Ήδη από το 2016, τα κέρδη των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα έχουν επανέλθει στα επίπεδα του 2008, ενώ για το 2017 αναμένεται περαιτέρω άνοδος. Αυτό αντανακλάται και στην αισιοδοξία των διοικήσεων των επιχειρήσεων αυτών, σε σχέση με την πορεία των επιχειρήσεών τους που αποτυπώνεται στις έρευνες επιχειρηματικής γνώμης.
Αυτή η εξέλιξη έρχεται ως αποτέλεσμα της μνημονιακής πολιτικής, αλλά και της ύφεσης των λαϊκών αντιστάσεων και του λαϊκού κινήματος, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ψηφίζει και εφαρμόζει βίαια μέτρα, τα οποία επισωρεύονται στις αναδιαρθρώσεις που είχαν ήδη επιβληθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Παράλληλα, αυτή η διαδικασία έχει πολιτικά και ιδεολογικά αποτελέσματα: εξασφαλίζει τη στήριξη της κυβέρνησης από την ελληνική αστική τάξη και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, διαμορφώνει όρους σχετικής και συγκυριακής σταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού, συμβάλλει στην αδρανοποίηση του λαϊκού κινήματος. Την ίδια στιγμή, επάγονται συντηρητικές ιδεολογικές μετατοπίσεις και ο επίσημος πολιτικός λόγος μετατοπίζεται προς τα δεξιά. Τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το Μακεδονικό ήταν μεν ένα μόνο στιγμιότυπο, αποτυπώνουν όμως την ενεργοποίηση και τη δυνατότητα συσπείρωσης του κοινωνικοπολιτικού μπλοκ της Δεξιάς και οξύνουν τις μετατοπίσεις αυτές.
Ωστόσο, η σταθεροποίηση που περιγράφηκε δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι αντιφάσεις της αστικής στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης έχουν ξεπεραστεί. Αντίθετα, παραμένουν ενεργές, ενώ ο παράγοντας που επενεργεί καθοριστικά στη συγκυριακή σταθεροποίηση είναι η ύφεση των λαϊκών αγώνων. Επομένως, σήμερα υπάρχουν δυνατότητες, εάν αντιστραφεί το κλίμα της υποχώρησης του λαϊκού κινήματος, να διαμορφωθούν ρωγμές και μετατοπίσεις στο συσχετισμό της δύναμης. Για να καταστεί όμως κάτι τέτοιο εφικτό, είναι αναγκαία η συγκρότηση μιας αριστερής κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, η οποία από τη μια πλευρά θα συμβάλει στην ανασυγκρότηση των αγώνων και την κατάκτηση υλικών νικών για τα λαϊκά στρώματα και από την άλλη θα περιγράφει μια στρατηγική διεξόδου από την κρίση, σε σύγκρουση με τους βασικούς άξονες της αστικής στρατηγικής, υπέρ των εργαζόμενων τάξεων.
Σε σχέση με αυτή την αναγκαιότητα, η ΛΑΕ μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο. Για να μπορέσει όμως να ανταποκριθεί στις δυνατότητες και τις αναγκαιότητες της περιόδου, η ΛΑΕ πρέπει να επιλέξει συγκεκριμένο προσανατολισμό, προγραμματικό, φυσιογνωμίας και συμμαχιών, από τον οποίο δεν πρέπει να υπάρχουν αποκλίσεις και αμφιταλαντεύσεις. Είναι σαφές ότι, σε κοινωνικό επίπεδο, το πρόγραμμα της ΛΑΕ απευθύνεται και μπορεί να εκφράσει συγκεκριμένα στρώματα: την εργατική τάξη, τα καταστρεφόμενα μικροαστικά στρώματα, τη νεολαία, τους ανέργους. Δεν υπάρχει χώρος έκφρασης, στην πολιτική στρατηγική που αποκρυσταλλώνεται στο μεταβατικό πρόγραμμα, τμημάτων της αστικής τάξης, ούτε της «μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας», η οποία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού κεφαλαίου. Επιπλέον, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε ότι, λόγω των πολιτικοϊδεολογικών αποτελεσμάτων που προκάλεσε η εφαρμογή της αναδιάρθρωσης και η νεοφιλελεύθερη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ, το μπλοκ που αποτελούσε το 62% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα –ακόμα και για όσους το αντιμετώπιζαν ως κάτι ενιαίο και με λίγες αντιφάσεις– έχει σε μεγάλο βαθμό αποδυναμωθεί, ενώ η ούτως ή άλλως υποθετική ενότητα έχει διαρραγεί. Σήμερα πρέπει να απευθυνθούμε κατά βάση στο ακροατήριο της κοινωνικοπολιτικής Αριστεράς, χωρίς καμία αυταπάτη απεύθυνσης σε «εθνικά ακροατήρια». Αυτό αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη φυσιογνωμία και μια τοποθέτηση που αφενός θα πρέπει να είναι διεισδυτική σε αυτό το ακροατήριο και αφετέρου να μην υπονομεύει την ανάπτυξη πολιτικών συμμαχιών με την ευρύτερη ριζοσπαστική Αριστερά και να μην ενισχύει τα επιχειρήματα σεχταριστικών ρευμάτων στο εσωτερικό αυτών των δυνάμεων. Με αυτή την έννοια, ήταν λανθασμένες οι τοποθετήσεις που δεν καταδίκασαν χωρίς καμία περιστροφή τα εθνικιστικά συλλαλητήρια και ανέδειξαν ως μείζον ζήτημα τον δήθεν θεσμικό αλυτρωτισμό της ΠΓΔΜ. Ήταν τοποθετήσεις που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
Ακόμα, είναι λανθασμένες και οι τοποθετήσεις που εκτιμούν το επικείμενο ενός πολέμου μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας και αποδίδουν μομφές στην κυβέρνηση για μειοδοτική στάση στα «εθνικά θέματα» με αφορμή π.χ. τον εμβολισμό του σκάφους του Λιμενικού, ή λόγω της σύλληψης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών. Πρέπει, εκτός των άλλων, να είναι αντιληπτό ότι μια τέτοια τοποθέτηση πολώνει τμήματα των λαϊκών τάξεων σε συντηρητική κατεύθυνση, τα απομακρύνει από την Αριστερά και βοηθά στην πρόσδεσή τους σε εκείνους τους πολιτικούς πόλους που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη «σταθερότητα».
Οι ανταγωνισμοί των δύο αστικών τάξεων είναι υπαρκτοί και επικαθορίζονται στο εσωτερικό ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ που συμπυκνώνεται στη συμμετοχή και των δύο στο ΝΑΤΟ υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, και παρά το γεγονός ότι η Τουρκία βρίσκεται συγκυριακά σε διάσταση –αλλά όχι ρήξη– με πλευρές της πολιτικής των ΗΠΑ α) στρατηγικά η τουρκική άρχουσα τάξη εντάσσεται σε αυτό το μπλοκ, β) η ίδια η τουρκική οικονομία εμφανίζει την τελευταία δεκαπενταετία έναν δυναμισμό (π.χ. τετραπλασιασμό του πραγματικού ΑΕΠ έναντι μείωσης του ελληνικού την ίδια περίοδο), ο οποίος εκτός των άλλων οφείλεται και στη διεθνοποίηση του τουρκικού κεφαλαίου με την εισροή ξένου κεφαλαίου στη χώρα, την αύξηση του μεριδίου εξαγωγών και εισαγωγών στο τουρκικό ΑΕΠ την περίοδο αυτή, τη μεγάλη αύξηση των βραχυπρόθεσμων κινήσεων κεφαλαίων στην Τουρκία όλη αυτή την περίοδο. Εδώ ο βασικός «εταίρος» αυτής της διαδικασίας διεθνοποίησης εξακολουθεί να είναι η ΕΕ. Άρα η διακύβευση, έστω και συγκυριακά, ωφελημάτων της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης από την τουρκική άρχουσα τάξη διαμέσου μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης με ένα κράτος της ΕΕ όπως η Ελλάδα, το οποίο διαθέτει ισχυρό στρατό, θα αντανακλούσε την προσπάθεια υπέρβασης μιας εσωτερικής κρίσης πολύ μεγάλου μεγέθους, στην οποία δεν φαίνεται να βρίσκεται προς το παρόν το τουρκικό καθεστώς συσσώρευσης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά την κρίση, η Ελλάδα διέθεσε το έτος 2016 στις αμυντικές δαπάνες το 2,6% του ΑΕΠ έναντι 1,7% της Τουρκίας. Η δε αναλογία από πλευράς στρατιωτικών εξοπλισμών (αεροπλάνων, πλοίων, τεθωρακισμένων) βρίσκεται στο 6 προς 10 υπέρ της Τουρκίας, κάτι το οποίο αντανακλά πολύ μεγαλύτερη εξοπλιστική πυκνότητα σε σχέση με τον πληθυσμό, την εδαφική έκταση αλλά και τα μεγέθη των δύο οικονομιών. Το υπαρκτό ζήτημα της τουρκικής επιθετικότητας και ρητορικής πρέπει να τοποθετείται στην υπαρκτή του διάσταση, ούτε με την ταύτιση με τον ελληνικό εθνικισμό, αλλά ούτε με ανοχή στον εθνικισμό της αντίπαλης αστικής τάξης.
Η υπεράσπιση των υπαρκτών υλικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων στη χώρα μας προϋποθέτει και την υπεράσπιση του χώρου όπου ζουν, εργάζονται και αναπαράγονται τα στρώματα αυτά από ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και ξένες εισβολές. Σε εκείνες τις στιγμές, καθήκον της εργατικής τάξης δεν είναι βέβαια να υποταχθεί στα αστικά συμφέροντα και να εμπλακεί σε πολεμικές αναμετρήσεις που θα στηρίζουν τις τυχοδιωκτικές υποϊμπεριαλιστικές επιδιώξεις των αστών, αλλά να προβάλει η ίδια ως ηγεμονική δύναμη «του έθνους», αναδεικνύοντας ότι μόνο η κοινωνική ανατροπή μπορεί να εξασφαλίσει την ειρήνη και τη λαϊκή ανεξαρτησία.
Σε επίπεδο συμμαχιών, ορθά εκτιμούμε ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις, πολιτικές και προγραμματικές, για τη συγκρότηση ενός μετώπου των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σε μια πολιτική συμμαχία με κέντρο το μεταβατικό πρόγραμμα μπορούν να ενταχθούν οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δηλαδή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και οι δυνάμεις που ήρθαν σε ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ το 2015 (ΔΙΡΙΖΑ, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, ΑΡΚ κ.λπ.). Με αυτή την έννοια, πρέπει να αποτιμηθεί θετικά η απόφαση της ΠΓ της ΛΑΕ να απευθύνει πρόταση συνεργασίας (κινηματικής αλλά και πολιτικής) κατά προτεραιότητα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι σαφές ότι η πρόταση αυτή θα συναντήσει προβλήματα και αρνήσεις, στο βαθμό που, δυστυχώς, η πλειοψηφική κατεύθυνση εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιλέγει μια βαθιά σεχταριστική πολιτική κατεύθυνση, η οποία έχει αποτυπωθεί σε μια σειρά κοινωνικούς χώρους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σπουδάζουσα νεολαία. Ωστόσο, σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να επιμείνουμε. Σε ό,τι αφορά στην Πλεύση Ελευθερίας, παρά τα υπαρκτά προβλήματα που συμπυκνώνονται στη θέση που πήρε με το Μακεδονικό και τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, πρέπει να διερευνηθεί αν υπάρχουν δυνατότητες εκλογικής συνεργασίας. Το βασικό κριτήριο αποτελεί η συμφωνία στις βασικές πλευρές του μεταβατικού προγράμματος και της δυνατότητας να καθοριστεί μια τέτοια εκλογική συνεργασία από μια ριζοσπαστική, αριστερή τοποθέτηση και πρακτική. Τέλος, αντιφατικές δυνάμεις στις οποίες ενυπάρχουν και μισαλλόδοξα και εθνικιστικά χαρακτηριστικά, όπως είναι το ΕΠΑΜ, δεν μπορούν να ενταχθούν σε συζήτηση για πολιτική συνεργασία.
Παρά τις δυσκολίες που διαμορφώνονται πρωτίστως από την ύφεση των κοινωνικών αγώνων, αλλά και από τη στάση τμημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η ΛΑΕ πρέπει να πάρει άμεσα πολιτικές πρωτοβουλίες. Όχι μόνο σε επίπεδο κεντρικό πολιτικό, αλλά και στα επιμέρους μέτωπα. Στην αυτοδιοίκηση, στο εργατικό, στη νεολαία, πρέπει να ενεργοποιηθούν διαδικασίες συγκρότησης κοινών πολιτικοσυνδικαλιστικών συσπειρώσεων. Στα μεγάλα μέτωπα της περιόδου (ιδιωτικοποιήσεις, αντιιμπεριαλιστικό-αντιπολεμικό, πλειστηριασμοί) θα πρέπει να επιδιωχθεί όχι απλώς κοινή δράση στους μαζικούς αγώνες, αλλά ευρύτερες πολιτικές συγκλίσεις και συντονισμός. Μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί πράγματι να συμβάλει στην ανάπτυξη των αγώνων, αλλά και στο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο που είναι απολύτως αναγκαίο σήμερα.
Μαριάνα Τσίχλη, Μέλος Πολιτικής Γραμματείας της ΛΑΕ