Για να μη γυρίσει το ρολόι της ιστορίας 100 χρόνια πίσω!
135 χρόνια πριν, ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε. Οι εργάτες και οι εργάτριες του Σικάγο στερέωσαν με τον συγκλονιστικό αγώνα και με το αίμα τους το έδαφος για να ζήσουνε μια πιο ανθρώπινη ζωή εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλον τον κόσμο για όλες τις γενιές που ακολούθησαν. 8 ώρες δουλειά- 8 ώρες ανάπαυση και μόρφωση- 8 ώρες ύπνο. Αυτή η συνάντηση της ανάγκης και της ώριμης διεκδίκησης της ζωντανής δύναμης της κοινωνίας, του κόσμου της δουλειάς, ήταν η κινητήριος δύναμη των κατακτήσεων των εργαζόμενων και της ευρύτερης κοινωνικής προόδου για πάνω από έναν αιώνα.
Σήμερα, το νεοφιλελεύθερο δόγμα της οπισθοδρόμησης, της εργασιακής απορρύθμισης και ζούγκλας, απειλεί ακόμη και αυτά τα θεμελιώδη κεκτημένα των εργαζόμενων και επιχειρεί να νομιμοποιήσει ότι η δουλειά με δικαιώματα, με ανθρώπινες συνθήκες είναι ένα αίτημα ξεπερασμένο. Ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19, που ήδη αναπτύσσει βαρύτατες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις για τα λαϊκά στρώματα, η κυβέρνηση αντί να προστατεύσει τους εργαζόμενους που δοκιμάζονται από την αύξηση της ανεργίας, της απλήρωτης εργασίας, της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της ανασφάλειας, αποφασίζει να εκμεταλλευτεί τον υγειονομικό κίνδυνο για να τσακίσει τα εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις. Το εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη φέρνει έναν εργασιακό Αρμαγεδδώνα και αποτελεί την κορύφωση του κυνισμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που με όλους τους τρόπους έχει καταστήσει σαφές ότι εκμεταλλεύεται ανάλγητα μια φονική πανδημία για να επιταχύνει χωρίς αντιδράσεις το τσάκισμα των πιο θεμελιωδών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Μετά από μια δεκαετία επιβολής και εφαρμογής μνημονίων που επιδείνωσαν καταλυτικά τις εργασιακές σχέσεις σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, σήμερα η ΝΔ επιχειρεί μια συνολικότερη μεταβολή και τη μονιμοποίηση της εργασιακής απορρύθμισης, μέσα από το χτύπημα του πυρήνα των κατακτήσεων των εργαζομένων παγκοσμίως, το 8ωρο, την κυριακάτικη αργία, το απεργιακό δικαίωμα, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό και τη συλλογική πάλη.
Καθ’ όλη την περίοδο της πανδημίας, για την έξαρση της οποίας φέρνει ακέραια την ευθύνη η κυβέρνηση με την πολιτική απροθυμίας ενίσχυσης του ΕΣΥ και μηχανισμών προστασίας της δημόσιας υγείας, η ΝΔ όχι μόνο δεν σεβάστηκε τους στοιχειώδεις δημοκρατικούς κανόνες που επέτασσαν να αναστείλει το μεταρρυθμιστικό, άσχετο με τη διαχείριση της πανδημίας, έργο στο μέσο ενός τέτοιου υγειονομικού κινδύνου, αλλά αντίθετα, εκτίμησε ότι η συγκυρία της πανδημίας, αποτελεί μια νέα ευκαιρία και διευκολύνει την επιτάχυνση της ατζέντας της και την ψήφιση σειράς μεταρρυθμιστικών τομών, που γνώριζε ότι υπό άλλες συνθήκες θα δημιουργούσαν πολύ πιο εύκολα μαζικές αντιδράσεις και κοινωνικές συγκρούσεις. Σε λίγους μόνο μήνες, και με αντιδημοκρατικούς περιορισμούς συναθροίσεων με το πρόσχημα της πανδημίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε στην ψήφιση του νόμου απαγόρευσης των διαδηλώσεων, του χουντικής έμπνευσης νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη για την εκπαίδευση, εισάγοντας την πανεπιστημιακή αστυνομία αλλά και γενικά μέτρα αστυνόμευσης και καταστολής της πολιτικοποίησης των φοιτητών, και άλλες μεταρρυθμίσεις όπως με την ψήφιση του πτωχευτικού κώδικα, την επιτάχυνση των διαδικασιών στέρησης των εγγυήσεων της στέγης και αποπτώχευσης οικονομικά κατεστραμμένων στρωμάτων, την προώθηση ιδιωτικοποιήσεων, την πλήρη παράδοση του περιβάλλοντος στο ιδιωτικό κεφάλαιο κ.ά.. Το κρεσέντο ακύρωσης των κατακτήσεων του λαού ολοκληρώνεται με το επαίσχυντο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη.
Οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία. Σε λίγους μόνο μήνες η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενίσχυσε το διευθυντικό δικαίωμα στη μονομερή χρήση ευέλικτων μορφών εργασίας (εκ περιτροπής εργασία με μείωση 50% και του μισθού, τηλεργασία χωρίς έλεγχο ωραρίων) και μετέτρεψε την μονιμοποίηση της τηλεργασίας από μέτρο προστασίας μεν των εργαζομένων από την πανδημία, σε μέσο κατάργησης δε του ωραρίου και εντατικοποίησης της εργασίας. Αδιαφόρησε για τη μεγάλη μάζα των ανέργων και των αδήλωτων εργαζομένων, επέβαλε τους λιγότερους δυνατούς περιορισμούς στις απολύσεις, ανέστειλε την υποχρέωση των εργοδοτών να δηλώνουν τις τροποποιήσεις ωραρίου, και έθεσε πρακτικά εκτός λειτουργίας το σώμα επιθεώρησης εργασίας. Παράλληλα, με το πρόγραμμα «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» επιδοτήθηκε η μετατροπή της πλήρους απασχόλησης σε μερική απασχόληση, ενώ παρά την μεγάλη διάρκεια των μέτρων αναστολής εργασιών σε ευρύτατους κλάδους, το κράτος κάλυψε μόνο του 60% της απώλειας του μισθού των εργαζομένων που τέθηκαν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, εφαρμόζοντας επί μακρόν έναν μηχανισμό μείωσης των μισθών και διαρκούς υποτίμησης της αξίας της εργασίας. Η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει μέσα στην πανδημία στην αποχαλίνωση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας στους χώρους εργασίας και στην ενίσχυση των χαρακτηριστικών ηττοπάθειας, απογοήτευσης, εξατομίκευσης και επιβιωτισμού στις γραμμές του εργατικού κινήματος προετοιμάζοντας το έδαφος για την τωρινή επίθεση.
Δεν υπάρχει κατοχυρωμένο εργασιακό δικαίωμα που να μην ακυρώνεται άμεσα ή έμμεσα από αυτό το νομοσχέδιο εργασιακού μεσαίωνα:
- Κατάργηση 8ώρου, υπερωριακής αμοιβής, Κυριακάτικης αργίας: Με το νομοσχέδιο καταργείται το κατοχυρωμένο 8ωρο και θεσμοθετείται 10ωρο αυξημένο ωράριο χωρίς αυξημένη αμοιβή, καταργώντας έτσι άμεσα το δικαίωμα στην αμειβόμενη υπερωριακή εργασία. Συνολικά, οι υπερωρίες δεν θα αμείβονται αλλά θα μετατρέπονται σε ρεπό, άδειες ή μειωμένο ωράριο και καταργείται πρακτικά η Κυριακή ως αργία, για την οποία σήμερα προβλέπεται υπερωριακή αμοιβή 75%.
- Πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων: Σε συνέχεια της προηγηθείσας κατάργησης της υποχρέωσης αιτιολόγησης των απολύσεων, το νομοσχέδιο προχωρά στην δυνατότητα θεραπείας της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης, ακόμα και μετά την τρίμηνη προθεσμία, απελευθερώνοντας ουσιαστικά τις απολύσεις. Επιπλέον, νομοθετείται η «εναλλακτική λύση» της επιπλέον αποζημίωσης αντί της υποχρεωτικής επαναπρόσληψης.
- Υπονόμευση της κατοχύρωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας: Το νέο νομοσχέδιο περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα των συνδικάτων να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η επέκταση του οκταώρου σε υποχρεωτικό δεκάωρο θα καθορίζεται είτε με ατομικές είτε με επιχειρησιακές συμβάσεις, σε συμφωνία με τις «ενώσεις προσώπων», όπου αυτές λειτουργούν στις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αναιρείται, δηλαδή, η δυνατότητα διαπραγμάτευσης με το κλαδικό σωματείο.
- Παρέμβαση του κράτους και της εργοδοσίας στη λειτουργία των συνδικάτων και περιορισμός έως ακύρωση του απεργιακού δικαιώματος: Η κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη ότι τα μέτρα αυτά θα προκαλέσουν σφοδρές αντιδράσεις, αλλά και λειτουργώντας εμπροσθοβαρώς για να επιφέρει ένα στρατηγικό χτύπημα στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα, προωθεί δραματικές αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο. Με σιδηρόφραχτες ρυθμίσεις και δικλείδες προστασίας της εργοδοσίας, το νομοσχέδιο οδηγεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο, θεμελιώδες δικαίωμα της απεργίας, σε αχρήστευση και αδρανοποίηση. Ο συνδυασμός της εφαρμογής της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για την πραγματοποίηση απεργίας με τη διάταξη περί υποχρεωτικής συμμετοχής στη Γενική Συνέλευση που αποφασίζει απεργία τουλάχιστον του 50% των οικονομικά ενεργών μελών του πρωτοβάθμιου συνδικάτου, δυσχεραίνει υπέρμετρα τη δυνατότητα λήψης απεργιακής απόφασης υπό τις παρούσες συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης, που λειτουργούν συχνά απαγορευτικά για την ελεύθερη δυνατότητα των εργαζόμενων να συμμετάσχουν στις διαδικασίες των συνδικάτων τους. Καμία δημοκρατία δεν ενισχύει η ηλεκτρονική ψηφοφορία στα συνδικαλιστικά όργανα των εργαζομένων. Αντίθετα εισάγει μία αδιαφανή, αντιδημοκρατική διαδικασία ακύρωσης της συζήτησης των εργαζομένων στα όργανά τους και ένα δίαυλο επίδρασης απεργοσπαστικών μηχανισμών της εργοδοσίας στο αποτέλεσμα της απομακρυσμένης ψηφοφορίας μέσα από τις γνωστές μεθόδους της εργοδοτικής τρομοκρατίας, το φόβο και την απειλή.
Η απεργία ως όπλο αγώνα τίθεται υπό αίρεση μέσα από την πρόβλεψη υψηλού προσωπικού ασφαλείας για την πραγματοποίηση απεργίας, ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα και σε τομείς που δεν υπήρχε ποτέ τέτοια ανάγκη. Αυτό, σε συνδυασμό με την απαγόρευση του δικαιώματος στην απεργιακή περιφρούρηση, προβλέποντας ακόμα και συνδικαλιστικές διώξεις με τη μορφή της απόλυσης για όσους συμμετέχουν στις απεργιακές φρουρές. Προβλέπονται επίσης ποινές στα σωματεία και αποζημίωση στην εργοδοσία για «παράνομες» και «καταχρηστικές» απεργίες, και η δυνατότητα του εργοδότη να διεκδικήσει αποζημίωση από τους απεργούς και τα συνδικάτα σε περίπτωση που μια κινητοποίηση κριθεί παράνομη, καταχρηστική ή και τα δύο.
Για πρώτη φορά μετά το 1982 οπότε και ψηφίστηκε ο συνδικαλιστικός νόμος,νομοθετείται η παρέμβαση της κυβέρνησης και της εργοδοσίας στη λειτουργία των συνδικάτων και επιχειρείται να ολοκληρωθεί το χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα. Η υποχρεωτική εγγραφή σε ηλεκτρονικά μητρώα και το μαζικό ηλεκτρονικό φακέλωμα των συνδικαλιζόμενων εργαζόμενων, η υποχρέωση για ηλεκτρονική συμμετοχή και ψηφοφορία στις διαδικασίες, ακυρώνουν την ίδια την ουσία και το ρόλο των συνδικαλιστικών οργανώσεων που στηρίζεται στην ανεξαρτησία των λειτουργιών τους.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομοθετεί πλέον απευθείας κατ’ εντολήν του ΣΕΒ και παρέχει, όχι απλώς μια προσωρινή υπηρεσία στην εργοδοσία και το κεφάλαιο, αλλά τους όρους για μια στρατηγική επικράτηση πάνω στις δυνάμεις της εργασίας. Σε μια ήδη απορρυθμισμένη αγορά εργασίας μέσα από τις βαθιές τομές των μνημονίων και τις δεκαετίες αναίρεσης όψεων κοινωνικού κράτους που εγγυάτο στοιχειωδώς τους όρους συντήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, η κυβέρνηση επιδιώκει σήμερα ένα ποιοτικό άλμα. Όχι μόνο επιχειρεί να αναιρέσει δικαιώματα αιώνων, αλλά και να θέσει στην παρανομία τα μόνα όπλα διεκδίκησης των εργαζόμενων για νέες κατακτήσεις: την απεργία και το συλλογικό, οργανωμένο αγώνα του εργατικού κινήματος. Η στρατηγική που ακολουθείται έχει εσωτερική συνοχή και ο στόχος της είναι σαφής: να μειώσει το εργατικό κόστος και να εμπεδώσει και να διευρύνει μία πιο αυστηρή εργασιακή πειθαρχία στους εργασιακούς χώρους. Η κεντρική παράμετρος αυτής της στρατηγικής είναι η αύξηση του ποσοστού κέρδους, αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης και εντατικοποίησης της εργασίας, το βάθεμα του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος και η πλήρης αναίρεση των όψεων κοινωνικού συμβολαίου και συμβιβασμών μιας προηγούμενης περιόδου αγώνων. Επιχειρείται, έτσι, να διαμορφωθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας χωρίς εγγυήσεις για τους εργαζόμενους (μισθός, κοινωνικός μισθός, ασφάλιση, δικαιώματα, οργάνωση, φορολογία), με ορίζοντα την πλήρη απορρύθμιση της κατοχύρωσης και αξίας της εργατικής δύναμης. Αυτή η προοπτική ανοίγει έναν ανεξάντλητο πεδίο για το κεφάλαιο να αυξάνει την κερδοφορία του και να επεκτείνει την κυριαρχία του στους χώρους δουλειάς, οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά.
Αν για το κεφάλαιο και την κυβέρνηση αυτό το πλέγμα μεταρρυθμίσεων αποτελεί ένα στρατηγικό άλμα, για τον κόσμο της δουλειάς, για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα, αποτελεί μια ιστορική αναμέτρηση. Η κυβέρνηση επιλέγει αυτήν την αναμέτρηση με το εργατικό κίνημα σήμερα, αξιοποιώντας την πανδημία, αλλά και επειδή εκτιμά ότι τη διευκολύνουν τα επιταχυνόμενα αποτελέσματα της εξατομίκευσης, απομαζικοποίησης του εργατικού συνδικαλισμού και αποδιάρθρωσης συλλογικών πρακτικών, που είναι ορατά μέσα από τη μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας. Η αδυναμία απάντησης, έστω και ανάσχεσης, της επίθεσης από πλευράς εργατικού κινήματος κινδυνεύει, εφόσον εφαρμοστούν οι ρυθμίσεις αυτές, να αποκτήσει στρατηγικά χαρακτηριστικά.
135 χρόνια μετά την εξέγερση στο Σικάγο να μην τολμήσουν να καταργήσουν τα κεκτημένα με αίμα δικαιώματα των εργαζομένων!
Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης να προωθήσει το συγκεκριμένο εργασιακό νομοσχέδιο εντάσσεται στην στρατηγική που έχει αναπτύξει όλο το τελευταίο διάστημα, αυτήν του αυταρχισμού και της επίδειξης «πυγμής» απέναντι στην μεγάλη πλειοψηφία του λαού, τους εργαζόμενους, τους φοιτητές και τη νεολαία. Αυτή η στρατηγική όμως φάνηκε ότι ενέχει αντιφάσεις, και μπορεί να ηττηθεί, προκαλώντας μαζικές λαϊκές αντιστάσεις. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις λαού το τελευταίο διάστημα ενάντια στον αυταρχισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η μαζική εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος στο προσκήνιο, η καθημερινή παρουσία χιλιάδων λαού στο δρόμο ενάντια στην ακύρωση δημοκρατικών κεκτημένων και ελευθεριών, που κουρέλιασαν τον νόμο για τις διαδηλώσεις, δείχνουν ότι η διαρκής μαζική κινητοποίηση του λαού μπορεί να επιφέρει πολιτικά πλήγματα στην κυνική αυτή κυβέρνηση και να την εξαναγκάσει σε αναδίπλωση.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποτύχει να κάμψει την αποφασιστικότητα του λαού, και να καταστείλει κάθε φωνή διεκδίκησης ενάντια στην αποτυχημένη πολιτική διαχείρισης της πανδημίας και της λιτότητας και στην πολιτική του αυταρχισμού και της περιστολής κάθε δικαιώματος. Συνεχίζοντας σε αυτό το δρόμο, απέναντι στο νέο εργασιακό νομοσχέδιο το εργατικό κίνημα πρέπει να ανασυγκροτηθεί σε νέες βάσεις και να βρεθεί στους δρόμους χωρίς τις παθογένειες συντεχνιακών και κατακερματισμένων χαρακτηριστικών, σπάζοντας το φράγμα της εξατομίκευσης και της απογοήτευσης. Να αποκτήσει ξανά τον ταξικό και διεκδικητικό ρόλο του απέναντι στην εργοδοσία και τις ιστορικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Να οργανώσει και να συντονίσει νικηφόρους κοινωνικούς αγώνες και να κερδίσει την πλειοψηφία από τις δυνάμεις τις συνδιαλλαγής σε πρωτοβάθμια σωματεία, εργατικά κέντρα, ομοσπονδίες, αλλά και σε τριτοβάθμιο επίπεδο. Να οργανώσει τους ανέργους και να συνευρεθεί με το φοιτητικό κίνημα, τα τοπικά κινήματα, κινήσεις αλληλεγγύης, λαϊκές συνελεύσεις κλπ. Να αναγκάσει την πολιτική αριστερά να κινηθεί σε μετωπικές και αγωνιστικές πρακτικές.
Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις ειδικά στην περίοδο αυτή, εκτός των άμεσων ταξικών συμφερόντων που εκπροσωπούν σε πρωτόλειο επίπεδο, οφείλουν να έχουν πολιτική κατεύθυνση αναδεικνύοντας τα κεντρικά ζητήματα της περιόδου, με επίκεντρο το νέο εργασιακό νομοσχέδιο. Είναι αναγκαία η ενημέρωση και κινητοποίηση του λαού για να μην περάσει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη μέσα από την πλατιά ενεργοποίηση όλων των δυνάμεων του αγωνιστικού εργατικού κινήματος. Κανένας εργαζόμενος, κανένας νέος δεν περισσεύει σε αυτόν τον αγώνα. Από κάθε μετερίζι ο κόσμος τους αγώνα έχει θέση σε αυτή τη μάχη. Η νεολαία με τη μαζικότητα και το ριζοσπαστισμό της, οι δεκάδες χιλιάδες πολίτες που αγκάλιαζαν το προηγούμενο διάστημα τις πρωτοβουλίες και τις κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών. Άλλωστε, το συνδικαλιστικό δικαίωμα που βάλλεται σήμερα βάναυσα, βρίσκεται στον πυρήνα των δημοκρατικών κατακτήσεων του λαού μας, εφόσον διασφαλίζει τη δυνατότητα ων εργαζόμενων να διεκδικούν και να αγωνίζονται συλλογικά. Όλες οι ζωντανές και οργανωμένες δυνάμεις του κινήματος πρέπει να μπουν σε κίνηση στο πλάι του εργατικού κινήματος για να μην περάσει το εργασιακό νομοσχέδιο.
Οι συντονισμοί σωματείων, ομοσπονδιών αλλά και Εργατικών Κέντρων μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση, πρώτα και κύρια με τη σήμανση αγωνιστικού συναγερμού στου χώρους της δουλειάς και σε όλα τα επίπεδα, με ειδική βαρύτητα α) σε τοπικό επίπεδο, πόλης, γειτονιάς, περιοχής ώστε να συντονίσουν αγώνες και να εμπλέξουν το εργατικό κίνημα με το σύνολο των λαϊκών συμφερόντων (πχ ενάντια σε ιδιωτικοποιήσεις) β) ειδικά στον ιδιωτικό τομέα όπου απουσιάζει η συνδικαλιστική εκπροσώπηση της πλειοψηφίας των εργαζομένων και η γραφειοκρατική κατεύθυνση της ΓΣΕΕ δημιουργεί κενό εκπροσώπησης. Στο Δημόσιο τόσο μια σειρά από Ομοσπονδίες, αλλά και η ίδια η ΑΔΕΔΥ πρέπει να πιεστεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων απομονώνοντας τις γραφειοκρατικές κατευθύνσεις που οδηγούν την ηγεσία της ΓΣΕΕ να συντονίζεται σήμερα με την κυβερνητική γραμμή της «αργίας της 4 Μαΐου», για να αποδυναμώσει τον απεργιακό χαρακτήρα της Πρωτομαγιάς και τα επίκαιρα μηνύματά της.
Να γίνει η 6η Μάη, ημέρα που θα δικαιωθεί η ιστορική παρακαταθήκη της Πρωτομαγιάς με αγώνα. Οι αποφάσεις Εργατικών Κέντρων, Σωματείων, Ομοσπονδιών και της ΑΔΕΔΥ, κόντρα στην εργοδοτική λογική της διοίκησης της ΓΣΕΕ που ήθελε να την μετατρέψει σε παράταση διακοπών, να γίνει η μέρα αυτή κεντρικός κόμβος αγώνα είναι η αρχή.
Οι δυνάμεις, οι αγωνιστές και αγωνίστριες της ριζοσπαστικής αριστεράς οφείλουν να πρωτοστατήσουν σε αυτόν τον αγώνα μέσα από την ενεργό, πρωτοπόρα δράση στους χώρους δουλειάς και στο συνδικαλιστικό κίνημα, για να ορθωθεί τείχος αγώνα και αντίστασης απέναντι στο εργασιακό νομοσχέδιο, για να πάρει η ιστορική αυτή μάχη των εργαζόμενων, τα πιο πλατιά χαρακτηριστικά, έναν μαχητικό και μαζικό χαρακτήρα που θα καταφέρει να οδηγήσει στην κυβέρνηση σε αναδίπλωση. Η ενότητα των αγωνιστικών πρακτικών είναι όρος για την επιτυχία ενός τέτοιου αγώνα στις δύσκολες αυτές συνθήκες. Σήμερα είναι αναγκαίο αλλά και εφικτό να ξεπερασθούν οι όποιες αγκυλώσεις και τεχνητοί ιδεολογικοί διαχωρισμοί στο εσωτερικό των εργαζόμενων και να κάνει το εργατικό κίνημα μια νικηφόρα εμφάνιση στο προσκήνιο, γράφοντας ξανά την σύγχρονη ιστορία του.
Από την Πρωτομαγιά του Σικάγο, ως τη ματωμένη εργατική εξέγερση στη Θεσσαλονίκη το Μάη 36’ και την κόκκινη Πρωτομαγιά των 200 ηρώων της Καισαριανής, η άσβεστη πάλη των εργαζόμενων για ψωμί, για ζωή, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, θα κρατά πάντοτε τα κινητήρια νήματα της ιστορίας.
Όλοι και όλες στην απεργία Πέμπτη 6 Μάη!
Προσυγκέντρωση, Πέμπτη 6/5, 10.30πμ, Προπύλαια, και ενιαία πορεία στη Βουλή με συνδικάτα – εργαζόμενους/ες, που θα συγκεντρωθούν στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση