητικές εξαγγελίες και στην προσπάθεια εμπέδωσης μίας «μνημονιακής κανονικότητας», αλλά και ενάντια στον εθνικισμό, τη δεξιά, την ακροδεξιά και τις ναζιστικές συμμορίες. Κάθε άλλη κατεύθυνση διευκολύνει και δίνει χώρο στην παρουσία της ακροδεξιάς στην πόλη, αλλά και υπονομεύει το πρώτο, μεγάλο κινηματικό γεγονός μίας χρονιάς που προαναγγέλλει την εμβάθυνση μίας μνημονιακής πολιτικής «χωρίς μνημόνια», την ανασυγκρότηση της πολιτικοϊδεολογικής επιρροής της αντιδραστικής δεξιάς, αλλά και μία περίοδο πολιτικών και εκλογικών μαχών σημαντικών για την μακροπρόθεσμη παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ευθύνη των δυνάμεων του ΚΚΕ – ΠΑΜΕ, που, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες επιλέγει μία διασπαστική παρουσία, με αποκλειστικό στόχο τη δική του συγκρότηση. Πρόκειται για μια παγιωμένη πλέον τακτική των δυνάμεων του ΚΚΕ που πλήττει τις προσπάθειες ανασυγκρότησης του μαχητικού εργατικού κινήματος.
Ωστόσο, στο ίδιο σφάλμα υποπίπτουν, δυστυχώς, και δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς υιοθετώντας ανοιχτά μια τακτική που δεν απέχει από αντίστοιχες διασπαστικές λογικές. Δεν είναι άγνωστη στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς η διαμάχη γύρω από το ζήτημα των πολλαπλών προσυγκεντρώσεων και του μέτρου της «ασφαλούς» απόστασης που πρέπει να κρατούν οι ριζοσπαστικές δυνάμεις του κινήματος από τον όγκο της διαδήλωσης που συσπειρώνεται στα σημεία που καλούν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες.Αν και καταρχήν το σύνολο των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς εκκινά από κοινή σε γενικές γραμμές αφετηρία, δηλαδή την αναγκαιότητα καταδίκης και απόσπασης των μαζών των εργαζομένων από την επιρροή των προδοτικών συνδικαλιστικών ηγεσιών των αστικών δυνάμεων, η διάσταση στην κινηματική πρακτική αποκαλύπτει έναν διαφορετικό προσανατολισμό.
Η συζήτηση σχετικά με τη συμμετοχή της ριζοσπαστικής αριστεράς στη φετινή διαδήλωση της ΔΕΘ παρουσιάζει μια ποιοτική αναβάθμιση σε σχέση με τη γνώριμη αντιπαράθεση σε σχέση με τις προσυγκεντρώσεις. Παρότι έγιναν προσπάθειες, με πρωτοβουλία της ΛΑΕ, αλλά και άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, να διεξαχθεί ενιαία διαδήλωση όλων των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς και του κινήματος, αυτές φαίνεται να προσκρούουν στην άρνηση συγκεκριμένων δυνάμεων. Από τις δυνάμεις αυτές, εκδηλώνεται η πρόθεση πλήρους και κάθετου διαχωρισμού σε σχέση με τον υπόλοιπο όγκο των διαδηλωτών, δηλαδή η πραγματοποίηση χωριστής, διαφορετικής πορείας σε άλλο χώρο και με άλλη διαδρομή, που δεν θα διέλθει καν από το χώρο όπου είναι συγκεντρωμένοι οι εργαζόμενοι που συμμετέχουν στο κάλεσμα του Εργατικού Κέντρου. Η πρόταση αυτή διέπεται από τη γνώριμη λογική του κάθετου διαχωρισμού των δυνάμεων της πολιτικής πρωτοπορίας από τα συνδικάτα και ακόμη τους χώρους που κινούνται οι εργαζόμενες μάζες υπό «ρεφορμιστική» ή «γραφειοκρατική» ηγεμονία. Πρόκειται για μια προβληματική πολιτική η οποία υπονομεύει τους δεσμούς της ριζοσπαστικής αριστεράς με τον κόσμο της εργασίας. Αυτές οι πολιτικές επιλογές ενισχύουν την πολυδιάσπαση των εργαζόμενων και συμβάλουν στην απογοήτευση και την αποδιάρθρωση, ενώ επιπλέον, σε καμία περίπτωση δεν βοηθούν στο αποτέλεσμα που επιδιώκουν· δηλαδή, την απόσπαση των μαζών των εργαζομένων από την επιρροή αστικών ή ρεφορμιστικών λογικών, δυνάμεων που εχθρεύονται το εργατικό κίνημα και υποδαυλίζουν την παραίτηση, την ηττοπάθεια και την ιδιώτευση. Μόνο μέσα από την σύνδεσή της με τον κόσμο της εργασίας είναι δυνατόν η ριζοσπαστική αριστερά να εμπνεύσει μαχητικούς κοινωνικούς αγώνες, να σπάσει το συνεχές της ήττας στο εργατικό κίνημα, να στοχοποιήσει και να περιθωριοποιήσει τις προδοτικές ηγεσίες.
Στη φετινή ΔΕΘ δεν πρέπει να γίνει ένα τέτοιο λάθος. Είναι ένα πολιτικό σφάλμα που θα έχει όμοια αποτελέσματα με τις εξίσου σεχταριστικές επιλογές που έχουν κοστίσει στη δυνατότητα της αριστεράς να αναζωπυρώσει το εργατικό κίνημα. Τέτοια ήταν λόγου χάρη η πρόσφατη καταστροφική επιλογή των ίδιων δυνάμεων να σαμποτάρουν την γενική απεργία της 30ης Μαΐου, δήθεν προκειμένου να μην νομιμοποιήσουν την εργοδοτική «Κοινωνική Συμμαχία» που συγκρότησαν οι ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ με αστικές δυνάμεις και εργοδοτικές ενώσεις, καλώντας μάλιστα σε μια εξαρχής καταδικασμένη πρωτοβουλία για «γενική απεργία» των λίγων «ταξικών σωματείων» που ελέγχουν οι δυνάμεις αυτές άλλη ημέρα του Ιουνίου. Όχι απλώς καμία προσφορά δεν είχε μια τέτοια τακτική στην απονομιμοποίηση φιλεργοδοτικών και φιλαναπτυξιακών λογικών στο εργατικό κίνημα, αλλά πολύ περισσότερο δυνάμεις της αριστεράς κατέληξαν να καλούν σε μη συμμετοχή σε γενική απεργία, σε μια περίοδο που η αριστερά και το εργατικό κίνημα ματώνει για να πάψει η προοδευτική απαξίωση του κατεξοχήν ταξικού όπλου της απεργίας.
Η ριζοσπαστική αριστερά οφείλει στη φετινή ΔΕΘ να δώσει το στίγμα της, να στηλιτεύσει το ρόλο των ηγεσιών και να διαχωριστεί από το δρόμο της υποταγής και της ήττας, εμπνέοντας την εμπιστοσύνη των εργαζόμενων στη δυνατότητα των αγώνων να νικούν. Να πρωτοπορήσει πυροδοτώντας μια μαζική και μαχητική διαδήλωση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μια διαδήλωση με την ενιαία και πλατύτερη δυνατή συμμετοχή των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς και η οποία θα διαχωριστεί από τις προδοτικές ηγεσίες και όχι από τον κόσμο της εργασίας και του αγώνα.
Η διαδήλωση της ΔΕΘ, με μία τέτοια λογική, θα πρέπει να αποτελέσει αφετηρία για την πολιτική και κινηματική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς το επόμενο διάστημα. Την επόμενη περίοδο, είναι αναγκαία μία όσο το δυνατόν πιο πλατιά ενότητα στο κοινωνικό κίνημα, στους χώρους εργασίας, στη νεολαία, στις γειτονιές. Μέσα από κοινές πρακτικές και ενιαίες κοινωνικοπολιτικές συσπειρώσεις και σχήματα. Εξίσου όμως αναγκαία είναι και η πολιτική ενότητα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, στη βάση ενός προγράμματος και μίας κατεύθυνσης που μπορεί να την αναδείξει σε αντίπαλο πόλο απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ και, κυρίως, απέναντι στη ΝΔ. Οι πολιτικές προϋποθέσεις μίας τέτοιας διαδικασίας υπάρχουν, πρέπει όμως, αντίστοιχα, να διαμορφωθεί και η πολιτική βούληση.
Είναι στοίχημα για τη ριζοσπαστική αριστερά να σηκώσει σε αυτή τη ΔΕΘ τη σημαία του ανυποχώρητου και μαχητικού αγώνα. Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς πρέπει και μπορούν ενωμένες να στρατεύσουν ευρύτερες μάζες του λαού και των εργαζόμενων σε μια ταξική αναμέτρηση σύγκρουσης και ανατροπής της μνημονιακής καμένης γης. Να μη χάσουμε άλλη μια ευκαιρία!
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ