Για τα γεγονότα στην Τουρκία και τη στάση της Αριστεράς

0

του Δ. Σαραφιανού, Δικηγόρος, μέλος της ΠΓ της ΛΑ.Ε και της ΠΓ της ΑΡ.Α.Σ.

ΜΙΑ ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Η εκδήλωση ενός αιματηρού πραξικοπήματος από τμήματα του στρατού, οι συγκρούσεις των τμημάτων αυτών με την αστυνομία, λαϊκές δυνάμεις και επίλεκτες δυνάμεις στρατοχωροφυλακής, οι εκτεταμένες εκκαθαρίσεις σε όλα τα τμήματα του κρατικού μηχανισμού (κατασταλτικού και ιδεολογικών), η επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης (ήτοι κοινοβουλευτικής δικτατορίας) και φυσικά ο συνεχιζόμενος πόλεμος στη ΝΑ Τουρκία κατά των Κούρδων δείχνει ότι στη γειτονική μας χώρα ξεδιπλώνεται μια βαθιά πολιτική κρίση που παίρνει ανοιχτά χαρακτηριστικά κρίσης του κράτους. Μια κρίση που θα διαρκέσει αρκετά. Το πώς φτάσαμε εδώ και το τι στάση οφείλει να κρατήσει η Αριστερά στη χώρα μας αποτελεί αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων.

Είναι εντυπωσιακές οι μεταμορφώσεις του πολιτικού πεδίου στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια, αν σκεφτεί κανείς ότι το 2007 ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, το Συνταγματικό δικαστήριο και ο πρώην πρόεδρος της Τουρκίας (που διόρισε τα μέλη του δικαστηρίου) άνοιγαν ένα μέτωπο αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση του ΑΚP προκειμένου να αντιταχθούν στην επιλογή του Γκιούλ για την προεδρεία της δημοκρατίας, επειδή η σύζυγός του φορούσε μαντήλα. Μόλις δηλαδή 9 χρόνια πριν διατηρείτο στις υψηλότερες κρατικές βαθμίδες το βαθύ κράτος της παραδοσιακής στρατοκρατικής κεμαλικής γραφειοκρατίας που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως θεματοφύλακα της λαϊκότητας του κράτους. Τέσσερα χρόνια μόλις μετά, το 2013 το ΑΚΡ ένιωθε τη δύναμη να εξαγγείλει μέτρα, όπως η απαγόρευση του αλκόολ ή του φιλιού σε δημόσιους χώρους (μέτρα που συνέβαλαν φυσικά στο ξεδίπλωμα της εξέγερσης του πάρκου Γκεζί).

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΙΣΛΑΜΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

Το βάθος όμως της αντιπαράθεσης έλκει τις ρίζες του στις προηγούμενες δεκαετίες και σχετίζεται με τις κοινωνικές και οικονομικές μεταλλαγές στο συνασπισμό εξουσίας. Τα ισλαμικά κόμματα, κυρίως όπως αυτά περιστρέφονταν γύρω από το κίνημα Μιλί Γκιορούς του Ν.Ερμπακάν, εξέφραζαν παραδοσιακά μικροαστικά τμήματα της Τουρκίας, ιδίως των πιο καθυστερημένων περιοχών της Ανατολίας. Οπως και σε άλλες περιοχές της Μ.Ανατολής τα κινήματα αυτά έστηναν δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, εκπαίδευσης, αλλά και επιχειρήσεις στις οποίες έβρισκαν δυνατότητα κοινωνικής έκφρασης, αλλά και ανόδου ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Σε ιδεολογικό επίπεδο τα κόμματα αυτά εξέφραζαν ένα έντονο συντηρητισμό και μια αντιδυτική προσέγγιση, καταγγέλοντας την διάλυση των παραδοσιακών αξιών από το φιλοδυτικό προσανατολισμό του κεμαλικού κράτους, το οποίο ας μην ξεχνάμε δεν αποτελούσε μόνο ένα πολιτικό μηχανισμό με το στρατό και τη γραφειοκρατία στο κέντρο του, αλλά και ένα κοινωνικό πόλο με τις δικές του επιχειρήσεις και ήταν ο βασικός πυλώνας σταθερότητας και εξασφάλισης των συμφερόντων της αστικής τάξης στην Τουρκία. Στην περίοδο όξυνσης των εργατικών διεκδικήσεων και της ταξικής πάλης στην Τουρκία τη δεκαετία του 1970, τα ισλαμικά κόμματα ενισχύθηκαν από το κράτος ως μοχλός χτυπήματος της τουρκικής αριστεράς. Και πράγματι τα κόμματα αυτά –μαζί με την ανοικτή καταστολή- αποτέλεσαν πολύ πιο αποφασιστικό μέσο για το χτύπημα της αριστεράς  από τα καθοδηγούμενα από το κράτος φασιστικά κόμματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τα ίδια τα ισλαμικά κόμματα δεν δέχονταν ισχυρά κατασταλτικά χτυπήματα σε περιόδους πολιτικών κρίσεων και ανοιχτής παρέμβασης του στρατού, αλλά και απαγόρευση λειτουργίας τους από το Συνταγματικό δικαστήριο: το 1997, μόλις 1 χρόνο μετά την εκλογή του Ερμπακάν στην πρωθυπουργία, καθαιρέθηκε με παρέμβαση του Προέδρου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου και το κόμμα του (για πολλοστή φορά) απαγορεύθηκε.

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΙΣΛΑΜΙΚΟΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

Ομως το ίδιο χρονικό διάστημα σημαδεύει μια στροφή τόσο στην στάση των ισλαμικών κομμάτων, όσο και στην οικονομική πολιτική της Τουρκίας. Η παραδοσιακή οικονομική πολιτική του τουρκικού κράτους στηριζόταν στην ενίσχυση του τουρκικού κεφαλαίου με ενίσχυση των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών, ενώ βασικός ήταν ο ρόλος του κράτους (και του στρατού) σε πολλές επιχειρήσεις (όπως πχ το κρατικό μονοπώλιο καπνού και ποτών). Σε ένα πεδίο κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού σε διεθνές επίπεδο και ανοίγματος των αγορών, το μοντέλο αυτό αποτελούσε τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάπτυξη του τουρκικού κεφαλαίου.  Παρά το ότι η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και του ανοίγματος στις διεθνείς αγορές κατέστη σύντομα ο κυρίαρχος προσανατολισμός όλων των μερίδων της τουρκικής αστικής τάξης το μεγαλύτερο δυναμισμό επεδείκνυαν τμήματα του κεφαλαίου με ιδιαίτερες σχέσεις με τα ισλαμικά δίκτυα. Ο –μόλις το 1990- ιδρυθείς σύνδεσμος μικρομεσαίων επιχειρήσεων (MUSIAD,χαρακτηριζόμενος και ως ο ισλαμικός ΣΕΒ σε αντιπαράθεση με τον παραδοσιακό τουρκικό ΣΕΒ TUSIAD) συγκέντρωσε γύρω του ορισμένες από τις πιο δυναμικές επιχειρήσεις, οργανώνοντας ταυτόχρονα δικούς του μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας. Σε αυτό το πεδίο αναπτύχθηκε και το κίνημα Gulen που επένδυσε στο χτίσιμο ιδιωτικών σχολείων που λειτουργούσαν με υποτροφίες και έδιναν τη δυνατότητα σε παιδιά λαϊκών τάξεων να εκπαιδευθούν. Με άλλα λόγια το παράλληλο ισλαμικό κράτος που καταγγέλει σήμερα ο Ερντογάν όχι μόνο δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αλλά είναι η ίδια μήτρα που γέννησε και το ΑΚΡ.

Σε αυτό το έδαφος επιτελέσθηκε και η στροφή των ισλαμικών κομμάτων από την έκφραση των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων σε δυναμικούς εκφραστές της στροφής του τουρκικού κεφαλαίου στις διεθνείς αγορές. Το ΑΚΡ σε συνεργασία με τα ισλαμικά δίκτυα και κινήματα κατόρθωσαν να εκφράσουν πιο αποτελεσματικά ένα νεοφιλέλευθερο συνασπισμό εξουσίας που είχε την ανάγκη να λάβει μέτρα που έπλητταν ακόμα και τα συμφέροντα της εκτεταμένης κρατικής γραφειοκρατίας. Το πρώτο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση του ΑΚΡ υιοθέτησε πλήρως το νομοθετικό πλαίσιο των οδηγιών της ΕΕ για το άνοιγμα των αγορών, ενώ και η προσφυγή στο ΔΝΤ το 2001 συνέβαλε στην υιοθέτηση μέτρων που υπονόμευσαν το ρόλο της κρατικής γραφειοκρατίας (ιδιωτικοποιήσεις, πάγωμα μισθών, περιορισμός κρατικών δαπανών, μείωση εταιρικών φόρων). Ταυτόχρονα υιοθέτησε μια πολιτική κατευνασμού των εντάσεων με τους Κούρδους. Η πολιτική αυτή σε συνδυασμό με μια σημαντική υποτίμηση της λίρας έφερε σημαντικά αποτελέσματα ανάκαμψης για το τουρκικό κεφάλαιο που έφτασε να είναι  η 16η οικονομία μέσα στους G20 και εξασφάλισε έτσι μια σημαντική ανοχή από το σύνολο της τουρκικής αστικής τάξης.

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η κρίση όμως του 2008 είχε τα αποτελέσματα της και στην Τουρκία. Παρά το ότι ο Ερντογάν επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο απ’ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις (διέκοψε το πρόγραμμα με το ΔΝΤ, μείωσε τους φόρους και αύξησε τα κίνητρα), γεγονός που επέτρεψε στην Τουρκία να αντιμετωπίσει με λιγότρα προβλήματα την κρίση, η αναστροφή των χρηματοδοτικών ροών επέδρασε στο να διογκωθούν τα εγγενή προβλήματα της οικονομίας, με την εκτίναξη των ελλειμμάτων –ιδίως του εμπορικού ισοζυγίου. Η ίδια περίοδος σημαδεύεται από την προσπάθεια του ΑΚΡ –σε αγαστή συνεργασία με το κίνημα Γκιουλέν- να μειώσουν και την πολιτική επιρροή του βαθέος κράτους, γεγονός που αφενός θα σταθεροποιούσε το νέο συνασπισμό εξουσίας, αφετέρου δε γινόταν κατανοητό ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση του ενταξιακού προσανατολισμού της Τουρκίας στην ΕΕ. Οι δίκες Εργκενεκον από το 2008 έως το 2011 σηματοδοτούν την σημαντική αποδυνάμωση-όχι όμως βέβαια και την πλήρη κατάλυση- των παραδοσιακών κεμαλικών στρατοκεντρικών δομών μέσα στο Κράτος και την ενίσχυση της παρουσίας ισλαμοκεντρικών  θυλάκων ιδίως στα πανεπιστήμια, τη δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ (όπου διαμορφώνονται ανοικτά φιλοκεμαλικοί, φιλοερντογανικοί και φιλογκιουλενικοί πόλοι). Είναι η τριετία όπου το ιδεολογικοπολιτικό κέντρο βάρους μετατίθεται σε βαθμό που να γίνεται αντιληπτό το πώς από τις παρεμβάσεις του βαθέος κράτους το 2007 ενάντια στη μαντήλα για την υπεράσπιση της λαϊκότητας του κράτους περνάμε στις συντηρητικές πολιτικές απαγόρευσης της δημόσιας ερωτοτροπίας ή κατανάλωσης ποτού.

Φυσικά αυτή η ιδεολογικοπολιτική μετατόπιση δεν ήταν ομαλή. Απαιτούσε –ιδίως μέσα στα πλαίσια της κρίσης- την αντικατάσταση του βαθέος κεμαλικού κράτους από ένα βαθύ ερντογανικό κράτος. Ορίζοντας της πολιτικής αυτής είναι η συνταγματική αναθεώρηση και η μετατροπή της Τουρκίας από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία. Το 2012 σηματοδοτεί την ένταση μιας τέτοιας εκστρατείας που –φυσικά- έχει ως πρώτο στόχο της την αριστερά, που, αν και αποδυναμωμένη σε πολιτικό επίπεδο, διαθέτει ισχυρά ερείσματα στο συνδικαλιστικό κίνημα τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα (DISK-KESK), αλλά και δίκτυα σε χώρους ελευθεροεπαγγελματιών. Είναι η περίοδος των μαζικών συλλήψεων με την κατηγορία της τρομοκρατίας , αλλά και η περίοδος ίδρυσης του HDP που αποτελεί σημαντικό παράγοντα αποσταθεροποίησης της πολιτικής Ερντογαν, καθώς αφενός συνδέει τμήματα της κουρδικής με τμήματα της τουρκικής αριστεράς και αφετέρου αποτελεί ένα πόλο αυτόνομης πολιτικής έκφρασης των Κούρδων που δεν επιτρέπει την άλωση των κουρδικών ψήφων από το ΑΚΡ.

Η ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Η περίοδος όμως αυτή αναδεικνύει και τα γεωστρατηγικά προβλήματα και αντιφάσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η πολιτική του ΑΚΡ υποτίθεται ότι στόχευε στην εξομάλυνση των αντιθέσεων στο κουρδικό ζήτημα (με την αναγνώριση δικαιωμάτων στους Κούρδους) και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις (κυρίως με την προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού), προκειμένου η Τουρκία να παίξει ένα περιφερειακό ιμπεριαλιστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Υπερκαυκασίας και των Βαλκανίων με γερά προσδεδεμένο το ρόλο της στο ΝΑΤΟ και το βλέμμα στην ενταξιακή πορεία της ΕΕ. Η πολιτική αυτή σύντομα ήρθε σε αντίθεση με τις γενικότερες στρατηγικές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή και τα σχέδια των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η επίλυση του Κυπριακού δεν επετεύχθη, η πόρτα της ΕΕ παραμένει ερμητικά κλειστή, η επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ οδήγησε στη συγκρότηση του αντιδραστικού άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και πρωτίστως βέβαια οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή (που στόχο είχαν την ένταξη στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας των χωρών της Μέσης Ανατολής) οδήγησαν σε διάλυση των κρατικών οντοτήτων, δίνοντας ένα βαρύνοντα ρόλο στους Κούρδους του Ιράκ ως υπό συγκρότηση κρατική οντότητα ευνοούμενη από τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αντιφατικότητας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από το ρόλο της στη Συρία. Η στήριξη με κάθε μέσο των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων που επεδίωκαν την ανατροπή Άσαντ οδήγησε α) στην ρήξη των σχέσεων της με τη Ρωσία, β) στο άδειασμά της από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όταν διαπιστώθηκε ότι το Ισλαμικό Κράτος αποτελούσε πιο επικίνδυνο αντίπαλο από τον Άσαντ , γ) στην επιδείνωση των σχέσεων με τον ΙΣΙΣ κάτω από την πίεση των ΗΠΑ που την κατέστησε βασικό στόχο τρομοκρατικών επιθέσεων και πρωτίστως δ) στη διαμόρφωση μιας νέας υπό συγκρότηση κρατικής οντότητας των Κούρδων της Συρίας αυτή τη φορά. Οι γεωστρατηγικές αυτές ήττες επιδρούν άμεσα στο εσωτερικό του τουρκικού συνασπισμού εξουσίας.

Ορισμένα στοιχεία είναι ενδεικτικά. Το καλοκαίρι του 2012 αρχίζουν εκ νεου εχθροπραξίες στο τουρκικό Κουρδιστάν που συμπίπτουν χρονικά με την εκχώρηση του ελέγχου των κουρδοσυριακών πόλεων από τον Άσαντ στο PYD. Η τουρκική κυβέρνηση παρότι αρχικώς ενεπλάκη σε διαπραγματεύσεις με τον Οτσαλάν που μάλιστα φάνηκαν να οδηγούν σε εκεχειρία το Μάρτιο του 2013 συνέχισε να ενισχύει τις ακραίες ισλαμιστικές τάσεις στη Συρία. Η πολιορκία του Κομπάνι οδηγεί σε νέο γύρο κινητοποιήσεων στην Τουρκία που από το 2015 κλιμακώνεται αφενός μεν με τις προσπάθειες του τουρκικού στρατού να αποτρέψει την ενοποίηση του κουρδοσυριακών θυλάκων και αφετέρου με τη βίαιη καταστολή στο Κουρδιστάν.

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΓΚΕΖΙ

Η αμφισβήτηση απέναντι στην πολιτική Ερντογάν έχει συνεπώς οικονομικές-ιδεολογικές και γεωστρατηγικές ρίζες.  Η εξέγερση του πάρκου Γκεζί που πήρε πανεθνικές διαστάσεις αι συνέδεε από τη μια τις αντιδράσεις απέναντι στην συνεχιζόμενη πολιτική εκμετάλλευσης του χώρου, τον ιδεολογικό συντηρητισμό του ΑΚΡ, την προσπάθεια επιβολής ενός νεου βαθέος κράτους, τη διαμαρτυρία για τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης και από την άλλη τις διεκδικήσεις μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, την αριστερά, αλλά και τμήματα του ρεπουμπλικανικού κεμαλικού κόμματος,  σηματοδότησε την κρίση εκπροσώπησης του καθεστώτος ΑΚΡ με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η καταστολή που ακολούθησε κλυδώνισε την ενότητα του συνασπισμού εξουσίας. Σε αυτό το έδαφος –και σχετιζόμενο άμεσα και με τα αποτελέσματα της εμπλοκής της Τουρκίας στη Συριακή κρίση- η κριτική που άσκησε το κίνημα Γκιουλέν ενάντια στον Ερντογάν στα τέλη του 2013 για την αντιμετώπιση της εξέγερσης συνδυάστηκε με κινήσεις ηθικής υπονόμευσης του καθεστώτος με την αποκάλυψη και την έναρξη δικαστικής έρευνας γύρω από τα οικονομικά σκάνδαλα της κυβέρνησης, αλλά και την αποκάλυψη για τις μεταφορές πολεμικού υλικού προς τον ΙΣΙΣ. Το ΑΚΡ αντέδρασε με το κλείσιμο των σχολείων Γκιουλέν, την καταγγελία του δικτύου ως τρομοκρατικής οργάνωσης, την επιβολή εκκαθαρίσεων και αναδιαρθρώσεων στην αστυνομία, τις μυστικές υπηρεσίες και τα δικαστήρια, την μείωση της επιρροής του κινήματος στα ΜΜΕ, ενώ ταυτόχρονα επιχειρήθηκαν ανοίγματα προς τμήματα του κεμαλικού βαθέος κράτους.

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

Οι εκκαθαρίσεις αυτές δεν μπόρεσαν να σταθεροποιήσουν μεσοπρόθεσμα την κατάσταση με δεδομένη την ένταση των αντιφάσεων σε όλα τα επίπεδα. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία αντιμετωπίζει έναν υπαρκτό κίνδυνο συγκρότησης κουρδικού κράτους ή έστω κρατιδίων στα άμεσα σύνορά της με ό,τι κίνδυνο αυτό συνεπάγεται για την ενότητα του τουρκικού κράτους. Φωνές όμως που εντός του ΑΚΡ καλούσαν σε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με τους Κούρδους περιθωριοποιήθηκαν (και αυτό συμβολίζει πρωτίστως η απομάκρυνση Νταβούτογλου).  Οι πολιτικές αύξησης του κατώτερου μισθού μπορεί να επιχειρούν να επανοικοδομήσουν  σχέσεις εκπροσώπησης του ΑΚΡ με τμήματα των εργαζομένων, σίγουρα όμως έφεραν σε αμηχανία την αστική τάξη της Τουρκίας. Η πολιτική διαχείρισης των προσφύγων προκειμένου να ξανανοίξει η ενταξιακή διαδικασία στην ΕΕ δεν φάνηκε να φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα, ενώ η προσπάθεια επανοικοδόμησης της σχέσης της με τη Ρωσία μέσω συνεργασιών για νέους αγωγούς φυσικού αερίου, ούτε είναι φυσικά αρεστή στις ΗΠΑ, ούτε όμως αναδεικνύει και έναν στρατηγικό αναπροσανατολισμό (η Τουρκία εξακολουθεί να επικαλείται ότι ο Άσαντ αποτελεί αγκάθι για την επίλυση του Συριακού και σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτή η επανοικοδόμηση σχέσεων συνδέεται χρονικά και με την αποκατάσταση σχέσεων με το Ισραήλ). Ήταν επίσης γνωστό σε όλους ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα γινόντουσαν νέες εκκαθαρίσεις στο στράτευμα.

Άσχετα συνεπώς από το εάν πράγματι θύλακες του κινήματος Γκιουλέν είχαν εμπλοκή ή όχι στο πραξικόπημα, το πραξικόπημα αναδεικνύει περισσότερο τις ενδοαστικές αμφισβητήσεις για τα αποτελέσματα της πολιτικής Ερντογάν και ιδίως για το αν μια πολιτική τριβών με τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ως μορφή διαπραγμάτευσης και εκβιασμού) διευκολύνει ή όχι την εξασφάλιση της ενότητας του κράτους.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επιτυχία του πραξικοπήματος ούτε θα επέλυε τα προβλήματα και τις αντιφάσεις της τουρκικής πολιτικής και ότι πρώτο στόχο θα είχε για μια ακόμα φορά τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των εργαζομένων και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Σωστά συνεπώς σύμπασα η αριστερά σε Ελλάδα και Τουρκία καταδίκασε το πραξικόπημα. Είναι επίσης προφανές ότι οι ΗΠΑ –αν και δεν φαίνεται να ενεπλάκησαν στο πραξικόπημα- δεν θα έβλεπαν με κακό μάτι την αντικατάσταση του Ερντογάν με μια κυβέρνηση πιο πρόθυμη να εξυπηρετήσει τα άμεσα συμφέροντά τους στην περιοχή (εξ ού και η εύγλωττη αφωνία των πρώτων ωρών). Δεν υπάρχει επίσης καμιά  αμφιβολία ότι η παρουσία του λαού στο δρόμο απέναντι στα τανκς και τις σφαίρες δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αντιδράσεις ενός «κομματικού στρατού», αλλά ως παράδειγμα και απόδειξη ότι κανείς δεν μπορεί να σταματήσει  τη δύναμη του λαού όταν είναι αποφασισμένος και καταλαβαίνει ότι μπορεί να πετύχει νίκες. Από κει και πέρα η εμφάνιση του Ερντογάν ως φίλου του λαού ή εχθρού των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των ΗΠΑ στην περιοχή δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Απόδειξη η άμεση επιβολή κοινοβουλευτικής δικτατορίας που επίσης το λαό και τις κατακτήσεις του θα πλήξει. Οι ΗΠΑ παρά τις τριβές με το καθεστώς Ερντογάν (ασχέτως από το εάν αυτές οι τριβές συνεχισθούν και ασχέτως αν το βράδυ του πραξικοπήματος πραγματοποιήθηκαν σχετικές διαπραγματεύσεις) δεν υπάρχει περίπτωση ούτε να εξωθήσουν την Τουρκία εκτός ΝΑΤΟ, ούτε να την αντιμετωπίσουν ως κράτος παρία που δεν εντάσσεται με ομαλό τρόπο στο διεθνή νεοφιλελεύθερο καταμερισμό εργασίας (γιατί αν μη τι άλλο ομαλότατα εντάσσεται σε αυτόν). Για όλους αυτούς τους λόγους είναι παντελώς άστοχη και ενάντια στην τουρκική και κουρδική αριστερά η δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης περί στηρίξεως «της δημοκρατίας, της συνταγματικής νομιμότητας και της εκλεγμένης κυβέρνησης» αναφερόμενη στο καθεστώς ΑΚΡ-έπεσε έξω και στα τρία.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ 8

Ακόμα πιο ενάντια στην τουρκική και κουρδική αριστερά θα είναι η υποστήριξη της έκδοσης των 8 πραξικοπηματιών στην Τουρκία. Εάν σε καθεστώς αναστολής των άρθρων του Συντάγματος και τη ΕΣΔΑ, δημιουργηθεί νομολογία για την δυνατότητα διεξαγωγής δίκαιης δίκης στην Τουρκία (κατά πλήρη αντίθεση με τις μέχρι τώρα αποφάσεις των δικαστηρίων που δεν έχουν επιτρέψει την με νόμιμο τρόπο έκδοση τούρκων και κούρδων αγωνιστών προς την Τουρκία –παρά μόνο με παράνομους τρόπους όπως οι απαγωγές) είναι προφανές ότι το μέλλον των τούρκων και κούρδων πολιτικών προσφύγων στη χώρα μας παρουσιάζεται ζοφερό. Είναι άλλο το ζήτημα αν θα χορηγηθεί ή όχι πολιτικό άσυλο στους 8 για λόγους απειλής στην δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Συνοψίζοντας η ελληνική αριστερά οφείλει α) να καταδικάσει το πραξικόπημα και την επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, β) να χειροκροτήσει την έξοδο του λαού στο δρόμο απέναντι στους πραξικοπηματίες, γ) να επισημάνει ότι το ίδιο πρέπει να κάνει ο τουρκικός λαός απέναντι σε κάθε καταπάτηση δικαιωμάτων και κατακτήσεών του, άρα και απέναντι στην κοινοβουλευτική δικτατορία, δ) να καλέσει τον τουρκικό λαό να παλέψει από κοινού με τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς στην περιοχή ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ και της ΕΕ με πρώτο βήμα την έξοδο Ελλάδας και Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, καθώς και τη σύγκρουση με την ΕΕ, την πολιτική και τις συνθήκες της, που έχουν συμβάλλει στην εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού και στις δυο πλευρές του Αιγαίου.

Share.

Comments are closed.