Όχι στην αξιολόγηση της υποτέλειας και της ανθρωποφαγίας

0

 

Η Κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ, έχουν αποφασίσει να περιορίσουν στο ελάχιστο όλες τις Κοινωνικές Δομές και Υπηρεσίες, αυτές που αποτελούν κατακτήσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος τα τελευταία εκατό χρόνια. Αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις αυτής της πολιτικής στα λαϊκά στρώματα, στους εργαζόμενους και στους ανέργους, προχωράει με εντατικούς ρυθμούς στο ξήλωμα των κατακτήσεων σε Παιδεία, Υγεία, Κοινωνική Ασφάλιση, Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθώς και σε τομείς Κοινωνικών Αγαθών, όπως οι Δημόσιες Υποδομές, η Ενέργεια, το Νερό κ.ά., παραχωρώντας ολόκληρους τομείς στους ιδιώτες μεγαλοεργολάβους.

elme-syllalitirio-620x330Εμείς όμως δεν τρέφουμε αυταπάτες. Γνωρίζουμε ότι βασικός στόχος της ασκούμενης πολιτικής είναι η βίαιη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στο Δημόσιο. Επί της ουσίας, μεθοδεύεται η αντικατάσταση του «ακριβού» προσωπικού, με εργαζόμενους που θα έχουν εκπέσει στο καθεστώς του «ωφελούμενου» ή του ενοικιαζόμενου, θα αμείβονται με μισθούς πείνας και θα εργάζονται χωρίς ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα. Αυτόν το στόχο εξυπηρετεί και η «αξιολόγηση». Έπειτα από την κατασκευή χιλιάδων «επίορκων υπαλλήλων» (ποιος θυμάται τις χιλιάδες που θα έβγαιναν σε αργία), καθώς και «πλεονάζοντος προσωπικού», η Κυβέρνηση προσπαθεί τώρα με εργαλείο τη συγκριτική αξιολόγηση να εμπλουτίσει τη φαρέτρα της στο στόχο της για ένα δημόσιο τομέα πειθαρχημένο και υποχείριο στις αντικοινωνικές πολιτικές της.

Ο Ν. 4250/2014 αποτελεί την πιο ακραία μορφή της. Θεσπίζει σύστημα συγκριτικής αξιολόγησης με εκ των προτέρων ορισμό ανώτατων ποσοστών υπαλλήλων που μπορούν να αξιολογηθούν ανά βαθμολογική κλίμακα. Δηλαδή, με βαθμό 9 έως 10 θα αξιολογείται ποσοστό έως και 25% των υπαλλήλων, με βαθμό 7 έως 8 θα αξιολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων και με βαθμό κάτω του 6 θα αξιολογείται ποσοστό 15% των υπαλλήλων.

Προφανώς η αξιολόγηση με το Ν.4024/2011 (ή με τον νεότερο νόμο που θα ακολουθήσει) είναι σε άμεση σύνδεση – εμπλοκή με όλο το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο (πειθαρχικό δίκαιο, μισθολογική – βαθμολογική εξέλιξη, διαθεσιμότητες – απολύσεις, αλλαγές οργανισμών, επιλογή προϊσταμένων) με αποτέλεσμα τη ριζική τροποποίηση όλου του πλέγματος σχέσεων εργασίας και λειτουργίας του δημόσιου τομέα.

Τα κυρίαρχα πολιτικά χαρακτηριστικά του νόμου αυτού είναι η:

Χειραγώγηση και τρομοκράτηση των Δ.Υ., πλήρης υποταγή των εργαζομένων στην υπηρεσιακή και πολιτική ιεραρχία, ιδεολογική αναπαραγωγή της υπεροχής του ατομικού απέναντι στο συλλογικό, περαιτέρω ασφυκτικός έλεγχος στην ανάδειξη στελεχών σε συνέχεια του υφισταμένου σήμερα πλαισίου (Π.Δ. 318/1992, Δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, Πειθαρχικό δίκαιο, Μισθολόγιο – Βαθμολόγιο).

Δημιουργία δεξαμενής προς απόλυση Δ.Υ. μέσω της κατηγορίας του 15% καθώς και η προσπάθεια «νομιμοποίησης» των απολύσεων που θα γίνουν στο μέλλον μια και δε θα έχουν τον οριζόντιο χαρακτήρα που ακολούθησαν στις προηγούμενες, αλλά πλέον θα

Αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο με ταχύτατη προώθηση ελαστικών μορφών απασχόλησης, που ήδη αποτελούν καθεστώς (stage, voucher κλπ)

Τιμωρητική αντιμετώπιση των ενσυνείδητων υπαλλήλων που αρνούνται να εκτελέσουν εμφανώς αυθαίρετες και παράνομες εντολές πολιτικών και υπηρεσιακών Προϊσταμένων. Θέλουν να περιθωριοποιήσουν κάθε τίμια φωνή που δεν πειθαρχεί σε κομματικά και οικονομικά συμφέροντα

Υλοποίηση των επιλογών κυβέρνησης – Ε.Ε. – Ε.Κ.Τ. – Δ.Ν.Τ. για μια κρατική διοίκηση (σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο) ανελαστικό όργανο στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των συμφερόντων του.

Επαναφορά του πελατειακού κράτους και του ρουσφετιού, μια και η κυβέρνηση διορίζει τους δικούς της προϊστάμενους (με συνεντεύξεις κλπ) ώστε εκείνοι θα αποφασίσουν για το ποιοι θα μείνουν και πιοι θα φύγουν. Για μια δημόσια διοίκηση με σχέσεις υποταγής και αναξιοπρέπειας.


Οι πολιτικές της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ για αυξήσεις φορολογίας και εισφορών, μειώσεις μισθών και απολύσεις, δήμευση περιουσιών, ιδιωτικοποιήσεις, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και καταστροφή του περιβάλλοντος δε μπορούν να υλοποιηθούν αν δεν υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός πρόθυμος -και χωρίς αντιστάσεις- για να τις υλοποιήσει. Με αυτή την έννοια η αντίθεση στην αξιολόγηση, δεν αφορά κυρίως του ΔΥ, αλλά ολόκληρη την κοινωνία και ειδικά τα αγωνιζόμενα τμήματα της.

Η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση σημαδεύτηκε κυρίως από την επιτυχημένη επιλογή μιας μορφής αγώνα που οδηγούσε σε γενικευμένη aksiologiseisανυπακοή σε όλα τα επίπεδα. Η επιλογή της απεργίας – αποχής από όλα τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη διαδικασία της αξιολόγησης αποδείχθηκε ως μια πολύ σωστή επιλογή που λαμβάνει υπόψη, τόσο την ιδιαιτερότητα της μάχης αυτής, όσο και την υπαρκτή κατάσταση του κινήματος των εργαζομένων (χαμηλό φρόνημα, αδυναμία πολυήμερων απεργιών για οικονομικούς λόγους κλπ). Ο συνδυασμός της με τις γενικές συνελεύσεις ανά χώρο εργασίας, με τη συλλογή υπογραφών (που δέσμευε τον κάθε έναν εργαζόμενο χωριστά και άνοιγε τη συζήτηση), με απεργιακές κινητοποιήσεις και κατά τόπου συγκεντρώσεις, αλλά και με νομικές κινήσεις, ανάγκασε το σύνολο των υπαλλήλων να τοποθετηθούν και να κινηθούν.

Η μορφή αυτή αγώνα, έδινε τη δυνατότητα μιας νόμιμης μορφής μαζικής και οργανωμένης ανυπακοής και αρχικά λοιδωρήθηκε από τις πρώην κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις (ΠΑΣΚ, ΔΑΚΕ), οι οποίες επέλεξαν να σιγοντάρουν την κυβέρνηση στη διαδικασία αυτή και ανάγκασε την κυβέρνηση σε συνεχείς παρατάσεις και καθυστερήσεις αλλά και σε μια πρωτοφανή προσφυγή στη δικαιοσύνη, προκειμένου να βγάλει την απεργία – αποχή ως παράνομη και καταχρηστική, γεγονός το οποίο για πρώτη φορά συμβαίνει έναντι τριτοβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου. Η προσφυγή αυτή έβαλε στο στόχαστρο, τόσο τη συγκεκριμένη μορφή αγώνα, όσο και τον τρόπο και τη διαδικασία προκήρυξης των απεργιών, αποτελώντας τροχιοδεικτική βολή για το νέο συνδικαλιστικό νόμο που ετοιμάζει και προφανώς θα δυσκολέψει -έως απαγορεύσει- τις δυναμικές κινητοποιήσεις (απεργίες κλπ).

Οι συνδικαλιστικές δυνάμεις της αριστεράς (ΜΕΤΑ – ΠΑΜΕ – Παρεμβάσεις) έχουν τεράστια ευθύνη για τη συγκρότηση ενός μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, με επαρκές πρόγραμμα, κοινωνικές συμμαχίες και αποφασιστικούς αγώνες που μπορούν να φέρουν αποτελέσματα. Πρόγραμμα που να περιλαμβάνει τόσο τις βασικές διεκδικήσεις του κινήματος των εργαζομένων στο δημόσιο (όχι στις απολύσεις, στις ιδιωτικοποιήσεις, επαναφορά μισθών και δικαιωμάτων, ανατροπή της πολιτικής κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, ακύρωση μνημονιακών νόμων), όσο και ένα σχέδιο δυναμικών κινητοποιήσεων για την υλοποίηση του. Χρειάζεται τέλος μέτωπο με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, τους άνεργους, τους αυτοπασχολούμενους και τα σωματεία, οργανώσεις τους. Γιατί τα υπαρκτά ρήγματα που υπάρχουν στους εργαζόμενους ή θα βαθύνουν και θα οδηγήσουν σε ρήξεις και ανατροπές ή θα έχουμε πισωγύρισμα στην ομαλότητα με κυρίαρχο όμως πλέον τον κοινωνικό κανιβαλισμό και την ανθρωποφαγία για το ποιος θα “επιβιώσει”.

Η επιστολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς για τη στήριξη της πολιτικής ανυπακοής και των αγώνων στο δημόσιο, ήταν μια θετική πρωτοβουλία, που χρειάζεται συνέχεια.

Η επαναπροκήρυξη της απεργίας – αποχής από την ΑΔΕΔΥ είναι ένα πρώτο σημαντικό εργαλείο για τη συνέχιση του αγώνα, ο οποίος δεν πρέπει να σταματήσει αλλά να κλιμακωθεί. Μέσα από Γενικές Συνελεύσεις, συνεχή ενημέρωση των υπαλλήλων, συγκέντρωση υπογραφών, συγκεντρώσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις πρέπει να γίνει ευρύτατη συσπείρωση με αιτήματα και ενέργειες όπως τα παρακάτω:

Να καταργηθεί ο Ν. 4250/2014. Να μην εφαρμοστεί στην πράξη η ποσόστωση που επιβάλλει ο Ν. 4250/2014 και να απαιτηθεί δυναμικά να μην υλοποιηθεί ο νόμος και κάθε αντίστοιχος, να

Να απομονωθούν όσες δυνάμεις καλλιέργησαν κλίμα ηττοπάθειας και παραίτησης, να φύγουν από τα σωματεία όσοι “συνδικαλιστές” έσπευσαν να συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή

Να συνεχιστεί και να επεκταθεί η λογική της μαζικής μη συμπλήρωσης των εκθέσεων αξιολόγησης από τους υπαλλήλους.

Να αξιοποιηθεί η μορφή της απεργίας – αποχής και σε άλλες περιπτώσεις καθηκόντων (όπως πχ κατά τόπους σε περιπτώσεις εκποίησης δημόσιας περιουσίας κλπ).

Να δημιουργηθούν μόνιμοι και σταθεροί δεσμοί συμπαράστασης και συμπόρευσης σωματείων και Ομοσπονδιών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.Να βαθύνουν, να ενοποιηθούν και να συνεχιστούν οι συντονισμοί που λειτούργησαν ενάντια στις απολύσεις-διαθεσιμότητες και ενάντια στην αξιολόγηση.

Το 1992 κάτω από την αντίδραση του τότε πολιτικοσυνδικαλιστικού κινήματος η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση, που ήταν ένας γενικότερος προάγγελος της τωρινής ρύθμισης, δεν εκδόθηκε ποτέ. Έμεινε στα χαρτιά και ξεχάστηκε ουσιαστικά. Αυτόν το δρόμο οφείλουμε να ακολουθήσουμε και τώρα. Η αξιολόγηση της υποτέλειας και της ανθρωποφαγίας δεν πρέπει να προχωρήσει.

Το μέλλον των Δ.Υ. δεν μπορεί να είναι η απομόνωση, η εξατομίκευση, ο απόλυτος έλεγχος, ο φόβος και η υποταγή – είναι η συμμετοχή τους στο απαιτούμενο κοινωνικό-πολιτικό μέτωπο για την ανατροπή. Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις της αριστεράς έχουν ευθύνη να συμβάλουν στην κατεύθυνση αυτή.

 

Share.

Leave A Reply