Τα αποτελέσματα των φετινών φοιτητικών εκλογών πρέπει να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις δυνάμεις του κινήματος και της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Η συμμετοχή, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη φτάσει σε ιστορικό χαμηλό, σημειώνει και φέτος οριακή πτώση, η οποία υπερβαίνει τις 2.500 ψήφους. Εάν συνυπολογίσουμε ότι στο αποτέλεσμα αυτό δεν προσμετρούνται οι ψήφοι που πήρε η ΔΑΠ στις διακριτές «εκλογές» που διοργάνωσε στο Ζάππειο για τους συλλόγους της Νομικής, του Οικονομικού και του Πολιτικού, τότε η πτώση της συμμετοχής σε απόλυτα μεγέθη είναι μικρότερη. Στην πραγματικότητα, όπως θα δούμε παρακάτω, η μείωση των φοιτητών που ψήφισαν αντιστοιχεί στην μείωση των ψήφων του χώρου των ΕΑΑΚ, ΑΡΕΝ και ΑΡΔΙΝ σε σχέση με πέρυσι.
Είναι φανερό ότι οι δυνάμεις του κινήματος στο εσωτερικό των συλλόγων δεν κατόρθωσαν ούτε τη φετινή χρονιά να ανακόψουν το κλίμα της αποσυγκρότησης των μαζικών διαδικασιών και αυτό παρότι τη φετινή χρονιά συγκροτήθηκαν κινητοποιήσεις σε μια σειρά από χώρους. Η απομαζικοποίηση των φοιτητικών εκλογών, αλλά και ευρύτερα των διαδικασιών των συλλόγων, είναι αποτέλεσμα των ιδεολογικών μετατοπίσεων που έχουν επισυμβεί στο φοιτητικό σώμα, της στάσης των καθεστωτικών παρατάξεων και ιδιαίτερα της ΔΑΠ, αλλά και της αδυναμίας της ριζοσπαστικής αριστεράς να ανασυγκροτήσει συνδικαλιστικές πρακτικές μέσα στους φ.σ. Μεσοπρόθεσμα, η πτώση της συμμετοχής μπορεί να διαμορφώσει σημαντικά προβλήματα νομιμοποίησης του φοιτητικού συνδικαλισμού.
Οι καθεστωτικές παρατάξεις σημείωσαν σχετική επιτυχία τη φετινή χρονιά. Η ΔΑΠ σημειώνει οριακή άνοδο σε ποσοστό και μικρή πτώση σε ψήφους, παρά το γεγονός ότι δεν προσμετρούνται οι ψήφοι των «ψευτοεκλογών» του Ζαπείου. Καταγράφει αυτό το αποτέλεσμα, αλλά και κατακτά νίκες σε πολιτικό και συμβολικό επίπεδο (βλ. αυτοδυναμία σε δύο από τους εννέα συλλόγους του ΕΜΠ, Πολιτικούς Μηχανικούς και Τοπογράφους), παρά τις εσωτερικές αντιφάσεις και την κατεύθυνση υπονόμευσης των φοιτητικών εκλογών και ευρύτερα του φοιτητικού συνδικαλισμού που υπήρχε στο εσωτερικό της. Ένα τμήμα της ΔΑΠ, υλοποιώντας την κατεύθυνση Μητσοτάκη για τη διάλυση του φοιτητικού συνδικαλισμού, επιχείρησε να αποδιαρθρώσει τις φοιτητικές εκλογές σε μια σειρά από συλλόγους (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των σχολών της ΝΟΠΕ, αλλά και οι απειλές μέχρι την τελευταία στιγμή ότι δεν θα συμμετάσχει στις φοιτητικές εκλογές στο ΕΜΠ), παρά το εκλογικό κόστος που αυτή η κίνηση διαμόρφωσε για την ίδια. Πρόκειται για μία επικίνδυνη κατεύθυνση, η οποία θα απονομιμοποιήσει περαιτέρω τον φοιτητικό συνδικαλισμό, εάν δεν διαμορφωθούν αναχώματα από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στους συλλόγους, με κέντρο την ανασυγκρότηση των διαδικασιών σε αυτούς.
Η ΠΑΣΠ συντηρεί τις δυνάμεις της και δείχνει σημεία ανασυγκρότησης σε μια σειρά από συλλόγους, ιδιαίτερα σε μεγάλες κάλπες (αξιοσημείωτο είναι το αποτέλεσμα που καταγράφει στην Πάντειο). Φαίνεται να αποφεύγει προς το παρόν το φάσμα της διάλυσης με το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπη τα προηγούμενα χρόνια, μετά την αποδιάρθρωση των εκπροσωπήσεων του ΠΑΣΟΚ και να ανασυγκροτεί μία πολιτική επιρροή, με κέντρο τους μεγάλους συλλόγους.
Η ΠΚΣ διατηρεί τις δυνάμεις της. Ενδεικτική των αδυναμιών της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι η έστω και περιορισμένη άνοδος που καταγράφει η ΠΚΣ σε μια σειρά συλλόγων στην Αθήνα, όπου τη φετινή χρονιά έγιναν κινητοποιήσεις, στο πλαίσιο των οποίων οι δυνάμεις της ΠΚΣ είχαν κρατήσει αρνητική στάση μέσα στο κίνημα (Φιλοσοφική, σχολές της ΦΜΣ). Το αποτέλεσμα αυτό είναι δείκτης και του γεγονότος ότι σε ένα βαθμό η ΠΚΣ απευθύνεται και εκφράζει εν μέρει εκλογικά και συντηρητικά τμήματα του φοιτητικού σώματος, τα οποία δεν υιοθετούν / συμμετέχουν σε κινηματικές πρακτικές. Κυρίως όμως αντανακλά την αδυναμία της ριζοσπαστικής αριστεράς να συνδεθεί με τμήματα των φοιτητών με προοδευτική πολιτική τοποθέτηση.
To BLOCO συνεχίζει να αποτελεί περιθωριακή δύναμη και αδυνατεί να διαμορφώσει συγκροτημένη πολιτική παρουσία.
Τα δίκτυα των ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ – ΑΡΔΙΝ συνεχίζουν την πτωτική πορεία των τελευταίων τριών χρόνων. Πέρα από αυτό, υπάρχουν και άλλα ποιοτικά αρνητικά στοιχεία στο εκλογικό αποτέλεσμα, όπως είναι η σημαντική πτώση σχεδόν σε όλους τους μεγάλους συλλόγους (ΠΑΠΕΙ, ΠΑΜΑΚ, Πάντειο, Ιατρική κ.α.), παρά το γεγονός ότι στους συλλόγους αυτούς η συμμετοχή διατηρείται στα ίδια επίπεδα, ή και σημειώνει άνοδο. Άλλο αρνητικό ποιοτικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι μειώνεται ο αριθμός των συλλόγων στους οποίους συμμετέχουν σχήματα της φοιτητικής ριζοσπαστικής αριστεράς, ενώ παράλληλα διευρύνεται ο αριθμός των συλλόγων όπου καταγράφονται πολύ μικρά (έως και μονοψήφια) εκλογικά αποτελέσματα. Οι παράγοντες αυτοί διαμορφώνουν μία κατάσταση υποχώρησης της πανελλαδικής δικτύωσης των δυνάμεων αυτών, ενώ σε ολόκληρες πόλεις και ιδρύματα, η πολιτική παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς διαμορφώνεται από αναιμική, έως ανύπαρκτη. Επιπλέον, είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις σχημάτων τα οποία μπορούν με πραγματικούς όρους να έχουν μία ηγεμονική πολιτική παρουσία στο εσωτερικό των συλλόγων τους. Αντίθετα υπάρχει περιορισμός αυτής της δυνατότητας σε ορισμένες σχολές που είχαν παραδοσιακά μία τέτοια παρουσία.
Το μέγεθος της υποχώρησης γίνεται ευκολότερα αντιληπτό εάν εξεταστούν τα αποτελέσματα των τριών δικτύων σε βάθος τριετίας. Σε σχέση με τις εκλογές του 2015 η υποχώρηση που έχει σημειώσει ο ευρύτερος αυτός χώρος ανέρχεται σε 55% της εκλογικής τους επιρροής. Παρά το γεγονός ότι ο χώρος των ΕΑΑΚ, της ΑΡΕΝ και του ΑΡΔΙΝ παραμένει τρίτη δύναμη και διατηρεί, παρά και την ποσοστιαία πτώση, ένα αξιόλογο εκλογικό ποσοστό, αυτό που ενδιαφέρει για την πραγματική εξέλιξη του πολιτικού συσχετισμού είναι τα εκλογικά μπλοκ σε απόλυτους αριθμούς, καθώς αποτελούν δείκτη του πολιτικού δυναμικού που οι δυνάμεις αυτές μπορούν να κινητοποιήσουν. Από αυτή την άποψη πρόκειται για μία εξέλιξη που αποκρυσταλλώνει ότι αυτός ο πολιτικός χώρος, αφ’ ενός απώλεσε μία ιστορική ευκαιρία πολιτικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης και διαμόρφωσης ενός ηγεμονικού αντίπαλου πόλου μέσα στα πανεπιστήμια, και αφ’ ετέρου τις δυσκολίες της μελλοντικής πολιτικής εξέλιξής του.
Οι αιτίες για αυτό το αποτέλεσμα είναι πολλές και ποικίλες. Αναμφίβολα, το υπόστρωμα για αυτή την αποδιάρθρωση παράγεται από το δεδομένο πλαίσιο των ευρύτερων συνθηκών που διαμορφώνεται από τις συντηρητικές ιδεολογικές μετατοπίσεις που συμβαίνουν σε μία σημαντική μερίδα των φοιτητών. Είναι αποτέλεσμα τoυ ευρύτερου πολιτικού συσχετισμού μετά την νεοφιλελεύθερη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ. Διαμορφώνεται επίσης από την εντατικοποίηση, την όξυνση του καθηγητικού αυταρχισμού και τα αποτελέσματα πειθάρχησης που παράγονται στο φοιτητικό σώμα. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, η συνολικότερη εκλογική και πολιτική αποτυχία έχει υποκειμενικά αίτια, τα οποία σχετίζονται με την πολιτική στρατηγική που αναπτύχθηκε από μια σειρά δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς την τελευταία τριετία.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα που εκδηλώθηκαν όλη την προηγούμενη περίοδο είναι α) η αδυναμία μεγάλου τμήματος του χώρου αυτού να συγκροτήσει μία κατεύθυνση που θα μπορεί να αποτελεί γραμμή μαζών στο εσωτερικό των συλλόγων, β) η αποφυγή ή, και σε κάποιες περιπτώσεις, η ρητή αντιπαράθεση, με την ανάπτυξη ριζοσπαστικών πρακτικών μέσα στα πανεπιστήμια όπως και πρακτικών αμφισβήτησης της καθηγητικής εξουσίας, γ) η υπονόμευση κάθε κατεύθυνσης συμμαχιών και οικοδόμησης διαδικασιών πολιτικής ενότητας μέσα στις σχολές.
Το έλλειμμα μίας μαζικής πολιτικής γραμμής για τους συλλόγους καθίσταται ολοένα και πιο έντονο την τελευταία διετία. Σε μία συγκυρία αρνητικών ιδεολογικοπολιτικών μετατοπίσεων, η οποία κυριαρχείται από την αντίληψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στη μνημονιακή πολιτική και οδηγεί στην εξατομίκευση, την προσπάθεια συσσώρευσης «προσόντων» και στην ενσωμάτωση του ατομικού ανταγωνισμού ως διεξόδου, η μετατόπιση σε μία γραμμή ιδεολογικής έγκλησης και διαρκούς επίκλησης της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής προοπτικής, δεν μπορεί να βρει έδαφος μαζικής αναφοράς στους φοιτητικούς συλλόγους. Σήμερα, η μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να διαμορφώσει αποτελέσματα ανασυγκρότησης των αγωνιστικών μπλοκ και – δυνητικά – της πολιτικής επιρροής της ριζοσπαστικής αριστεράς στις σχολές, είναι αυτή της ανάδειξης των αρνητικών για τους φοιτητές και τους εργαζόμενους αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, ιδίως όπως εξειδικεύεται στην εκπαίδευση. Ο δρόμος για την ανασυγκρότηση περνάει μέσα από την υπεράσπιση των άμεσων και μακροπρόθεσμων υλικών συμφερόντων του φοιτητικού σώματος και από την διαμόρφωση συλλογικών πρακτικών αμφισβήτησης μέσα στους συλλόγους. Σε όλες τις περιπτώσεις όπου συγκροτήθηκαν κινητοποιήσεις τη φετινή χρονιά, αυτό κατέστη εφικτό στη βάση αυτής της κατεύθυνσης (παρά το γεγονός ότι η εκλογική αποκρυστάλλωση των διεργασιών αυτών ήταν σε ένα ορισμένο βαθμό αναντίστοιχη με τις κινητοποιήσεις).
Αντίστοιχα, σημαντικές ελλείψεις και αντιφάσεις παρατηρήθηκαν και σε ότι αφορά στην υλοποίηση ριζοσπαστικών πρακτικών μέσα στους συλλόγους, οι οποίες θα βάζουν φραγμό στον καθηγητικό αυταρχισμό, στην εντατικοποίηση των ρυθμών σπουδών και στην πειθάρχηση του φοιτητικού σώματος.
Κεντρικό ζήτημα που εξηγεί την πολιτική και εκλογική αποτυχία του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια την τελευταία τριετία είναι η επιλογή μίας γραμμής πλήρους υπονόμευσης των πολιτικών συμμαχιών. Αυτή η συζήτηση διαρκεί εδώ και τρία χρόνια, ωστόσο, παρά τις προσπάθειες ορισμένων να την υποβαθμίσουν χαρακτηρίζοντάς την «μετωπολογία», παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρη. Το 2015, μετά την νεοφιλελεύθερη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και την αριστερή ρήξη της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΡΕΝ διαμορφώθηκε μία σημαντική ευκαιρία για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στις σχολές, ιδιαίτερα για τα ΕΑΑΚ. Την περίοδο εκείνη τους δόθηκε η δυνατότητα να αποτελέσουν έναν πόλο προώθησης της ενότητας όλων των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς στις σχολές και να παίξουν κεντρικό ρόλο στην σταθεροποίηση της αριστερής μετατόπισης του δυναμικού της ΑΡΕΝ, αλλά και σε μία διαδικασία διατήρησης του δυναμικού αυτού πολιτικά ενεργού. Για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό, απαιτούνταν μία κατεύθυνση που θα επένδυε στην οικοδόμηση ενωτικών διαδικασιών, θα προωθούσε μία λογική ισότιμης πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας και θα έβαζε ως μεσοπρόθεσμο στόχο την ενοποίηση των σχημάτων και των τριών δικτύων με όχημα τη φυσιογνωμία των κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων. Μία τέτοια κατεύθυνση θα είχε – σε μια συγκυρία ήττας – αποτελέσματα επανασυσπείρωσης του δυναμικού της ριζοσπαστικής αριστεράς και, κυρίως, θα έδινε την δυνατότητα μετατόπισης προς τα αριστερά μίας μερίδας φοιτητών που είχαν μία προοδευτική πολιτική αναφορά, (εκλογική υποστήριξη της αριστεράς κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, υπερψήφιση όχι στο δημοψήφισμα του 2015) χωρίς να έχουν άμεση εμπλοκή με τις κινηματικές διαδικασίες ή και με τα φοιτητικά σχήματα. Ο μόνος τρόπος για να μην οδηγήσει η πλήρης ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η εμβάθυνση των μνημονιακών μέτρων σε συντηρητική στροφή – με τη μορφή κυρίως της εξατομίκευσης και της αδράνειας – θα ήταν να αναδειχθεί με πολιτικούς και υλικούς όρους μία ενωτική κατεύθυνση που θα έδινε διέξοδο προς τα αριστερά.
Η διεργασία αυτή θα έδινε τη δυνατότητα στις δυνάμεις αυτές να αναδειχθούν σε κεντρικό πολιτικό πόλο στις σχολές, σε αντιπαράθεση με τη ΔΑΠ, η οποία την ίδια περίοδο βρισκόταν σε εσωτερική κρίση. Παράλληλα θα συνέβαλε στην διατήρηση και ανασυγκρότηση αγωνιστικών μπλοκ στις σχολές, οριοθετώντας εν μέρει την εξέλιξη αποδιάρθρωσης των συλλογικών διαδικασιών. Ωστόσο, μερίδα των ΕΑΑΚ υλοποίησε μία αντίθετη πολιτική κατεύθυνση. Ο στόχος των δυνάμεων αυτών ήταν η διαλυτοποίηση του δικτύου της ΑΡΕΝ και η «κληρονομιά» του πολιτικού δυναμικού που αναφερόταν σε αυτό. Για αυτό το λόγο, προώθησαν μία γραμμή διάλυσης των άλλων δικτύων και εισροής του δυναμικού τους κατά μόνας στα ΕΑΑΚ. Τα αποτελέσματα της κατεύθυνσης αυτής δεν ήταν άλλα από την σημαντική αποδιάρθρωση των δυνάμεων της ΑΡΕΝ, αλλά παράλληλα και την αποδιάρθρωση των ίδιων των σχημάτων των ΕΑΑΚ σε πολλές περιπτώσεις.
Η επιβολή αυτής της κατεύθυνσης στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ αποδείχθηκε δύσκολο εγχείρημα, στο βαθμό που δεν αντιστοιχούσε στον συσχετισμό εντός των σχημάτων και του δικτύου ευρύτερα, και οδήγησε σε μία οξύτατη σύγκρουση, η οποία οργανώθηκε και επιβλήθηκε από δυνάμεις που είχαν στόχο την διάσπαση του δικτύου. Η επιλογή αυτή έφερε παραλυτικά αποτελέσματα σε μια σειρά από περιπτώσεις και οδήγησε σε διασπάσεις σχημάτων προεκλογικά. Όπως αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών, ήταν μία κατεύθυνση που έπληξε συνολικότερα τα ΕΑΑΚ. Κυρίως όμως έπληξε όσους την επέλεξαν, κάτι το οποίο είναι απολύτως ξεκάθαρο στα επιμέρους εκλογικά αποτελέσματα. Σχήματα και ομάδες σχημάτων τα οποία πρωταγωνίστησαν στις προσπάθειες διασπάσεων και «διαγραφών» αποτύπωσαν όχι μόνο μία μεγάλη μείωση της εκλογικής τους επιρροής, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις από σημαντική πολιτική αποδυνάμωση έως και τάσεις διάλυσης.
Τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών οδηγούν σε σαφή πολιτικά συμπεράσματα για την κατεύθυνση που πρέπει από εδώ και στο εξής να ακολουθήσουν τα σχήματα. Είναι επιτακτική μία μετατόπιση στην πολιτική φυσιογνωμία, στη γραμμή, στην πρακτική και στις συμμαχίες των σχημάτων των ΕΑΑΚ και ευρύτερα της ριζοσπαστικής αριστεράς, για να μπορέσει να αναταχθεί η πορεία πολιτικής υποχώρησης. Η ανασυγκρότηση των αγωνιστικών μπλοκ μέσα στις σχολές, παράλληλα με την ανασυγκρότηση των συλλογικών διαδικασιών είναι πρώτιστο καθήκον. Χωρίς αυτήν θα συναντήσουμε μεγάλες δυσκολίες και στην ανάσχεση πτυχών της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που υλοποιούνται ήδη, αλλά πολύ περισσότερο απέναντι στην ενεργοποίηση κατασταλτικών ρυθμίσεων που θα επιχειρηθούν στην περίπτωση αλλαγής του κυβερνητικού κέντρου και σχηματισμού κυβέρνησης σε ακόμα συντηρητικότερη κατεύθυνση στις επόμενες εκλογές. Ήδη, τμήματα του καθηγητικού μπλοκ προετοιμάζουν αυτή την εξέλιξη και προβαίνουν σε επιθετικές κινήσεις σε μια σειρά από συλλόγους (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των απειλών για πειθαρχικά στους Μηχανολόγους του ΕΜΠ). Τα σχήματα είναι απαραίτητο να κινηθούν στις παρακάτω κατευθύνσεις:
Α) διαμόρφωση μίας γραμμής που θα αναδεικνύει τις αιχμές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης και τα αποτελέσματά τους στα υλικά συμφέροντα του φοιτητικού σώματος. Τα σχήματα πρέπει να ανοίξουν τα ζητήματα της διάσπασης των πτυχίων και της αποστοίχισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων από αυτά, που, με διαφορετικές μορφές και ταχύτητες, τίθενται σχεδόν σε όλες τις σχολές, είτε με κεντρικές νομοθετικές παρεμβάσεις, είτε με αλλαγές στα προγράμματα σπουδών. Πρέπει επίσης να ανοίξουν τα ζητήματα της εντατικοποίησης των ρυθμών σπουδών, όπως αποτυπώνονται με ποικίλους τρόπους (κατάργηση διπλών εξεταστικών, λήψη παρουσιών κατά τα μαθήματα, μαζικά κοψίματα, κανονισμοί εξεταστικών κ.α.). Στις περιφερειακές ιδιαίτερα σχολές, πρέπει να δοθεί έμφαση και στα ζητήματα φοιτητικής μέριμνας. Είναι ενδεικτικό ότι τη φετινή χρονιά, όπου συγκροτήθηκαν κινητοποιήσεις ήταν γύρω από τα ζητήματα αυτά.
Β) υλοποίηση ριζοσπαστικών πρακτικών στο εσωτερικό των συλλόγων, αντίθεση στον καθηγητικό αυταρχισμό. Είναι προφανές ότι τα τελευταία χρόνια, στο έδαφος της υποχώρησης της ριζοσπαστικής αριστεράς και των μπλοκ αγώνα στις σχολές, οξύνθηκε ο αυταρχισμός των διοικήσεων και του καθηγητικού μπλοκ. Από τη Σύγκλητο του ΕΚΠΑ που επέβαλε πραξικοπηματικά τη διάσπαση του ΦΠΨ με πρωτοφανείς διαδικασίες, έως τις προσπάθειες για πειθαρχικά και από την δημοσίευση καταγγελιών από καθηγητές απέναντι σε σχήματα των ΕΑΑΚ και στις πρακτικές τους, έως τη συστηματική δημόσια συζήτηση που στοχοποιεί το άσυλο και συνδέεται πλέον απόλυτα με τις πρακτικές του φοιτητικού κινήματος, είναι σαφές ότι επιχειρείται μία πολιτική και ιδεολογική ρεβάνς απέναντι στο κίνημα. Εάν δεν επανακατοχυρωθούν κάποιοι όροι στο εσωτερικό των συλλόγων, οι πιέσεις θα οξυνθούν σε μεγάλο βαθμό μετά την ενδεχόμενη αλλαγή του κυβερνητικού κέντρου.
Γ) προώθηση των διαδικασιών πολιτικής ενότητας μεταξύ των δικτύων ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ – ΑΡΔΙΝ. Οι πολιτικοί όροι όχι μόνο είναι υπαρκτοί, αλλά επιπλέον οι συγκλίσεις τα τελευταία χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί. Είναι σαφές ότι πλέον έχει έρθει η ώρα για την υλοποίηση συστηματικών και αποφασιστικών πρωτοβουλιών μεταξύ όλων των σχημάτων που συγκλίνουν σε αυτή την κατεύθυνση. Οι ανοιχτές συζητήσεις που έγιναν πριν τις εκλογές σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα αποτελούν θετικό βήμα, το οποίο πρέπει να συστηματοποιηθεί και να ενισχυθεί. Έτσι, πρέπει να προχωρήσει μία κατεύθυνση κοινής λειτουργίας μεταξύ των σχημάτων σε επίπεδο σχολών, αλλά και να διεξαχθούν διαδικασίες συντονισμού σε επίπεδο πόλεων, χωρίς αυτές να αίρουν την αυτοτέλεια των τριών δικτύων, αλλά εμβαθύνοντας στην πράξη τις πολιτικές συγκλίσεις και τις κοινές πρακτικές.
Δ) αλλαγή στη φυσιογνωμία των σχημάτων των ΕΑΑΚ. Οι τελευταίες χρονιές και ιδιαίτερα η φετινή, ανέδειξαν με τον πιο ρητό τρόπο ότι η διαρκής όξυνση των συγκρούσεων στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ παράγει διαλυτικά αποτελέσματα. Οι διαρκείς διασπάσεις σχημάτων, οι προσπάθειες διάσπασης του δικτύου ή εξώθησης σχημάτων και αγωνιστών, αλλά και η προσπάθεια επιβολής μίας “επανίδρυσης”, η οποία, σε κάθε εκδοχή της, αντικειμενικά θα προωθήσει την εμπέδωση μίας γραφειοκρατικής, συγκεντρωτικής λειτουργίας στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, έχουν φέρει το δίκτυο σε παραλυτική κατάσταση και έχουν κοστίσει πάρα πολύ σε επίπεδο πολιτικών αποτελεσμάτων. Αντίστοιχα έχουν κοστίσει και οι πρακτικές μικροηγεμονισμού, διακριτών σχεδιασμών και απροθυμίας κάθε κινηματικού συντονισμού. Και, ενώ όλα αυτά έχουν φέρει αποτελέσματα φθοράς ευρύτερα στα ΕΑΑΚ, έχουν διαμορφώσει ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση στους φορείς που προωθούν την υλοποίησή τους. Η μόνη δυνατότητα ανασυγκρότησης των ΕΑΑΚ περνάει μέσα από την επανακατοχύρωση της φυσιογνωμίας των κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων, που θα δίνει χώρο έκφρασης σε όλες τις συνιστώσες και τους αγωνιστές του δικτύου, αλλά και σε όλα τα ρεύματα αμφισβήτησης στο εσωτερικό των συλλόγων, χωρίς μικροηγεμονισμούς, διασπάσεις και προσπάθειες επιβολής.
ΑΡΑΣ, Τομέας Νεολαίας