Περί του νέου συστήματος εισαγωγής – λαιμητόμου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ο λόγος…

0

της Ναταλίας Λαμπρυνιάδη, φοιτήτριας Μαθηματικού ΕΚΠΑ και μέλος του ΔΣ του ΦΣ Μαθηματικού

Το νέο νομοσχέδιο για την εκπαίδευση, όπως παρουσιάστηκε αυτές τις μέρες στην διαδικτυακή συνέντευξη τύπου από την Ν. Κεραμέως στο πλευρό του Υπουργού ΠΡΟ.ΠΟ, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη περιλαμβάνει τη θέσπιση του νέου συστήματος εισαγωγής. Σύμφωνα τις διατάξεις του νομοσχεδίου, το  νέο σύστημα θα ισχύσει για τους μαθητές της φετινής Γ’ Λυκείου, γεγονός που έχει ξεσηκώσει ισχυρές αντιδράσεις και διαφωνίες.

Η κίνηση αυτή είναι ιδιαίτερα επιθετική ως προς την φύση της αναδιάρθρωσης μιας και έχει στρατηγικό και μακροπρόθεσμο χαρακτήρα στοχεύοντας στη συνολικότερη αναδιάρθρωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η χώρα βρίσκεται εν μέσω του δεύτερου κύματος πανδημίας, έχοντας περιορίσει πτυχές κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα εν πολλοίς παραμένουν κλειστά – πέραν κάποιον εβδομάδων λειτουργίας των σχολείων- από πέρυσι το Φλεβάρη. Οι μαθητές της δευτεροβάθμιας, αλλά και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αντιμετωπίζουν το φαινόμενο της «τηλεκπαίδευσης» που έχει δεχτεί δριμεία κριτική, παρόλο που η κυβέρνηση και το Υπουργείο προσπαθούν να την νομιμοποιήσουν. Η τηλεκπαίδευση πέραν των ζητημάτων αποκλεισμού που θέτει σε μερίδα μαθητών εξαιτίας της έλλειψης υλικοτεχνικού εξοπλισμού, επ’ ουδενί δεν μπορεί να αντικαταστήσει την δια ζώσης εκπαίδευση. Αυτή η συνθήκη διαμορφώνει επιπλέον αναχώματα στους μαθητές-σπουδαστές, ιδιαίτερα μάλιστα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικά του λυκείου. Οι πρώτες δύο τάξεις καλούνται να υπερβούν τον σκόπελο της τράπεζας θεμάτων και η τρίτη τάξη έχει να ανταπεξέλθει στις πανελλήνιες εξετάσεις.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει μία αναφορά στην Τράπεζα Θεμάτων, που θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά φέτος στην Α’ λυκείου, μετά από το 2013. Πρακτικά, πρόκειται για έναν τεράστιο όγκο προτεινόμενων θεμάτων, από τον οποίο θα επιλέγονται θέματα που θα καλύπτουν το 50% της εξεταζόμενης ύλης στις προαγωγικές και απολυτήριες (ενδοσχολικές) εξετάσεις σε Α’, Β’, και Γ’ Λυκείου αντίστοιχα. Πρόκειται για ένα μέτρο που θα αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις και το επίπεδο δυσκολίας, θα οξύνει την εντατικοποίηση σε τεράστιο βαθμό, σε μια λογική «πανελληνίων». Είναι άστοχο να θεωρεί κανείς πως θα διευκολύνει τους μαθητές, δήθεν λόγω του πεπερασμένου των θεμάτων που θα επιλέγονται, καθώς θα μιλάμε για έναν τεράστιο όγκο που θα είναι αδύνατο να καλύψει κανείς. Υπό τον φόβο της αποτυχίας οι μαθητές θα στρέφονται ολοένα και σε περισσότερα βιβλία και θα αυξηθεί η παρακολούθηση μαθημάτων σε φροντιστήρια. Επίσης πρακτικά αυξάνει την εξεταστέα ύλη σε κάθε μάθημα, που μέχρι τώρα επαφιόταν στον κάθε καθηγητή, να επιλέξει τα 2/3 της διδαχθείσας ύλης για τη διαμόρφωσης της υπό εξέταση ύλης, με βάση τις ιδιαιτερότητες του κάθε τμήματος και του πώς κύλησε η χρονιά. Μέσω της τράπεζας θεμάτων θα επιλέγονται με κλήρωση τυχαία θέματα από την τράπεζα, που η βάση εκκίνησής τους θα είναι η συνολική ύλη του μαθήματος με βάση τις εγκυκλίους και το αναλυτικό πρόγραμμα, επομένως μιλάμε για αύξηση της εξεταστέας ύλης κατά 1/3!

Η εφαρμογή του νέου συστήματος εισαγωγής παραγνωρίζει τα παραπάνω προβλήματα και έρχεται να αναιρέσει την προσδοκία και τον προγραμματισμό δεκάδων χιλιάδων υποψηφίων μαθητών, αλλά και των οικογενειών τους. Η ένταξη στο πανεπιστήμιο εξασφαλίζει τους όρους για αξιοπρεπή ένταξη στην αγορά εργασίας και για την κατοχύρωση επαγγελματικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Οι μαθητές και οι οικογένειές τους επενδύουν χρήμα και χρόνο προσδοκώντας την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Η βούληση της κυβέρνησης για εφαρμογή του νέου συστήματος εισαγωγής ήδη από την φετινή σχολική χρονιά αναιρεί την προσπάθεια και τον οικογενειακό προγραμματισμό που έχει πραγματοποιηθεί τουλάχιστον έξι χρόνια πριν, ήδη από την 1η γυμνασίου.

Είναι η πρώτη κυβέρνηση που επιχειρεί να εφαρμόσει συνολική αναδιάρθρωση στο σύστημα πρόσβασης αποδεικνύοντας και την πυγμή με την οποία σκοπεύει να κινηθεί. Το επιχείρημα μάλιστα πως η εφαρμογή του νέου συστήματος εισαγωγής δεν πρόκειται να επιφέρει καμία αλλαγή στους  υποψηφίους είναι φαιδρό και καταρρίπτεται όπως θα αναλυθεί εκτενώς και παρακάτω. Οι εξαγγελίες για μείωση της φετινής εξεταζόμενης ύλης δείχνουν πως η κυβέρνηση αναγκάζεται να αναγνωρίσει έμμεσα ότι η εκπαιδευτική διαδικασία δεν διεξάγεται – και δεν θα μπορούσε να διεξάγεται – ομαλά υπό τις παρούσες συνθήκες. Επιχειρεί έτσι να αντισταθμίσει ένα μέρος του κινδύνου από τις μαζικές αποτυχίες των μαθητών που είτε θα μείνουν εκτός τριτοβάθμιας, είτε θα αποτύχουν στο πλαίσιο που θα διαμορφωθεί από την Τράπεζα Θεμάτων, και τις αντιδράσεις που ενδέχεται να ακολουθήσουν μια τέτοια εξέλιξη. Δευτερευόντως, εμφανίζει την μείωση της ύλης σαν «παραχώρηση», τη στιγμή που διακυβεύει το μέλλον μιας ολόκληρης γενιάς.

Μάλιστα, το δεδομένο ότι οι αλλαγές εξαγγέλλονται τόσο αργά μέσα στη χρονιά, αλλά πολύ περισσότερο το γεγονός ότι πρόκειται για μια χρονιά με κλειστά σχολεία και φροντιστήρια, υγειονομικούς περιορισμούς και πολύ μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές και άλλες ανατροπές σε πολλές οικογένειες δείχνει το μέγεθος της αναλγησίας της κυβέρνησης, αλλά και του πολιτικού στίγματος της πυγμής που θέλει να διαμορφώσει.

Είναι σαφές ότι, όπως και σε άλλα επίπεδα (εργασιακά, δημοκρατικά δικαιώματα, πανεπιστήμια, περιβάλλον), η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την επέλαση της πανδημίας για να επισπεύσει διαδικασίες με ισχνή έως και μηδαμινή κοινωνική και πολιτική συναίνεση[1],[2], με σκοπό τη μείωση του αριθμού των εισακτέων στα πανεπιστήμια, τη διοχέτευση ενός αριθμού μαθητών σε δομές μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (όπως αποτυπώθηκε και στο πρόσφατο νομοσχέδιο για την τεχνική εκπαίδευση[3]) και σε κλάδους που ειδικεύονται τα δημόσια ΙΕΚ (υπάρχει πρόβλεψη δεύτερου μηχανογραφικού αποκλειστικά για αυτά ήδη από φέτος), την ένταση των ανισοτήτων ήδη από τις μικρότερες τάξεις του σχολείου, την περαιτέρω εντατικοποίηση και πειθάρχηση των μαθητών.

Αναδιάρθρωση – τομή στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

Ο κεντρικός στόχος της αναδιάρθρωσης στο σύστημα εισαγωγής είναι η άμβλυνση της κατανεμητικής αστάθειας, δηλαδή η προσαρμογή του εκπαιδευτικού μηχανισμού στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα χρόνια της κρίσης. Η κίνηση αυτή αποτελεί συνέχεια της αστικής αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση, όπως έχουμε αναλύσει και στο παρελθόν, αλλά συνιστά και τομή, στο βαθμό που θα διαρρήξει κοινωνικά συμβόλαια δεκαετιών, αλλά και θα ισοπεδώσει τις προσδοκίες των επόμενων γενεών, «κανονικοποιώντας» τη συνθήκη της ανεργίας – επισφάλειας – μετανάστευσης των νέων. Είναι φανερό ότι οι κοινωνικές συνέπειες μιας δεκαετίας μνημονίων, η αποβιομηχάνιση που αυτή η πολιτική επέφερε, η στροφή σε υπηρεσίες, στον τουρισμό, και η συντεταγμένη επίθεση που εξαπέλυσε το κεφάλαιο στην Ελλάδα, της εσωτερικής υποτίμησης και του τσακίσματος εργασιακών δικαιωμάτων, στρώνει το έδαφος για μια αντίστοιχη αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού μηχανισμού ως προς τον κατανεμητικό του ρόλο[4].

Τα προηγούμενα χρόνια, οι κυβερνήσεις δεν έπαιρναν την πολιτική επιλογή να αποκλείσουν μαζικά κομμάτια μαθητών από το πανεπιστήμιο, προσμετρώντας την κοινωνική δυσαρέσκεια πλατιών κοινωνικών στρωμάτων και κατ’ επέκταση των εκλογικών μπλοκ τους, αλλά, πρωτίστως, σταθμίζοντας τους κινδύνους εμφάνισης νεολαιίστικων εκρήξεων που μπορούν να έχουν ευρύτερα πολιτικά αποτελέσματα. Ωστόσο, ο αρνητικός συσχετισμός που έχει διαμορφωθεί, η ενιαία κατεύθυνση του κεφαλαίου που δεν εμπεριέχει αντιφάσεις, και η στρατηγική της ρεβάνς που ακολουθεί η ΝΔ σε όλα τα επίπεδα, δείχνουν πως είναι πρόθυμη να πάρει αυτό το πολιτικό ρίσκο. Η απουσία κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, η ήττα της αριστεράς, σε συνδυασμό με την κατίσχυση του κυβερνητικού λόγου στα ΜΜΕ που βρίσκονται στον απόλυτο έλεγχό της, καθιστούν πιο εύκολη αυτή την επιλογή.  Εξάλλου, η ΝΔ επιχειρεί να διαμορφώσει μία νέα ηγεμονία περισσότερο βάσει της καταστολής και της διάλυσης των εκπροσωπήσεων των λαϊκών στρωμάτων, και λιγότερο στην συγκρότηση μιας συμμαχίας με κέντρο την αστική τάξη της χώρας (που εμφανίστηκε μετά από μια περίοδο αστάθειας, ενοποιημένη πίσω απ’ το άρμα της ΝΔ).[5]

Σύμφωνα με τις διατάξεις του νέου νομοσχεδίου, αυτό περιλαμβάνει:

σε σχέση με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

  • Τη θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής (Ε.Β.Ε), όχι οριζόντιας και ίδιας για όλους, αλλά πρακτικά διαφορετικής για κάθε τμήμα, σε ένα εύρος γύρω από ένα μέσο όρο που θα διαμορφώνεται σε κάθε πεδίο από τη μέση επίδοση όλων των μαθητών σε αυτό το πεδίο (βλ. παρακάτω). Το μέτρο της ελάχιστης βάσης εισαγωγής θα ισχύσει από φέτος.
  • Την κατάθεση μηχανογραφικών σε 2 φάσεις:

α) το 1ο μηχανογραφικό κατατίθεται αμέσως μετά τις πανελλήνιες (όπως πάντα), με περιορισμένο αριθμό επιλογών, ο οποίος αντιστοιχεί στο 10% επί του πλήθους των σχολών του εκάστοτε πεδίου για τα ΓΕΛ και 20% για τα ΕΠΑΛ και

β) το 2ο μηχανογραφικό αφορά όσους δεν εισήχθησαν σε σχολή κατά την α’ φάση επί των τμημάτων στα οποία έχουν απομείνει θέσεις που δεν καλύφθηκαν, με απεριόριστο εύρος επιλογών.

Για τους φετινούς υποψηφίους, δεν θα ισχύσει η κατάθεση 2 μηχανογραφικών, αλλά μόνο 1 με απεριόριστο εύρος επιλογών.

  • Τη θέσπιση παράλληλου μηχανογραφικού για ένταξη σε δημόσια ΙΕΚ, μετά την ανακοίνωση θέσεων των ΙΕΚ, με τρόπο κατάταξης, κριτήρια επιλογής κλπ, που καθορίζονται απ’ το εκάστοτε ΙΕΚ. Μέτρο που συμπληρώνει τα ακριβώς από πάνω, προτρέποντας κόσμο με χαμηλές επιδόσεις, να κινηθεί προς τα ΙΕΚ.
  • Τη θέσπιση συντελεστών βαρύτητας (το λιγότερο 0.2) που θα επιλέγονται από τα τμήματα στα 4 πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, και όχι απ’ το Υπ. Παιδείας, οριζόντια, όπως ήταν έως τώρα. Οι συντελεστές αυτοί θα ανακοινώνονται κάθε Μάιο και θα ισχύουν για τους εξεταζόμενους της επόμενης σχολικής χρονιάς. Το μέτρο αυτό δεν θα ισχύσει για τους φετινούς υποψηφίους σύμφωνα με το νομοσχέδιο[6]. Αναιρείται η θέσπιση έξτρα βάσης σε μάθημα, που εξαγγελλόταν αρχικά, αλλά είναι στο ίδιο πνεύμα, και προάγει ένα ακόμα πιο κατακερματισμένο τρόπο εισαγωγής.

Υπό διαπραγμάτευση είναι:

  • ο αριθμός των εισακτέων που θα δέχονται τα τμήματα, κατεύθυνση που προωθεί η κυβέρνηση και βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τα ιδρύματα επ’ αυτής. Ακόμη, δεν έχει εξαγγελθεί μείωση εισακτέων από το Υπουργείο. Να σημειωθεί πως πέρσι (που ήταν αρκετά επιβαρυμένη χρονιά από την άποψη της πανδημίας, των οικονομικών επιπτώσεων και των ψυχολογικών επιπλοκών που αυτή επιφέρει) δεν πραγματοποιήθηκε μείωση στους εισακτέους, καθώς τα τμήματα δέχτηκαν περίπου όσους δέχονταν και τα προηγούμενα χρόνια. Η ανακοίνωση των εισακτέων που θα ορίζει το Υπ.Παιδείας, μετά την λήψη γνώμης από τα ΑΕΙ, θα γίνεται έως τα μέσα Απριλίου με ισχύ στις εξετάσεις του ίδιου έτους στο οποίο ανακοινώνονται.

σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση

  • Την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας
  • Την θέσπιση πειθαρχικού δικαίου
  • Τα μέτρα της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, του ορίου φοίτησης στα ν+2 χρόνια για 4ετείς σχολές και ν+3 χρόνια τις 5ετείς και 6ετείς σχολές
  • Την ίδρυση 3ετών προγραμμάτων σπουδών στα ανωτατοποιημένα ΤΕΙ, στα οποία απ’ ότι φαίνεται θα υπάρχει πρόσβαση εκτός πανελληνίων με κάποιου είδους μοριοδότηση. [7]

Υπό διαπραγμάτευση είναι:

  • Ο τρόπος που θα εφαρμοστεί το σύστημα των 3ετών προγραμμάτων σπουδών, σε ποια ιδρύματα αυτό θα συμβεί, ποια τμήματα θα συγχωνευτούν ή θα κλείσουν, από εκείνα που ίδρυσε η προηγούμενη κυβέρνηση, ενδεχομένως από το 2021. Υπάρχει, δηλαδή, πιθανότητα πως δε θα υπάρχουν στο μηχανογραφικό του 2020 ορισμένα τμήματα απ’ αυτά που ιδρύθηκαν το 2019

Το μέτρο της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (Ε.Β.Ε.)

Αρχικά, υπολογίζεται η αρχική, ελάχιστη βάση που αντιστοιχεί στο μέσο όρο των μ.ό. των επιδόσεων όλων των μαθητών σε κάθε επιστημονικό πεδίο, χωρίς να υπολογίζονται οι συντελεστές βαρύτητας των πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων. Η βάση αυτή που θα διαμορφώνεται για κάθε πεδίο, μπορεί να μεταβάλλεται από κάθε τμήμα ή υπό περιπτώσεις από το Υπουργείο, διαμορφώνοντας την ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ). Πιο συγκεκριμένα, το κάθε τμήμα θα έχει τη δυνατότητα να προσαυξάνει ή να ελαττώνει την αρχική ελάχιστη βάση με έναν συντελεστή (συντελεστή ΕΒΕ) που θα ορίζει το ίδιο, μέχρι τέλος Αυγούστου, διαμορφώνοντας της ΕΒΕ. Ο συντελεστής αυτός θα πρέπει να κυμαίνεται σε ένα εύρος που θα αποφασιστεί και θα ανακοινώνεται κάθε φορά από το Υπ.Παιδείας το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου. Το επικρατέστερο σενάριο είναι ο συντελεστής αυτός να κυμαίνεται από 0.8 έως 1.2. Σε περίπτωση, μάλιστα, που κάποιο ίδρυμα δεν αποφασίσει συντελεστή, τον αποφασίζει αντ’ αυτού το Υπουργείο Παιδείας!

Για τα τμήματα που υπάρχουν σε πάνω από ένα επιστημονικά πεδία, θα λαμβάνεται ως αρχική, ελάχιστη βάση η μικρότερη που προκύπτει σε κάποιο απ’ τα πεδία και βάση αυτής θα προστίθεται ο συντελεστής που έχει αποφασίσει το κάθε τμήμα. Για σχολές που έχουν μαθήματα βαρύτητας, (πχ σχέδιο, αγγλικά) θα εφαρμόζεται και εκεί Ε.Β.Ε. επί του μ.ό. των βαθμών στα ειδικά μαθήματα (σε αντίθεση με την βάση που υπήρχε μέχρι τώρα, πχ στο σχέδιο ήταν το 1000 στα 2000 για ελεύθερο και γραμμικό). Αυτή η ειδική βάση θα καθορίζεται από συντελεστές που θα επιλέγονται απ’ τα τμήματα, όχι απαραίτητα τους ίδιους  που έχουν εφαρμοστεί για την γενική Ε.Β.Ε. στο τμήμα.

Δηλαδή, έστω ότι το 2021 στο 1ο επιστημονικό πεδίο (ανθρωπιστικές σπουδές) έχουν δώσει 25.000 μαθητές. Ο κάθε ένας από αυτούς έχει έναν μ.ό. (αυτό που αποκαλούμε «μόρια»), που προκύπτει από τους βαθμούς του στα μαθήματα του πεδίου (Αρχαία, Ιστορία, Έκθεση, Λατινικά). Αθροίζοντας αυτούς τους μ.ό. και διαιρώντας τους με το πλήθος των μαθητών του πεδίου (25,000 εν προκειμένω), προκύπτει η αρχική βάση του πεδίου. Έστω, χάριν ευκολίας, ότι είναι 10.000 μόρια (θα δούμε πιο κάτω ότι συνήθως είναι παραπάνω). Θα δοθεί λοιπόν η επιλογή στα τμήματα, να ορίσουν έναν συντελεστή από 0.8 έως 1.2, που θα πολλαπλασιάζεται με τη βάση πεδίου, ώστε να εξάγεται η Ε.Β.Ε. κάθε τμήματος. Πχ. αν το Ιστορικό – Αρχαιολογικό Αθήνας επιλέξει συντελεστή 1.1, η τελική βάση του τμήματος αυτού θα είναι 11.000 μόρια (10.000 x 1.1 = 11.000).

Αυτό σημαίνει ότι όποιος μαθητής έχει γράψει κάτω από αυτή τη βάση, δεν έχει νόημα να δηλώσει αυτό το τμήμα, γιατί το τμήμα δε θα τον δεχτεί (ενώ μέχρι πρότινος, θεωρητικά μπορούσε να μπει έστω και τελευταίος στην κατάταξη).

Αν πάρουμε τα αποτελέσματα των 3 προηγούμενων ακαδημαϊκών ετών, 2018, 2019 και 2020[8], θα δούμε τα εξής: Στα 4 επιστημονικά πεδία, οι μέσες επιδόσεις (μόρια) των μαθητών ήταν για το 2018, το 2019 και το 2020 αντίστοιχα:

201820192020
1ο Ε.Π. (Ανθρωπιστικές σπουδές)11.71811.76111.100
2ο Ε.Π. (Θετικών σπουδών)11.44011.32711.440
3ο Ε.Π. (Επιστημών Υγείας)12.62512.21011.560
4ο Ε.Π. (Οικον. Πληροφ.)9.4579.6509.810

1η Περίπτωση (συντελεστής 0.8):

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, αν εφαρμοζόταν σε αυτούς τους βαθμούς το νέο σύστημα εισαγωγής, παίρνοντας το καλύτερο δυνατό σενάριο (δηλαδή όλα τα τμήματα να ελάττωναν τη β.π. με τον συντελεστή 0.8), θα δημιουργούνταν οι τελικές βάσεις τμημάτων ως εξής[9]:

201820192020
1ο Ε.Π.9.3749.4098.880
2ο Ε.Π.9.1529.0619.152
3ο Ε.Π.10.1009.7689.248
4ο Ε.Π.7.5667.7207.848

Στο καλύτερο, λοιπόν, σενάριο (που δε θα συμβεί, και θα εξηγήσουμε μετά γιατί), με βάση τα δεδομένα που έχουμε για την κατανομή των βαθμών στις πανελλήνιες αυτών των 3 ετών[10]διαπιστώνεται πως ήδη από την έκδοση των αποτελεσμάτων (μορίων των μαθητών) θα έμενε εκτός πανεπιστημίου ο εξής αριθμός μαθητών και σε απόλυτο νούμερο και ως ποσοστό (%) από τα παρακάτω πεδία αντίστοιχα:

201820192020
1ο Ε.Π.7.508 (27,13%)6.720 (26,63%)6.485 (30,03%)
2ο Ε.Π.8.533 (34,22%)8.414 (35,58%)4.531 (29,83%)
3ο Ε.Π.13.494 (45,87%)10.295 (39,03%)3.206 (29,17%)
4ο Ε.Π.7.502 (33,11%)8.509 (35,27%)7.655 (32,73%)

2η περίπτωση (συντελεστής 1.2):

Σε αυτή την περίπτωση, η μέση βάση ανά επιστημονικό πεδίο εφαρμοζόμενου του συντελεστή 1.2, αυξάνεται ως εξής:

201820192020
1ο Ε.Π.14.06114.11313.320
2ο Ε.Π.13.72813.59213.728
3ο Ε.Π.15.15014.65213.872
4ο Ε.Π.11.34811.58011.722

Όπως γίνεται σαφές, οι βάσεις εισαγωγής σε αυτό το σενάριο όχι μόνο ξεπερνούν την περιβόητη βάση του 10, αλλά στο σύνολο των πεδίων την ξεπερνά. Μάλιστα το εύρος της αύξησης σε περιπτώσεις θα έφτανε ακόμη και τα 15.000 μόρια, με πιο σύνηθες την αύξηση κατά 3.000 μόρια!

Σε αυτή την περίπτωση, εκτινάσσεται και ο αριθμός των μαθητών που του στερείται η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο ανά επιστημονικό πεδίο, αν ίσχυε το εξαγγελθέν μέτρο. Πιο συγκεκριμένα:

201820192020
1ο Ε.Π.17.203 (62,15%)16.007 (63,43%)12.787 (59,20%)
2ο Ε.Π.17.165 (68,84%)16.804 (71,06%)9.528 (63,20%)
3ο Ε.Π.22.611 (76,87%)19.816 (75,12%)6.660 (60,60%)
4ο Ε.Π.13.737 (60,63%)15.025 (62,29%)13.916 (59,51%)

Συνοψίζοντας, αν προσομοιώσουμε στους βαθμούς του 2018,2019 και 2020 το νέο σύστημα εισαγωγής, αυτό θα σημαίνει, πως [11] δε θα μπορούσαν να εισαχθούν στα πανεπιστήμια:

Κατά την 1η περίπτωση:

  • το 2018, 28.000 μαθητές, δηλ. το 35% των μαθητών που έδωσαν εκείνη τη χρονιά πανελλήνιες
  • το 2019, 26.000 μαθητές, δηλ. το 34%
  • το 2020, 23.000 μαθητές, δηλ. 30%

Κατά την 2η περίπτωση:

  • το 2018, 54.000 μαθητές, δηλ. το 68% των μαθητών που έδωσαν εκείνη τη χρονιά πανελλήνιες
  • το 2019, 53.000 μαθητές, δηλ. το 69%
  • το 2020, 46.000 μαθητές, δηλ. το 61%

Τα συγκεντρωτικά στοιχεία παρακάτω:

201820192020
Υποψήφιοι793267705275608
Έμειναν εκτός (πραγματικότητα)16.116 (20,32%)10.733 (13,93%)9.264 (12,52%)
Θα έμεναν εκτός με το νέο σύστημα (1η περίπτωση)28.000 (35%)26.000 (34%)23.000 (30%)
Θα έμεναν εκτός με το νέο σύστημα (2η περίπτωση)54.000 (68%)53.000 (69%)46.000 (61%)

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία γίνεται σαφές πως αν εφαρμοστεί η 1η περίπτωση υπερδιπλασιάζεται ο αριθμός των μαθητών, που θα μείνει εκτός πανεπιστημίων και σε περίπτωση εφαρμογής της 2ης  περίπτωσης  – και συγκεκριμένα για τα έτη 2019 και 2020 – πενταπλασιάζεται.

Επομένως, το νέο σύστημα εισαγωγής θα αποβεί πολύ χειρότερο από τη βάση του 10 που αρχικά εξαγγελλόταν, και με έναν πολύ πιο κατακερματισμένο τρόπο.

Το μέτρο των συντελεστών βαρύτητας που θα ορίζονται από κάθε τμήμα

Το νέο σύστημα που θα εφαρμοστεί από το 2021-2022 πλήρως, με τη δυνατότητα σε κάθε τμήμα να ορίσει τους συντελεστές βαρύτητας και στα 4 πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, δημιουργεί μια τελείως πρωτόγνωρη συνθήκη, κατακερματίζοντας εντελώς την μέχρι τώρα ενιαία διαδικασία ένταξης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Έστω Μ1,Μ2,Μ3,Μ4 τα μαθήματα των πανελληνίων κάθε πεδίου, και σ1,σ2,σ3,σ4 οι συντελεστές βαρύτητας που αντιστοιχούν σε κάθε μάθημα. Ο τελικός βαθμός (μόρια) ενός υποψηφίου για την κάθε σχολή που θα επιλέξει θα είναι (σ1*Μ1+σ2*Μ2+σ3*Μ3+σ4Μ4)*100 , όπου σ1,σ2,σ3,σ4 οι συντελεστές βαρύτητας που το κάθε τμήμα επέλεξε για τον εαυτό του. Με την προϋπόθεση να μην είναι κανένας συντελεστής μικρότερος του 0,2 (20%) , και το άθροισμά τους να είναι 4 (όσο και το πλήθος των μαθημάτων), το κάθε τμήμα θα έχει τη δυνατότητα να επιλέγει οποιοδήποτε συνδυασμό αριθμών, με βάση το ποια μαθήματα θεωρεί περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά. Για παράδειγμα, μπορεί το Μαθηματικό Αθήνας να ορίσει συντελεστή βαρύτητας 2 στα Μαθηματικά (Μ1), 1 στην Φυσική (Μ2), 0.5 στη Χημεία(Μ3), και 0.5 (Μ4) στην Έκθεση. Αφού τηρείται ότι σ1,σ2,σ3,σ4 > 0.2 , και σ1+σ2+σ3+σ4= 4, τότε, ο τελικός βαθμός του κάθε υποψηφίου που θα διεκδικήσει μια θέση στο Μαθηματικό της Αθήνας (αφού έχει περάσει το κάτω φράγμα της Ε.Β.Ε.), θα είναι 2*Μ1+1*Μ2+0.5*Μ3+0.5*Μ4 .

Εν τέλει δεν θα υπάρχει η έννοια «έχω γράψει 17.000 μόρια», αλλά «έχω γράψει 17.000 μόρια για Μαθηματικό Αθήνας, 16.000 μόρια για Φυσικό Αθήνας, 15.000 μόρια για Μηχανολόγους κλπ», καθώς κάθε μία απ’ αυτές τις σχολές θα έχει άλλους συντελεστές βαρύτητας, που θα εφαρμόζονται στους ίδιους βαθμούς. Πρόκειται για έναν τεράστιο κατακερματισμό, που οδηγεί και στην περεταίρω εξειδίκευση, στη μείωση του εύρους επιλογών, καθώς κάθε τμήμα μπορεί να έχει διαφορετικό μάθημα με υψηλό συντελεστή, και άρα ένας μαθητής που έχει γράψει «μέτρια καλά» σε όλα τα μαθήματα, μπορεί να μην μπορεί να μπει πουθενά! Κι αυτό, γιατί κάθε σχολή θα ιεραρχεί πιο υψηλά κάποιο άλλο μάθημα.

Είναι ένα μοντέλο, πρακτικά πιο κοντά στις κατατακτήριες , με φαινομενικά «ελεύθερη εισαγωγή», αφού όμως πρώτα έχουν κοπεί κάμποσες χιλιάδες από την Ε.Β.Ε. Προσιδιάζει στο Αγγλοσαξονικό μοντέλο (όπως και όλο το πνεύμα της αναδιάρθρωσης). Είναι εμφανές, ότι θα πρέπει οι μαθητές από πολύ μικρή ηλικία να ρίχνουν βάρος σε συγκεκριμένα μαθήματα, και να πρέπει να εξειδικευτούν και να αποφασίσουν από νωρίς τι θέλουν να σπουδάσουν, καθώς, απ’ τη μία θα πρέπει να περάσουν τον κάβο της Ε.Β.Ε., απ’την άλλη να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου τμήματος κάθε φορά που θα έχουν βάλει στόχο.

Η αντίφαση αυτού του μέτρου, είναι πως ενώ προσιδιάζει σε ένα σύστημα ελεύθερης εισαγωγής με κατατακτήριες (κάθε τμήμα, διαφορετικές απαιτήσεις), έρχεται σε αντίφαση με την Ε.Β.Ε., και με το γεγονός ότι συντηρείται τύποις η διαδικασία των πανελλαδικών ως ενιαία. Κοινώς, οριζόντια κόβεσαι, κάθετα εισέρχεσαι! Είναι να αναρωτιέται κανείς, γιατί άραγε εισάγεται η Ε.Β.Ε., και συντηρούνται οι πανελλήνιες, αφού εν τέλει η εισαγωγή θα γίνεται με τόσο κατακερματισμένο τρόπο ανά τμήμα; Ενδεχομένως αυτό είναι ένα επόμενο στάδιο… Αυτό ταυτόχρονα αποτελεί και «τυράκι» για τα τμήματα, καθώς, τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν μια «διαλογή» των εισακτέων τους, και αυξάνοντας τα επίπεδα δυσκολίας.

Το μέτρο της κατάθεσης μηχανογραφικών σε 2 φάσεις

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η κατάθεση των μηχανογραφικών θα πραγματοποιείται σε 2 φάσεις. Το μέτρο αυτό θα τεθεί σε ισχύει από το επόμενο σχολικό έτος, δηλαδή για τους μαθητές της φετινής Β’ Λυκείου. Η α’ φάση αφορά την κατάθεση μηχανογραφικού μετά τις πανελλήνιες εξετάσεις με δυνατότητα δήλωσης περιορισμένων σχολών, δηλ. του 10% των σχολών του κάθε πεδίου. Συγκεκριμένα, με βάση το μηχανογραφικό του 2020 για το 1ο πεδίο είναι 15 σχολές, για το 2ο πεδίο είναι 24, για το 3ο πεδίο είναι 14 για το 4ο πεδίο είναι 17. Η β’ φάση κατάθεσης πραγματοποιείται για όσους δεν εισήχθησαν στην πρώτη φάση σε κάποια σχολή, με απεριόριστο εύρος επιλογών από τις θέσεις των ιδρυμάτων που δεν καλύφθηκαν από την α’ φάση.

Απ’ ότι φαίνεται οι υποψήφιοι μαθητές θα υποβάλλουν το μηχανογραφικό της α’ φάσης, γνωρίζοντας την αρχική ελάχιστη βάση εισαγωγής του πεδίου τους χωρίς όμως να γνωρίζουν τον συντελεστή ΕΒΕ (λογικά θα κυμαίνεται από 0.8 έως 1.2) που θα έχει επιλέξει το κάθε τμήμα ή σχολή του πεδίου του, καθώς αυτός θα δύναται να τροποποιηθεί έως και τις 31 Αυγούστου! Επομένως, η διαδικασία ανακοίνωσης της ΕΒΕ μετατίθεται τον Σεπτέμβρη και μετά την ανακοίνωση των πρώτων εισακτέων, θα ακολουθήσει η κατάθεση του μηχανογραφικού της β’ φάσης. Πέραν των κινδύνων αποκλεισμού μαθητών, που θα αναλύσουμε παρακάτω, αξίζει να αναφερθούμε στον παραλογισμό αυτού του συστήματος. Το Υπουργείο Παιδείας μπορεί να ανακοινώσει τους τελικούς υποψηφίους στην καλύτερη των περιπτώσεων μέσα Σεπτέμβρη, τη στιγμή που τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο ξεκινούν τον Οκτώβρη. Αυτό σημαίνει πως μέσα σε λίγες μόλις μέρες, μία οικογένεια θα καλεστεί να αποφασίσει αν ο οικογενειακός της προϋπολογισμός αντέχει να συντηρεί φοιτητή στην επαρχία. Ακόμη, να ψάξει σπίτι σε μία συνθήκη που η διαθεσιμότητα είναι περιορισμένη λόγω airbnb και το ύψος των ενοικίων τρομακτικά υψηλό, να μετακομίσει κοκ.

Το σύστημα των «δύο μηχανογραφικών» εντείνει την ανασφάλεια των μαθητών, ενώ ταυτόχρονα επιφέρει επιπλέον κινδύνους αποκλεισμών από τα πανεπιστήμια. Από τη μία, μετατίθεται η ευθύνη στους μαθητές, για να «αυτοαξιολογηθούν» καλύτερα και να αποφασίσουν με πιο «ώριμο» τρόπο «αυτό που πραγματικά θέλουν να ακολουθήσουν στη ζωή τους», δηλώνοντας στο Α’ μηχανογραφικό τμήματα που εκτιμούν ότι η τελική βάση τους θα κινηθεί πιο κοντά στα μόρια που έγραψαν.

Για παράδειγμα, αν ένας μαθητής γράψει 15.000 μόρια και θέλει να σπουδάσει μηχανικός, θα βρεθεί στο εξής δίλημμα: Αν στον 1ο γύρο δηλώσει μόνο, μέχρι πρότινος, υψηλόβαθμες σχολές μηχανικών, υπάρχει ο κίνδυνος να μην πιάσει τα μόρια. Και αυτό γιατί οι θέσεις που θα ανοίξουν σε αυτές τις σχολές θα είναι περιορισμένες και θα καλυφθούν από μαθητές με υψηλότερο μ.ό. απ΄ αυτόν. Στον 2ο γύρο, όμως, μπορεί να μην έχουν απομείνει θέσεις σε σχολές πιο «κοντά» στη δικιά του βαθμολογία είτε άλλου κλάδου, πχ «Φυσικό – Μαθηματικά» τμήματα είτε και σχολών «Μηχανικών» στην επαρχία κλπ, καθώς αυτές θα έχουν καλυφθεί από μαθητές που τα δηλώσαν στον 1ο γύρο (Α’ μηχανογραφικό). Ενδεχομένως μάλιστα, ακόμη και αυτές οι θέσεις (β’ φάση) να έχουν καλυφθεί ήδη από την α’ φάση από μαθητές με μικρότερο μ.ο, καθώς η δήλωση του α’ μηχανογραφικού έχει προτεραιότητα έναντι του β’. Φυσικά, όλες αυτές τις επιλογές καλείται να τις πάρει προσπαθώντας ταυτόχρονα να εκτιμήσει για κάθε ένα τμήμα/σχολή μηχανικών πανελλαδικώς, ποια θα είναι η ΕΒΕ, αφού δεν θα γνωρίζει ούτε τον επιλεχθέντα συντελεστή βαρύτητας από κάθε τμήμα! Αυτό πρακτικά σημαίνει πως θα συντάσσει το μηχανογραφικό εντελώς στην τύχη! Αυτή είναι η συνειδητή επιλογή για την οποία υπερηφανεύεται η Κεραμέως!

Το παραπάνω παράδειγμα δείχνει με τον πιο περίτρανο τρόπο πως πέραν όλων των άλλων η ένταξη κάποιου μαθητή στο πανεπιστήμιο θα εξαρτάται κυρίως, αν όχι μόνο από την τύχη. Ένας μαθητής, 17 χρονών, θα πρέπει να εκτιμήσει τις πιθανότητες που έχει να εισαχθεί σε μία σχολή με υψηλά μόρια ή αν είναι προτιμότερο να δηλώσει μία σχολή με πιο χαμηλά μόρια. Ταυτόχρονα, όμως θα πρέπει να εκτιμήσει αν θα δηλώσει μία σχολή κοντά στο αντικείμενο που επιθυμεί ή κάποια με παραπλήσιο αντικείμενο, καθώς δεν γνωρίζει πόσοι με μεγαλύτερο βαθμό από τους υπόλοιπους εξεταζόμενους θα δηλώσουν την ίδια σχολή, με αποτέλεσμα τον  αποκλεισμό του από το πανεπιστήμιο. Η δήλωση περιορισμένου αριθμού σχολών στο α’ μηχανογραφικό αυτοτελώς κρύβει σοβαρούς κινδύνους μη εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Συμπερασματικά, το Υπουργείο Παιδείας επί της ουσίας καλεί τους μαθητές να παίξουν την ζωή τους στα ζάρια, καθώς ακόμη και η δήλωση σχολών καθίσταται παιχνίδι για δυνατούς λύτες μαθηματικών προβλημάτων πιθανοτήτων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται όμως για το μέλλον χιλιάδων μαθητών.

Με αυτή την έννοια, καθόλου δεν πρόκειται για μία ρύθμιση που προωθεί πιο «συνειδητοποιημένες επιλογές» από την πλευρά των μαθητών, όπως ισχυρίζεται το Υπουργείο, αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Με το σύστημα αυτό, όπου η στενότητα επιλογών θα παίζει καθοριστικό ρόλο για την πρόσβαση ή τον αποκλεισμό από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, χιλιάδες μαθητές θα εξαναγκαστούν είτε να επιλέξουν εξαρχής γνωστικά αντικείμενα που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους, είτε θα εξωθηθούν σε τέτοιες επιλογές, είτε θα μείνουν εκτός πανεπιστημίων. Είναι αδιανόητη η πίεση που θα ασκείται σε 17χρονους και 18χρονους μαθητές για να κάνουν επιλογές εντός ενός πλήρους ανορθολογικού πλαισίου.  Επιλογές για τις οποίες δεν θα εξαρτάται πλέον η ένταξή τους σε μια σχολή – πιθανότατα κατώτερη των προσδοκιών τους – αλλά η συνολική πρόσβαση ή μη στο πανεπιστήμιο. Ταυτόχρονα, η «λάθος» επιλογή που θα συνδέεται με τον αποκλεισμό από την τριτοβάθμια, θα εμφανίζεται ως αποκλειστικά δική τους ευθύνη.

Επιπρόσθετα, με το σύστημα των 2 μηχανογραφικών, πιθανόν και η τελική βάση (δηλαδή τα μόρια του τελευταίου μαθητή που  εισήλθε σε μια σχολή, μετά και την κατάθεση του 2ου μηχανογραφικού) θα αυξηθεί, επιπρόσθετα από την αύξηση της βάσης που έχει ήδη πραγματοποιηθεί με το σύστημα της ελάχιστης βάσης. Αυτό θα γίνει σίγουρα αν μειωθούν οι εισακτέοι κάθε σχολής. Όσοι κάλυπταν τις τελευταίες θέσεις σε κάθε τμήμα θα μεταπηδούν στο αμέσως επόμενο, αυξάνοντας την τελική βάση εισαγωγής. Αλλά και στην περίπτωση που δεν μειωθούν οι εισακτέοι, η μεταπήδηση μαθητών που ενδεχομένως θα έμπαιναν σε σχολή με υψηλότερη βάση, προσπαθώντας να γλιτώσουν το ρίσκο του να μείνουν εκτός, σε σχολές με μεσαία και χαμηλότερη (μέχρι πρότινος) βάση, θα έλκει και την τελική βάση αυτών των ενδιάμεσων σχολών προς τα πάνω. Επομένως, έμμεσα η βάση εισαγωγής αυξάνεται με διπλό τρόπο!

Είναι σαφής η ταξικότητα και μέτρου και η δημιουργία μαθητών 2 ταχυτήτων. Αφενός, θα υπάρχει ένα τμήμα μαθητών που θα καταφέρει λόγω οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης να ενταχθεί σε σχολή της αρεσκείας του και αφετέρου ένα τμήμα που θα «αποσυρθεί» νωρίτερα, εκκινώντας  την επιλογή από χειρότερες θέσεις μάχης. Δίνεται μια προτεραιότητα, δηλαδή, σε εκείνους τους μαθητές που μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στα διάφορα (ταξικά εν τέλει) φίλτρα, των εξετάσεων, της εντατικοποίησης, της καλύτερης πειθαρχίας, της αυτό-αξιολόγησης αλλά και της τύχης (!).

Παράλληλα δίνεται η «διέξοδος» του παράλληλου μηχανογραφικού, σαν backup για τους αποτυχόντες, για την ένταξή τους σε δημόσιο ΙΕΚ, μέτρο οριακά «ειρωνικό» και επικοινωνιακό, καθώς οι απόφοιτοι αυτοί, σε περίπτωση αποτυχίας, δεν περίμεναν την κυβέρνηση να τους υποδείξει τι θα κάνουν, αλλά μπορούσαν έτσι κι αλλιώς με τις ίδιες προϋποθέσεις (αφού αυτές καθορίζονται απ’ τον κανονισμό λειτουργίας του ΙΕΚ) να πάνε σε ΙΕΚ.

Επιπτώσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

i. Νέο σχέδιο Αθηνά

Το μέτρο της ελάχιστης βάσης εισαγωγής θα αποτελεί και ένα μέσο μετάθεσης των ευθυνών από την κυβέρνηση στα ίδια τα τμήματα, οξύνοντας τους όρους ανταγωνισμού μεταξύ τους (prestige, αξιολογήσεις, επίτευξη καλύτερης αναλογίας καθηγητών/εκπαιδευτικών για μεγαλύτερη χρηματοδότηση).

Οι περισσότερες σχολές/τμήματα λόγω μειωμένης χρηματοδότησης, προσωπικού, υποδομών, αλλά και συντεχνιακών συμφερόντων κι ενός επιστημονίστικου ελιτισμού που διέπει πολλούς καθηγητές (ότι θέλουμε υψηλό επίπεδο που μας το «ρίχνουν» οι χαμηλόβαθμοι) πάντα διεκδικούν από το Υπουργείο μειώσεις στον αριθμό των εισακτέων. «Διέθεταν», δηλαδή, λίγες θέσεις για φοιτητές, αλλά το Υπουργείο μέχρι πρότινος δεν έκανε δεκτό αυτό το αίτημα και «δεχόταν» παραπάνω.

Ήδη, το Υπουργείο έχει δείξει δείγματα γραφής, αφού σε πρώτη φάση το καλοκαίρι έκανε δεκτό το πάγιο αίτημα (στην ίδια λογική) των τμημάτων για λιγότερους μετεγγραφέντες (θεσπίζοντας το όριο απόκλισης των 2750 μορίων, και επιπλέον εισοδηματικά κριτήρια). Επομένως, για τα τμήματα θα λειτουργήσει ως τυράκι η δυνατότητα να επιλέγουν ψηλό συντελεστή (μέχρι 1.2) έτσι ώστε να μην δέχονται χαμηλόβαθμους εισακτέους. Αυτό θα συμπαρασύρει και τμήματα με πιο ενδιάμεσες βάσεις εισαγωγής, τα οποία θα πιεστούν να αυξήσουν και αυτά την ελάχιστη με σκοπό την στόχευση σε μεγαλύτερη χρηματοδότηση.

Αναφορικά με τα περιφερειακά και τα πιο χαμηλόβαθμα τμήματα, το νέο μέτρο, έρχεται να προλειάνει το έδαφος για το κλείσιμό τους ή τις συγχωνεύσεις τους σε ένα επόμενο διάστημα (Σχέδιο Αθηνά 3), καθώς δεν θα μπορούν να καλύπτουν τις θέσεις τους από χαμηλόβαθμους φοιτητές. Αυτά τα τμήματα, πιθανώς, να επιλέξουν μικρό συντελεστή (0.8) με σκοπό να μη μείνουν χωρίς εισακτέους, και να καλύψουν όσο το δυνατόν περισσότερες θέσεις, για να μην κλείσουν. Αυτό βέβαια έχει ως συνέπεια ότι «αυτοϋποβαθμίζονται» σε σχέση με άλλα, ακόμα και ομοειδή τους σε άλλες πόλεις. Μακροπρόθεσμα όμως, αυτό συντείνει πάλι στο κλείσιμο ή τη συγχώνευσή τους, έχοντας τα ίδια συναινέσει σε αυτό. Ίσως τότε, τεθεί και το ερώτημα σε ορισμένα απ’ αυτά τα τμήματα (στο βαθμό που θα υπάρξουν και αντιδράσεις απ’ την τοπική κοινωνία), της συντήρησής τους με αυτοχρηματοδοτούμενες μεθόδους, συνέργειας κλπ, με τοπικούς φορείς, περιφέρειες, επιχειρήσεις κλπ. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμα και Πανεπιστημιακές σχολές σε μεγάλα ιδρύματα (Πολυτεχνείο Κρήτης – Μηχ. Ο.Π. με 3.000 μόρια βάση), θα πιεστούν σημαντικά από αυτή την κατάσταση. Χρήζει ξεχωριστής μελέτης και εκτίμησης  το πώς μπορεί να διαμορφωθεί ο χάρτης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με βάση αυτή τη συνθήκη, και μετά από ένα νέο σχέδιο Αθηνά, που είναι πολύ πιθανό να επανέλθει στην κουβέντα απ’ την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά.

ii. Τριετή Προγράμματα στα «ανωτατοποιημένα» ΤΕΙ

Παράλληλα με τη θέσπιση της βάσης εισαγωγής, η κυβέρνηση εξήγγειλε την ίδρυση των 3ετών προγραμμάτων σπουδών εντός των «ανωτατοποιημένων» ΤΕΙ ως τρόπο διοχέτευσης ενός κομματιού των «αποτυχημένων» των πανελληνίων, στα οποία θα εισάγεται κανείς με άλλο σύστημα μοριοδότησης, ξέχωρο απ’ τις πανελλήνιες που δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα.

Η βούληση της κυβέρνησης για επαναφορά της βαθμίδας των ΤΕΙ, και γενικότερα της τεχνικής εκπαίδευσης, εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ έτεινε στην εξαφάνισή της, είναι πρόδηλη. Καταργώντας τα διετή προγράμματα κατάρτισης της προηγούμενης κυβέρνησης (δημόσια ΙΕΚ εντός των ΤΕΙ που ανωτατοποιήθηκαν), τα αντικαθιστά με 3ετή προγράμματα, πιθανότατα επιπέδου bachelor (προπτυχιακό ΑΕΙ), δημιουργώντας έτσι ξανά πολλές διαφορετικές ταχύτητες φοιτητών και αποφοίτων, ενώ ταυτόχρονα, αποσυμπιέζει τον αποκλεισμό χιλιάδων φοιτητών απ’ τα ΑΕΙ πρώτης κατηγορίας.

Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε την τελική μορφή του χάρτη της εκπαίδευσης, καθώς οι αλλαγές είναι ραγδαίες, και το Υπουργείο φαίνεται πως δεν έχει πρόβλημα από μέρα σε μέρα να φέρνει κάθε φορά και κάτι καινούριο, παρ’όλα αυτά, δεν είναι καθόλου απίθανο στο φετινό μηχανογραφικό ήδη να εκλείψουν ορισμένα τμήματα από κείνα που ιδρύθηκαν επί της προηγούμενης κυβέρνησης, και να αξιοποιηθούν τα τριετή αντ’ αυτών.

iii. Το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων

Το ζήτημα των συγχωνεύσεων των σχολών την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, δεν σχετίζεται με έναν εξορθολογισμό του πανεπιστημιακού χάρτη. Ακόμη και η τελευταία αναδιάρθρωση της «ανωτατοποίησης» των ΤΕΙ δεν οδήγησε στην μείωση τμημάτων ανά κλάδο ή παρεμφερές γνωστικό αντικείμενο. Αντίθετα, η συγχώνευση οδήγησε στη δημιουργία τμημάτων και σχολών με εξειδικευμένα προγράμματα σπουδών και πιο κατακερματισμένα επαγγελματικά δικαιώματα σε σχέση με το παρελθόν.

Η κατεύθυνση ρευστοποίησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων βρίσκεται πίσω από τέτοιου τύπου επιχειρούμενες αναδιαρθρώσεις. Ακόμη πιο πρόσφατο, είναι το παράδειγμα της εξίσωσης των πιστοποιητικών των ιδιωτικών κολλεγίων με τα πτυχία των δημοσίων πανεπιστημίων. Η δυνατότητα των αποφοίτων των Κολλεγίων να εγγράφονται στο ΤΕΕ, αλλά και σε άλλες επιμελητηριακές δομές, έχει πολλές διαστάσεις. Αφ’ ενός, συνιστά μια εξόφθαλμη εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιχειρηματιών του κλάδου που επωφελούνται από την αντικειμενική αναβάθμιση των πιστοποιητικών που παρέχουν. Αφετέρου όμως, η κίνηση αυτή κυρίαρχα υποβαθμίζει τα πτυχία των ελληνικών πανεπιστημίων. Η εξίσωση αυτή διαμορφώνει εξωτερική πίεση στα δημόσια ιδρύματα και στα προγράμματα σπουδών τους προκειμένου να γίνουν πιο ευέλικτα και προσαρμόσιμα στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η εξειδίκευση των προγραμμάτων σπουδών των ιδιωτικών κολλεγίων αντικειμενικά θα επιχειρηθεί να εισαχθεί και στα αντίστοιχα των πανεπιστημίων. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κίνησης είναι κατακερματισμένα επαγγελματικά δικαιώματα, μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια και ρευστότητα.

Εν τέλει, η ρύθμιση αυτή πλήττει τόσο ισχυρά τους επαγγελματικούς κλάδους, των οποίων προΐστανται επιφανή στελέχη της ΝΔ (Στασινός – ΤΕΕ, Κόλλιας – ΟΕΕ, ΓΕΩΤΕΕ) ώστε τα ίδια εξωθήθηκαν σε ιδιαίτερα επιθετικές τοποθετήσεις εναντίον του Υπουργείου και ειδικά της υπουργού Κεραμέως. Με αυτήν την κίνηση, το Υπουργείο κατάφερε να διαμορφώσεις διαιρέσεις και κλίμα έντασης στους επαγγελματικούς κλάδους, τους φοιτητικούς συλλόγους, ακόμα και στην ίδια την παράταξη της ΝΔ, πράγμα που αναδεικνύει την έκταση της αποδιάρθρωσης που κυοφορείται.

Η κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης

Οι τόσο βίαιες αναδιαρθρώσεις σχετίζονται με την διαμόρφωση ενός εργατικού δυναμικού πλήρους ευέλικτου και προσαρμόσιμου. Η πρόσβαση στο πανεπιστήμιο εξοπλίζει το δυναμικό που αποφοιτεί όχι μόνο με επαγγελματικά εφόδια και κατοχυρώσεις, αλλά και με συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία. Η υποβάθμιση της κοινωνικής θέσης υψηλά καταρτισμένων εργαζόμενων στρωμάτων χρειάζεται μακρύ πολιτικό και πραγματικό χρόνο να ολοκληρωθεί, λόγω θεσμικών εγγυήσεων αλλά και κοινωνικών αντιστάσεων που οικοδομούνται. Το καναλιζάρισμα των ροών αποδεικνύεται πως είναι πιο εύκολο να πραγματοποιείται πριν από την ένταξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρά κατά τη διάρκεια των σπουδών ή την εργασιακή απασχόληση. Ταυτόχρονα, διαμορφώνονται οι όροι που ωθούν ευρεία κομμάτια στην μεταλυκειακή ή επαγγελματική εκπαίδευση, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αλλαγής του συστήματος εισαγωγής. Με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται να συγκροτηθεί μία πλατιά μάζα εργαζομένων με κοινωνικές προσδοκίες και αξιώσεις.

Οι αλλαγές που προωθούνται στο νέο σύστημα εισαγωγής είναι καθοριστικές και πρόκειται να πλήξουν μεγάλο κομμάτι των μαθητών λαϊκών οικογενειών, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Θα έχει και μακροπρόθεσμα αντίκτυπο στην αναδιάρθρωση όλου του εκπαιδευτικού μηχανισμού σε μια νέα βάση. Πολύ πιο κατακερματισμένη, με πολλές ενδιάμεσες βαθμίδες και με μεγαλύτερη «απελευθέρωση»  της στην αγορά (βλ. μεταλυκειακές δομές). Προωθείται η νεοφιλελεύθερη βάση με πρότυπο το αγγλοσαξονικό μοντέλο, με πιο καθαρές τις ταξικές διαστρωματώσεις ανά κοινωνική κατηγορία, ανά περιοχή και, εν τέλει, με μείωση των προσδοκιών των νέων που εξέρχονται από τις διάφορες βαθμίδες.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κίνηση αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της ευρύτερης αναδιάρθρωσης, και έχει στρατηγικό βάθος. Σύμφωνα με μελέτες[12] στην Ελλάδα υπάρχει ένα απ’ τα μεγαλύτερα ποσοστά υπερ-εκπαίδευσης (34%), κόντρα στη ρητορεία το ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι αρκετά ανταγωνιστικά, δεν παράγουν καλά καταρτισμένους αποφοίτους κλπ. Η υπερ-εκπαίδευση σχηματικά ορίζεται το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που απασχολούνται σε κάθε κλάδο, σε θέσεις που δεν χρειάζονται τις δεξιότητες που απέκτησαν απ’ το πανεπιστήμιο, ως ποσοστό του συνόλου τον απασχολουμένων σε αυτόν τον κλάδο. Προς το ίδιο συμπέρασμα, δείχνουν και μια σειρά μελέτες για το επίπεδο εκπαίδευσης του ανθρώπινου νέου δυναμικού και για τις δεξιότητες των αποφοίτων ελληνικών πανεπιστημίων.[13]

Επομένως, το κράτος και ο αστικός συνασπισμός εξουσίας στην Ελλάδα, συντηρώντας το διαλυμένο παραγωγικό μοντέλο που άφησαν σαν ερείπιο οι μνημονιακές αναδιαρθρώσεις (2010 – 2019), επιδιώκει να από – ειδικεύσει ένα κομμάτι της νεολαίας, προκειμένου να περικόψει δαπάνες και χρόνο που δαπανώνται για την εκπαίδευση δυναμικού, το οποίο τελικά δεν θα κληθεί να εφαρμόσει τις δεξιότητες που απέκτησε.

Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση εργασίας σε διάφορους κλάδους αυξάνεται για δυναμικό με υψηλή τεχνολογική ειδίκευση, και αποφοίτους πανεπιστημίων, αλλά μειώνεται για δυναμικό με χαμηλή και μέση ειδίκευση, και αποφοίτους κατώτερων βαθμίδων. Έχει φανεί δηλαδή, ότι η υπερ-εκπαίδευση αυτού του δυναμικού είναι πρόβλημα για τους εργαζομένους που δουλεύουν σε κατώτερες θέσεις στον καταμερισμό εργασίας, και με χαμηλότερες αμοιβές, χειρότερες εργασιακές σχέσεις. Όχι όμως για τις επιχειρήσεις, που μπορούν να αξιοποιούν αυτό το δυναμικό, καθώς ακόμα κι αν υπάρχει αναντιστοιχία στις δεξιότητές του με τις απαιτούμενες, δύναται εύκολα να καλύψει αυτά τα πόστα, λόγω του γνωστικού υποβάθρου που κατέχει, χωρίς να δαπανηθούν επιπλέον κεφάλαια για την επανειδίκευσή του.

Με λίγα λόγια, ο σχεδιασμός αυτός είναι κοντόφθαλμος, και δεν καταδικάζει απλά τη νεολαία στην ανεργία, την επισφάλεια και τους μισθούς πείνας, αλλά διαιωνίζει και το φαύλο κύκλο στον οποίο έχει μπει η ελληνική οικονομία απ’ την κρίση και μετά, χωρίς να μπορεί να αναπτύξει μακροπρόθεσμα καμία δυναμική. Τα ελλείμματα παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας οφείλονται στο συνολικότερο μείγμα πολιτικής, που κωδικοποιείται στο φαύλο κύκλο χρέους-λιτότητας, και δεν αναστρέφονται με κινήσεις σαν αυτή.

Η αναδιάρθρωση στην δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να ειδωθεί ως μία ενιαία κίνηση, κεντρικά σχεδιασμένη. Εκκινά από την άμβλυνση της κατανεμητικής αστάθειας και τον έλεγχο των ροών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, συνεχίζει με την εγκαθίδρυση του αυταρχισμού εντός των πανεπιστήμιων είτε παίρνει τη μορφή της φυσικής καταστολής -πανεπιστημιακής αστυνομίας-, είτε της ιδεολογικής -διαγραφές-,  και συμπληρώνεται με την παραγωγή εκατοντάδων χιλιάδων αποφοίτων χωρίς καμία κατοχυρωμένη επαγγελματική προοπτική. Το σύνολο της αναδιάρθρωσης από τη μία στοχεύει στην διαμόρφωση του νέου καταμερισμού εργασίας, από την άλλη στην αποστείρωση του συνόλου των εκπαιδευτικών μονάδων από την πολιτική και την συνδικαλιστική δράση. Το τελευταίο άλλωστε, θα επιτείνει και η εκ των πραγμάτων πρωτοφανής όξυνση της εντατικοποίησης και η ενίσχυση της καθηγητικής εξουσίας. Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει ανοίξει έναν παρατεταμένο πόλεμο με την νεολαία, έχοντας βάλει στόχο την εφαρμογή όλων εκείνων των αναδιαρθρώσεων που το μαθητικό και φοιτητικό κίνημα έχει μπλοκάρει από την μεταπολίτευση και μετά. Αυτός όμως, είναι και ο λόγος που μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για την οικοδόμηση ενός ιδιαίτερα μαζικού και ριζοσπαστικού αγώνα μέσω της συγκρότησης ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου.

Είναι η ώρα να ενεργοποιηθεί το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας, με πρώτους τους μαθητές, που έχουν ήδη δώσει ηρωικές μάχες απέναντι στο μέτρο της βάσης του 10. Πρέπει να συγκροτηθεί μία πλατιά συμμαχία μαθητών, εκπαιδευτικών και γονιών στο μέτρο της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, που θα αποκλείσει από το πανεπιστήμιο χιλιάδες μαθητές, σπρώχνοντάς τους σε άλλες δομές, και καταδικάζοντάς τους με ακόμα μεγαλύτερη βεβαιότητα στην επισφάλεια, και την ανεργία. Βασικό ζητούμενο είναι η επιδίωξη ενιαίου συντονισμού του μαθητικού κινήματος μέσω ενός συντονιστικού σχολείων-μαθητών. Κάτι τέτοιο θα θωρακίσει το κίνημα απέναντι στην καταστολή, αλλά θα του δώσει και πιο ευρεία απεύθυνση και διάρκεια. Οι μαθητές, ως άμεσα θιγόμενοι, μπορούν και πρέπει να βγουν στην πρωτοπορία, παρά τις δυσκολίες που έχει παράξει η πανδημία, και η διαλυτοποίηση του κοινωνικού χώρου του σχολείου.

Σημαντική είναι και η ενεργοποίηση συλλόγων γονέων, αλλά και οι κινητοποιήσεις των δασκάλων. Η συμβολή των δασκάλων θα είναι πολλαπλή στο να αποτυπωθεί η δυσαρέσκεια που ήδη υπάρχει και να ασκήσει πιέσεις απέναντι στην κυβέρνηση και το νόμο που προωθεί εν μέσω πανδημίας. Εκτός των άλλων θα αποτελέσει μία συμμαχία που το μαθητικό κίνημα χρειάζεται ως μια έμπρακτη στήριξη, που θα οριοθετήσει τόσο την αυθαιρεσία των εντεταλμένων διευθυντών και καθηγητών, όσο και την στοχοποίηση του μαθητικού κινήματος από την κυβέρνηση, στοχοποίηση η οποία φάνηκε με σαφή τρόπο στις περσινές κινητοποιήσεις με την ενεργοποίηση αντιδραστικών και ακροδεξιών μηχανισμών τόσο μέσα στα σχολεία όσο και ευθέως από τα όργανα καταστολής (εισαγγελικές παρεμβάσεις, αυθαίρετες συλλήψεις και διώξεις από την αστυνομία κλπ.).

Πέραν της συμμαχίας των εμπλεκόμενων φορέων στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το φοιτητικό κίνημα πρέπει να σταθεί όχι μόνο αλληλέγγυο, αλλά να προσπαθήσει να οικοδομήσει τους όρους κοινού κινηματικού βηματισμού με τα σχολεία με κοινές κινητοποιήσεις και ενιαία έκφραση στο δρόμο, πρακτική η οποία υιοθετήθηκε και την περασμένη χρονιά. Στο παρελθόν, όπως και το 1990 (ν. Κοντογιαννόπουλου, δολοφονία Τεμπονέρα), το 1997-98 (μεταρρύθμιση Αρσένη, μαζικό κίνημα εκπαιδευτικών), το 2006-2007 (αναδιάρθρωση αρ. 16), το 2008 (δολοφονία Γρηγορόπουλου), έχει φανεί πως η συμμαχία των κομματιών της εκπαίδευσης, και ειδικά του φοιτητικού με το μαθητικό κίνημα, δημιουργούσε μια εκρηκτική δυναμική, που γινόταν καταλύτης εξελίξεων. Ο αυθορμητισμός και η μαχητικότητα συνδυάζονταν, με αποτέλεσμα οι αγώνες του μαθητικού και φοιτητικού κινήματος να έχουν πλατιά κοινωνική διείσδυση, αλλά και να δημιουργούν κεκτημένα.

Η χρονική συγκυρία που το Υπουργείο επιλέγει την κατάθεση αυτού του νομοσχέδιου, σε συνδυασμό με την υλικότητα και την αυταρχικότητα του μέτρου της ελάχιστης βάσης εισαγωγής διαμορφώνει το υπόστρωμα για την συγκρότηση μαζικών, μαχητικών κινητοποιήσεων. Η αναλγησία μάλιστα του Υπουργείου Παιδείας και δη της Υπουργού, Ν. Κεραμέως, οδηγεί στο αυτονόητο αίτημα της άμεσης παραίτησής της. Η νυν Υπουργός Παιδείας έχει «λαμπρή» αντιδραστική πορεία τον ενάμιση χρόνο θητείας της και σε κάθε ευκαιρία αξιοποιεί όλα τα μέσα με σκοπό την ευθεία καταστολή του συνόλου της εκπαιδευτικής κοινότητας κάνοντας τα «χατίρια» στους ιστορικά πιο αντιδραστικούς μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας.

Για να τα συνοψίσουμε, είναι η Υπουργός που εν μια νυκτί κατήργησε το κατακτημένο με αίμα πανεπιστημιακό άσυλο, θέσπισε με fast track διαδικασίες το αναχρονιστικό μέτρο της Τράπεζας Θεμάτων στα σχολεία. Παράλληλα, επιχειρεί να ρίξει στο βούρκο της άγνοιας και του σκοταδισμού τους μαθητές της δευτεροβάθμιας με σαφείς ιδεολογικές τοποθετήσεις για το πρόγραμμα των σχολείων (χαρακτηριστική η τοποθέτηση για το μάθημα της Ιστορίας και η προώθηση αντιδραστικών ιδεολογικών στοιχείων στη διδασκαλία του). Είναι η Υπουργός που δεν κατάφερε ούτε στο ελάχιστο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας μιας και εισήγαγε πλατφόρμες τηλε-εκπαίδευσης που υπολειτουργούν (ή δεν λειτουργούν καθόλου) και το μόνο που είχε ως απάντηση στις διαμαρτυρίες και τις εκφρασμένες αντιθέσεις των μαθητών ήταν η ωμή καταστολή με χημικά, δακρυγόνα, πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων σε γονείς απέναντι στα ίδια τους τα παιδιά, συλλήψεις και τηλεαπουσίες με σκοπό το χτύπημα των δίκαιων και μαζικών μαθητικών καταλήψεων. Τελευταία, στα έργα και ημέρες της Νίκης Κεραμέως προστέθηκαν η εξίσωση των πτυχίων των ιδιωτικών κολλεγίων με αυτά των ΑΕΙ αγνοώντας πλήρως την καθολική αντίδραση, διαφωνία και ενεργητική αποδοκιμασία του μέτρου από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Αποκορύφωμα όλων η συνολική ατζέντα του νέου νομοσχεδίου για την Παιδεία με την θέσπιση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής αναιρώντας την προοπτική των επόμενων γενεών, την ίδρυση Πανεπιστημιακής Αστυνομίας μαζί με ένα νέο πειθαρχικό πλαίσιο ποινών για όποιον αντιδρά και τέλος την εισαγωγή του μέτρου των διαγραφών. Δεν προξενεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι προώθησε όλες αυτές τις αλλαγές εν μέσω πανδημίας και μέτρων περιορισμού, διότι γνωρίζει ότι σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση όλα αυτά θα αποτελούσαν απλώς ένα μακρινό όνειρο και οι αντιδράσεις θα ήταν σφοδρές.

Το επόμενο χρονικό διάστημα, το μαθητικό και φοιτητικό κίνημα καλούνται να δώσουν μία ιστορική μάχη. Η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί με επιταχυνόμενο τρόπο την εφαρμογή αναδιαρθρώσεων, που μπλοκαριστήκαν τις τελευταίες δεκαετίες από όλους αυτούς τους μεγαλειώδεις αγώνες. Στην ενότητα, βρίσκεται η δύναμη, και στην επιμονή η νίκη.

Έσπειραν ανέμους, θα θερίσουν θύελλες!

[1] Άρθρα Λακασά (φερέφωνο της ΝΔ στα εκπαιδευτικά) στην Καθημερινή που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση και το υπουργείο για το χρόνο που επιφέρει τις αναδιαρθρώσεις και την διαχείριση https://www.kathimerini.gr/opinion/561196312/i-vasi-eisagogis-sta-aei-kai-to-lathos/https://www.kathimerini.gr/opinion/561198847/to-sudoku-me-to-neo-michanografiko/

[2] Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη για τα κολλέγια και την εισαγωγή αποφοίτων τους στο ΤΕΕ, όπου εναντιώνονται και καθαρά φιλο-κυβερνητικοί θεσμοί και πρόσωπα, αλλά και το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας

[3] Στο νομοσχέδιο αυτό (που ψηφίστηκε στις 17/12) δίνεται η δυνατότητα σε Ν.Π.Δ.Δ. να ιδρύουν δομές μεταγυμνασιακής εκπαίδευσης, να προσλαμβάνουν «εκπαιδευτές» αντί για εκπαιδευτικούς χωρίς ούτε τυπικά προσόντα με ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, να διευρύνεται ο θεσμός της μαθητείας κλπ κλπ, κλείνουν δημόσια ΙΕΚ με κάτω από 250 σπουδαστές, τη στιγμή που συντηρούνται και ενισχύονται ιδιωτικά με πολύ λιγότερους κλπ.

[4] Για μια αναλυτικότερη αποτύπωση της αποβιομηχάνισης στην κρίση βλ. «Τεχνολογική ειδίκευση και ανθρώπινο δυναμικό στους κλάδους της ελληνικής οικονομίας (2008-2019)» ΙΝΕ-ΓΣΕΕ https://ineobservatory.gr/publication/technologiki-ekseidikefsi-kai-anthropino-dynamiko-stous-kladous-tis-ellinikis-oikonomias-2008-2019/

[5] Για μια σύντομη ιστορική αναδρομή των αναδιαρθρωτικών εγχειρημάτων απ’ το 1963 μέχρι σήμερα και των αντίστοιχων πολιτικών αντικτύπων βλ. https://www.ethnos.gr/ellada/139365_systima-eisagogis-sta-aei-55-hronia-allagon-kai-talaiporias-gia-toys-mathites

[6] Το τελευταίο σύστημα υπολογισμού μορίων ήταν [(Μ1+Μ2+Μ3+Μ4)*2 + 1,3* ΜΒ1 + 0,7* ΜΒ2]*100, όπου, Μ1,2,3,4 όλα τα μαθήματα, και ΜΒ1,2 τα μαθήματα βαρύτητας που ορίζονταν από το Υπ.Παιδείας για κάθε επιστημονικό πεδίο. Από του χρόνου, καταργούνται οι συντελεστές 1,3 και 0,7 για τα 2 μαθηματα βαρύτητας.

[7] Επί ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν όλα τα ΤΕΙ της χώρας «ανωτατοποιήθηκαν», με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν (πλην ενός) ΤΕΙ στο μηχανογραφικό του 2020. Παράλληλα, θέσπισε 2ετή προγράμματα κατάρτισης, μέσα στα ανωτατοποιημένα ΤΕΙ, για αποφοίτους ΕΠΑΛ, εκτός πανελληνίων. Επρόκειτο για τίτλους σπουδών «επιπέδου 5», πρακτικά σαν δημόσια ΙΕΚ. Αυτά η ΝΔ τα πάγωσε- κατάργησε, με το που ανέλαβε κυβερνητικά καθήκοντα.

[8] Τα δεδομένα για τις κατανομές των βαθμολογιών είναι απ’ το Υπουργείο Παιδείας, διασταυρωμένα απ’ το aeitei.gr, και το minedu.gov.gr , τα δεδομένα για το πλήθος των εξεταζομένων, και τον αριθμό των αποκλεισθέντων με το μέχρι τώρα σύστημα είναι από την Καθημερινή (επεξεργασία Στρατηγάκη)

[9] Η μέθοδος καταγραφής του πλήθους των φοιτητών που έγραψαν κάτω από μια βαθμολογία είναι «αισιόδοξη». Συγκεκριμένα οι κατανομές βαθμολογιών που δίνονται απ’ το υπουργείο περιλαμβάνουν κλάσεις βαθμολογιών. 0-7000, 8000-9000, και έπειτα ανά 500 μόρια, 9000-9500, 9500-10000…19500-20000. Αν και θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε με μια αυθαίρετη παραδοχή , ότι οι βαθμοί είναι ομοιόμορφα κατανεμημένοι στις κλάσεις, και να παίρνουμε και κομμάτι του δείγματος της επόμενης κλάσης , ο τρόπος που επιλέχθηκε είναι ο πλέον «αισιόδοξος», λαμβάνοντας το πλήθος των μαθητών που ήταν μέχρι και το αμέσως προηγούμενο όριο της κλάσης. Δηλαδή στις βαθμολογίες που ήταν κάτω από 9.810 μόρια, λαμβάνονται οι μαθητές που γράψαν μέχρι και 9500, και όχι εκείνοι που ήταν στο διάστημα 9500-9810. Άρα όλα τα νούμερα των «αποτυχόντων» στην πραγματικότητα είναι ελαφρώς μεγαλύτερα.
Τέλος, τα συνολικά νούμερα, δεν προκύπτουν απ’ το άθροισμα των μαθητών κάθε πεδίου, καθώς κάθε μαθητής μπορεί να δηλώνει πάνω από 1 πεδίο. Στο 3ο πεδίο συγκεκριμένα κανείς οδηγείται και απ’ τις 3 κατευθύνσεις (3 κατευθύνσεις- 4 πεδία). Άρα έχει προκύψει προσεγγιστικά, πάλι συνδυάζοντας τα δεδομένα Καθημερινής (για το πόσοι έδωσαν συνολικά) και aeitei.gr για το κάθε πεδίο

[10] Τα δεδομένα είναι από το Υπουργείο Παιδείας

[11] Με βάση τα στοιχεία της Καθημερινής για το πόσοι ήταν συνολικά οι υποψήφιοι κάθε χρονιά, και μια μέθοδο προσέγγισης (λόγω του ότι στο 3ο πεδίο κανείς οδηγείται και από τις 3 κατευθύνσεις, άρα «διπλομετράται»). Τελικά η προσέγγιση προκαλεί απόκλιση που είναι αμελητέα ως τάξη μεγέθους. Επομένως, και στον παρακάτω πίνακα, στις τελευταίες 2 γραμμές υπολογίζονται αποτελέσματα με ακρίβεια στις χιλιάδες (σε απόλυτους αριθμούς) και στις μονάδες επί τοις εκατό (σε ποσοστά).

[12] Ευστρατόγλου & Κρητικίδης, «Ανθρώπινο δυναμικό στην ελληνική βιομηχανία την περίοδο της κρίσης 2008-2018», ΕΛΣΤΑΤ: Έρευνες Εργατικού δυναμικού

[13] https://www.kanep-gsee.gr/wp-content/uploads/2019/11/1o_Policy%20Paper.pdf https://ineobservatory.gr/publication/technologiki-ekseidikefsi-kai-anthropino-dynamiko-stous-kladous-tis-ellinikis-oikonomias-2008-2019/

Share.

Comments are closed.