ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΧΙ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ
Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΜΑΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ
της σ. Μαριάνας Τσίχλη, Υποψήφιας στην Β΄Αθηνών με τη Λαϊκή Ενότητα, μέλους της ΠΓ της ΑΡΑΣ
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών ήταν καταιγιστικές. Το εκκωφαντικό λαϊκό ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου, η ταχύτατη μνημονιακή μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγετικής του ομάδας και η ψήφιση του τρίτου μνημονίου, οι μαζικές ρήξεις που ακολούθησαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκρότηση της κίνησης της Λαϊκής Ενότητας, αλλά και η απομάκρυνση από το ΣΥΡΙΖΑ και άλλων ρευμάτων και αντιλήψεων πέρα από την Αριστερή Πλατφόρμα ανοίγουν μία περίοδο με νέες δυνατότητες. Το νέο μνημόνιο και τα μέτρα που το συνοδεύουν εξακολουθούν να αναπαράγουν στις αντιφάσεις της αστικής στρατηγικής, ενώ και το νέο μνημόνιο θα προσκρούσει στη μη βιωσιμότητα του χρέους στο βαθμό στον οποίο δεν προβλέπει καμία περικοπή του, και εξακολουθεί να μην είναι βιώσιμο. Τα δεδομένα αυτά δημιουργούν προϋποθέσεις αναπαραγωγής της αστάθειας και επανεμφάνισης της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης, που αυτή τη φορά φαίνεται να συμπεριλαμβάνει και το ΣΥΡΙΖΑ. Η δυναμική του ΟΧΙ που εκφράστηκε τόσο μέσα από το εύρος του, αλλά και από την ταξική πόλωση που αντανακλούσε η κοινωνικοταξική του σύνθεση, αλλά και η μαζικότητα των συγκεντρώσεων για την υποστήριξη του ΟΧΙ αποτελούν δείκτες των δυνατοτήτων για το άνοιγμα ενός νέου κύκλου ριζοσπαστικοποίησης. Όμως, οι δυναμικές που χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο παραμένουν αντιφατικές και η εξέλιξή τους θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από το εάν το ρεύμα του ΟΧΙ και ιδιαίτερα το υποσύνολο εκείνο που μπορεί να συστρατευθεί στην κατεύθυνση του «ΟΧΙ μέχρι τέλους» θα μπορεί να βρει πολιτική έκφραση.
Το κεντρικό διακύβευμα αυτής της περιόδου είναι εάν θα μπορέσει στη μάχη των επικείμενων εκλογών να εκφραστεί και να πετύχει επαρκή πολιτικά και εκλογικά αποτελέσματα το κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που μπορεί να συσπειρωθεί γύρω από την κατεύθυνση του ΟΧΙ μέχρι τέλους. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη και ο κίνδυνος να αποτυπωθεί σημαντική αναντιστοιχία ανάμεσα στις διαθέσεις των λαϊκών μαζών και στο πολιτικό και εκλογικό αποτέλεσμα και τη σύνθεση της νέας βουλής είναι υπαρκτός. Εάν το ρεύμα αυτό δεν μπορέσει να επιτύχει την επαρκή πολιτική και κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, θα πρόκειται για μία σημαντική υποχώρηση σε σχέση με τα πολλαπλά ρήγματα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο που άνοιξαν την πενταετή περίοδο της εφαρμογής των μνημονίων. Ρήγματα που ξεκίνησαν με τις παρατεταμένες λαϊκές κινητοποιήσεις της περιόδου 2010 – 2012, οδήγησαν στην μαζική στροφή προς τα αριστερά και την αποσταθεροποίηση του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος, στην ανάδειξη μίας κυβέρνησης με αριστερό ρεφορμιστικό πρόσημο και στην ταξική σύγκρουση που αποκρυσταλλώθηκε στο ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Μία ενδεχόμενη υποχώρηση θα έχει μακροπρόθεσμες πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις, που θα διαμορφώνουν τον κίνδυνο της ανάλωσης και αντιστροφής της κοινωνικοπολιτικής δυναμικής του ΟΧΙ και της μεσοπρόθεσμης σχετικής σταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού. Σε αυτή την περίπτωση, θα διευρυνθεί η απογοήτευση, αλλά και ο κίνδυνος της διοχέτευσης της λαϊκής δυσαρέσκειας σε αντιδραστικές πολιτικές κατευθύνσεις.
Αυτή η επιδίωξη καθορίζει την πολιτική των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών, του αστικού πολιτικού προσωπικού, ακόμα και της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Η προσπάθεια πολιτικής οριοθέτησης του ρεύματος του ταξικού όχι και της εξόδου από την Ευρωζώνη, είναι και ο λόγος που τα ιμπεριαλιστικά κέντρα αλλά και το αστικό πολιτικό προσωπικό επεδίωξαν να διεξαχθούν οι εκλογές με τόσο εσπευσμένο τρόπο για να μην υπάρξει επαρκής χρόνος συγκρότησης ενός μετώπου γύρω από τους άξονες του μεταβατικού προγράμματος που θα πλαισιώνεται από ένα μεγάλο εύρος ρευμάτων και αντιλήψεων και θα έχει μεγάλη κοινωνικοπολιτική δυναμική. Αυτός είναι επίσης ο λόγος που το σύνολο του πολιτικού συστήματος, συνεπικουρούμενο από τα ΜΜΕ, στοχοποιεί και επιτίθεται στη Λαϊκή Ενότητα και στα ρεύματα που διαφοροποιούνται από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που αντιλαμβάνονται ότι τα ρεύματα αυτά μπορούν να αποτελέσουν πυρήνα μίας τέτοιας έκφρασης.
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται, είναι εάν μπορεί σήμερα να συγκροτηθεί μία μετωπική συσπείρωση δυνάμεων, η οποία θα μπορεί με μαζικό και λαϊκό τρόπο να απευθυνθεί σε αυτό το κοινωνικό ρεύμα, προβάλλοντας ότι υπάρχει μία εναλλακτική και άμεσα εφικτή διέξοδος από την κρίση προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων. Λαμβάνοντας υπόψη την κρισιμότητα της συγκυρίας, όλες οι πολιτικές δυνάμεις και αντιλήψεις που αναφέρονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην κατεύθυνση του ΟΧΙ μέχρι τέλους, πρέπει να δώσουν συγκεκριμένες απαντήσεις, χωρίς υπεκφυγές που θα παραπέμπουν τα ερωτήματα σε χρόνο μετά τις εκλογές.
Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Η περίοδος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, οι διαδοχικές πολιτικές και προγραμματικές διολισθήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, με αποκορύφωμα την εξευτελιστική μετατροπή του λαϊκού ΟΧΙ σε ΝΑΙ και την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, αποτέλεσαν τους καταλύτες της παταγώδους κατάρρευσης των καταστατικών μύθων πάνω στους οποίους συγκροτήθηκε η πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ:
-
Ο μύθος περί ισχυρής διαπραγμάτευσης και διεργασιών ανατροπής της λιτότητας που θα βρουν ανταπόκριση στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, που βασιζόταν μεταξύ άλλων στην εκτίμηση ότι υπάρχουν ακόμα και αστικές κοινωνικό πολιτικές δυνάμεις που θέλουν το τέλος της λιτότητας ειδικά στις χώρες του Νότου. Η πραγματικότητα απέδειξε ότι οι αστικές τάξεις των χωρών της Ευρωζώνης αντιμάχονταν λυσσαλέα μία τέτοια εξέλιξη και συνασπίζονταν γύρω από την κόκκινη γραμμή της συνέχειας της αποπληρωμής του ελληνικού δημόσιου χρέους, με τη συνεπαγόμενη συνέχεια και επέκταση των πολιτικών της λιτότητας, ως όρο για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
-
Ο μύθος ότι μπορούν να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης οι υποτιθέμενες αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, στο βαθμό που οι ΗΠΑ ακολουθούν μία αντικυκλική πολιτική και θα μπορούσαν να επιδράσουν μέσα στην Ε.Ε. για την στήριξη της Ελλάδας. Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης προς την τελική συμφωνία, αποδείχθηκε ότι την ίδια στιγμή που στο επιφαινόμενο οι ΗΠΑ μπορεί να εμφάνιζαν μία πιο ανεκτική στάση, το ΔΝΤ θέτει τις πιο αυστηρές προϋποθέσεις σε εκείνα τα πεδία (εργασιακά, μείωση του κόστους εργασίας, μείωσης της φορολογίας του κεφαλαίου) που αφορούν στρατηγικές αντιλήψεις της αμερικάνικης αστικής τάξης για τη συγκρότηση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας σε διεθνές επίπεδο.
-
Ο μύθος ότι οι κυρίαρχες τάξεις στην ΟΝΕ και ειδικά αυτές που έχουν κερδίσει το μεγαλύτερο μερίδιο από το σχηματισμό της θα εκβιάζονταν από μία απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, γιατί κάτι τέτοιο θα συμπαρέσυρε το σύνολο της Ευρωζώνης. Η στάση των ελίτ των αστικών τάξεων και ειδικότερα της γερμανικής απέδειξαν ότι κάτι τέτοιο πολύ απέχει από την πραγματικότητα. Αφενός γιατί οι οικονομικές επιπτώσεις μίας ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από την ΟΝΕ θα ήταν καταρχήν περιορισμένες, αφ’ ετέρου γιατί ένα ενδεχόμενο περικοπής του ελληνικού χρέους, ή αμοιβαιοποίησής του, θα δημιουργούσε προσδοκίες για μία αντίστοιχη αντιμετώπιση όχι μόνο από τις αστικές τάξεις των άλλων κρατών, αλλά και από τα λαϊκά στρώματα σε σχέση με το ιδιωτικό χρέος. Εκτός από τις πολιτικές επιπτώσεις, αυτό θα είχε και άμεσες οικονομικές επιπτώσεις κυρίως στη Γερμανία. Η οποία από την μία πλευρά αποσπά σημαντικά οικονομικά οφέλη αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος, λόγω του ότι τα κρατικά ομόλογα έχουν αρνητικά επιτόκια, ενώ τα τραπεζικά και άλλα επιχειρηματικά ομόλογα πολύ χαμηλά επιτόκια, ενώ από την άλλη πλευρά σε περίπτωση αμοιβαιοποίησης του χρέους θα σήκωνε το βάρος της εγγύησης του αξιόχρεου του συνόλου των κρατών στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Ήταν αυτές οι παραδοχές που οδήγησαν στη στρατηγική κατάρρευση του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ, ενός σχεδίου που από πλευράς της ηγετικής του ομάδας στόχευε στη διαμόρφωση μίας νέας αριστερής σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα του μνημονίου. Στην κατάρρευση του σχεδίου ΣΥΡΙΖΑ εκτός από τα δομικά στοιχεία της πολιτικής και της φυσιογνωμίας του έπαιξαν υποβοηθητικό ρόλο και οι στοχευμένες επιλογές της ηγετικής ομάδας, όπως η επιλογή της άσκησης πολιτικής διά του αστικού κράτους, χωρίς κανένα βαθμό ενεργοποίησης των λαϊκών μαζών, η συνεργασία με τμήματα του σημιτικού «εκσυγχρονιστικού» πολιτικού και τεχνικού προσωπικού και κυρίως η επιλογή Παυλόπουλου για την Προεδρεία της Δημοκρατίας που κατά τη γνώμη μας , ήταν ενταγμένη σε μία στρατηγική θεσμικού εγκλωβισμού της αριστεράς και θωράκισης του αστικού κράτους απέναντι στο ενδεχόμενο εξόδου από την Ευρωζώνη. Τα όσα έχουν αποκαλυφθεί τις τελευταίες εβδομάδες για την προετοιμασία Παυλόπουλου – Στουρνάρα, ώστε να ανατρέψουν ενδεχόμενη επιλογή της κυβέρνησης για ρήξη με τους δανειστές μετά το δημοψήφισμα, μέσω της μη υπογραφής από τον ΠτΔ διατάγματος για την κυκλοφορία ειδικών χρεωστικών σημειωμάτων IOU, και άλλων μέτρων στην κατεύθυνση ανατροπής της κυβέρνησης εφ όσον επέμενε στο όχι του δημοψηφίσματος είναι ενδεικτικά.
Ταυτόχρονα, επιβεβαιώθηκε ότι η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, του συγκερασμού αντιθετικών πολιτικών τάσεων, με στοιχείο συνοχής την διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, το πολιτικό πρόγραμμα σε δεξιά κατεύθυνση με αποδοχή της συμμετοχής στο Ευρωενωσιακό πλαίσιο, η άσκηση πολιτικής κυρίως γύρω από το ζήτημα των εκλογών και μέσω του προσώπου του αρχηγού και κύκλων εμπιστοσύνης που αξιοποιούν τους μηχανισμούς – του κράτους ή του κόμματος- λόγω της προβολής στα ΜΜΕ, χρεοκόπησαν.
Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση αποτελούσε μία αμυντική έκφραση λαϊκών συμφερόντων, δε συγκροτούσε κάποιο εναλλακτικό σχέδιο της αστικής τάξης για την απόσβεση της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από την άσκηση μίας πιο φιλολαϊκής πολιτικής, ήταν όμως μία λύση που υπό προϋποθέσεις γινόταν ανεκτή από την ελληνική αστική τάξη και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ενώ ταυτόχρονα, οι πολιτικές και προγραμματικές κατευθύνσεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ είχαν εγγεγραμμένο ως βασικό – όχι όμως βέβαιο – ενδεχόμενο την τελική μνημονιακή προσαρμογή. Συνακόλουθα, δεν υπήρχε η δυνατότητα σταθεροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ στο κέντρο της πολιτικής σκηνής για μακρό χρονικό διάστημα. Με το πέρασμα του χρόνου, ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη, γινόταν όλο και πιο καθαρό ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα ολοκλήρωνε τη μνημονιακή προσαρμογή, την οποία θα ακολουθούσαν σημαντικές ρήξεις στο εσωτερικό του κόμματος, αλλά και σημαντικές αποστοιχίσεις του κοινωνικού δυναμικού που υποστήριξε πολιτικά το ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά. Σήμερα, η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται στο σύνολό της.
ΜΕ ΠΟΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Από την άλλη πλευρά, η κατάρρευση της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε, με πιο καθαρό τρόπο από ότι η περίπτωση της Κύπρου το 2013, ότι δεν μπορεί να υπάρξουν δυνατότητες άσκησης στοιχειωδώς φιλολαϊκής πολιτικής μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της ΕΕ. Η ΕΕ, και το θεσμικό της πλαίσιο, αποτελούν τη δύναμη κρούσης των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων για την επιβολή, διεύρυνση και σταθεροποίηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στα κράτη – μέλη, αλλά και γενικότερων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, εφόσον αποτελεί ένα συνασπισμό των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων κάτω από την ιμπεριαλιστική ηγεμονία της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας, που προϋπάρχει της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού στην Δυτική Ευρώπη. Έτσι δεν πρέπει να ταυτίζουμε το ευρύτερο σχέδιο των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων για την συγκρότηση ενός ενιαίου οικονομικού χώρου που συνδυάζεται με τα πολιτικά χαρακτηριστικά του Ευρωενωσιακού ιμπεριαλιστικού συνασπισμού με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές της Ε.Ε. Ωστόσο είναι αναμφίβολο, ότι η Ε.Ε. και ακόμα περισσότερο η συγκρότηση της Ευρωζώνης έπαιξε καίριο ρόλο στην επιβολή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στην Δ. Ευρώπη και μετασχηματίστηκε και η ίδια μέσα από την διαδικασία αποδιάρθρωσης κεκτημένων και δικαιωμάτων των εργαζόμενων τάξεων στα δυτικο ευρωπαϊκά κράτη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάθε προσπάθεια για τη λήψη μέτρων σε φιλολαϊκή κατεύθυνση – έστω και με τόσο ελάχιστη κοινωνική αντανάκλαση όσο το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης – θα προσκρούει εξαρχής στους ασφυκτικούς όρους που διαμορφώνει η ένταξη της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Ειδικά η διαμόρφωση της ΟΝΕ, ενέτεινε τις διαδικασίες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, της νεοφιλελεύθερης απορύθμισης και επαναρύθμισης στο έπακρο και διαμόρφωσε νέους ποιοτικούς όρους για την αστική επίθεση απέναντι στις εργαζόμενες τάξεις αλλά και για την ένταση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ των κρατών. Η συγκρότηση της ΟΝΕ, είχε σα στόχο την εμβάθυνση του ενιαίου οικονομικού χώρου, με την άρση των όποιων προστατευτικών φραγμών, με βασικότερο αλλά όχι αποκλειστικό την διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών μέσω της υποτίμησης ή και της ανατίμησης των εθνικών νομισμάτων. Η άρση των φραγμών που προστάτευαν τα λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια των διαφορετικών κρατών ή και επιμέρους κλάδων, δημιουργούσαν πιέσεις εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης στα λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια και στροφή σε ένα συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας, κυρίως όμως καθιστούσαν – και στα πιο αναπτυγμένα αλλά και στα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη – το συντελεστή των μισθών και την εσωτερική υποτίμηση τον κύριο παράγοντα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ειδικά για τις χώρες με την πιο αδύναμη παραγωγική δομή, την μικρότερη ποιοτική εξειδίκευση και την χαμηλότερη συγκέντρωση κεφαλαίου. Η ΟΝΕ, διαμορφώνοντας έναν ενιαίο οικονομικό χώρο για κεφάλαια με διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας, με αποκλίσεις στους ρυθμούς και στην ποιότητα της συσσώρευσης κεφαλαίου, μεσοπρόθεσμα ενέτεινε τις παραγωγικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών στο εσωτερικό της, διαμορφώνοντας, σε συνδυασμό με την γενικότερη κρίση του νεοφιλελευθερισμού, τις συνθήκες μίας καταστροφικής κρίσης.
Πρόκειται για μία στρατηγική επιλογή των κυρίαρχων τάξεων, που είχε τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις και πρέπει να είναι απόλυτα σαφές ότι όλη την τελευταία περίοδο η κυρίαρχη αντίθεση μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργασίας στην Ελλάδα, συμπυκνώνεται στην παραμονή ή όχι στην ΟΝΕ και της συνακόλουθης σύγκρουσης με το θεσμικό πλαίσιο και τις πολιτικές της ΕΕ. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου, τα αστικά κόμματα και το σύνολο των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους συνασπίζονται γύρω από αυτή την κατεύθυνση χωρίς καμία ρωγμή όλη την πενταετία του μνημονίου, ακόμα και με δεδομένο ότι αυτή η κατεύθυνση διαμορφώνει τους όρους για τη διαλυτοποίησή τους (ΠΑΣΟΚ), ή τη σημαντική τους οριοθέτηση (ΝΔ). Το εύρος και η αποφασιστικότητα αυτού του συνασπισμού έγινε απολύτως καθαρό τις ημέρες πριν από το δημοψήφισμα. Κατ΄ αντιστοιχία, αναγκαίος άξονας για ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση προς όφελος των εργαζόμενων τάξεων, είναι η τοποθέτηση στην αντίπερα όχθη αυτής της στρατηγικής, η κατεύθυνση της άμεσης εξόδου από την ΟΝΕ και της σύγκρουσης και ρήξης με τις πολιτικές και το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ. Αυτή είναι και η διαχωριστική γραμμή που σήμερα καθορίζει την ταξική θέση που παίρνουν οι πολιτικού σχηματισμοί και το αν η πολιτική τους στρατηγική μπορεί ή όχι να ενσωματωθεί σε μία εναλλακτική αστική διαχείριση.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν την αναγκαία κατεύθυνση για τις δυνάμεις της αριστεράς, ιδιαίτερα των επαναστατικών και ριζοσπαστικών ρευμάτων της. Είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ αναγκαία η διαμόρφωση όρων για τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση ρευμάτων, αντιλήψεων και αγωνιστών σε ένα αριστερό, ριζοσπαστικό κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, το οποίο θα έχει ως πεδίο προγραμματικής συμφωνίας εκείνο το πλαίσιο που έρχεται σε σύγκρουση με τους βασικούς πυλώνες της αστικής στρατηγικής όπως αυτή διαμορφώνεται την τελευταία πενταετία. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο πρέπει να αποσαφηνίζονται τα εξής:
-
Ότι το αναγκαίο πρόγραμμα περιλαμβάνει α) κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, β) στάση πληρωμών και διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, γ) την έξοδο από την ΟΝΕ και την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, δ) κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων, ε) σύγκρουση και ρήξη με τις πολιτικές της ΕΕ.
-
Ότι το πλαίσιο αυτό είναι μεταβατικό. Αποτελεί δηλαδή ένα πλαίσιο συνεκτικών στόχων – κρίκων που μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα από ένα πολιτικό υποκείμενο που θα εκφράζει μία ταξική κοινωνική συμμαχία των στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση. Τα στρώματα που μπορούν να συγκροτήσουν μία τέτοια κοινωνική συμμαχία σε μία χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού, όπως η Ελλάδα, αποτέλεσαν τον πυρήνα του ταξικού ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου: εργατοϋπάλληλλοι, νεολαία, αγροτικά στρώματα, κατώτερα στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί ένα πλαίσιο στόχων, η εφαρμογή των οποίων θα αναδιατάξει το συσχετισμό δύναμης και θα διαμορφώσει δρόμους για συνολικότερες ανατροπές σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
-
Ότι η εφαρμογή αυτού του πλαισίου δεν μπορεί να καταστεί εφικτή μόνο με την κατάληψη του κυβερνητικού κέντρου από ένα πολιτικό σχηματισμό της αριστεράς. Η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας αποτελεί μόνο πλευρά της διαπάλης για την κατάκτηση συνολικά της πολιτικής εξουσίας. Η επιβολή ενός τέτοιου προγράμματος απαιτεί ευρύτερες συγκρούσεις και ρήξεις, την αποδοχή από μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων τάξεων της αναγκαιότητας κοινωνικής οργάνωσης στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, αλλά και τις ανάλογες ιδεολογικές και πολιτικές πρακτικές μέσα στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους. Απαιτεί με άλλα λόγια τη συγκρότηση ενός αντιηγεμονικού μπλοκ που θα διαμορφώνει όρους αποδιοργάνωσης και κρίσης της ηγεμονικής στρατηγικής της αστικής τάξης. Κάτι τέτοιο μπορεί να περνάει μόνο μέσα από τη διαρκή πολιτική και κοινωνική κινητοποίηση των μαζών που θα πρέπει να αποτελεί κεντρικό σημείο της κατεύθυνσης και της φυσιογνωμίας ενός αριστερού κοινωνικοπολιτικού μετώπου.
Η ρήξη πολλαπλών και σημαντικών ρευμάτων και αντιλήψεων με τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με την πολιτική στρατηγική του (τα οποία δεν περιορίζονται στην Αριστερή Πλατφόρμα που συγκρότησε τον αρχικό πυρήνα της Λαϊκής Ενότητας, αλλά αντίθετα συμπεριλαμβάνουν και πολλά και διαφορετικά ρεύματα) είναι δείκτης ότι σήμερα μπορούν να διαμορφωθούν οι πολιτικοί όροι για τη συγκρότηση μίας πολιτικής συμμαχίας που μπορεί να αποτελέσει τη μαγιά για τη συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου. Ταυτόχρονα, σε ένα τέτοιο μέτωπο είναι αναγκαία η παρουσία και η συγκροτημένη παρέμβαση των αντικαπιταλιστικών πολιτικών δυνάμεων και ρευμάτων, ώστε να διευρύνεται και να σταθεροποιείται στο εσωτερικό του η επιρροή των επαναστατικών αντιλήψεων και ιδεών. Συστατικές δυνάμεις μίας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας σήμερα θα μπορούσαν να είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΜΑΡΣ, οι δυνάμεις που διαφοροποιήθηκαν από το ΚΚΕ οι δυνάμεις που ήρθαν σε ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ και συγκρότησαν τη Λαϊκή Ενότητα, οι υπόλοιπες δυνάμεις που διαφοροποιούνται και συγκρούονται με την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ (αριστερά των 53, δυνάμεις προερχόμενες από το ΚΚΕ εσ., τις συσπειρώσεις, πλειοψηφία της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ κ.ο.κ.).
ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ
Στο εσωτερικό του χώρου της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, αλλά και από το ΚΚΕ, την τελευταία περίοδο εκφράστηκαν τοποθετήσεις που επιχειρούν να αιτιολογήσουν μία – σε μεγάλο βαθμό προειλημμένη – πολιτική επιλογή, με την άσκηση μίας αρκετά επιθετικής πολιτική κριτικής στα προγραμματικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της Λαϊκής Ενότητας, η οποία δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα.
Καταρχήν πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι το βασικό κριτήριο στο οποίο θα πρέπει κανείς να στηρίζει οποιαδήποτε εκτίμηση για τα χαρακτηριστικά ενός εγχειρήματος είναι το στοιχείο του προγράμματος. Το κατά πόσο δηλαδή κάθε συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση έρχεται σε σύγκρουση με τους βασικούς άξονες της στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών, αν παίρνει σαφή θέση στην κυρίαρχη αντίθεση όπως διαμορφώνεται στην περίοδο και αν κατ’ ακολουθία μπορεί να ενσωματωθεί στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής αστικής διαχείρισης.
Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διαμορφώθηκε μετά το 2012 και ειδικά με το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, δεν υπήρχε η δυνατότητα έκφρασης ουσιαστικών συμφερόντων των λαϊκών τάξεων, και γιατί τα μέτρα τα οποία δήλωνε ότι θα εφαρμόσει θα είχαν πολύ μικρές επιπτώσεις ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα της οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και διότι ακόμα και ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τις ευρωπαϊκές και την ελληνική αστική τάξη. Ένα πρόγραμμα παραμονής στην ευρωζώνη αντικειμενικά δεν αφήνει περιθώρια σε όλη αυτή τη συγκυρία για την έκφραση έστω και υποτελών πτυχών των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων. Τόσο γιατί οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις δεν κάνουν καμία παραχώρηση, αλλά και περαιτέρω γιατί η συγκρότηση της ΟΝΕ και ειδικά η εξέλιξη της μετά την κρίση, καθιστά ως μόνο παράγοντα σταθεροποίησης της ανταγωνιστικότητας των πιο δομικά αδύνατων οικονομιών την εσωτερική υποτίμηση και μία νέα θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, που παράγει θύλακες φτωχοποίησης, ταυτόχρονα με θύλακες υψηλής κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ήταν ακριβώς αυτό το πολιτικό πρόγραμμα, σε συνδυασμό με τα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά της ηγετικής ομάδας και των στρωμάτων που διαχρονικά εκπροσωπούσε πολιτικά Ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ, που καθιστούσαν ως κύριο ενδεχόμενο την διολίσθηση προς τη μνημονιακή προσαρμογή.
Αντίθετα, το προγραμματικό πλαίσιο που διαμορφώνεται στο πλαίσιο της κίνησης της Λαϊκής Ενότητας, έχει αριστερά, ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά και κινείται σε ανάλογη κατεύθυνση με το μεταβατικό πρόγραμμα. Από το ίδιο το περιεχόμενό του αποδεικνύεται ότι δεν ισχύουν οι κριτικές ότι αποτελεί πρόταση φιλολαϊκής, αντιμνημονιακής διαχείρισης στα πλαίσια της ΕΕ και της ευρωζώνης, ή προγραμματικό πλαίσιο παραγωγικής ανασυγκρότησης για μία άλλη, κοινωνικά δικαιότερη καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντίθετα, στη συγκεκριμένη συγκυρία, που δεν υπάρχουν μερίδες της αστικής τάξης, οι οποίες συγκροτούνται σε κοινωνική δύναμη, που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, αλλά και κανένα περιθώριο κοινωνικών συμβιβασμών και παραχωρήσεων στα λαϊκά στρώματα, ένα τέτοιο πλαίσιο δεν είναι ενσωματώσιμο και φέρει αντικειμενικά ριζοσπαστικούς και αντικαπιταλιστικούς προσδιορισμούς. Ένα τέτοιο πλαίσιο συνιστά ένα εντελώς επαρκές πεδίο προγραμματικής συμφωνίας και η εμβάθυνσή του θα αποτελεί διαρκές πεδίο διαπάλης.
Πρόκειται για σεκταριστική, αριστερίστικη τύφλωση που διαστρεβλώνει το προγραμματικό πλαίσιο της Λαϊκής Ενότητας και το ρόλο που αναλαμβάνει στην πολιτική σκηνή ως ο μόνος εκφραστής του ταξικού όχι του δημοψηφίσματος αλλά και της πολιτικής στρατηγικής της άμεσης εξόδου από την Ευρωζώνη και της σύγκρουσης με το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. Η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επέλεξε να μην εμπλακεί στη διαπάλη για τη συγκρότηση όλων αυτών των ρευμάτων σε μία μετωπική συσπείρωση με αντιφατικά, αλλά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά και αντικαπιταλιστικούς προσδιορισμούς. Επέλεξε το δρόμο της «επαναστατικής καθαρότητας», της συγκρότησης συμμαχιών μόνο με όσους συμφωνούν πολιτικά στο σύνολο του πολιτικού πλαισίου, του στρατηγικού στόχου, αλλά ακόμα και στη μεθοδολογία για την επίτευξη του στρατηγικού στόχου. Είναι η ίδια αντίληψη που καταλήγει στην αδυναμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να παίξει πολιτικό ρόλο και να ανατρέψει τους συσχετισμούς, σε μία περίοδο που συντελείται πραγματική κοσμογονία στο πολιτικό επίπεδο.
Η ΛΑΕ, μέσα και από το πρόγραμμα της και την πολιτική της παρουσία (χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Π. Λαφαζάνη στην παρουσίαση της προγραμματικής της διακήρυξη) έχει ως κυρίαρχο στρατηγικό στοιχείο την άμεση έξοδο από την Ευρωζώνη. Έχει επίγνωση ότι μία τέτοια κίνηση θα έχει σαν αποτέλεσμα την σύγκρουση με το ευρωενωσιακό πλαίσιο, και σε αυτή την περίπτωση η ΛΑΕ προτάσσει την εφαρμογή του αριστερού ριζοσπαστικού προγράμματος καλώντας μέσω δημοψηφίσματος το λαό σε αποχώρηση και από την Ε.Ε. Προφανώς αυτό το πρόγραμμα, δεν έχει σχέση με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά συνιστά τομή και ρήξη σε σχέση με αυτό. Και αυτή η τομή δεν αφορά μόνο στην Αριστερή Πλατφόρμα, που εξέταζε το ενδεχόμενο εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος με πιο διαυγή τρόπο μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και πήρε την αποφασιστική πρωτοβουλία ρήξης με αυτόν στη βάση ενός εντελώς διαφορετικού προγράμματος, αλλά και για άλλες τάσεις που αποδεσμεύονται από το ΣΥΡΙΖΑ (πλειοψηφία της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ), ή συνεργάζονται με την ΛΑΕ, και προέρχονται από την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έθεταν θέμα εξόδου από την Ευρωζώνη, όπως η κίνηση για το ανοιχτό όχι, ή η Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση, και οι οποίες τροποποιήσαν την θέση τους με βάση την εμπειρία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, τη στάση του ιμπεριαλιστικού μηχανισμού της Ε.Ε. αλλά και την ταξική σύγκρουση του δημοψηφίσματος.
Για αυτό και επειδή η ΛΑΕ, είναι η μόνη που μπορεί να εκφράσει σήμερα την ταξική πλευρά μιας άλλης ριζικά διαφορετικής στρατηγικής στην πολιτική σκηνή, δέχεται συντονισμένη επίθεση από όλο τον αστικό συνασπισμό. Δεν είναι μόνο, όπως προαναφέραμε, ότι οι εκλογές έγιναν εσπευσμένα για να εκκαθαριστούν οι αριστερές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ από την πολιτική σκηνή, αλλά και οι επιθέσεις στο πρόσωπο του Π. Λαφαζάνη, και της Ζ. Κωνσταντοπούλου, οι αναφορές για «λήσταρχους», δραχμιστές που προέρχονται από εμφανή και αφανή κέντρα εξουσίας. Πρόθυμα σε αυτές τις επιθέσεις συμβάλλουν και αριστερές δυνάμεις όπως το ΚΚΕ, συνεχίζοντας τον πολιτικό κατήφορο που αναδείχθηκε με τη στάση του στο δημοψήφισμα.
Απαντώντας με θετικό τρόπο στο ερώτημα εάν η προγραμματική πρόταση αποτελεί επαρκές πεδίο πολιτικής συμφωνίας, το – επίσης κρίσιμο – ζήτημα που ακολουθεί είναι αυτό της φυσιογνωμίας και της δημοκρατικής συγκρότησης. Είναι σαφές ότι η πολιτική συνεργασία πρέπει να συγκροτείται με συγκεκριμένες εγγυήσεις δημοκρατικής λειτουργίας και εξασφάλισης της αυτοτέλειας των οργανώσεων και ρευμάτων που συμμετέχουν σε αυτή. Οι αναγκαίοι άξονες είναι: α) ελευθερία δημόσιας έκφρασης των ιδιαίτερων αντιλήψεων κάθε επιμέρους συνιστώσας που θα συμμετέχει στη συνεργασία, εφόσον δεν έρχονται σε συνολική σύγκρουση με το πλαίσιο πολιτικής συμφωνίας, β) πολυμέρεια και δημοκρατικοί όροι στην εκπροσώπηση της συνεργασίας, εξασφάλιση ότι ο δημόσιος λόγος και η παρουσία της συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα δε θα μονοπωλείται, δ) ανοιχτό και δημοκρατικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων για την προεκλογική δουλειά και παρουσία, συγκρότηση πανελλαδικού συντονιστικού της εκλογικής συνεργασίας με συμμετοχή των τάσεων που την απαρτίζουν, που θα θέτει τις βασικές κατευθύνσεις του πολιτικού σχεδιασμού και των πολιτικών πρωτοβουλιών, ε) μαζικός, λαϊκός λόγος και ζωντανή φυσιογνωμία της συνεργασίας στη δημόσια παρουσία της, με έμφαση στη νεολαία.
Είναι επίσης στοιχείο αποφασιστικής σημασίας η διαμόρφωση μίας φυσιογνωμίας και διαδικασιών που θα εμπλέκουν στο εγχείρημα της συνεργασίας ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό δυναμικό. Είναι αναγκαίες οι διαδικασίες συγκρότησης μαζικών επιτροπών βάσης, με ανοιχτό κάλεσμα σε όλο εκείνο το πλατύ κοινωνικοπολιτικό δυναμικό που αποστρατεύεται από το ΣΥΡΙΖΑ και αναζητά ριζοσπαστικές διεξόδους πολιτικής έκφρασης. Αυτές οι επιτροπές θα πρέπει να οργανώνουν πολιτικές συζητήσεις, προωθώντας τόσο την όσμωση μεταξύ των διαφορετικών ρευμάτων και αντιλήψεων αλλά και ταυτόχρονα διαμορφώνοντας όρους και πεδία πολιτικής συζήτησης με ένα ευρύτερο κοινωνικό δυναμικό και ενισχύοντας τη σύναψη σχέσεων με αυτό.
Επιπλέον, ο δημόσιος λόγος της συνεργασίας θα πρέπει να έχει τέτοια χαρακτηριστικά που θα μπορούν να διεμβολίζουν τα κοινωνικά στρώματα στα οποία απευθύνεται η πολιτική κατεύθυνση του μεταβατικού προγράμματος. Με δεδομένο ότι η συνολική πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ χρεοκόπησε, το μόνο που δεν χρειάζονται τα στρώματα αυτά, αλλά και τα πολιτικά εγχειρήματα της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς, είναι η φυσιογνωμία ενός ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει συνεπής στις προγραμματικές του δεσμεύσεις. Με αυτή την έννοια, το εγχείρημα της Λαϊκής Ενότητας πρέπει να είναι απαλλαγμένο από τις κατευθύνσεις του αριστερού κυβερνητισμού, της φυσιογνωμίας της απεύθυνσης σε εθνικό ακροατήριο χωρίς ταξικό πρόσημο και ταξικές αναφορές, της αναπαραγωγής δομικών παθογενειών του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η φυσιογνωμία είναι αναγκαία προϋπόθεση, τόσο για την επιτυχία στην εκλογική μάχη, όσο και για τη διαμόρφωση πολιτικών όρων για την εμβάθυνση της πολιτικής συνεργασίας στην κατεύθυνση της συγκρότησης μίας μετωπικής συσπείρωσης που θα έχει δυναμική μεγαλύτερη από το άθροισμα των συνιστωσών της. Η οποία θα είναι ικανή να ανοίξει δρόμους για ευρείες ανασυνθέσεις στην αριστερά και το κυριότερο θα μπορεί να εκφράσει εκείνα τα στρώματα και τις μερίδες των λαϊκών τάξεων, όπως η νεολαία, οι αποκλεισμένοι και τα κατώτερα τμήματα της εργατικής τάξης, που ενώ κατ’ εξοχήν τα συμφέροντά τους μπορούν να εκπροσωπηθούν από το μεταβατικό πρόγραμμα φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση, είναι και αυτά που διατηρούν την μεγαλύτερη απόσταση από την πολιτική σκηνή και τις πολιτικές πρακτικές.
Το κοινωνικοπολιτικό δυναμικό του ΟΧΙ μέχρι τέλους δε χρειάζεται καθησυχασμό, αλλά καθαρές πολιτικές απαντήσεις. Άλλωστε, όλοι όσοι δουλέψαμε από κοινού πριν και μετά το δημοψήφισμα, έχουμε πλήρη επίγνωση των ερωτημάτων των μαζών, αλλά και του γεγονότος ότι η μάχη του δημοψηφίσματος και ο εξευτελιστικός συμβιβασμός που ακολούθησε έχουν ανεβάσει τα επίπεδα συνειδητότητας των εργαζόμενων τάξεων και έχουν βάλει τα ζητήματα της ΟΝΕ και της ΕΕ στην ημερήσια διάταξη, αλλά την ίδια στιγμή έχουν διαμορφώσει και όρους για την κυριαρχία της απογοήτευσης, της αποστράτευσης, της ατομικιστικής αναδίπλωσης. Σε αυτές τις συνθήκες, η διπλή γλώσσα σε επίπεδο δημόσιας έκφρασης μπορεί μόνο να πλήξει ένα εγχείρημα που για να αποκτήσει κοινωνικοπολιτικό έρεισμα πρέπει να απευθυνθεί στα πιο σκληρά πληττόμενα από την κρίση στρώματα και στη νεολαία που έχουν να κερδίσουν από την πολιτική κατεύθυνση του μεταβατικού προγράμματος. Ταυτόχρονα, σε επίπεδο παρουσίας και λόγου, πρέπει να αξιοποιηθεί εκείνο το δυναμικό που είχε ενεργή εμπλοκή στην κινηματική παρουσία της νεολαίας την τελευταία δεκαετία και μπορεί να απευθυνθεί στη νεολαία του 80% του ΟΧΙ.
Τα στοιχεία της φυσιογνωμίας μίας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας θα αποτελούν διαρκές πολιτικό διακύβευμα, στο βαθμό που η συγκρότηση μίας διαδικασίας όσμωσης και συνύπαρξης μεταξύ τόσων διαφορετικών αντιλήψεων και ρευμάτων αντικειμενικά θα διαπερνάται από αντιφάσεις. Όμως, τόσο το προγραμματικό πλαίσιο, όσο και το γεγονός ότι σήμερα φαίνεται ότι κατοχυρώνονται πολιτικοί όροι στο επίπεδο της φυσιογνωμίας, αναδεικνύουν ότι μπορούν να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές, μίας διαδικασίας που θα αφήνει περιθώρια για ενίσχυση των ριζοσπαστικών αντιλήψεων και ιδεών για τη μεσοπρόθεσμη συγκρότηση, ενός ιστορικού συνασπισμού ο οποίος να μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων. Πρόκειται για μία δύσκολη διαδικασία, στο βαθμό που η κατάρρευση της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ και η προσχώρηση του στο μνημονιακό μπλοκ, απονομιμοποιεί την αριστερά, σπέρνει απογοήτευση, σταθεροποιεί σε ένα βαθμό την πολιτική σκηνή και συνδυάζεται με την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης εις όφελος του κεφαλαίου μέσα στους εργασιακούς χώρους. Γιατί αυτά τα πέντε χρόνια, υπήρξε μία αντιφατική κίνηση που αντιπαρέβαλλε τη στροφή προς τα αριστερά στην πολιτική σκηνή, με την αλλαγή των συσχετισμών στους χώρους εργασίας. Η εφαρμογή των μνημονίων, η αύξηση της ανεργίας, η μείωση των μισθών, η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου συνιστούσε ένα σύνολο ανατροπών υπέρ του κεφαλαίου, που έβρισκε το αντίβαρό της στην αριστερή μετατόπιση στο πολιτικό επίπεδο που κυρίως εκφράστηκε με την εκλογική εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα στις 5 Ιουλίου. Φαινομενικά σήμερα αντιμετωπίζουμε το προσωρινό όριο αυτής της αριστερής μετατόπισης, στο βαθμό που η ΛΑ.Ε δεν είναι ακόμα έτοιμη, για να την εκφράσει στο σύνολο της. Αντιμετωπίζουμε επίσης την περαιτέρω ένταση της επίθεσης του κεφαλαίου μέσα στους εργασιακούς χώρους, η οποία προηγήθηκε της εβδομάδας του δημοψηφίσματος (με την εργοδοτική τρομοκρατία, τις απολύσεις, τις διαθεσιμότητες) και παροξύνθηκε μετά την μνημονιακή σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη της κυβέρνησης Τσίπρα, που διευκολύνει μία οικονομική και ιδεολογική ρεβάνς από τα αστικά και εργοδοτικά στρώματα.
Για αυτό και τα εκλογικά αποτελέσματα της ΛΑΕ, έχουν μεγάλη σημασία, όμως ακόμα μεγαλύτερη έχει ο χαρακτήρας της και η συγκρότηση μετά τις εκλογές. Σήμερα δίνεται η ευκαιρία να τεθούν οι βάσεις μίας κοινωνικής συμμαχίας που μπορεί να επιβάλλει το μεταβατικό πρόγραμμα και του φορέα έκφρασης μίας τέτοιας συμμαχίας στο πολιτικό επίπεδο. Δίνεται ταυτόχρονα μία ιστορική ευκαιρία ανασύνθεσης της αριστεράς στην Ελλάδα σε πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση. Χωρίς να ξεχνάμε ή να παραγνωρίζουμε τα στρατηγικά λάθη και τις πολιτικές ευθύνες όλων όσων σήμερα διαχωρίζονται από το ΣΥΡΙΖΑ, η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, της παταγώδους κατάρρευσης της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ύπαρξης αυθεντικών αριστερών τάσεων στο εσωτερικό του όλη την προηγούμενη περίοδο. Όμως, το σύνολο αυτών των δυνάμεων δεν μπορούν να κινηθούν αποκλειστικά στην τροχιά του παρελθόντος, απλά με μία ριζοσπαστική διόρθωση του προγράμματος. Θα έχουν να αντιμετωπίσουν ποικίλλες δυσκολίες με πρώτη τη φαινομενική και προσωρινή σταθεροποίηση της πολιτικής σκηνής, αλλά και το γεγονός ότι τροποποιείται ο πολιτικός τους ρόλος και τα πολιτικά καθήκοντα. Ο κορμός της ΛΑΕ προέρχεται από ρεύματα που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ενός πολιτικού σχηματισμού, που εκτοξεύθηκε εκλογικά τα πέντε τελευταία χρόνια, γιατί αποτέλεσε τον καταλληλότερο χώρο υποδοχής στρωμάτων που εκπροσωπούνταν από το ΠΑΣΟΚ. Αυτό διευκολύνθηκε από τον θολό, αντιφατικό και φιλο ΕΕ προσανατολισμό του. Για τη συνοχή αυτού του πολιτικού σχήματος στο οποίο συνυπήρχαν στην πραγματικότητα δύο συγκρουόμενα πολιτικά προγράμματα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο η προσδοκία της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά και η ανοχή των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, στην ηγετική ομάδα και κυρίως στο πρόσωπο του Α. Τσίπρα. Για την ΛΑΕ, αυτοί οι όροι εκλείπουν ως παράγοντες συνοχής, μεσοπρόθεσμα δεν υπάρχει ο στόχος της ανόδου στην κυβερνητική εξουσία, ενώ η ΛΑΕ, ως ένας πολιτικός χώρος που αντιστρατεύεται τη συνολική αστική στρατηγική θα έχει να αντιμετωπίσει τη σκληρή επίθεση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. Αν συνυπολογίσει κανείς την αποδιοργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ, η οργανική σχέση του οποίου με τις λαϊκές τάξεις ήταν χαμηλή, τις τάσεις εξατομίκευσης και κατακερματισμού που ενισχύονται στις συνθήκες ήττας ενός πολιτικού σχεδίου, η ΛΑΕ, ανάλογα και με τα εκλογικά αποτελέσματα πρέπει να κινηθεί μακροπρόθεσμα και σταθερά, στην πορεία μίας διαρκούς ανανέωσης και επαφής με πολιτικά ρεύματα αλλά κυρίως τις λαϊκές μάζες. Την επόμενη περίοδο, πέρα από την μάχη για την πολιτική έκφραση του ΟΧΙ, θα δώσουμε και τη μάχη της διαμόρφωσης ενός πλατιού, αριστερού, ριζοσπαστικού μετώπου και την ανάπτυξη του ρεύματος που θα κινείται σε ριζοσπαστική κατεύθυνση με αντικαπιταλιστικούς προσδιορισμούς. Σε αυτή τη μάχη, αντλώντας συμπεράσματα από τις αντιπαραθέσεις των προηγούμενων χρόνων, με επίγνωση και αποτίμηση των εκτιμήσεων και των στρατηγικών που επιβεβαιώθηκαν, αλλά και εκείνων που έδειξαν τα όριά τους, η ΛΑΕ πρέπει να ξανασυναντήσει όλο το φάσμα των αντιλήψεων που αναφέρονται στην ριζοσπαστική αριστερά έχοντας αντλήσει απαντήσεις από το μόνο πεδίο στο οποίο επιλύονται οι αντιθέσεις, το πεδίο των μαζών.