Δημοσιεύουμε την ομιλία του σ.Δημήτρη Σαραφιανού, μέλος της προσωρινής Π.Γ της ΛΑΕ και της Π.Γ της ΑΡΑΣ, στην εκδήλωση που διοργάνωσε το rproject με θέμα “Τι Αριστερά χρειαζόμαστε;” την Δευτέρα 29/2/2016.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
δύσκολα πράγματι θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί το Σεπτέμβρη πόσο γρήγορα θα ροκανιζόταν το πολιτικό κεφάλαιο του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από μαζικότατες κινητοποιήσεις σαν αυτές που είδαμε να αναπτύσσονται το τελευταίο χρονικό διάστημα (αν και σωστά είχαμε προβλέψει ότι η εφαρμογή του μνημονίου στο θέμα του ασφαλιστικού και των κόκκινων δανείων ήταν οι δυο μεγάλοι σκόπελοι που δύσκολα θα άφηναν αλώβητη οποιαδήποτε κυβέρνηση). Πλην όμως δεν θα πρέπει να κάνουμε το λάθος να νομίσουμε ότι οι κινητοποιήσεις αυτές θα έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα τη στροφή του κόσμου προς τα αριστερά, σε μια αντιμνημονιακή, αντι-ΕΕ κατεύθυνση. Το μνημονιακό πολιτικό κατεστημένο επιχειρεί να εγκλωβίσει τον κόσμο σε ένα ενδομνημονιακό δικομματισμό με την ΝΔ να εμφανίζεται ως ο υποστηρικτής της αγοράς και του ιδιωτικού τομέα (παρότι ακολουθεί την ίδια πολιτική ξεκληρίσματος των αγροτών και καταστροφής πλατιών μικροαστικών στρωμάτων ελευθέρων επαγγελματιών) και το ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται ως υποστηρικτής των δημοσίων υπαλλήλων (παρά τις διαρκώς ογκούμενες ιδιωτικοποιήσεις και την καταστροφή κάθε δημόσιας κοινωνικής δομής –ασφαλιστικό, νοσοκομεία, σχολεία κλπ). Μάλιστα στο έδαφος αυτών των κινητοποιήσεων αυτός ο δικομματισμός πιάνει και κοινωνικές ρίζες, ιδίως σε χώρους αγροτών και ελευθεροεπαγγελματιών, με την ηγεσία των τελευταίων να αποτείνεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να υποβάλλει τις δικές της προτάσεις για το ασφαλιστικό.
Ταυτόχρονα στη βάση της αντιμετώπισης του προσφυγικού από τη μια μεριά πράγματι ογκώνεται ένα εξαιρετικά σημαντικό κίνημα αλληλεγγύης, από την άλλη όμως ευρύτερα λαϊκά στρώματα διαποτίζονται με ρατσιστικά ιδεολογήματα (από την ισλαμοφοβία μέχρι το ότι «έρχονται γιατί τους ανοίξαμε τις πόρτες»).
Είναι όμως επίσης προφανές ότι στο έδαφος της εφαρμογής του μνημονίου διαμορφώνονται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις συγκρότησης μιας κοινωνικής συμμαχίας μεταξύ των εργαζομένων, της νεολαίας και των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου που καταστρέφονται.
Εχουμε συνεπώς άμεση ανάγκη από μια αριστερά που θα μπεί σφήνα στο νεο δικομματισμό και θα αμφισβητήσει τόσο με την κοινωνική της πρακτική, όσο και με το πρόγραμμά της, τον μνημονιακό μονόδρομο. Η αριστερά αυτή πρέπει ενιαιομετωπικά να πάρει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση του αναγκαίου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου του άλλου δρόμου: του δρόμου της σύγκρουσης με τα μνημόνια, το χρέος, το ευρώ και την ΕΕ.
Για να γίνει αυτό απαιτούνται:
- γραμμή μαζών στο κίνημα: πλατιές μετωπικές πρωτοβουλίες ανατροπής και σύγκρουσης για την υποστήριξη των λαϊκών συμφερόντων σε σύγκρουση με τις μνημονιακές-κυβερνητικές πολιτικές. Οχι πρωτοβουλίες που θα απευθύνονται μόνο στις συνειδητοποιημένες αριστερές πρωτοπορείες και που θα μετατρέπονται σε εξωκοινοβουλευτικά διαβούλια για το πού θα τοποθετηθεί ο τόνος, όχι όμως και υποχωρητισμός-συνεργασία με κυβερνητικούς συνδικαλιστές και στελέχη. Και φυσικά όχι κομματική περιχαράκωση τύπου ΚΚΕ που από τη μια καταγγέλεις όλους τους άλλους για αναχώματα και βερμπαλισμούς και από την άλλη λύνεις τις αγροτικές κινητοποιήσεις και αποφεύγεις να προκηρύξεις νεα πανεργατική απεργία σε συνεργασία με τον Παναγόπουλου.
- ενιαίο μέτωπο στη βάση του μεταβατικού προγράμματος (ανατροπή της λιτοτητας και των μνημονίων, στάση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, έξοδο από ΟΝΕ, σύγκρουση με τις πολιτικές και τις συνθήκες της ΕΕ). Είναι προφανές ότι οι άξονες αυτού του προγράμματος αλληλοδιαπλέκονται (όπως απέδειξε και η πραγματικότητα, ανατροπή της λιτότητας μέσα στην ευρωζώνη και χωρίς διαγραφή του χρέους δεν είναι δυνατή). Είναι όμως επίσης προφανές ότι μέσα στη συγκυρία υπάρχουν και κόμβοι αναμεταξύ τους: η έξοδος από την ΟΝΕ είναι ο βασικός κόμβος του προγράμματος γιατί όπως σωστά έχει τονισθεί, το ευρώ δεν είναι απλά ένα νόμισμα. Είναι ένα πρόγραμμα λιτότητας, ένα σύνολο κανόνων και μηχανισμών και πρωτίστως είναι ο πυκνωτής του συνασπισμού εξουσίας. Είναι ο μηχανισμός που ωθεί όλες τις μερίδες του κεφαλαίου να συνασπισθούν (ακόμα και αν τα λιγότερα ανταγωνιστικά κεφάλαια εκτίθενται στο διεθνή ανταγωνισμό χωρίς προστατευτικές δικλείδες) με αντάλλαγμα την εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή την πτώση του εργατικού κόστους και την αναίρεση των κατακτήσεων των εργαζομένων. Είναι επίσης ένας μηχανισμός που ωθεί τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων να προσδένονται στον συνασπισμό εξουσίας προκειμένου να κρατήσουν τις αποθησαυρίσεις παρελθόντων ετών. Οπως επίσης απέδειξε η πραγματικότητα (και το δημοψήφισμα ήταν ενδεικτική στιγμή), όσο λιγότερο αντιμετωπίζεις αυτό τον κόμβο, όσο απομακρύνεσαι από αυτόν μιλώντας για μέτωπα στη βάση της «λαϊκής εξουσίας», της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» κλπ, τόσο πιο ακίνδυνος γίνεσαι για το σύστημα. Και βέβαια αν δεν τον αντιμετωπίζεις καθόλου, νομίζοντας ότι με διαπραγματεύσεις (σκληρές ή ημίσκληρες) θα ξεφύγεις από το ευρωζωνικό πλαίσιο λιτότητας, τότε ενσωματώνεσαι με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Η κατεύθυνση λοιπόν του εναίου μετώπου στη βάση του μεταβατικού προγράμματος συνιστά ευθεία ρήξη με το παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ, με τα θολά αντινεοφιλελεύθερα μέτωπα (και η μεγάλη χαμένη ευκαιρεία για τη συγκρότηση του ήταν μέσα στο καμίνι του κινήματος των πλατειών). Και επειδή σε χώρες με κατώτερη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν υπάρχουν μερίδες του κεφαλαίου που να αισθάνονται αρκετά ισχυρές για να αντιμετωπίσουν τον σύγχρονο διεθνοποιημένο καπιταλισμό, έξω από το προστατευτικό (γι’ αυτές) πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, συνιστά επίσης τη μόνη επί της ουσίας αντικαπιταλιστική στρατηγική. Χρειαζόμαστε λοιπόν πράγματι μια αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά μια αριστερά που θα είναι επί της ουσίας και όχι ταυτοτικά αντικαπιταλιστική.
- άνοιγμα και εμβάθυνση της προγραμματικής συζήτησης χωρίς ευκολίες: τα λαϊκά στρώματα πραγματικά έχουν ανοιχτά τα αυτιά τους για να ακούσουν πώς αυτός ο άλλος δρόμος θα μπορέσει να τους εξασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης (επάρκεια σε τρόφιμα, φάρμακα, ενέργεια κλπ). Τμήματά τους είναι διατεθειμένα ακόμα και να ματώσουν, αλλά δεν θα ανεχθούν άλλες ευκολίες και κοροϊδίες (οι ευκολίες τελείωσαν με το ξεπούλημα του ΟΧΙ). Αντιλήψεις π.χ. ότι σε ένα δρόμο σύγκρουσης με το σύνολο των ιμπεριαλιστικών κέντρων θα βρεθούν κοινοτικά κονδύλια, ή εναλλακτικές πηγές δανειοδότησης από τρίτες χώρες –όπως η Ρωσία και η Κίνα- ή σύμμαχες μερίδες του κεφαλαίου που θα αντλούν συμφέροντα από την έξοδο από την ευρωζώνη συσκοτίζουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε σ’αυτό το δρόμο. Τέτοιες ρηχές αναλύσεις είναι πολύ πιθανόν να αντιμετωπισθούν με καχυποψία ως προσπάθεια αναβίωσης του συριζαϊκού μοντέλου (καθώς είναι πολύ πρόσφατες οι εξαγγελίες για τις αγορές που θα χορεύουν μέρα μεσημέρι)
- κατεύθυνση συγκρότησης ενός μαζικού λαϊκού κινήματος αντιπολίτευσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αριστερά οφείλει να έχει πρόταση εξουσίας. Και το μεταβατικό πρόγραμμα είναι ακριβώς τέτοια πρόταση, δεν είναι απλώς άξονες πάλης του κινήματος. Αν μη τι άλλο το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα υπάρξει συστημική κυβέρνηση διατεθειμένη να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα, αφού ακριβώς δεν υπάρχουν μερίδες του κεφαλαίου πρόθυμες να το υποστηρίξουν. Ομως για να γίνει αυτό το πρόγραμμα κτήμα των λαϊκών μαζών και για να μπορέσουν να διαμορφωθούν οι όροι για μια κυβέρνηση που θα το εφαρμόσει, απαιτούνται σκληροί συγκρουσιακοί αγώνες, απαιτείται η συγκρότηση θεσμών του κινήματος που θα στηρίζουν μια τέτοια κυβέρνηση. Δεν είναι ένα πρόγραμμα που μπορεί να «ανατεθεί» σε μια κυβέρνηση να το εφαρμόσει σε συνθήκες ομαλής κοινοβουλευτικής διαδοχής. Αλλωστε από μόνη της η εξαγγελία ακόμα και του «σωστού» προγράμματος, όσο αναγκαία και να είναι, δεν επαρκεί για τη συγκρότηση τέτοιων κινηματικών συνθηκών, πολλώ δε μάλλον με το σημερινό κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων
Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να αποφύγουμε τόσο έναν θεωρητικό αναχωρητισμό (απλά να θέσουμε τα ερωτήματα, να αναστοχαστούμε για τις στρατηγικές ήττες της αριστεράς), όσο και έναν στείρο κινηματισμό που δεν θα συγκροτεί τους πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους για την οικοδόμηση του αναγκαίου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου. Η ΛΑΕ έχει καταφέρει να συγκροτήσει πολιτικές επιτροπές σε όλη την Ελλάδα προβάλλοντας τους άξονες του μεταβατικού προγράμματος με μια ενιαιομετωπική λογική. Αυτή είναι μια κατάκτηση που πρέπει να διαφυλαχθεί, γιατί αν αυτός ο ιστός διασκορπισθεί θα μιλάμε για πολύ χειρότερες συνθήκες για το σύνολο του λαϊκού κινήματος. Αναμφίβολα από μόνη της δεν αρκεί, όπως αναπτύχθηκε και παραπάνω και σίγουρα έχουμε και πολλή δουλειά να κάνουμε (και στο κίνημα και προγραμματικά) και πολλούς σκοπέλους να αποφύγουμε. Εχουμε οπωσδήποτε επίσης ανάγκη από μια κατεύθυνση διεύρυνσης. Η απεύθυνσή μας προς άλλες δυνάμεις της αριστεράς και του δυναμικού που αποστοιχίζεται από το μνημονιακό μπλοκ ή άλλα αδιέξοδα σχέδια πρέπει να είναι διαρκείς και να παίρνει και πρακτικές όψεις (όπως π.χ. με πρωτοβουλίες κοινής δράσης και διαλόγου στη βάση όμως των κατευθύνσεων που αναπτύχθηκαν παραπάνω). Σίγουρα όμως επίσης πρέπει και να ασκούμε κριτική σε σεχταριστικές λογικές και πρακτικές, όπως και σε λογικές υποχωρητισμού και ενσωμάτωσης απ’ όπου κι αν προέρχονται.