Το λαϊκό κίνημα να κλείσει τα γραφεία της Χρυσής Αυγής

0

         Η δολοφονία του νέου αντιφασίστα Π. Φύσσα μετά από μαφιόζικη ενέδρα ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη μίας μακράς πορείας οργανωμένων αιματηρών επιθέσεων από ομάδες εφόδου του ναζιστικού κόμματος της Χ.Α. Από τις απόπειρες δολοφονίας  του φοιτητή Π. Χρυσού και του φοιτητή Δ. Κουσουρή,  έως πολύ περισσότερο τις δολοφονίες αρκετών μεταναστών τα τελευταία  χρόνια ο κύκλος  του θανάτου είναι μακρύς. Η συγκυρία ανόδου των κοινωνικών αγώνων, που η ανάπτυξη και διεύρυνσή τους μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερες εκρήξεις και να οξύνει την αστάθεια στο πολιτικό σκηνικό δεν είναι τυχαία και παρουσιάζει ομοιότητες τόσο με τη συγκυρία της δολοφονικής επίθεσης κατά του Δ. Κουσουρή, όσο και με αυτήν της δολοφονίας του Ν. Τεμπονέρα. Στις συνθήκες αυτές, η δολοφονία του αντιφασίστα αγωνιστή Π. Φύσσα και η προηγούμενη επίθεση στα συνεργεία του ΠΑΜΕ, αλλά και όσα ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες (Πάτρα, Δάφνη) αποτελούν ένα ευθύ και ξεκάθαρο μήνυμα προς το λαϊκό κίνημα και τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις. 

Η Χ.Α. εξελίχθηκε μέσα σε τρία χρόνια από μία περιθωριακή ναζιστική ομάδα σε ένα ναζιστικό  κόμμα με αξιοσημείωτη εκλογική και ακόμα μεγαλύτερη δυνητική επιρροή σχετικά ομοιογενή στις περισσότερες περιοχές της χώρας. Η ανάπτυξή της είναι κυρίως αποτέλεσμα της κρίσης εκπροσώπησης των αστικών κομμάτων και κυρίως των παραδοσιακών δεξιών κομμάτων, ως επίπτωση της πρωτοφανούς για αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα κρίσης που κυριολεκτικά διέλυσε τους υλικούς – αλλά και τους ιδεολογικούς όρους – ύπαρξης μεγάλου τμήματος των μικροαστικών αλλά και άλλων λαϊκών στωμάτων. Στους όρους αναγνώρισης των στρωμάτων αυτών μέσα στο κυρίαρχο πολιτικό στρατόπεδο, ενυπήρχαν ήδη ισχυρά και σε ορισμένες συγκυρίες κυρίαρχα στοιχεία που συνιστούν πλευρές του ιδεολογικού ιστού της Χ.Α., ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο ανδρικός σωβινισμός, η χρήση της βίας ως μέσο άμεσης και προσωπικής επιβολής, ακόμα και ο εμφυλιοπολεμικός αντικομμουνισμός κ.λπ. Από τα εθνικιστικά συλλαλητήρια της περιόδου 1992 – 1993, τα οράματα για την Ολυμπιάδα, την «ισχυρή Ελλάδα», το Euro 2004, στο εσωτερικό του κρατικού λόγου στην Ελλάδα υπήρχαν διαχρονικά ισχυρά  στοιχεία που εφάπτονταν με ένα πολιτικό  ιδεολογικό λόγο  ανάλογο με της Χ.Α.

Την ίδια στιγμή οι μετατοπίσεις στην πολιτική πρακτική, στον ιδεολογικό λόγο, στην κρατική πολιτική των αστικών πολιτικών δυνάμεων, εξοικείωσαν σε μεγάλο βαθμό ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού με στοιχεία της ρητορικής της  Χ.Α και ενίσχυσαν την ανάπτυξή της. Ταυτόχρονα, το μεγαλύτερο  τμήμα των κοινωνικών στρωμάτων που συγκροτούν  το βασικό εκλογικό κορμό της Ν.Δ., ως βασικού κυβερνητικού κόμματος (στελέχη των κατασταλτικών μηχανισμών, ηλικιωμένοι, υπερθρησκευόμενοι, αστικά και ανώτερα αστικά στρώματα) έχει ιδεολογική συνάφεια με τα στρώματα που εκφράζονται  και μέσα από την Χ.Α. και οι σχέσεις εκπροσώπησης με την πλειοψηφία αυτών των στρωμάτων οργανώνονται σε μεγάλο βαθμό μέσα από την ακροδεξιά ιδεολογία. Εγκατεστημένη την περίοδο του μνημονίου στον πυρήνα του κυβερνητικού κέντρου όπως προσωποποιείται από τους Σαμαρά – Λαζαρίδη – Μπαλτάκο – Βορίδη, διευκολύνει αντικειμενικά την εκλογική επιρροή της Χ.Α.

Παράλληλα, η μακροχρόνια ανοχή της Χ.Α. από τους  κατασταλτικούς κρατικούς μηχανισμούς πήρε άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά και εξελίσσονταν όσο  αναπτύσσονταν οι  εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις που έπαιρναν συχνά τα χαρακτηριστικά βίαιων εκδηλώσεων του μαζικού κινήματος.  Αυτή η ανοχή και η στήριξη δεν οφείλεται κυρίως στην ιδεολογική συγγένεια των σωμάτων ασφαλείας με τη Χ.Α. στην εποχή του μνημονίου, αλλά σε μία σχεδιασμένη κρατική πολιτική να καλύπτει έμμεσα τη δράση της, είτε για  να την  αξιοποιεί ως μία πλευρά ενός «διπόλου των άκρων» όπως το πολιτικό σύστημα  ήθελε και θέλει να το εμφανίζει για να τρομάζει και να «πειθαρχεί» τον «ενδιάμεσο» κοινωνικό χώρο, είτε στο πλαίσιο ενός κρατικά σχεδιασμένου πολέμου φθοράς των πιο ριζοσπαστικών κομματιών του κοινωνικού κινήματος. Στο πλαίσιο αυτό η Χ.Α. λειτουργούσε και λειτουργεί ως ένας έμμεσος βραχίονας των κατασταλτικών μηχανισμών χτυπώντας και φθείροντας το λαϊκό  κίνημα, πρωτίστως ιδεολογικά και -μέχρι πρόσφατα- δευτερευόντως υλικά.

Η τελευταία περίοδος κλιμάκωσης της βίας σηματοδοτεί μία  διαφοροποίηση, που σχετίζεται με τις γενικότερες κοινωνικό πολιτικές εξελίξεις. Η  προς  το παρόν αποτυχία και οι αντιφάσεις του οικονομικού «success story», η εκλογική στασιμότητα της Ν.Δ. και  η εξάντληση των πολιτικών εφεδρειών της, η εκλογική σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και η διαμόρφωση ενός ενδεχομένου να αναδειχθεί  σε πρώτο κόμμα δημιουργεί νέα δεδομένα. Από την μία πλευρά ο αστικός συνασπισμός όπως εκφράζεται μέσα από τα αστικά κόμματα  και το αστικό κράτος θέλει να αποφύγει ένα  τέτοιο ενδεχόμενο και για αυτό  είναι έτοιμος να εντείνει  την καταστολή αλλά κυρίως την ιδεολογική επίθεση όπως π.χ. με τη θεωρία των δύο άκρων. Από την άλλη πλευρά, διαμορφώνονται κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες και διακλαδώσεις με τμήματα του κεφαλαίου, τόσο του μονοπωλιακού, όσο και του μικρού και μεσαίου, για την ανάπτυξη μίας ακραίας πολιτικής σε περίπτωση που οξυνθεί η οικονομική κρίση και διαμορφωθούν ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις. Η διαδικασία αυτή αφήνει αντικειμενικά ένα πεδίο ανάπτυξης στη Χ.Α.

Υπό  το πρίσμα  των παραπάνω η ανάπτυξη της Χ.Α. και η μεταβολή της βίαιης πρακτικής της με την τομή που συνιστά η επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, και κυρίως με τη δολοφονία του Π. Φύσσα έχει μόνο έμμεση σχέση με τη σημερινή κυβερνητική πολιτική. Στην  πραγματικότητα η Χ.Α. ως ναζιστικό κόμμα εκφράζει μία έσχατη δυνατότητα άσκησης  πολιτικής  για το μονοπωλιακό κεφαλαίο, όταν η κοινωνική κρίση έχει οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό, το εργατικό κίνημα έχει ηττηθεί ενώ οι άλλες μορφές αστικής πολιτικής εκπροσώπησης έχουν αποτύχει και χρεοκοπήσει. Αναμφίβολα τη Χ.Α. την εκμεταλλεύονται και συμβιώνουν μαζί της οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές. Όμως, η ανάπτυξη της Χ.Α.  έχει μία σχετική αυτονομία και από τις κρατικές πολιτικές και από τις κυβερνητικές στρατηγικές, και κατά αυτόν τον τρόπο πρέπει να αντιμετωπισθεί, αποφεύγοντας την εργαλειακή αντίληψη που ανάγει τη Χ.Α. και την δράση σε κατασκεύασμα των κρατικών μηχανισμών ή και ως συμπλήρωμα της τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής.

Η αντιμετώπιση της Χ.Α. έχει μία αυτοτελή πολιτική σημασία, όχι τόσο διότι με κάποια μορφή θα αποτελέσει τμήμα της κυβερνητικής εξουσίας του κεφαλαίου, κάτι το οποίο σήμερα δεν φαίνεται πιθανό, αλλά γιατί αποτελεί ένα ισχυρό ανάχωμα για την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και μοχλό για την αντιδραστική μετατόπιση του πολιτικού συστήματος. Η Χ.Α. επιτελεί ή επιδιώκει να επιτελέσει μία τριπλή λειτουργία α) ιδεολογικά μολύνει σημαντικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων  με ακραία αντιδραστικά ιδεολογήματα, τσιμεντάροντας σε τελική ανάλυση την  ιδεολογική επιρροή των πιο αντιδραστικών τμημάτων του συνασπισμού εξουσίας β) οργανωτικά επιχειρεί να περιχαρακώσει αρχικά την επιρροή των πιο ριζοσπαστικών, και σταδιακά του συνόλου των τμημάτων της αριστεράς προοπτικά, αφαιρώντας τους με κατασταλτικό τρομοκρατικό τρόπο τη δυνατότητα παρέμβασης και γ) πολιτικά να ακυρώσει τη δυνατότητα της αριστεράς να εγκατασταθεί και να παραμείνει στο κέντρο της πολιτικής σκηνής.

Η ίδια η ανάπτυξή της σχετίζεται και με τα γενικότερα στρατηγικά ελλείμματα της αριστεράς, αλλά και με τα στρατηγικά και τακτικά λάθη στην αντιμετώπισή της. Από το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς δεν υπήρξε καμία ουσιαστική προσπάθεια για μία αντιφασιστική μετωπική πολιτική που να αντιμετωπίζει τα βασικά ζητήματα που προωθεί η Χ.Α. δηλαδή α) τα ιδεολογικά στοιχεία που τη συνέχουν με μία πλατιά ενωτική καμπάνια ιδεολογικής διαφώτισης και β) ταυτόχρονα με την οργανωτική αντιμετώπιση της παρουσίας των ναζιστών σε κάθε χώρο και τόπο και της στέρησης της  δυνατότητας τους, όχι μόνο να εκτελούν τρομοκρατικά χτυπήματα, αλλά και να έχουν την οποιαδήποτε πολιτική παρουσία.  Αν και η μαζική πολιτική δουλειά μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα και την νεολαία, η ανάπτυξη των κοινωνικών – ταξικών αγώνων έχει την πρωτοκαθεδρία και αποτελεί την προϋπόθεση, καμία αντιμετώπιση του ναζισμού δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αντιμετώπισή του και στο δρόμο, στην προσπάθεια του να καταλάβει χώρους και να ασκήσει τρομοκρατική πολιτική. Είναι τέτοια η ιδιαίτερη αστικού τύπου πολιτική του ναζισμού, όπου η άσκηση επιτυχημένης βίας από την πλευρά του όχι μόνο δεν σημαίνει κόστος σε ένα ιδιαίτερο κοινωνικό ακροατήριο που απευθύνεται, κυρίως εκτός αλλά και εντός των κρατικών μηχανισμών, αλλά αντίθετα η επιτυχημένη άσκηση βίας αποτελεί ιδιαίτερο παράγοντα της πολιτικής συσπείρωσης που επιτυγχάνει και συστατικό στοιχείο του πολιτικού της ρόλου.

Σεκταρισμός και λεγκαλισμός αποτέλεσαν χαρακτηριστικά και των δύο κομμάτων της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Για το μεν ΚΚΕ η πολιτική απέναντι στη Χ.Α. καθορίστηκε από τη γενικότερη σεκταριστική πολιτική, αλλά και μία ιδιότυπη υποτίμησή της, όσο η Χ.Α. δεν στρεφόταν ευθέως ενάντια του. Για το δε ΣΥΡΙΖΑ, η βασική πολιτική του κατεύθυνση ήταν η έγκληση του κυβερνητικού κέντρου για την μη αντιμετώπιση της Χ.Α. με κατασταλτικά μέσα, στο πλαίσιο του «συνταγματικού τόξου». Είναι πολύ χαρακτηριστική και δυσάρεστη η δήλωση του Τσίπρα την στιγμή της αγανάκτησης και της οργής εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων ότι πίσω από τη δολοφονία του Π. Φύσσα εξυφαίνεται σχέδιο πολιτικής αποσταθεροποίησης, μία τοποθέτηση που μπορεί να ερμηνευθεί κατά το δοκούν – από τη θεωρία των αντίστροφων  άκρων που ενεργούν σε ένα κοινό στόχο, τη θεωρία του αριστεροχουντισμού κ.λπ.

Οι συνθήκες θα ήταν εντελώς διαφορετικές αν αυτές οι πολιτικές δυνάμεις μαζί με τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς είχαν αναλάβει ενιαίες πρωτοβουλίες πρωτίστως για να αποτρέψουν την «παραδειγματική» κατάληψη του Αγίου Παντελεήμονα από την Χ.Α. ή για την αποτροπή του ανοίγματος γραφείων της σε μια σειρά περιοχές κάτι που εύκολα θα είχαν καταφέρει στο πλαίσιο μιας ορισμένης ενιαιομετωπικής πολιτικής.

Αντίστοιχα  και ο α/α χώρος, παρά τη συνεπή και αγωνιστική πολλές φορές στάση του και τη σταθερή παρουσία του στον αντιφασιστικό αγώνα, δε μπορεί να ξεφύγει από τις σεχταριστικές λογικές, αναπτύσσοντας μέτωπα και συντονισμούς κυρίως γύρω από τον εαυτό του και υπερ-ιδεολογικοποιώντας την απεύθυνση του.

Πολιτική μυωπία, σεκταρισμός και ρεφορμιστική πολιτική, βοήθησαν την ενδυνάμωση της Χ.Α. από την πλευρά των δυνάμεων της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Παρεκκλίσεις οι οποίες σε διαφορετικά επίπεδα και με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους, δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστο και το χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Το πρηγούμενο διάστημα υπηρχαν πολύ σοβαρά ελλείμματα στο επίπεδο της ανάπτυξης μετωπικής πολιτικής στις συνοικίες της Αθήνας και τις άλλες πόλεις και στην πολιτική και οργανωτική προετοιμασία για τα χαρακτηριστικά της αντιπαράθεσης. Υπηρχαν αντιλήψεις που συνδύασαν μια εντελώς σεκταριστική πολιτική με την αποφυγή της ανάπτυξης στρατηγικών αντιπαραθέσεων με το ναζιστικό κόμμα με πρόσχημα – ή και με τα εννοιολογικά εργαλεία – της αποφυγής του «πολέμου συμμοριών».  Ακόμα και εκείνες οι πολιτικές τάσεις που ανέπτυξαν μία αξιόλογη παρέμβαση που συχνά είχε κόστος για αυτές δεν απέφυγαν σημαντικά και καθοριστικά λάθη. Τη συγκρότηση μετώπων γύρω από τον εαυτό τους, την πλήρη έλλειψη μίας στρατηγικής αντιμετώπισης των φασιστών στο δρόμο, την ταύτιση του αντιρατσιστικού με τον αντιφασιστικό αγώνα, στο πλαίσιο «ανθρωπιστικών» αιτημάτων, την κεντρικοποίηση του πολιτικού αιτήματος να «κλείσουν τα γραφεία της Χ.Α» με κρατική παρέμβαση και νομοθετική ρύθμιση.

Αυτά τα ελλείμματα εκδηλώθηκαν ανάγλυφα και τις πρώτες στιγμές του κορυφαίου γεγονότος της δολοφονίας του Π. Φύσσα, τόσο την Τετάρτη 18-9 με την επιλογή να κατευθυνθεί η διαδήλωση  στο Α.Τ. Κερατσινίου, μια εντελώς λάθος επιλογή, στο βαθμό που στο συγκεκριμένο ζήτημα ο πολιτικός στόχος και ο πολιτικός υπεύθυνος της δολοφονίας ήταν η Χ.Α. και τα γραφεία της έπρεπε να επιχειρηθεί να κλείσουν. Επίσης επιδείχθηκε σημαντική καθυστέρηση στη λήψη πολιτικής πρωτοβουλίας για κεντρική αντιφασιστική διαδήλωση στα κεντρικά γραφεία της Χ.Α. στη Μεσογείων. Η πολιτική κατεύθυνση δε που προέκρινε μία κεντρική διαδήλωση στη βουλή είναι εντελώς λανθασμένη, καθώς η αντιμετώπιση της Χ.Α. από την πλευρά του εργατικού και λαϊκού κινήματος δεν μπορεί να γίνει κυρίως με όρους πίεσης προς το αστικό κράτος για την οριοθέτησή της αλλά με την αυτοτελή συγκρότηση της αντιφασιστικής μετωπικής πάλης.

Το ζήτημα της αντιφασιστικής πάλης έχει φτάσει από πολλές πλευρές σε μία κρίσιμη καμπή. Δεν χωράει πολλές υπεκφυγές. Από τη μια πλευρά η κλιμάκωση της βίας της Χ.Α. σε πολλά επίπεδα και η σχετική μαζικοποίηση των ομάδων εφόδων της αλλά και η διασπορά της στην επικράτεια διαμορφώνει νέα δεδομένα. Από την άλλη πλευρά, τα πολιτικά δεδομένα της ανόδου της εκλογικής επιρροής της Χ.Α. σε συνδυασμό με το πολιτικό γεγονός της δολοφονίας του Π. Φύσσα θα οδηγήσει πιθανότατα το αστικό κράτος και το κυβερνητικό κέντρο να λάβει ορισμένα μέτρα οριοθέτησης των πιο εμφανών και ανεξέλεγκτων πλευρών της δράσης της. Αναμφίβολα αυτό θα επιχειρηθεί να συνδυασθεί  με την κατασταλτική οριοθέτηση και των ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών στο πλαίσιο της πολιτικής της εξίσωσης των «δύο άκρων» που σχετικά μεθοδικά αναπτύσσεται και σε ιδεολογικό και σε πρακτικό επίπεδο. Την ίδια στιγμή αν δεν μπει πολιτικός και οργανωτικός φραγμός από τις δυνάμεις της αριστεράς και του κινήματος, το αστικό κράτος θα διατηρήσει ενεργούς τους πυρήνες δράσης της Χ.Α. ίσως σε πιο χαμηλό και λιγότερο εμφανές αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνο επίπεδο.

Μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο. Η δολοφονία του Π. Φύσσα και η απάντηση του κινήματος,  παρά τις αντιφάσεις της, ασκεί πίεση στο πολιτικό σύστημα, οριοθετεί προς το παρόν την ανάπτυξη της Χ.Α.  και διαμορφώνει ένα ιδεολογικό πλεονέκτημα για την παρέμβαση της αριστεράς και του κινήματος. Όμως, αν η Χ.Α. ξεπεράσει τη πίεση της συγκυρίας και αυτό θα καθορισθεί από την ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος την επόμενη περίοδο, θα μπορέσει να σταθεροποιήσει την επιρροή της με λιγότερο εμφανείς για ένα διάστημα μεθόδους και να διαχειριστεί τις πιέσεις που θα τις ασκήσει μέχρι ενός ορισμένου σημείου και «λελογισμένα» το αστικό κράτος για να την αξιοποιήσει ακόμα περισσότερο (μην ξεχνάμε ότι μετά την απόπειρα δολοφονίας του Δ. Κουσουρή η Χ.Α. “ανέστειλε τη δράση της” για λίγα χρόνια για να επανέλθει δριμύτερη).

Για αυτό οι επόμενες ημέρες και βδομάδες είναι σημαντικές.

  • Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να πάρει πρωτοβουλία καλέσματος όλων των δυνάμεων της αριστεράς για κοινή αντιφασιστική δράση σε κεντρικό και περιφερεια κό επίπεδο που να μην αφήνει χώρο για καμίας μορφής δραστηριότητα της Χ.Α.
  • Σε όλες τις συνοικίες και τις πόλεις πρέπει να συγκροτηθούν τοπικές αντιφασιστικές πρωτοβουλίες.
  • Να κληθούν οι μαζικοί φορείς, τα σωματεία, οι σύλλογοι πρωτίστως τα κόμματα της αριστεράς και τα κομμάτια του ριζοσπαστικού κινήματος να πλαισιώσουν αυτές τις επιτροπές. Ο πολιτικός στόχος πρέπει να είναι να εμποδιστεί κάθε μορφής δραστηριότητα της Χ.Α. από το λαϊκό κίνημα. Ταυτόχρονα να ξεμπροστιαστούν για το ρόλο μεγάλα και μεσαία στελέχη της Χ.Α.  σε όλες τις συνοικίες και τις τοπικές κοινωνίες.
  • Παράλληλα να αποκαλυφθεί ο ρόλος στήριξης της κυβέρνησης και των σωμάτων ασφαλείας που θα παιχθεί την επόμενη περίοδο για να μην διαλυθεί ολοκληρωτικά το ναζιστικό αυτό κόμμα.

 

Αφετηρία την επόμενη βδομάδα να οργανωθεί ημέρα πανελλαδική κινητοποίησης των γραφείων της Χ.Α. και ειδικά στην Αθήνα με συγκέντρωση και πορεία προς τα κεντρικά της γραφεία στη Μεσογείων.

 

21-9-2013

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ

 

Share.

Leave A Reply