Ανακοίνωση της ΑΡ.Α.Σ. σχετικά με το νέο νόμο πλαίσιο για τα ΑΕΙ

0

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡ.Α.Σ. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΕΙ

Η κυβέρνηση της ΝΔ, ήδη από την εκλογή της, έχει ψηφίσει μια σειρά από μέτρα που επιχειρούν να διαμορφώσουν μία μακροπρόθεσμη τροποποίηση στο συσχετισμό δύναμης, να λειτουργήσουν ρεβανσιστικά απέναντι στις λαϊκές τάξεις και να εξασφαλίσουν, μεταξύ άλλων με όρους θεσμικής σκλήρυνσης και αυταρχισμού, ότι η στρατηγική του κεφαλαίου θα θωρακιστεί από μελλοντικά ενδεχόμενα ανατροπών όπως αυτές της περιόδου 2010 – 2015. Η νεολαία – όχι μόνο η φοιτητική – έχει μπει στο στόχαστρο από την πρώτη στιγμή, τόσο με ρυθμίσεις και πρακτικές άμεσης καταστολής, όσο και με ένα κύμα ιδιαίτερα επιθετικής αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση, που έχει ως προτεραιότητα, ανάμεσα στα άλλα, την επίθεση στο φοιτητικό κίνημα. Οι αναδιαρθρώσεις έχουν ένα διπλό στόχο. Αφενός το μετασχηματισμό της εκπαίδευσης όπως είχε διαμορφωθεί στη μεταπολίτευση μέσα από σκληρούς κοινωνικούς αγώνες και τη μετάβαση σε ένα μοντέλο που θα προσεγγίζει το αγγλοσαξονικό. Αφετέρου τη στοχοποίηση και τον περιορισμό της φοιτητικής νεολαίας και των πρακτικών της, την αποδιάρθρωση του φοιτητικού κινήματος, αλλά και την επίθεση στην αριστερά που υπερεκπροσωπείται μέσα στα πανεπιστήμια, αποτελώντας συχνά παράγοντα στάθειας και καταλύτη εξελίξεων σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες μετά τις εκλογές, η πρώτη κίνηση ήταν η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και στη συνέχεια οι εξαγγελίες για επαναφορά στην ατζέντα των διαγραφών φοιτητών. Οι πρώτες αυτές κινήσεις, και ενώ ήδη το φοιτητικό κίνημα είχε δώσει την απάντησή του μπλοκάροντας τις διαγραφές, ενσωματώθηκαν στο νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, που, επιπλέον, εισάγει την Πανεπιστημιακή Αστυνομία (ΟΠΠΙ) και την ελεγχόμενη είσοδο στα ΑΕΙ και ένα ιδιαίτερα επιθετικό πλαίσιο πειθαρχικών ρυθμίσεων για τους φοιτητές, το οποίο ποινικοποιεί σχεδόν το σύνολο των συνδικαλιστικών πρακτικών, αλλά και μαζικών κοινωνικών πρακτικών (πάρτυ, πολιτιστικές δραστηριότητες). Η μέχρι στιγμής καθυστέρηση της εισόδου των ΟΠΠΙ αποτελεί προϊόν των συνεχών και μαζικών κινητοποιήσεων των Φοιτητικών Συλλόγων ήδη από την κατάθεση και ψήφιση του νόμου, αλλά και όλη την περασμένη χρονιά. Αποκορύφωμα αυτής της αντιπαράθεσης ήταν οι κινητοποιήσεις απέναντι στην εγκατάσταση των ΜΑΤ στο ΑΠΘ και οι πανελλαδικές κινητοποιήσεις στις πύλες των ιδρυμάτων στις 10/6 την ημέρα που είχε εξαγγελθεί η είσοδος των ΟΠΠΙ.
Το Υπουργείο Παιδείας και η Κεραμέως επανήλθαν με ένα νομοσχέδιο μέσω του οποίου επιδιώκουν την πλήρη αλλαγή της φυσιογνωμίας των ΑΕΙ, όπως την είχαμε γνωρίσει επί περίπου μισό αιώνα στην Ελλάδα.
• Το μοντέλο Διοίκησης αλλάζει άρδην δίνοντας υπερεξουσίες στον Πρύτανη, καθώς και στο Συμβούλιο Διοίκησης, που αναλαμβάνει όλες τις αρμοδιότητες διοίκησης και οικονομικής διαχείρισης των ΑΕΙ, ενώ οι Σύγκλητοι καθίστανται διακοσμητικά όργανα με μοναδική αρμοδιότητα τα «ακαδημαϊκά θέματα» (ακόμα και αυτά, όχι στο σύνολό τους). Τα 6 εσωτερικά μέλη εκλέγονται με ηλεκτρονική ψηφοφορία από τα μέλη ΔΕΠ και επιλέγουν τα 5 εξωτερικά. Ο Πρύτανης εκλέγεται από το ΣΔ, λογοδοτεί σε αυτό και όχι στην ακαδημαϊκή κοινότητα, ενώ το ΣΔ διορίζει αντιπρυτάνεις, κοσμήτορες κ.λπ., τους οποίους μπορεί να παύει αν δεν εφαρμόζουν την αναδιάρθρωση και δεν αξιολογούνται θετικά ως προς την προώθηση της «αναπτυξιακής στρατηγικής» των ΑΕΙ. Το ίδιο ισχύει και για τον Πρύτανη που μπορεί να παυθεί μετά από απόφαση του ΣΔ.
• Η οικονομική διαχείριση μετατοπίζεται στον Πρύτανη και τον Εκτελεστικό Διευθυντή, ο οποίος μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο (από τον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα).
• Τροποποιείται πλήρως η συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα διοίκησης. Θεσπίζεται μια διαδικασία αυτοτελής από τις Φοιτητικές Εκλογές, με ενιαία λίστα και ηλεκτρονική ψηφοφορία που αναδεικνύει τους εκπροσώπους στα όργανα των σχολών. Η διαδικασία γίνεται υπό την εγγύηση και οργάνωση του Προέδρου του εκάστοτε Τμήματος, καταργώντας την κατεκτημένη ανεξαρτησία των φοιτητικών συλλογικών διαδικασιών.
• Εισάγεται η κατεύθυνση για αναδιοργάνωση των προγραμμάτων σπουδών σε μια σειρά από γνωστικά αντικείμενα και η πλήρης εξατομίκευση των πτυχίων, η εισαγωγή διατμηματικών ή παράλληλων προγραμμάτων σπουδών, η δημιουργία τμημάτων Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας και –σύμφωνα με τροποποίηση που ήρθε κυριολεκτικά νύχτα πριν την κατάθεση- η εκ νέου απόπειρα για αποσύνδεση της παιδαγωγικής επάρκειας από τα πτυχία των καθηγητικών σχολών.
• Επαναλαμβάνονται οι πειθαρχικές διατάξεις του νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη, ενώ ένα εύρος πειθαρχικών ποινών επιβάλλονται ατομικά από τον πρύτανη.
• Γενικεύονται τα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά και εισάγεται με ένταση μία κατεύθυνση αναζήτησης πόρων μέσω ιδιωτικής χρηματοδότησης (Επώνυμες Έδρες, «βιομηχανικά διδακτορικά» κ.λπ.).
Πρόκειται για ένα πλέγμα διατάξεων που φιλοδοξεί α) να στεγανοποιήσει τα κέντρα λήψης αποφάσεων στα πανεπιστήμια, β) να μεταβιβάσει την οικονομική διαχείριση, αλλά και την αξιολόγηση της «παραγωγικότητας» των ιδρυμάτων σε μάνατζερ που θα εποπτεύει, θα διαχειρίζεται και θα καναλιζάρει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας των ΑΕΙ, γ) να κατακερματίσει τα ενιαία πτυχία με στόχο αφενός μεν τον έλεγχο των ροών από τα ΑΕΙ και την προσαρμογή τους στα στάνταρ της αγοράς εργασίας (ευελιξία, κινητικότητα) και αφετέρου την εκ προοιμίου οριοθέτηση της όποιας δυνατότητας για ενιαία διεκδίκηση στην αγορά εργασίας, δ) να επιβάλει ένα ασφυκτικό πειθαρχικό πλαίσιο για όλα τα τμήματα της ακαδημαϊκής κοινότητας και ιδιαίτερα για τους φοιτητές, ε) να πλήξει την νομιμοποίηση των Φοιτητικών Συλλόγων αποκλείοντάς τους από την εκλογή εκπροσώπων στα όργανα διοίκησης.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με το νομοσχέδιο αυτό, επιχειρεί να θέσει τις βάσεις για να επιβάλει τη συνολικότερη πολιτική της για τα πανεπιστήμια. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί η επαναφορά των ΣΔ και η κατασκευή υπερ – Πρυτάνεων, που θα αναδεικνύονται με αντιδημοκρατικές διαδικασίες, θα έχουν απόλυτη εξουσία και δεν θα ελέγχονται από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Από την κυβέρνηση και τα κέντρα εξουσίας έχει γίνει αντιληπτό, μετά από χρόνια αντιδράσεων που συσπειρώνουν, παρά τις αντιφάσεις τους, εκτεταμένα τμήματα της ακαδημαϊκής κοινότητας, ότι η αναδιάρθρωση δεν μπορεί να επιβληθεί στο σύνολό της, εάν δεν διαμορφωθούν θύλακες στο εσωτερικό των πανεπιστημίων που θα μπορούν, χωρίς αμφισβήτηση, να εφαρμόζουν τις πιο επιθετικές πτυχές της. Αυτό έγινε σαφές από την αδυναμία εφαρμογής των πειθαρχικών διατάξεων και, ακόμα περισσότερο, από τη μάχη ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία, απέναντι στην οποία υπάρχει πλειοψηφική αντίθεση, ενώ κανείς, πλην του Παπαϊωάννου, δεν δείχνει διατεθειμένος να την προωθήσει στην πράξη. Μέσα σε μια ευρύτερη αστάθεια, οι δυσκολίες ή η αδυναμία επιβολής ενός πλαισίου που θα καταστέλλει, υλικά και θεσμικά, προληπτικά τις φοιτητικές αντιστάσεις, είναι αμφίβολο ότι μπορούν να επιβληθούν άλλες πλευρές της αναδιάρθρωσης στο σύνολό τους, όπως οι διαγραφές, ή η βίαιη διάλυση των πτυχίων. Έτσι, η ΝΔ επιχειρεί να οικοδομήσει μία διαδικασία ανάδειξης προθύμων, που θα συγκεντρώνουν το σύνολο της εξουσίας εντός των Ιδρυμάτων, ώστε να βρεθούν οι επόμενοι «Παπαϊωάννου» που θα εφαρμόσουν την πολιτική της, παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις. Χτίζει δηλαδή, το μειοψηφικό μεν, αλλά θεσμικά ισχυρό προοπτικά, μπλοκ των φορέων προώθησης της αναδιάρθρωσης. Η κατεύθυνση αυτή διαμορφώνει σοβαρούς κινδύνους, που καθίστανται ακόμα σοβαρότεροι από το γεγονός ότι, ένα μεγάλο τμήμα των μπλοκ αυτών (τα εξωτερικά μέλη των ΣΔ και ο Εκτελεστικός Διευθυντής) θα είναι εξωτερικό από τα ιδρύματα και, επομένως, πολύ λιγότερο διαπερατό από τις πιέσεις που μπορεί να ασκεί ένας ιστορικά κατακτημένος συσχετισμός δύναμης, αφού θα πρόκειται για στελέχη που θα μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να μεταπηδήσουν σε διαφορετικά ιδρύματα ή συνολικά διαφορετικά πεδία, χωρίς να υφίστανται κανένα κόστος από τις επιλογές τους. Η αναλογία με τις διορισμένες διοικήσεις και τα golden boys, όπως λειτούργησαν για τη διάλυση της ΔΕΗ, είναι παραπάνω από προφανής.
Ταυτόχρονα, η ΝΔ α) αποκλείει από τη λήψη αποφάσεων το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας, σε έναν αυταρχικό παροξυσμό που αντιμετωπίζει τα υποκείμενα που συμμετέχουν σε αυτή ως ανίδεους μικρούς μαθητές. Και μάλιστα σε μια περίοδο που το σύνολο των εμπλεκόμενων στην ακαδημαϊκή ζωή (φοιτητές, μεταπτυχιακοί, υποψήφιοι διδάκτορες, ερευνητές, εργαζόμενοι, καθηγητές κ.α.) είναι όχι μόνο μαζικότερο, αλλά και περισσότερο από ποτέ αναβαθμισμένο από πλευράς επιστημονικού και γνωσιακού υπόβαθρου, β) διαμορφώνει συνθήκες για πλήρη αδιαφάνεια στην οικονομική διαχείριση των πανεπιστημίων, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που επίκειται αθρόα εισροή ευρωπαϊκών κονδυλίων γ) αποκρύπτει συστηματικά και διαστρεβλώνει το γεγονός ότι οι επιδόσεις των ΑΕΙ και ευρύτερα του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα είναι πολύ αναβαθμισμένες, ιδιαίτερα κατ’ αναλογία με τη δημόσια δαπάνη για αυτά, αλλά και ότι οι απόφοιτοι των ελληνικών ΑΕΙ έχουν πολύ υψηλά προσόντα, τα οποία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για λόγους που αφορούν την παραγωγική διαδικασία (αποανάπτυξη, συρρίκνωση παραγωγικής βάσης, χαμηλή παραγωγικότητα κ.λπ.) και όχι το εκπαιδευτικό σύστημα, δ) οικοδομεί μία ψευδή αφήγηση, για να συσπειρώσει το δικό της ακροατήριο, σχετικά με την περιβόητη «ανομία» στα ΑΕΙ, την ίδια στιγμή που τα ποσοστά εγκληματικότητας στα ιδρύματα είναι ανύπαρκτα.
Η επιθετικότητα της ΝΔ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι μοναδικό φαινόμενο. Προηγείται και συνοδεύεται με τις αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια, την εφαρμογή της ΕΒΕ και την βίαιη εξώθηση δεκάδων χιλιάδων μαθητών στην τεχνική εκπαίδευση και στα ιδιωτικά κολλέγια. Πέρα από το γεγονός ότι δηλώνει εξαιρετική κοινωνική αναλγησία το να καταστρέφει το μέλλον των παιδιών των λαϊκών νοικοκυριών η Υπουργός που δηλώνει καταθέσεις 1 εκ. ευρώ στο εξωτερικό, το κυρίαρχο είναι ότι πρόκειται για μία κατεύθυνση που εξυπηρετεί τις ευρύτερες στοχεύσεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα. Οξεία πόλωση στην αγορά εργασίας, κατεύθυνση δεκάδων χιλιάδων σε ημι – ειδικευμένες θέσεις εργασίας που θα υποστηρίζουν ένα μοντέλο βασιζόμενο στην επέκταση των υπηρεσιών, αλλά και στην εμβάθυνση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων τάξεων, άρση κάθε συλλογικής διαπραγματευτικής ισχύος μέσα από την ένταση των κατακερματισμών και επίθεση στην νεολαία, δηλαδή στο πιο ριζοσπαστικό τμήμα του λαϊκού κινήματος που πυροδοτεί συστηματικά απρόβλεπτες εξελίξεις. Παράλληλα, οι αυταρχικές ρυθμίσεις και η κατασταλτική διαχείριση στα ΑΕΙ, από κοινού με την όξυνση μίας στρατηγικής της έντασης με βάση το δίπολο «Νόμος και Τάξη» – ανομία στα ΑΕΙ, εξυπηρετούν άμεσες αναγκαιότητες για τη ΝΔ. Την πόλωση και συσπείρωση ενός τμήματος του δυνητικού κοινωνικού και εκλογικού της ακροατηρίου, που δεν έχει τίποτα να προσδοκά σε υλικό επίπεδο, την πίεση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ μέσω της ταύτισής του με παραβατικές συμπεριφορές, ή έστω ριζοσπαστικές πρακτικές, με στόχο τον περιορισμό της επιρροής του. Και, φυσικά, την στοχοποίηση κάθε έκφανσης της αριστεράς και τον περιορισμό της, είτε μέσα από την ευθεία καταστολή, είτε από την υποχώρηση. Οι διαδοχικές παρεμβάσεις τους τελευταίους μήνες, με τον πιο κεντρικό χαρακτήρα (αναφορές του Πρωθυπουργού σε σχήμα των ΕΑΑΚ και σε επαγγελματίες τραυματίες, μηνυτήρια αναφορά Κεραμέως στο Πολυτεχνείο Κρήτης, αναφορές Συρίγου στην «υποκουλτούρα της βίας», με αποδέκτη τη ριζοσπαστική αριστερά), καθιστούν εμφανείς τις προθέσεις της ΝΔ.
Απέναντι στο νομοσχέδιο, οι αντιδράσεις είναι ήδη πλειοψηφικές εντός των ιδρυμάτων και το Υπουργείο Παιδείας βρίσκεται σε πρωτοφανή απονομιμοποίηση. Η συντριπτική πλειοψηφία των Συγκλήτων και των Πρυτανειών, αλλά και η Σύνοδος Πρυτάνεων, έχουν δηλώσει τη ρητή αντίθεσή τους, ενώ κανένα Πανεπιστήμιο δεν έχει τοποθετηθεί υπέρ του νομοσχεδίου. Αντίστοιχη ή και πιο επιθετική θέση έχουν πάρει δεκάδες Τμήματα και Σχολές. Φοιτητικοί Σύλλογοι, διοικητικοί υπάλληλοι, ερευνητές και διδακτορικοί καθώς και χιλιάδες μέλη ΔΕΠ, μέσα από τους Συλλόγους τους, ενεργητικά εναντιώνονται. Αποκορύφωμα αποτέλεσε η ανακοίνωση της ΠΟΣΔΕΠ με την προκήρυξη απεργίας στις 5/7 που ανέστειλε τη λειτουργία των Ιδρυμάτων και οι μαζικότατες κινητοποιήσεις των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας σε όλη την Ελλάδα την ίδια μέρα. Είναι ίσως η πρώτη φορά που ένα νομοσχέδιο συναντά τόσο καθολική αντίθεση από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Οι καθηγητές που συναινούν αποτελούν πολύ μικρή μειοψηφία, ακόμα και μέσα στα πλαίσια των κυβερνητικών παρατάξεων, ενώ το νομοσχέδιο έχει στο σύνολό του απομονωθεί και, παρά τις προσπάθειες για μια υποτιθέμενη συναίνεση που προβάλλουν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, η προπαγάνδα πέφτει στο κενό. Η προσπάθεια του Υπουργείου να προχωρήσει σε ελιγμούς όπως η παράταση της θητείας των Πρυτανειών που λήγει η θητεία τους δεν φαίνεται να μπορεί να επηρεάσει την κατεύθυνση αντίθεσης και να ανατρέψει τον αρνητικό συσχετισμό που έχει διαμορφωθεί απέναντι στη νομοθετική ρύθμιση.
Ταυτόχρονα όμως, υπάρχουν αντιφάσεις. Παρά το γεγονός ότι, μέσα στους φοιτητικούς συλλόγους έχει διαμορφωθεί ένα ρεύμα αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική, το οποίο εκφράστηκε πολλαπλά και ιδίως μέσω των φοιτητικών εκλογών, υπάρχουν δυσκολίες στην ενεργητική συστράτευση των φοιτητών σε κινηματική κατεύθυνση. Πολύ περισσότερο, σε μία κινηματική κατεύθυνση που θα εμφανίζει διάρκεια και σταθερότητα. Αυτή η συνθήκη οξύνεται από το γεγονός ότι το νομοσχέδιο κατατίθεται και επιχειρείται να ψηφιστεί κατακαλόκαιρο, εν μέσω εξεταστικών ή και μετά το πέρας αυτών. Το επίπεδο συνείδησης και κινητοποίησης του φοιτητικού σώματος, σε συνδυασμό με τις υποκειμενικές, σοβαρές αδυναμίες της φοιτητικής αριστεράς, διαμορφώνει τον κίνδυνο μίας εξέλιξης κατά την οποία, ένα μειοψηφικό και πολιτικοποιημένο δυναμικό θα κινητοποιείται, μέσα σε ένα ολοένα και πιο αυταρχικό πλαίσιο και θα γίνεται αντικείμενο κατασταλτικής διαχείρισης, ενώ ταυτόχρονα οι κινητοποιήσεις δεν θα μαζικοποιούνται. Εκτός όμως από τους κινδύνους, υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες που αφορούν α) την ευρύτερη δυσαρέσκεια που διαμορφώνεται στη νεολαία, αλλά και ευρύτερα στις εργαζόμενες τάξεις, β) την καθολική αντίδραση απέναντι στο νομοσχέδιο, γ) την πολιτική ρευστότητα που είναι πιθανό να διαμορφωθεί την επόμενη περίοδο. Για να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες αυτές, απαιτείται ενωτική κατεύθυνση των δυνάμεων της αριστεράς στη φοιτητική νεολαία, παρά τις επιμέρους αντιθέσεις. Ξεκινώντας από τα δίκτυα σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς, συνεχίζοντας στις δυνάμεις της ΠΚΣ με την άσκηση συστηματικής πίεσης και περιλαμβάνοντας όλο το πολιτικό και κοινωνικό δυναμικό που θα αντιτάσσεται στους βασικούς άξονες του νομοσχεδίου, αλλά και στην πιθανότητα της εισόδου της ΟΠΠΙ.
Από δω και πέρα λοιπόν πρέπει να συγκροτηθεί και να εμβαθυνθεί μια κινηματική κατεύθυνση ρήξης με βασικό όχημα τους φοιτητικούς συλλόγους οι οποίοι οφείλουν να μπουν σε μια τροχιά κινητοποιήσεων τόσο την ημέρα ψήφισης όσο και στη συνέχεια ώστε να μπλοκαριστεί στην πράξη η υλοποίηση των πτυχών του νόμου. Πρόκειται για μια μάχη, όπως και αυτή απέναντι στο νόμο Κ-Χ, που θα δοθεί μακροπρόθεσμα και θα έχει χαρακτηριστικά παρατεταμένου ‘’πολέμου’’. Οι υπάρχουσες αντιφάσεις αλλά και ανοιχτές αντιθέσεις οφείλουν να συμπυκνωθούν σε μια ενιαία κίνηση της ακαδημαϊκής κοινότητας απέναντι στο νόμο με ευρεία χαρακτηριστικά και πρακτικές αμφισβήτησης.
Οι φοιτητές μέσα από τα όργανά τους πρέπει να εκκινήσουν με σταθερούς όρους διαδικασίες συντονισμού και συμπόρευσης με τμήματα του καθηγητικού σώματος, με το διοικητικό και ερευνητικό προσωπικό των πανεπιστημίων λαμβάνοντας συνεχώς αγωνιστικές αποφάσεις για κινητοποιήσεις με διαρκή χαρακτηριστικά. Η συμπόρευση επίσης στο σύνολο της αριστεράς και των αγωνιστικών δυνάμεων, όπως συνέβη και στη μάχη απέναντι στην ΟΠΠΙ, είναι εκ των ων ουκ άνευ ώστε να επιτευχθεί το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Πρόκειται για ακόμα έναν νόμο ο οποίος, ακόμα κι αν ψηφιστεί, δεν θα έχει την παραμικρή νομιμοποίηση στους εμπλεκόμενους φορείς γεγονός που τον κάνει να στηρίζεται σε πήλινα πόδια.
Καλούμε το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας να συνεχίσει τον αγώνα του απέναντι στο νόμο-λαιμητόμο και να δώσει ηχηρό μήνυμα σε κυβέρνηση και Υπουργείο ότι και αυτός όπως και τόσοι άλλοι θα μείνουν στα χαρτιά!

Share.

Comments are closed.