Η Γενική Απεργία της 10/6 ήταν η αρχή. Με αγωνιστική ενότητα ο κόσμος της δουλειάς μπορεί να καταφέρει μία νίκη απέναντι στον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη.

0

Η Γενική Απεργία στις 10/6 αποτέλεσε μια μαζική απάντηση του κόσμου της εργασίας απέναντι στο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Εκατοντάδες χιλιάδες απεργών, αλλά και νεολαίας, πλημμύρισαν τους δρόμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και πολλών μεγάλων πόλεων της Ελλάδας με ογκώδεις και δυναμικές απεργιακές διαδηλώσεις. Πρόκειται για τις μεγαλύτερες απεργιακές διαδηλώσεις που έχουν γίνει από το 2012 και μετά, με την εξαίρεση ίσως αυτών ενάντια στο ασφαλιστικό Κατρούγκαλου. Αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη που ανοίγει δρόμους για την αμφισβήτηση των μέτρων που επιχειρεί να επιβάλει η κυβέρνηση και, για το λόγο αυτό, ενεργοποιήθηκαν άμεσα οι κυβερνητικοί κύκλοι και τα συστημικά ΜΜΕ, ώστε να συκοφαντήσουν τους απεργούς. Αυτή η εξέλιξη που δείχνει ότι, παρά τη συνολική συστράτευση της αστικής τάξης, ποικίλων μηχανισμών, αλλά και σχεδόν του συνόλου των ΜΜΕ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί να επιβάλει την επιθετική της ατζέντα χωρίς σημαντικές αντιστάσεις.

Το νομοσχέδιο επιχειρεί να ανατρέψει τις πιο θεμελιώδεις κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας, θεσμοθετώντας την εργασιακή ζούγκλα και αποτελεί την πεμπτουσία της μακροπρόθεσμης στρατηγικής του κεφαλαίου για την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα. Εντατικοποιεί τις συνθήκες εργασίας, ολοκληρώνει την απελευθέρωση των απολύσεων, μειώνει το κόστος της εργασίας καταργώντας την υπερωριακή αμοιβή και την αμοιβή της Κυριακάτικης αργίας. Συγχρόνως, αναιρεί τα βασικά όπλα του κόσμου της δουλειάς για αγώνα και διεκδίκηση καλύτερων όρων εργασίας. Η απεργία τίθεται υπό προϋποθέσεις που ακυρώνουν τη βασική της λειτουργία ως μέσο πίεσης της εργοδοσίας. Εφόσον αυτό το νομοσχέδιο εφαρμοστεί, η κήρυξη απεργιών θα βρίσκει σημαντικά εμπόδια από την παρέμβαση εργοδοτικών και απεργοσπαστικών μηχανισμών με τις στημένες και διαβλητές ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, αλλά και την επίδραση του δικαστικού μηχανισμού που, με το νομοσχέδιο, διευκολύνεται ακόμα περισσότερο να ματαιώνει τις απεργίες κηρύσσοντάς τες παράνομες, αλλά και να τις ποινικοποιεί.

Το εργατικό κίνημα βρίσκεται μπροστά σε μία από τις πιο κρίσιμες μάχες των τελευταίων πολλών δεκαετιών. Η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί, με ένα άλμα, την κατάργηση κεκτημένων που συμπυκνώθηκαν στον μεταπολιτευτικό κοινωνικό συσχετισμό δύναμης. Την ίδια στρατηγική ακολουθεί σε μια σειρά τομείς, όπως στην εκπαίδευση ή το πεδίο των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για μια στρατηγική που, στο έδαφος της ήττας του μεγάλου αντιμνημονιακού κινήματος, αλλά και της υποχώρησης της αριστεράς που βρίσκεται σήμερα κατακερματισμένη και αμήχανη, επιχειρεί να καταφέρει μια μακροπρόθεσμη νίκη για τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Όμως, η πολιτική της, λόγω του επιθετικού και αυταρχικού της χαρακτήρα μπορεί να προκαλεί αντιστάσεις πολύ μεγαλύτερες από αυτές που η κυβέρνηση θεωρεί ότι μπορεί να διαχειριστεί και να υπερβεί, όπως αποδείχθηκε το προηγούμενο διάστημα. Αυτό έγινε τόσο στην εκπαίδευση με τη δυναμική εμφάνιση ενός μαζικού φοιτητικού κινήματος που απενεργοποίησε και καθυστερεί την εφαρμογή του νόμου Κεραμέως, όσο και στον τομέα των δημοκρατικών δικαιωμάτων, όπου, μεταξύ άλλων, ο νόμος απαγόρευσης των διαδηλώσεων έχει στην πράξη ακυρωθεί. Σε όλες τις περιπτώσεις, μόνος δρόμος για το κοινωνικό κίνημα, ήταν και είναι η μαζική κινητοποίηση, ο πλατύς χαρακτήρας, οι πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες και η πραγματική συσπείρωση σε κοινωνικό επίπεδο.

Στους χώρους εργασίας οι συνθήκες είναι πιο δύσκολες. Οι εργαζόμενοι για να αγωνιστούν και να απεργήσουν πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με πολλαπλές πιέσεις σε συνθήκες αυξημένης εργασιακής ανασφάλειας και εργοδοτικής τρομοκρατίας, αλλά και να υποστούν την απώλεια του μεροκάματου, εξίσου σημαντικής παραμέτρου λόγω των χαμηλών μισθών. Την ίδια στιγμή λόγω των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις και τις εργασιακές διαδικασίες, αλλά και πολιτικοϊδεολογικών αλλαγών, υπάρχει υποχώρηση των συνδικαλιστικών πρακτικών και μεγάλη μείωση του ποσοστού συνδικαλισμένων. Απαιτείται πλατιά, ενωτική συνδικαλιστική δουλειά και ζύμωση στους χώρους εργασίας, ιδίως στους χώρους που συγκεντρώνονται στρώματα της εργατικής τάξης, χωρίς συνδικαλιστική κάλυψη και πρωτοβάθμιο συνδικαλισμό.

Η εξέλιξη των κινητοποιήσεων για το εργασιακό νομοσχέδιο αποκαλύπτει για μία φορά ακόμα τον ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η στάση της ΓΣΕΕ για μετάθεση της απεργίας από τις 3 στις 10 Ιουνίου αποτέλεσε επί της ουσίας στήριξη της κυβερνητικής πολιτικής, όπως και την Πρωτομαγιά, για να αποφευχθεί η κλιμάκωση των αντιδράσεων. Η στάση αυτή συνδέεται και κορυφώνεται με την αποκλιμάκωση και την μη προκήρυξη γενικής απεργίας, την περίοδο ψήφισης του νομοσχεδίου. Όμως και άλλες τριτοβάθμιες ή και δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, παρά τις διαφοροποιήσεις που παράχθηκαν από τις διαφορές στο συσχετισμό της δύναμης και τις δυνατότητες άσκησης πιέσεων επέδειξαν ανοιχτά υπονομευτική στάση. Η βασική επιλογή τους ήταν η φραστική και περιορισμένη αποδοκιμασία του νόμου Χατζηδάκη, διευκολύνοντας την κυβέρνηση να ματαιώσει ή να περιορίσει τις αντιστάσεις.

Η επιλογή αυτή κλιμακώνεται με την κατάπτυστη στάση της πλειοψηφίας της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΕΚΑ στη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου, να προκηρύξει στάση εργασίας αντί για απεργία την ημέρα της πιθανής ψήφισης του νομοσχεδίου.  Αποτελεί συνέχεια και εμβάθυνση της κατεύθυνσης εκτόνωσης και ξεπουλήματος του αγώνα, ακριβώς τη στιγμή που οι εργατικές κινητοποιήσεις έδειξαν σημαντική δυναμική και πρέπει να καταγγέλλεται. Η υποχώρηση, κυριολεκτικά εν μία νυκτί, από την κατεύθυνση της προκήρυξης απεργίας την ημέρα της ψήφισης οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η μαζικοποίηση των συγκεντρώσεων δυσαρεστεί την κυβέρνηση και την αστική τάξη, που επιδρούν στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και στις τριτοβάθμιες οργανώσεις, αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΙΝΑΛ. Η επιλογή της συνολικής υποχώρησης δεν πρέπει να περάσει. Σε αυτή τη φάση είναι κρίσιμη, αφενός η άσκηση πίεσης για την ανατροπή της απόφασης του ΕΚΑ, αλλά και για την προκήρυξη απεργίας από την ΑΔΕΔΥ και, αφ’ ετέρου, η ανυποχώρητη στάση της προκήρυξης απεργίας από Εργατικά Κέντρα, Ομοσπονδίες και σωματεία και τη στήριξη της απεργίας αυτής, εφόσον η απόφαση του ξεπουλήματος δεν ανατραπεί.

Από την άλλη πλευρά, όπως έδειξαν και οι προηγούμενες κινητοποιήσεις, με τα θετικά και τα αρνητικά τους στοιχεία, η ενότητα, αλλά και η πίεση στα επίσημα συνδικαλιστικά όργανα, ώστε να παρέχουν τυπική και ουσιαστική κάλυψη, παίζουν ρόλο στην μαζικοποίηση αλλά και στην δημιουργία παρακαταθηκών για τη συνέχιση του αγώνα απέναντι στην κυβερνητική πολιτική και την εφαρμογή του νόμου. Οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής αριστεράς, με διαφορετικό τον επιμερισμό των ευθυνών στο εσωτερικό τους, δεν ανέπτυξαν μία κατεύθυνση συντονισμού, κοινού σχεδιασμού, που θα ενώνει όσο το δυνατόν περισσότερα αγωνιστικά ρεύματα και δυνάμεις στους χώρους εργασίας. Η κατεύθυνση αυτή θα έπρεπε να περιλαμβάνει όσο το δυνατόν πιο μαζικά, ενιαία, απογευματινά συλλαλητήρια και διαδηλώσεις, μαζί με άλλες αγωνιστικές δράσεις, με τη συμμετοχή όλων των αγωνιστικών δυνάμεων, αίτημα για προειδοποιητική 24ωρη απεργία και κατεύθυνση κλιμάκωσης ενόψει της ψήφισης του νομοσχεδίου. Μία τέτοια κατεύθυνση, ιδιαίτερα εφόσον κατόρθωνε να αποτυπώσει έναν κινηματικό αναβρασμό και ένα πολιτικό κλίμα, θα μπορούσε να ασκήσει πολύ πιο υπαρκτές πιέσεις στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά και στις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Επιπλέον, θα έπρεπε να επιδιώκει να συσπειρώνει δυνάμεις και ρεύματα που δεν εκφράζονται σήμερα συνδικαλιστικά, με μορφές κινητοποιήσεων που να αξιοποιούν την εμπειρία των μεγάλων κοινωνικών κινητοποιήσεων της προηγούμενης δεκαετίας, κινητοποιήσεις στις συνοικίες, συγκεντρώσεις στις πλατείες κ.λπ., ώστε να μπορούν να περιλαμβάνουν το μεγάλο πλήθος που δεν εκφράζεται άμεσα συνδικαλιστικά ή και πολιτικά.

Το ΠΑΜΕ, που διατηρεί τις σημαντικότερες δυνάμεις πέραν της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, επέλεξε κινητοποιήσεις που κυρίως εξέφραζαν το ήδη υφιστάμενο κοινωνικό και πολιτικό του δυναμικό, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγούσαν σε ταύτιση των συνδικαλιστικών εκφράσεων με τον κομματικό του χώρο. Ορισμένες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς ακολούθησαν μία ανάλογη κατεύθυνση, αλλά με πολύ πιο περιορισμένες δυνατότητες. Χαρακτηριστική αυτής της στάσης ήταν η διενέργεια τριών διαφορετικών συγκεντρώσεων την εβδομάδα εισαγωγής του νομοσχεδίου στη Βουλή, χωρίς μαζικά χαρακτηριστικά, οι οποίες αντί να δυσχεράνουν, διευκόλυναν την αναδίπλωση της ΑΔΕΔΥ για την απεργία στις 3 Ιούνη. Αυτά τα φαινόμενα δεν αποτελούν εξαίρεση, αλλά την απόληξη συγκεκριμένων λογικών για το εργατικό κίνημα, οι οποίες εκφράζονται εδώ και χρόνια.  

Η επιλογή του πλήρους πολιτικού και χωροταξικού διαχωρισμού, η λογική της διαμόρφωσης «μετώπων» γύρω από πολιτικά κόμματα, οργανώσεις ή πολιτικούς χώρους και, ακόμα περισσότερο, ο διαχωρισμός μεταξύ των δυνάμεων που διατηρούν μία ταξική αναφορά, δεν μπορεί να αποτελέσει επιτυχημένη απάντηση στον υποταγμένο συνδικαλισμό, τις κυβερνητικές και καθεστωτικές πολιτικές. Μια λογική που θεωρεί ότι η ηγεμονία της ριζοσπαστικής κατεύθυνσης στο εργατικό κίνημα θα επιτευχθεί μέσα από την προβολή ενός οργανωτικά και χωροταξικά διαχωρισμένου «ταξικού πόλου», παραγνωρίζει ότι ο «ταξικός» χαρακτήρας μιας κινηματικής πάλης δεν προσδιορίζεται μόνο από την πολιτική κατεύθυνση που προβάλλει, αλλά και από την πραγματική κίνηση της εργατικής τάξης και του κόσμου της δουλειάς σε μια τέτοια κατεύθυνση. Η απομόνωση των απεργοσπαστικών ηγεσιών δεν θα έρθει από την απόσταση και τη διατήρηση της απομόνωσης του «πρωτοπόρου δυναμικού». Θα έρθει από την πραγματική διαπάλη στους χώρους της δουλειάς, από το ζωντανό πολιτικό και κινηματικό στίγμα μέσα σε μια πανεργατική απεργιακή διαδήλωση. Είναι η αγωνιστική πίεση που μπορεί να απενεργοποιεί την κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης, λόγω ακριβώς μιας υπαρκτής συσπείρωσης εργαζομένων. Μία τέτοια συσπείρωση μπορεί να επιδρά και σε τμήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όπως έδειξε ο διαχωρισμός της ΑΔΕΔΥ και σειράς Εργατικών Κέντρων την Πρωτομαγιά από την απόφαση της ΓΣΕΕ, όσο και η ίδια η απόφαση να κηρυχθεί απεργία στις 3/6 χωρίς να αναμένεται η ΓΣΕΕ, με αποτέλεσμα την πίεση σε αυτήν. Αλλά και ο εξαναγκασμός της ΓΣΕΕ να εξαγγείλει απεργία για τις 10/6.  Ακόμα και η κίνηση αυτή, που έγινε για λόγους εκτόνωσης και αποπροσανατολισμού, αντικειμενικά διευκόλυνε την μαζικοποίηση της απεργίας και των συγκεντρώσεων στις 10/6, σε βαθμό μη συγκρίσιμο με τις προηγούμενες συγκεντρώσεις ή απόπειρες συγκεντρώσεων, όπως στις 3/6.

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, μια ορθότερη κατεύθυνση είναι η διαμόρφωση κατά περίπτωση κινηματικών συντονισμών, για την ανατροπή του νόμου, μεταξύ αγωνιζόμενων – ή ακόμα και ταλαντευόμενων ανάλογα με τη συγκυρία – σωματείων, ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων, χωρίς ταύτιση με συγκεκριμένους πολιτικούς ή κομματικούς χώρους, στη βάση της συμφωνίας για την αντιπαράθεση σε συγκεκριμένα μέτωπα και την εισαγωγή μίας κατεύθυνσης κλιμάκωσης και όχι εκτόνωσης. Αν μία τέτοια κατεύθυνση είχε ήδη υλοποιηθεί και μετρήσει κάποια βήματα θα ήταν ευκολότερη και η μαζικοποίηση των κινητοποιήσεων και η μεγαλύτερη αναφορά του μπλοκ των αγωνιστικών δυνάμεων, αλλά και η άσκηση πίεσης στις συνδικαλιστικές ηγεσίες που θα καθιστούσε δυσκολότερη την υπονομευτική τακτική που αποτυπώθηκε στην απόφαση του ΕΚΑ στις 11-6. Θα ήταν ευκολότερη ακόμα και η προκήρυξη απεργίας σε κόντρα με τις γραφειοκρατικές ηγεσίες, εφόσον αυτές ενέμεναν στην απόφαση της στάσης εργασίας την ημέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου. Επιπλέον, τέτοιες πλατιές πρωτοβουλίες μπορούν να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό όχημα για την πάλη για την ανατροπή του νόμου Χατζηδάκη.

Η προκήρυξη απεργίας και άλλων κινητοποιήσεων τις ημέρες ψήφισης του νόμου, απέναντι στην απαράδεκτη απόφαση των συνδικαλιστικών ηγεσιών, αποτελεί μονόδρομο σε αυτές τις συνθήκες. Παράλληλα, πρέπει να ασκηθούν πιέσεις στο ΕΚΑ, ώστε να ανατραπεί η απόφαση για κήρυξη στάσης εργασίας, αλλά και στην ΑΔΕΔΥ. Οι δυνάμεις της αριστεράς θα πρέπει με ενωτικό τρόπο να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση, ώστε να μαζικοποιηθεί η απεργία και οι κινητοποιήσεις στις 16 Ιούνη. Παράλληλα, μέσα από αγωνιστικές, ενωτικές πρακτικές πρέπει να υπάρξει προετοιμασία και να διαμορφωθούν οι συνθήκες ώστε ο νόμος να μην εφαρμοστεί στην πράξη, ξεκινώντας από την περιφρούρηση της αυτοτέλειας των συνδικάτων, μέσα από την μη αποδοχή και την εναντίωση στις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες και τις διαδικασίες ελέγχου και άμεσης κρατικής παρέμβασης στα σωματεία. Σε αυτά τα πλαίσια, υπάρχει η θετική παρακαταθήκη της ήττας της κυβέρνησης στη μάχη της ηλεκτρονικής εκλογής των υπηρεσιακών συμβουλίων στην εκπαίδευση που απέτρεψε την επιβολή τέτοιων διαδικασιών και σε άλλα, θεσμικά ή συνδικαλιστικά όργανα, με το πρόσχημα της πανδημίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να δουλέψουν οι αγωνιστές και αγωνίστριες της ριζοσπαστικής αριστεράς, όντας πρωτοπόροι, για να χτιστεί η αναγκαία, μαζική, πανεργατική απάντηση στα σχέδια της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Share.

Comments are closed.