Για τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών και το κίνημα της νεολαίας

0

Οι φετινές φοιτητικές εκλογές διεξήχθησαν σε μία πολύ ιδιαίτερη συγκυρία. Τα πανεπιστήμια βρίσκονται στο μέσο της οξύτερης μετά την μεταπολίτευση κυβερνητικής επίθεσης ενάντια στους φοιτητές. Μία επίθεση που στοχεύει να αναδιατάξει συνολικά το ρόλο του πανεπιστημίου και τις σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό του, αλλά και να συντρίψει τις φοιτητικές και ευρύτερες κοινωνικές αντιστάσεις. Στόχος που συμπυκνώνεται στην αλλαγή του τρόπου εκλογής των διοικήσεων των πανεπιστημίων και στην επιβολή συνθηκών ιδρυματισμού και επιτήρησης (αστυνομική παρουσία, κάμερες, ελεγχόμενη είσοδος, πειθαρχικά κ.λπ.), που με αυτή την μορφή δεν υφίστανται πουθενά αλλού σε παγκόσμιο επίπεδο. Ταυτόχρονα, οι εκλογές έγιναν μετά από μία τριετία, μετά από δύο έτη πανδημίας με αλλεπάλληλους περιορισμούς και πειθαρχικά μέτρα που είχαν σαν αποτέλεσμα α) την δημιουργία ενός μεγάλου κενού στην εμπλοκή των τριών πρώτων ετών σε συλλογικές κοινωνικές πρακτικές μέσα στα πανεπιστήμια και β) συνθήκες σχετικής εξοικείωσης με την διαρκή αστυνομική παρουσία και την επιβολή συνεχών ελέγχων, γεγονός που η κυβέρνηση αξιοποιεί για να προωθήσει τα σχέδιά της.

Η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης ήταν η ακύρωση των φοιτητικών εκλογών, η διάλυση των φοιτητικών συλλόγων και η διεξαγωγή κάποιου είδους εκλογών με ενιαίο ψηφοδέλτιο και με ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, με όλες τις επιπτώσεις του ατομισμού, των διαδικασιών νοθείας, των εκβιασμών και της κυριαρχίας των άτυπων δικτύων κυβερνητικής νεολαίας και καθηγητών. Στο στόχο αυτόν καταρχήν απέτυχε, λόγω της παρουσίας της αριστεράς μέσα στο φοιτητικό σώμα και των σημαντικών αντιστάσεων που αναπτύχθηκαν την προηγούμενη διετία (αγώνες ενάντια στο Νόμο Πλαίσιο Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη, αγώνες ενάντια στην απαγόρευση των διαδηλώσεων, αγώνες ενάντια στην πανεπιστημιακή αστυνομία).  Ωστόσο, παρά την αποτυχία της κατά μέτωπο επίθεσης στους φοιτητικούς συλλόγους, η κυβέρνηση επανέρχεται στο συνολικότερο αυτό στόχο, με πιο έμμεσο τρόπο, επιχειρώντας σταδιακά να υποκαταστήσει τις εκλογές των φοιτητικών συλλόγων με τις εκλογές για τα «συμβούλια φοιτητών».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διενέργεια, η συμμετοχή και τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών, παρά τις αντιξοότητες, αποτελούν μία σημαντική θετική παρακαταθήκη και δείκτη ότι οι φοιτητικοί σύλλογοι είναι βαθιά ριζωμένοι στις φοιτητικές μάζες. Εξίσου σημαντικό είναι ότι τα αποτελέσματα συνιστούν τομή για τους συνδικαλιστικούς συσχετισμούς μέσα στους φοιτητές. Οι καθεστωτικές παρατάξεις ΔΑΠ και ΠΑΣΠ καταβαραθρώνονται και χάνουν σε απόλυτα μεγέθη  κάθε μία το 45% των εκλογικών επιδόσεών τους σε σχέση με τις εκλογές του 2019. Για την κυβερνητική νεολαία πρόκειται για συντριβή, που συνοδεύεται από την απώλεια της πρώτης θέσης για πρώτη φορά μετά από 35 χρόνια. Η ΔΑΠ εμφανίζει εικόνα αποδιάρθρωσης σε πανελλαδικό επίπεδο, με πολύ μικρές εξαιρέσεις. Για πρώτη φορά, υπάρχει μεγάλος αριθμός συλλόγων στον οποίο η κυβερνητική νεολαία δεν συμμετείχε στις εκλογές. Μόνο από το Πανεπιστήμιο Πειραιά και το ΠΑΜΑΚ, δύο από τους μεγαλύτερους συλλόγους πανελλαδικά, η ΔΑΠ λαμβάνει 2.100 ψήφους λιγότερες σε σχέση με το 2019.  Χάνει την πρώτη θέση σε όλα τα μεγάλα ΑΕΙ της χώρας, ενώ διατηρείται πρώτη μόνο σε τρία ΑΕΙ, σημειώνοντας όμως μεγάλες απώλειες (ΔΠΘ πτώση 500 ψήφων, Αιγαίου πτώση 600 ψήφων, ΠΑΜΑΚ πτώση 700 ψήφων). Αντίστοιχα, στα ανωτατοποιημένα πρώηνΤΕΙ, χάνει επίσης την πρώτη θέση και σημειώνει ακόμα μεγαλύτερη πτώση σε σχέση με τα ΑΕΙ.

Η εξέλιξη αυτή αντανακλά μία βαθύτερη ιδεολογική μεταβολή, δηλαδή την εξαιρετικά περιορισμένη απήχηση στις νεότερες ηλικίες του ευρύτερου νεοφιλελεύθερου – συντηρητικού ρεύματος, όπως εκφράζεται σήμερα από τη Ν.Δ. αλλά και τις βασικές τάσεις του ΠΑΣΟΚ. Η μεταβολή αυτή πιστοποιείται και από μια σειρά άλλα δεδομένα. Τις επιδόσεις των κομμάτων αυτών στις εθνικές εκλογές, ή το βαθμό απόρριψης βασικών συντηρητικών ιδεολογημάτων στις νεότερες ηλικίες όπως αποτυπώνεται στις έρευνες γνώμης κ.λπ..  Ωστόσο οι φοιτητικές εκλογές αποτελούν έναν εξίσου σημαντικό δείκτη. Τα πανεπιστήμια και ο φοιτητικός συνδικαλισμός αποτελούσαν τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έναν από τους βασικούς διαύλους των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων και πολιτικό προγεφύρωμα στη νεολαία της νεοφιλελεύθερης συντηρητικής παράταξης της Ν.Δ. ακόμα και σε περιόδους ευρύτερης κρίσης της πολιτικής επιρροής της όπως το διάστημα 2011 – 2015.  

Ένας συνδυασμός παραγόντων όπως α) η σημαντική αντιπροσώπευση αστικών και ανώτερων αστικών στρωμάτων σε σχολές με μελλοντική επαγγελματική αξία και προοπτικές διαδοχής στην οικογενειακή επαγγελματική δραστηριότητα (ιατρικές, νομικές, πολυτεχνικές σχολές σε τομείς κατασκευών κυρίως, κ.λπ.) β) η πλήρης ιδεολογική αποστείρωση μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερου φιλτραρίσματος των διδασκόντων σε μαζικές σχολές των οικονομικών επιστημών (ΠΑΠΕΙ, ΟΠΑ, ΠΑΜΑΚ κ.λπ.) και γ) η συγκρότηση σκληρών παραταξιακών μηχανισμών με διασύνδεση με τμήματα του καθηγητικού κατεστημένου και η εμπέδωση μέσω αυτών ατομικιστικών, καταναλωτικών και σεξιστικών προτύπων σε σχολές «δεύτερης» ταχύτητας, όπως σχολές της περιφέρειας ή και τα πρώην ΤΕΙ είχαν σαν αποτέλεσμα την εκλογική κυριαρχία σε επίπεδο φοιτητικών εκλογών της ΔΑΠ ή και σε ορισμένες σχολές της ΠΑΣΠ που επιτελούσε τον αντίστοιχο ρόλο με τη ΔΑΠ (π.χ. Πολυτεχνείο Κρήτης, Πανεπιστήμιο Κρήτης, ΟΠΑ κ.λπ.)  για πολλές δεκαετίες. Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών, σε συνδυασμό με τις προθέσεις της κυβέρνησης, βάζουν οριστικά τέλος στην εκλογική κυριαρχία της ΔΑΠ και γενικότερα των καθεστωτικών δυνάμεων με αυτή τη μορφή στον φοιτητικό συνδικαλισμό.

Το αποτέλεσμα των καθεστωτικών παρατάξεων και ειδικά της ΔΑΠ δεν προέρχεται μονοσήμαντα από την μείωση της επιρροής τους στους φοιτητές. Συνδέεται με ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις, αλλά και μία γενικότερη κυβερνητική επιλογή. Ο καθεστωτικός φοιτητικός συνδικαλισμός αποκτά σταδιακά όλο και μικρότερη σημασία για τα κυβερνητικά κόμματα ως ενεργός δίαυλος της επιρροής τους στη νεολαία. Ειδικά η Ν.Δ. (ως προς το ΠΑΣΟΚ έχει συμβεί προ πολλού) φαίνεται να απεμπολεί τα οργανωμένα δίκτυα στους χώρους της νεολαίας, να αποδέχεται τη μειωμένη πολιτική επιρροή σε αυτήν και να προσπαθεί να την αντισταθμίσει εκλογικά και πολιτικά στοχεύοντας σε άλλα κοινωνικά στρώματα και στην αξιοποίηση των σκληρών κατασταλτικών μηχανισμών. Έτσι, το αποτέλεσμα της ΔΑΠ σχετίζεται και με την επιλογή του κυβερνητικού κέντρου υπό τον Μητσοτάκη να διαλύσει τον φοιτητικό συνδικαλισμό και μέσα σε αυτόν και τη ΔΑΠ. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα εσωτερικές συγκρούσεις και εντάσεις, ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην μεγάλη υποχώρηση της πολιτικής παρουσίας της ΔΑΠ μέσα στις σχολές. 

Η  αδυναμία της ΝΔ να ελέγξει ή / και να καταπνίξει τις φοιτητικές αντιστάσεις αξιοποιώντας τους οικοδομημένους μηχανισμούς και τις σχέσεις εκπροσώπησης που διατηρούσε η ΔΑΠ με ένα τμήμα του φοιτητικού σώματος, στοιχείο που ανακύπτει με συνεχή τρόπο τα τελευταία 15 χρόνια και δεν ήταν πιθανό να αναταχθεί, επιτάχυνε την πολιτική κατεύθυνση της συνολικότερης επίθεσης απέναντι στους φοιτητικούς συλλόγους.  Όλη η πολιτική της ΝΔ μέσα στα πανεπιστήμια, που οδηγεί στην έστω παθητική αλλά καθολική αποδοκιμασία των επιλογών της (πανεπιστημιακή αστυνομία, όρια σπουδών, διαγραφές) από τους φοιτητές αλλά και πρόσφατα από ένα διογκούμενο τμήμα των διδασκόντων, με βάση τον τρόπο εκλογής των διοικήσεων των πανεπιστημίων, στοχεύει α) μακροπρόθεσμα να ακυρώσει ένα περιοδικά επαναλαμβανόμενο παράγοντα αναταραχής, όπως είναι το φοιτητικό κίνημα, ο οποίος επιδρά με άμεσο ή έμμεσο τρόπο και συμβάλλει στην εκδήλωση πολιτικών κρίσεων και αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών (όπως το 1973, 1980, 1987, 1991, 2006 – 2007, 2008, 2011-2012, ενώ οι τρεις τελευταίες σημαντικές εξάρσεις εξακολουθούν και αντανακλώνται ακόμα και τώρα στους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς) β) βραχυπρόθεσμα να μετατοπίσει την εκλογική ατζέντα, αφού τώρα διανύουμε μία οιωνεί προεκλογική περίοδο, από τα πραγματικά προβλήματα, την ακρίβεια, την ανεργία, τη συσσώρευση υπερκερδών από ανώτερα στρώματα του κεφαλαίου, την επικίνδυνη πολιτική της στα διεθνή ζητήματα και ιδιαίτερα στο ουκρανικό, σε μία ατζέντα νόμου και τάξης για την συσπείρωση του συντηρητικού – ακροδεξιού ακροατηρίου, εφόσον από εκεί προέρχονται σημαντικές απώλειες της επιρροής της κυβέρνησης. Παράλληλα επιδιώκει το μπετονάρισμα του ακραίου κέντρου, με ότι αυτό σημαίνει για τη στάση του ΠΑΣΟΚ και τις μελλοντικές εκλογικές συνεργασίες. Η στρατηγική της ακραίας έντασης που ακολουθεί η κυβέρνηση ως μακροπρόθεσμη αλλά και άμεση πολιτική επιλογή συνδέονται με τον ανορθολογισμό των μέτρων που προωθεί σε σχέση με τους στόχους που υποτίθεται ότι προωθούν αυτά τα μέτρα. Γιατί πράγματι τα μέτρα αυτά είναι τυπικά «ανορθολογικά». Μηχανισμοί όπως της πανεπιστημιακής αστυνομίας, ελεγχόμενη είσοδος και συστήματα επιτήρησης με αυτές τις μορφές δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο. Τα ελληνικά πανεπιστήμια αποτελούν χώρους με μηδενική «εγκληματικότητα», όπως και αν την ορίζει κανείς, ενώ η ύπαρξη τέτοιων μηχανισμών θα αποτελέσει παράγοντα αστάθειας, έντασης και δυσλειτουργιών για μία ολόκληρη περίοδο, ενώ στο τέλος θα ακυρωθούν στην πράξη, όπως ακυρώθηκε και ο νόμος για τις διαδηλώσεις. Αντίστοιχα, μέτρα όπως τα όρια σπουδών δεν εξυπηρετούν ακόμα και από αστικής σκοπιάς καμία αναγκαιότητα εφόσον με κάθε είδους κριτήριο η ποιότητα των γνώσεων των αποφοίτων βελτιώνεται με την πάροδο των χρόνων και συγκριτικά με τις παροχές του πανεπιστημίου (δαπάνες, στέγαση, σίτιση, αναλογία διδασκόντων, υλικοτεχνική υποδομή κ.λπ.), είναι εξαιρετικές σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ και αυτό πιστοποιείται από την μεγάλη εκροή πτυχιούχων και την επαγγελματική εξέλιξη στις χώρες του εξωτερικού, αλλά και από το γεγονός ότι σταδιακά η ποιότητα και η επάρκεια των γνώσεων των πτυχιούχων και η αναντιστοιχία τους με τις απαιτήσεις της αγοράς έχει πάψει να αναφέρεται ως πρόβλημα από τους εκπροσώπους των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Αντίστοιχα, οι ιδεολογικές συνθήκες στους χώρους των φοιτητών δεν απηχούν έναν αυξανόμενο ριζοσπαστισμό που να καθιστά αναγκαίες για το κεφάλαιο και το αστικό κράτος εξαιρετικά σκληρές ρυθμίσεις εξοβελισμού κάθε είδους συλλογικής δραστηριότητας και συζήτησης που δεν μπορούν να επιβληθούν χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς, διώξεις και φυλακίσεις νέων παιδιών του λαού.

Τα μέτρα αυτά που φαίνονται και είναι «ανορθολογικά», έχουν συγκεκριμένες μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις για τη σημερινή κυβέρνηση, τις οποίες περιγράψαμε παραπάνω. Η πολιτική της κυβέρνησης μέσα στα πανεπιστήμια τα τελευταία τρία χρόνια δημιούργησε σημαντικές εντάσεις και ακόμα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στους φοιτητές. Κάτι το οποίο μέχρι ενός σημείου εκφράστηκε στις φοιτητικές εκλογές, όπου ψήφισαν περισσότεροι από 50.000 φοιτητές. Η πτώση της συμμετοχής σε σχέση με το 2019 που ανέρχεται στο 20% περίπου, οφείλεται μεταξύ άλλων α) στις σωρευτικές απώλειες των καθεστωτικών παρατάξεων που ξεπερνούν κατά πολύ σε απόλυτους αριθμούς την πτώση της συμμετοχής,  β) οι εισακτέοι έχουν μειωθεί σημαντικά την τελευταία διετία εξαιτίας της περικοπής των εισακτέων και της Ελάχιστης Βάση Εισαγωγής, γ) η λήψη πτυχίου έχει επιταχυνθεί για πολλούς φοιτητές λόγω των συνολικότερων πιέσεων που δέχονται οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, αλλά και της διετίας της πανδημίας, δ) υπάρχει συντεταγμένος σχεδιασμός αποδιάρθρωσης των φοιτητικών συλλόγων από την κυβέρνηση, ο οποίος ενισχύθηκε αντικειμενικά από τα Lock down και το τεχνητό εν μέρει κλείσιμο των πανεπιστημίων επί δύο συνεχόμενα χρόνια, με τα τρία πρώτα έτη να μην έχουν εμπειρία από τους φοιτητικούς συλλόγους τα προηγούμενα χρόνια δ) ένα σημαντικό τμήμα φοιτητών τα τελευταία τρία χρόνια εξαιτίας της εξ αποστάσεως διδασκαλίας είχε περιστασιακή παρουσία στις επαρχιακές πόλεις στ) μετά το 2019 υλοποιήθηκε το μεγάλο κύμα συγχωνεύσεων και ανωτατοποιήσεων ΤΕΙ του Νόμου Γαβρόγλου, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντικός αριθμός τμημάτων όπου δεν έχουν συγκροτηθεί φοιτητικοί σύλλογοι. Με αυτά τα δεδομένα, το ύψος της συμμετοχής πρέπει να αποτιμηθεί θετικά. Είναι δε ενδεικτικό ότι σε συλλόγους ή/και ιδρύματα με πιο ενεργή πολιτική και συνδικαλιστική παρουσία των δυνάμεων της αριστεράς, η συμμετοχή ανέβηκε σε σχέση με το 2019. Η δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβερνητική πολιτική εκφράστηκε με την σημαντική άνοδο της φοιτητικής αριστεράς όπως αποτυπώθηκε στην ποσοστιαία αλλά και σε απόλυτα μεγέθη αύξηση των ΠΚΣ και της συμμαχίας ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ.   Η ΠΚΣ αναδεικνύεται σε πρώτη δύναμη με αύξηση σε απόλυτο αριθμό ψήφων της τάξης του 20% σε σχέση με τις δυνάμεις που κατέγραψε το 2019, ενώ η ενιαία εκλογική καταγραφή των ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ σημειώνει ανάλογη αύξηση σε ψήφους σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, καταλαμβάνοντας μετά από δεκαετίες την τρίτη θέση σε πανελλαδικό επίπεδο.

Κατά ένα μέρος, η εκλογική άνοδος της ΠΚΣ οφείλεται στην υπαρκτή – αν και αντιφατική – συμμετοχή της στις κινητοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου, αλλά και στην έμφαση που έδωσε στην εκλογική της παρέμβαση σε μεγάλους συλλόγους που επηρεάζουν τα πανελλαδικά αποτελέσματα (Πάντειο, Φιλοσοφική, Γεωπονική κ.α.). Ένα ακόμα στοιχείο που επέδρασε στα αποτελέσματα της ΠΚΣ είναι η κατεύθυνσή της να συγκροτήσει συλλόγους σε τμήματα που προέκυψαν μετά την μεγάλη αναδιάρθρωση του νόμου Γαβρόγλου σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, σε ένα μεγάλο τμήμα των οποίων είναι η μοναδική δύναμη που παρεμβαίνει. Επιπλέον, δεδομένης της κατάρρευσης των καθεστωτικών παρατάξεων, γίνεται φορέας υποδοχής και πιο συντηρητικών τμημάτων του φοιτητικού σώματος, που ναι μεν είναι δυσαρεστημένα από την κυβερνητική πολιτική στα πανεπιστήμια και ευρύτερα, αλλά απωθούνται από ριζοσπαστικές πρακτικές και στοιχεία ρήξεων που εισάγονται στην πολιτική διαπάλη από τα σχήματα των ΕΑΑΚ. Παράλληλα, προωθητικά για τις δυνάμεις της ΠΚΣ λειτούργησε και η αντιπαράθεση στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, η οποία πήρε σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανή και οξύ χαρακτήρα, κάτι που επέτρεψε στην ΠΚΣ να την αξιοποιήσει.

Η εκλογική συνεργασία των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ επιτυγχάνει θετικά αποτελέσματα. Καταγράφει υψηλά για τη ριζοσπαστική αριστερά αποτελέσματα, τόσο σε ποσοστά όσο και σε ψήφους, ενώ, η άνοδος που σημειώνει σε σχέση με το εύρος των ψήφων της το 2019 είναι ισοδύναμη με την άνοδο της ΠΚΣ, ξεπερνά δηλαδή το 20%. Το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ καταγράφεται στα (παλιά) ΑΕΙ, ωστόσο, η επίδοση τους ενισχύεται και στα πρώην ΤΕΙ, όπου, παρότι εξακολουθούν να καταγράφονται χαμηλά αποτελέσματα, η επιρροή των ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ υπερδιπλασιάζεται. Επιπλέον, τα σχήματα των ΕΑΑΚ σε συνεργασία με την ΑΡΕΝ καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις σε συγκροτήματα σχολών με σημαντική πολιτική και κινηματική ιστορία (χαρακτηριστικά ΕΜΠ, ΣΘΕ ΕΚΠΑ, Πολυτεχνείο Κρήτης και αλλού), ενώ καταλαμβάνουν ιστορικά υψηλό αριθμό εδρών και απόλυτη πλειοψηφία στα διοικητικά συμβούλια σε μια σειρά συλλόγους, με μαζικότερο όλων των Ενιαίο Σύλλογο Πολυτεχνείου Κρήτης. Το μεγαλύτερο τμήμα της ανόδου των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ καταγράφεται στην Κρήτη (κατά 38% περίπου σε σχέση με το 2019), τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και στο Πολυτεχνείο, αλλά και στο ΕΜΠ και στο ΕΚΠΑ.  

Ένα γενικό συμπέρασμα για τα ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ είναι ότι όπου υλοποιήθηκε η γραμμή της πολιτικής ενότητας και των εκλογικών συνεργασιών και συμμετείχαν όλες οι τάσεις που συμμετέχουν στα ΕΑΑΚ καθώς και οι δυνάμεις της ΑΡΕΝ (Νομική, Φιλοσοφική Αθήνας, ΟΠΑ, Πάντειο κ.λπ.) ενισχύθηκαν σημαντικά. Αντίστοιχα, όπου υλοποιήθηκε μία κατεύθυνση ενότητας, αλλά και καθημερινής παρέμβασης με βάση αιχμές που ανταποκρίνονταν στη συνείδηση του φοιτητικού σώματος και στην εκπροσώπηση των υλικών του συμφερόντων, τα αριστερά ριζοσπαστικά σχήματα  αποτύπωσαν ιδιαίτερα θετικές επιδόσεις. Στον αντίποδα, όπου δεν υλοποιήθηκε η κατεύθυνση της πολιτικής συνεργασίας, τα αποτελέσματα ήταν πολύ πιο περιορισμένα. Το γεγονός αυτό καθιστά ακόμα περισσότερο ακατανόητο ότι προηγήθηκε μία εξαετία πολλές φορές οξύτατων αντιπαραθέσεων για τις κεντρικές ή και επιμέρους συνεργασίες που οδήγησαν εκτός των άλλων να εμφανίζονται δύο εκλογικές καταγραφές των σχημάτων που συμμετείχαν τα ΕΑΑΚ, ως ΕΑΑΚ και ως ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ. Όπως ακατανόητο είναι το γεγονός ότι, ακόμα τις τελευταίες ημέρες πριν τις εκλογές υπήρχε απροθυμία να εμφανιστεί  αυτή η εκλογική συνεργασία ως τέτοια, κάτι που έδωσε περιθώρια στην ΠΚΣ να εξακολουθεί να αποτυπώνει δύο διακριτούς σχηματισμούς ώστε τεχνητά να συμπιέζει την εκλογική επίδοση των ΕΑΑΚ.  Αποδεικνύεται ότι η συνεργασία αυτή, αν γινόταν πριν από κάποια χρόνια έγκαιρα και σε μία περίοδο με πιο ευνοϊκές συνθήκες, θα απέδιδε πολύ μεγαλύτερη δυναμική. Η συνεργασία αυτή επιβλήθηκε φέτος στην πράξη από την αναγκαιότητα της περιόδου και τους υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς.  

Οι αρνητικές επιδόσεις των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ, που περιόρισαν τη συνολική τους άνοδο, εντοπίζονται στις σχολές της Πάτρας, όπου χάνουν περίπου 30% της εκλογικής τους επιρροής (σε απόλυτα μεγέθη) σε σχέση με το 2019, αλλά και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και στο Ιόνιο. Σε μεγάλη αδυναμία των ΕΑΑΚ αναδεικνύεται ότι δεν μπορούν να διευρύνουν την παρέμβασή τους σε μια σειρά σχολές σε πόλεις της περιφέρειας ενώ ταυτόχρονα απουσιάζουν από ολόκληρες περιφέρειες (Αιγαίου, Ιόνιο, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα) ή περιορίζονται σε άλλες. Το μέσο ποσοστό των ΕΑΑΚ στις σχολές που συμμετέχουν σστις εκλογές είναι κατά πολύ υψηλότερο από το πανελλαδικό τους ποσοστό και αυτό δείχνει και τις δυνατότητες αλλά και την πολιτική αναγκαιότητα για την διεύρυνση της παρουσίας τους σε πανελλαδικό επίπεδο, εκτός των άλλων μέσα από την συμβολή τους στην δημιουργία νέων συλλόγων φοιτητών εκεί που δεν υπάρχουν ή την αναζωογόνηση ήδη υφιστάμενων στις πόλεις της περιφέρειας. Στις λίγες περιπτώσεις που αυτό υλοποιήθηκε, π.χ. Δυτική Μακεδονία, σχολές της Θεσσαλίας, τα αποτελέσματα ήταν σημαντικά για τα ΕΑΑΚ.

Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών του 2022 είναι αναμφισβήτητα θετικά για το φοιτητικό κίνημα και τις δυνάμεις της αριστεράς. Αποδεικνύεται ότι οι φοιτητικοί σύλλογοι, σε πανελλαδικό επίπεδο, σε ένα βαθμό διατηρούν την νομιμοποίησή τους ως όργανα έκφρασης και εκπροσώπησης των φοιτητικών συμφερόντων, ενώ η αποδιάρθρωση των καθεστωτικών παρατάξεων δεν επηρεάζει καθοριστικά αυτή τη συνθήκη. Η μαζικότητα των εκλογών, σε συνδυασμό με την τεράστια πτώση της ΔΑΠ, δημιουργεί εμπόδια στη δυνατότητα της κυβέρνησης να επιταχύνει έναν σχεδιασμό αποδιάρθρωσης των φοιτητικών συλλόγων, παρά την προσπάθεια που γίνεται με το νέο νομοσχέδιο να συγκροτηθούν ανταγωνιστικές διαδικασίες και όργανα (Συμβούλια Φοιτητών) με ενιαία ψηφοδέλτια.  Αντίστοιχα, η προσπάθεια να οργανωθεί η έκφραση της κυβερνητικής στρατηγικής στα πανεπιστήμια από νέα μορφώματα όπως οι ΠΑΝΚΣ έχει καταρρεύσει συνολικά, αφού, παρά την άμεση στήριξη από στελέχη της ΝΔ, στελέχη του αντιδραστικού, «εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ και, κυρίως, τη λυσσαλέα προβολή από τα ΜΜΕ, οι επιδόσεις τους είναι μηδενικές και αποδεικνύεται ότι δεν εκπροσωπούν απολύτως τίποτα στο φοιτητικό σώμα. Επομένως, η μεγάλη μάχη για τον φοιτητικό συνδικαλισμό συνεχίζεται με σχετικά καλύτερους όρους.

Στις πολιτικές επιτυχίες που αποτυπώθηκαν στις φετινές φοιτητικές εκλογές, πρέπει να προσμετρηθεί και η διεξαγωγή εκλογών σε όλους σχεδόν τους συλλόγους πανελλαδικά, χωρίς πουθενά να επιχειρηθεί η διάλυση ή η διακοπή τους από διάφορες τυχοδιωκτικές ομάδες που επιχειρούσαν επιθέσεις σε προηγούμενες εκλογές. Ιδιαίτερη επιτυχία είναι η διεξαγωγή μαζικής εκλογικής διαδικασίας στην ΑΣΟΕΕ, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η οποία μπορεί να συμβάλλει στην ανασυγκρότηση των διαδικασιών του συλλόγου που είχε οδηγηθεί στην αδράνεια, με γνωστά αποτελέσματα.

Στο επίπεδο των κινηματικών στόχων, η κατάσταση παραμένει πιο σύνθετη. Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών και η συγκρότηση των ΔΣ των συλλόγων με βάση τους νέους συσχετισμούς, αναμφίβολα δίνουν μεγαλύτερα περιθώρια για τη λήψη αγωνιστικών αποφάσεων από μια σειρά συλλόγους πανελλαδικά. Με βάση τα αποτελέσματα, υπάρχουν περίπου 30.000 φοιτητές οι οποίοι υποστήριξαν αριστερούς σχηματισμούς (ΠΚΣ, ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ, άλλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ανεξάρτητα σχήματα με αριστερόστροφη ροπή, Bloco). Υπάρχουν επιπλέον ορισμένες χιλιάδες φοιτητές που έχουν ριζοσπαστική τοποθέτηση και βρίσκονται σε σχολές που είτε δεν υπάρχουν φοιτητικοί σύλλογοι, είτε δεν εκφράζεται σε αυτούς η ριζοσπαστική αριστερά, είτε επηρεάζονται από την αντιεκλογική τοποθέτηση των αυτόνομων σχημάτων ή των αναρχικών τάσεων. Πρόκειται για ένα σχετικά μαζικό αλλά ταυτόχρονα μειοψηφικό τμήμα των φοιτητών σε σχέση με την μάζα των ενεργών φοιτητών. Αυτό το τμήμα θα μπορούσε να παράγει πολιτικά αποτελέσματα και να επενεργήσει στην πλειοψηφία των φοιτητών που σαφώς αποδοκιμάζει ή παίρνει αποστάσεις από την κυβερνητική πολιτική, αλλά την ίδια στιγμή δεν ενεργοποιείται στην κατεύθυνση συμμετοχής στις μαζικές διαδικασίες και της ανάπτυξης αντιστάσεων. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια, κοινός σχεδιασμός και συντονισμός όλων των αγωνιστικών δυνάμεων αλλά και μία προσπάθεια προσέγγισης της πλειοψηφίας των φοιτητών με βάση τα πραγματικά προβλήματα και ενδιαφέροντά τους, με την αξιοποίηση πιο ελκυστικών μεθόδων και πρακτικών στις νέες κατηγορίες φοιτητών και όχι με την διαιώνιση στείρων πρακτικών όπως π.χ. της υποκατάστασης των μαζικών γενικών συνελεύσεων από μικρά «κοινοβούλια» της αριστεράς που οδηγούν σε μεγάλο βαθμό σε αντιπαραθέσεις αδιάφορες για την ευρύτερη φοιτητική πλειοψηφία. Ένα από τα προβλήματα της ευρύτερης, άλλα και της άμεσης συγκυρίας είναι ότι η υπαρκτή δυσαρέσκεια των φοιτητών ή και μία αρχική ριζοσπαστική στάση όπως εκφράστηκε είτε με τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών, είτε με τα διάφορα κείμενα υπογραφών ενάντια στο νόμο ΚΧ το 2021, είτε με τις κινητοποιήσεις το 2021, δεν οδηγεί σε συστηματική συμμετοχή στις διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων αλλά και στις κινητοποιήσεις. Διαμορφώνεται έτσι ο κίνδυνος του διαχωρισμού μίας ριζοσπαστικής μειοψηφίας, η οποία θα πιέζεται από όλο το πειθαρχικό και κατασταλτικό οπλοστάσιο (πανεπιστημιακή αστυνομία, εξοπλισμό επιτήρησης, πειθαρχικά, ποινικές διώξεις) που με καθυστερήσεις και αντιφάσεις προωθεί η κυβέρνηση και μίας πλειοψηφίας φοιτητών που μπορεί να δυσανασχετεί παθητικά αλλά δεν θα παίρνει ενεργητική θέση.

Οι αδυναμίες της προηγούμενης περιόδου πρέπει να αποτελέσουν οδηγό για τις πιο κρίσιμες μάχες του επόμενου διαστήματος. Μια κατεύθυνση σφυρηλάτησης της ενότητας και αφ’ ετέρου της μαζικής φυσιογνωμίας στην πολιτική παρέμβαση, έλειψε από τα ΕΑΑΚ την προηγούμενη περίοδο. Αντίθετα εμφάνισαν σοβαρά προβλήματα  πολιτικής λειτουργίας, αντιπαραθετικές κατευθύνσεις, αλλά και τάσεις υπονόμευσης από πολλές πλευρές. Είτε από προσπάθειες διαμόρφωσης ενός διακριτού «αντικαπιταλιστικού» πόλου σε άλλη κατεύθυνση συμμαχιών μέσα στο κίνημα, είτε από τάσεις εν μέρει απορρόφησης από τον σχεδιασμό της ρεφορμιστικής αριστεράς.  Η πολιτική της κυβέρνησης είναι τέτοια και το διακύβευμα τόσο μεγάλο που δεν αφήνει περιθώρια για την διαιώνιση μίας τέτοιας κατάστασης. Γι’ αυτό, απαιτείται από τα σχήματα των ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ ένας προσεκτικός, συνολικότερος, κοινός σχεδιασμός για όλη την επόμενη περίοδο.

Αυτό πρωτίστως αφορά την ριζοσπαστική αριστερά, είναι απαραίτητο όμως να συμβαδίσει σε κινηματικό επίπεδο στο μέτρο του δυνατού και με άλλες κινηματικές δυνάμεις.  Το γεγονός ότι η ΠΚΣ έχει λάβει απόλυτες πλειοψηφίες στα ΔΣ ορισμένων φοιτητικών συλλόγων, σε συνδυασμό με την αντιφατικότητα της περιόδου αλλά και το επικείμενο των βουλευτικών εκλογών, δημιουργεί ενδεχόμενα να επιχειρήσει μία αυτοτελή πολιτική κατεύθυνση μέσα από τα ΔΣ, η οποία θα έχει αποσπασματικό χαρακτήρα σε σχέση με το συνολικό χαρακτήρα της σύγκρουσης που απαιτείται. Μία τέτοια στάση αρχίζει και διαφαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις και συνδυάζεται με μία ταυτόχρονη προσπάθεια απενεργοποίησης των Γενικών Συνελεύσεων στις οποίες οι συσχετισμοί δεν την ευνοούν. Όμως σήμερα απαιτείται η προσπάθεια άμεσης αλλά και μακροπρόθεσμης κινητοποίησης μίας πλειοψηφίας των φοιτητών μέσα από μαζικές διαδικασίες και αυτό έχει σαν προϋπόθεση το μεγαλύτερο βαθμό συντονισμού και ενότητας.

Το επόμενο χρονικό διάστημα, η προτεραιότητα της φοιτητικής ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μπορεί να είναι άλλη από την αντιπαράθεση με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και τη μεγάλη μάχη ενάντια στην Πανεπιστημιακή Αστυνομία, αλλά και το νέο νομοσχέδιο Κεραμέως που επιχειρεί να αποστειρώσει περαιτέρω  τη διοίκηση των ιδρυμάτων από την όποια επίδραση των αγώνων των φοιτητών, να καταστήσει τις διοικήσεις ακόμα περισσότερο από ότι σήμερα πολιορκητικούς κριούς του αποστειρωμένου πανεπιστημίου της επιτήρησης, να ακυρώσει την έκφραση ακόμα και των μελών ΔΕΠ και ευρύτερα της μεγάλης πλειοψηφίας της ακαδημαϊκής κοινότητας, να διαλύσει τον φοιτητικό συνδικαλισμό, να καταστρέψει την ενότητα των σπουδών και τις επαγγελματικές προοπτικές των πτυχίων.

Αυτός ο μακροπρόθεσμος αγώνας θα κρίνεται κάθε βδομάδα μέχρι την επόμενη. Δεν υπάρχει περιθώριο για τη φοιτητική ριζοσπαστική αριστερά ανταπεξέλθει σε αυτή την δύσκολη περίοδο αν δεν αναβαθμισθούν η πολιτική συνεργασία, η ενιαία δράση και η κοινή πρακτική. Ξεκινώντας από τις δυνάμεις των ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ που πρέπει να βαθύνουν την συνεργασία και τον κοινό σχεδιασμό και επιτυγχάνοντας τις μεγαλύτερες δυνατές συγκλίσεις στις πρακτικές στο κίνημα με τις υπόλοιπες αγωνιστικές δυνάμεις.

ΑΡΑΣ – Τομέας Νεολαίας

Share.

Comments are closed.