Δημοσιεύουμε κείμενο του σ. Βασίλη Λιόση
Ποιο είναι άραγε το ιδεολογικό στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι ένα κόμμα της σύγχρονης νεοφιλελευθεροποιημένης σοσιαλδημοκρατίας, μια αναπαλαίωση της μεταπολεμικής κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας, μια αναβίωση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, ένα πολιτικό μόρφωμα απροσδιόριστου περιεχομένου που η κυβερνητική του πορεία θα κρίνει το χαρακτήρα του; Η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών συνιστωσών παίζει ρόλο στη φυσιογνωμία του; Ποιες είναι οι ιδεολογικές του αναφορές και ποιες οι πολιτικές πηγές του; Κι εν πάση περιπτώσει θα αναπαράξει τις κοινωνικές σχέσεις ή η πολιτική του θα σημάνει μια ασυνέχεια στο κοινωνικό γίγνεσθαι; Μερικά από αυτά τα ερωτήματα θα μας απασχολήσουν στο παρόν κείμενο.
Τα κριτήρια ιδεολογικής και πολιτικής ένταξης μιας πολιτικής συλλογικότητας
Είναι σαφές πως ελλείψει κριτηρίων ή με τη χρήση θολών και μη αυστηρά προσδιορισμένων κριτηρίων, η ένταξη σε εκείνο ή το άλλο ρεύμα γίνεται προβληματική, ίσως και βολική για κάποιους. Μάλλον, δεν είναι πρωτότυπο να πούμε πως τα κριτήρια είναι τρία: α) η ταξική σύνθεση (όχι των οπαδών και ψηφοφόρων αλλά των μελών), β) η ιδεολογία και το πρόγραμμα του κόμματος (αν διακηρύσσει τη διατήρηση του κοινωνικού στάτους κβο ή την αλλαγή του και με ποιο τρόπο), γ) το τι πράττει το κόμμα (με άλλα λόγια αν υπάρχει διαλεκτική σύνδεση θεωρίας και πράξης). Στα τρία κλασικά κριτήρια θα προσθέταμε κι ένα τέταρτο, το οποίο στην πραγματικότητα είναι απότοκο των προηγουμένων: αυτό της στήριξης ή μη της κυρίαρχης τάξης σε ένα κόμμα. Θα σημειώναμε ακόμη πως το καθοριστικό είναι το τρίτο κριτήριο, αφού η ταξική σύνθεση και το πρόγραμμα δεν εξασφαλίζουν από μόνα τους το χαρακτήρα ενός κόμματος.
1ο κριτήριο: Η μικροαστική φύση του ΣΥΡΙΖΑ
Είναι ίσως κοινότοπο να πει κάποιος πως τα κόμματα εκπροσωπούν ταξικά συμφέροντα. Ωστόσο αυτό που απαιτεί διευκρίνιση είναι τούτο: τα συμφέροντα αυτά συχνά εκπροσωπούνται στρεβλά, άλλοτε πάλι ένα κόμμα αλλάζει στρατόπεδο και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί ένα κόμμα να εκπροσωπεί όχι μία τάξη αλλά ένα στρώμα. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η ταξική σύνθεση είναι κατά βάση μικροαστική (λίγο παρακάτω θα εξηγήσουμε το γιατί).
Επιμένουμε πως η ταξική σύνθεση δεν είναι σωστό να κρίνεται από τη σύνθεση οπαδών και ψηφοφόρων. Διαφορετικά θα καταλήγαμε σε παραδοξότητες αφού όλα τα προηγούμενα χρόνια η εργατική τάξη ψήφιζε κατά κόρο τα κόμματα του παλιού δικομματισμού, κάτι που βεβαίως δεν τα μετέτρεπε σε εργατικά. Επίσης, αν χρησιμοποιούσαμε ως κριτήριο την ταξική σύνθεση των ψηφοφόρων, τότε θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν εργατικό κόμμα πριν από λίγα χρόνια, αίφνης μετατράπηκε σε τέτοιο, αφού μεγάλα εργατικά τμήματα τον στήριξαν εκλογικά. Από την άλλη, όλα αυτά δε σημαίνουν ότι η ταξική διαστρωμάτωση οπαδών και ψηφοφόρων δεν προσφέρεται για σοβαρά πολιτικά και κοινωνιολογικά συμπεράσματα.
Το μικροαστικό στρώμα βρίσκεται ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις. Τμήματά του έχουν καθοδική πορεία ενώ άλλα ανοδική. Η κινητικότητα αυτή, το ύψος του εισοδήματος των μεσαίων στρωμάτων που είτε συμπιέζεται είτε προσεγγίζει αυτό της αστικής τάξης, το γεγονός ότι ένα μέρος του αναγκάζεται να επιβιώσει και με ιδία δουλειά αλλά και με την κάρπωση υπεραξίας, η αδυναμία σε γενικές γραμμές να αναπαράγει σε διευρυμένο επίπεδο το κεφάλαιο, όλα αυτά δε μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για τάξη που θα μπορούσε μάλιστα να παίξει έναν αυτόνομο ιστορικό ρόλο, αλλά για στρώμα1.
Ο Λένιν έγραφε χαρακτηριστικά: « […] Οι μενσεβίκοι και οι εσέροι σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης του 1917 δεν έκαναν άλλο, παρά να ταλαντεύονται ανάμεσα στην αστική τάξη και στο προλεταριάτο, δεν μπορούσαν ποτέ να πάρουν μια σωστή θέση και, σαν να το έκαναν επίτηδες, επιβεβαίωναν παραστατικά τη θέση του Μαρξ ότι η μικροαστική τάξη είναι τελείως ανίκανη να πάρει μια οποιαδήποτε αυτοτελή θέση στις αποφασιστικές μάχες»2. Η παρατήρηση του Λένιν δε λέει πως στις κρίσιμες στιγμές οι μικροαστοί δεν παίρνουν θέση, αλλά ότι δεν έχουν αυτοτελή θέση. Τελικά, αργά ή γρήγορα το μικροαστικό κόμμα (τα) θα πάρει (ουν) θέση προς τη μία ή την άλλη πλευρά.
Ο Πουλαντζάς, αν και εκφραστής του ευρωκομμουνισμού έκανε μια εύστοχη παρατήρηση:«Η φτωχή και μεσαία αγροτιά και η μικροαστική τάξη δεν μπορούν να έχουν σ’ αυτές τις κοινωνίες αυτόνομη ταξική ιδεολογία με την κυριολεξία του όρου. Αυτό που αποκαλείται γενικά “αγροτική ιδεολογία” ή “μικροαστική ιδεολογία” δεν είναι παρά η φεουδαρχική ή η αστική ιδεολογία, προσαρμοσμένες στα συμφέροντα και τις συνθήκες της ζωής των τάξεων αυτών. Μη έχοντας δυνατότητες αυτοτελούς ιδεολογίας οι τάξεις αυτές υπόκεινται περισσότερο από την εργατική τάξη στην άρχουσα ιδεολογία, δηλαδή στην ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό ο Μαρξ, ο Λένιν και ο Γκράμσι επιμένουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι τάξεις αυτές δεν έχουν αυτοτελή κόμματα που να “αντιπροσωπεύουν” συνειδητά τα αποκλειστικά τους συμφέροντα. Εκτός από τελείως έκτακτες περιπτώσεις, οι τάξεις αυτές “εκπροσωπούνται” στην καπιταλιστική κοινωνία από τα κόμματα που βασικά εξυπηρετούν τα πραγματικά συμφέροντα μερίδων της άρχουσας τάξης»3.
Πώς μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα για την ταξική σύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ; Με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο, είναι η απάντηση. Η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ακόμη και σήμερα είναι ισχνή4. Για παράδειγμα στο 35ο συνέδριο της ΓΣΕΕ (Μάρτιος 2013) η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ (Αυτόνομη Παρέμβαση Αντιμνημονιακή Συνεργασία) έλαβε μόλις το 10,40%, ποσοστό εντελώς αναντίστοιχο με τις πρόσφατες εκλογικές επιδόσεις του. Κάπως καλύτερη είναι η επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ στην ΑΔΕΔΥ αφού στο συνέδριο της τριτοβάθμιας αυτής οργάνωσης το 2013, στις εκλογές για την ανάδειξη του 85μελούς Γενικού Συμβουλίου σε σύνολο 693 έγκυρων ψηφοδελτίων έλαβε 114 ψήφους, παραμένοντας πάντως η επιρροή του σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Η προπολεμική κλασική σοσιαλδημοκρατία ακόμη και η μεταπολεμική είχε με το μέρος της μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης. Αυτό το γεγονός, βεβαίως, δεν την καθιστούσε επαναστατικό φορέα, αφού απαιτείται η εφαρμογή του συνόλου των κριτηρίων, προσφέρει όμως ορισμένα συμπεράσματα για το ΣΥΡΙΖΑ.
2ο κριτήριο: Η ιδεολογία και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ
Η ιδεολογία και το πρόγραμμά του ΣΥΡΙΖΑ δε συνάδουν ούτε με ενός τυπικού αστικού κόμματος, ούτε με ενός επαναστατικού. Θυμίζουν κάπως την παλιά σοσιαλδημοκρατία και το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, χωρίς όμως να υπάρχει «συγγένεια πρώτου βαθμού» όπως θα αποδείξουμε λίγο παρακάτω.
Στην Ιδρυτική Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ, ο σοσιαλισμός αναφέρεται ως στρατηγικός στόχος και η έννοια της δημοκρατίας επενδύεται με πλειάδα επιθετικών προσδιορισμών αλλά τελικά δεν τις αποδίδεται κανένας ταξικός προσδιορισμός. Στο πώς θα γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό, το εν λόγω ντοκουμέντο είναι σαφές: η κυβερνητική οδός είναι η μόνη λύση. Η πιθανότητα αντεπανάστασης δεν παραγνωρίζεται, αλλά δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη πρόβλεψη αντιμετώπισής της. Όσον αφορά στη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων, γίνεται χρήση των όρων «δυνάμεις της εργασίας και των καταπιεσμένων κοινωνικών κατηγοριών», αλλά εκλείπει η αξιολόγησή τους. Με άλλα λόγια η εργατική τάξη δε θεωρείται ως η πρωτοπόρα κοινωνική δύναμη. Στην προσπάθεια προσδιορισμού του ιδεολογικού στίγματος αναφέρεται πως ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται «στη μαρξική και χειραφετητική σκέψη και την ιστορία της και προσπαθεί να την επεξεργαστεί παραπέρα, αξιοποιώντας κάθε σημαντική θεωρητική συμβολή». Αυτή η τελευταία επισήμανση είναι τόσο «ελαστική» που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι τα πάντα και οι πάντες χωράνε στο ιδεολογικό πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ: εκτός από τους κλασικούς, ο Τρότσκι, ο Μάο, ο Πουλαντζάς, ο Καρίγιο, ο Μπερλινγκουέρ, ο Κάουτσκι, ο Μπερνστάιν και πολλοί άλλοι. Έτσι, στο όνομα του πλουραλισμού μπορεί να υφανθεί μια ιδεολογική κουρελού που να προσαρμόζεται στο χώρο και το χρόνο κατά το δοκούν5.
Αν τώρα επιχειρήσουμε να δούμε πιο συγκεκριμένα τις προγραμματικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ, τότε αποκλίνουμε ακόμη κι από αυτή την κλασική μεταπολεμική κεϋνσιανή σοσιαλδημοκρατία. Κρίσιμης σημασίας είναι η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ για τη βιομηχανία. Σύμφωνα με τα προγραμματικά κείμενα προς διαβούλευση: «Μεγάλες εταιρείες με στρατηγικό, εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα (σε τομείς όπως Ενέργεια, Άμυνα, μεταφορές, δίκτυα επικοινωνίας, σημαντικοί εθνικοί ορυκτοί πόροι) συνιστούν κοινωνικό αγαθό και είναι κόμβοι μεταφοράς τεχνογνωσίας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουν όσες μπορούν να αποτελέσουν τη βάση ανάπτυξης παραγωγικών συμπλεγμάτων και να γίνουν το βασικό όχημα της ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης»6. Η διατύπωση αυτή είναι τόσο γενικόλογη που προφανώς δε θα είχαν πρόβλημα να την υιοθετήσουν και κλασικά συντηρητικά κόμματα. Το ζήτημα της εθνικοποίησης δεν τίθεται με καθαρότητα και αυτό δεν έχει σχέση ούτε καν με την παλιά σοσιαλδημοκρατία. Είναι γνωστό πως στη μεταπολεμική Ευρώπη πραγματοποιήθηκε ένα εκτεταμένο κύμα κρατικοποιήσεων άνευ προηγουμένου με μεγάλο τμήμα της βιομηχανίας να ανήκει στον κρατικό τομέα7. Ας θυμηθούμε επιπλέον πως στα καθ’ ημάς η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε κατηγορηθεί για σοσιαλμανία εξαιτίας κάποιων κρατικοποιήσεων.
Είναι ακόμη χρήσιμη μία σύγκριση των προγραμματικών διακηρύξεων του ΣΥΡΙΖΑ με αυτές του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1981, οπότε και κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές αλλά και με αυτές του ΚΚΕ Εσωτερικού. Όσον αφορά στο πρώτο, στη «Διακήρυξη Κυβερνητικής Πολιτικής», γνωστή ως «συμβόλαιο με το λαό», το ΠΑΣΟΚ έθετε θέμα της ακύρωσης της συμφωνίας Rogers η οποία συνεπαγόταν την επικυριαρχία του ΝΑΤΟ στον ελληνικό εναέριο χώρο, απαιτούσε την απομάκρυνση των στρατιωτικών αμερικανικών βάσεων, ζήταγε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή στην ΕΟΚ και μίλαγε για την κοινωνικοποίηση του πιστωτικού συστήματος, των ασφαλιστικών εταιρειών, της ενέργειας και των επιχειρήσεων κοινωνικής ωφέλειας, των μαζικών μεταφορών και συγκοινωνιών, του μεγάλου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, τις μεγάλες επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ορυκτού πλούτου, των μεγάλων ναυπηγείων, των βιομηχανιών χάλυβα, τσιμέντων και λιπασμάτων, της φαρμακοβιομηχανίας και όσων μονάδων αφορούσαν άμεσα την εθνική ασφάλεια8.
Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ Εσωτερικού ετίθετο το θέμα των εθνικοποιήσεων των ξένων επιχειρήσεων και των βασικών εγχώριων μονοπωλίων, της κατάργησης κάθε ιμπεριαλιστικής εξάρτησης με την απομάκρυνση των ξένων βάσεων και την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ, ενώ είναι γνωστό πως υποστήριζε την παραμονή στην ΕΟΚ παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα αναγνώριζε τον ιμπεριαλιστικό της χαρακτήρα9.
Η σύγκριση δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ότι το πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται «πίσω» από αυτά τα δυο προγράμματα. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι αυτή σύγκριση δεν παίρνει υπόψη της το διεθνές περιβάλλον, το επίπεδο συνείδησης του κόσμου, την ανάπτυξη του κινήματος κ.λπ. Αυτό το επιχείρημα, όμως, πέφτει σε ένα σοβαρό σφάλμα. Το Πρόγραμμα δεν είναι συρραφή τακτικών στόχων, αλλά εκφράζει τη στρατηγική ενός κόμματος. Από αυτή την άποψη δεν μπορεί να καθοριστεί από υποκειμενικούς παράγοντες, σε αντίθεση με την τακτική αλλά και το μεταβατικό πρόγραμμα που βρίσκεται ανάμεσα στην τακτική και το στρατηγικό πρόγραμμα.
3ο κριτήριο: Η πράξη ως μέτρο της θεωρίας
Ο Συνασπισμός, μετά τη διάσπαση με το ΚΚΕ το 1991 έδωσε δείγματα άκρατου οπορτουνισμού. Η κορύφωση υπήρξε με την ψήφιση της συνθήκης του Μάαστριχτ και με τη συμμετοχή του στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το όνομα των Σκοπίων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρόσφατη προκυβερνητική του περίοδο επιχείρησε να είναι μέσα στα κινήματα αλλά δεν αμφισβήτησε το ευρωενωσιακό πλαίσιο (επιπλέον κατά δήλωση Τσίπρα το «ανήκουμε στη Δύση» είναι αδιαπραγμάτευτο) κι ερμήνευσε την καπιταλιστική κρίση με βάση το σχήμα του καζινοκαπιταλισμού.
Κατά την περίοδο της εκλογικής ανόδου του δεν έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη του κινήματος, στις εκλογές του 2014 συνέπραξε με το συντηρητικό κόμμα των ΑΝΕΛ, ενώ απέφυγε να πάει σε δεύτερο γύρο εκλογών παρά το γεγονός ότι η αυτοδυναμία ήταν προ των πυλών.
Στην κυβερνητική του περίοδο τα πρώτα δείγματα γραφής είναι χαρακτηριστικά: υποχώρηση πίσω ακόμη κι από αυτό το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, απεμπόληση του αιτήματος για διαγραφή μέρους του χρέους, διαπραγματεύσεις με τους «εταίρους» στη λογική της δημιουργικής ασάφειας, παράταση του μνημονίου, συνέχιση της φορολογικής λαίλαπας και μέσα σε όλα αυτά απαράδεκτες δηλώσεις του πρωθυπουργού (π.χ. η Μέρκελ είναι παράγοντας σταθερότητας στην Ευρώπη) και κυρίως του υπουργού οικονομικών περί λιτού βίου, αδυναμίας προσδιορισμού της κοινωνικής κατηγορίας των πλουσίων, διεκδίκηση αξιοπρέπειας ανεξάρτητα από το βιοτικό επίπεδο, συμφωνίας του με το 70% του μνημονίου κ.ά. Η επικείμενη συμφωνία της κυβέρνησης με τους λεγόμενους θεσμούς δε θα είναι τίποτα άλλο παρά ένα μνημόνιο, αφού περιλαμβάνει αύξηση του ΦΠΑ, ιδιωτικοποιήσεις, αύξηση του λεγόμενου φόρου κοινωνικής αλληλεγγύης κ.λπ. Δε θα πρέπει επιπλέον να ξεχνάμε πως με βάση τις δηλώσεις του υπουργού εθνικής άμυνας επίκειται δημιουργία νέας στρατιωτικής νατοϊκής βάσης στο Καστελόριζο.
Ορισμένα μέτρα και κινήσεις προοδευτικού χαρακτήρα (π.χ. κατάργηση της τράπεζας θεμάτων, δηλώσεις για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων) δεν αναιρούν τη γενική γραμμή υποχώρησης και κυβιστήσεων. Κι ας μην ξεχνάμε πως κριτήριο της αλήθειας είναι η πράξη και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους μαρξιστές.
4ο κριτήριο: ΣΥΡΙΖΑ και αστική τάξη
Τέλος, όσον αφορά στο τέταρτο κριτήριο (στήριξη άρχουσας τάξης)) τα πράγματα είναι αποθαρρυντικά για όσους πίστεψαν στο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν συμπεριλαμβάνουμε το κριτήριο της στήριξης των κυριαρχούμενων τάξεων για τον εξής λόγο: Η άρχουσα τάξη εξαιτίας της ιστορικής της εμπειρίας και κυρίως γιατί η ιδεολογία της είναι κυρίαρχη, επειδή το κράτος είναι δικό της και γιατί καθορίζει τις σχέσεις παραγωγής (αλλιώς πώς θα ήταν άρχουσα;) μπορεί να κάνει κατά κανόνα τις σωστές πολιτικές επιλογές, σε αντίθεση με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Οι κυριαρχούμενοι τελούν υπό την οικονομική, πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης, η συνείδησή τους αλλοτριώνεται για μία πληθώρα λόγων, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιλογές τους δεν είναι απόρροια μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας αλλά αποτέλεσμα των κοινωνικών σχέσεων. Ενώ οι υλικοί όροι για τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της είναι υπαρκτοί, σε επίπεδο συνείδησης τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα. Δεν ισχύει το ίδιο για την αστική τάξη που έχει πλήρη αυτεπίγνωση της θέσης και του ρόλου της.
Μία πλειάδα αστών δηλώνει πλέον με τον ένα ή άλλο τρόπο τη στήριξη τους στη νέα κυβέρνηση. Η προσέγγιση τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης και μάλιστα του βιομηχανικού κεφαλαίου δεν μπορεί να εκληφθεί ως μία προσέγγιση προκειμένου η αστική τάξη «να τα έχει καλά με το γκουβέρνο», σύμφωνα με τη ρήση Μποδοσάκη. Αν κάποιος ερμηνεύει την προσέγγιση με αυτό τον τρόπο σημαίνει πως αδυνατεί να δει το ρόλο του κράτους κι έτσι μετατρέπει τη σχετική του αυτοτέλεια σε απόλυτη. Ίσως η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν το καλύτερο σενάριο για το ΣΕΒ, αλλά σε κάθε περίπτωση δε θεωρείται και καταστροφικό. Οι συναντήσεις των βιομηχάνων με το αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και μάλιστα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, οι μετεκλογικές δηλώσεις στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ από επιφανή στελέχη της ελληνικής αστικής τάξης (Αγγελοπούλου, Μαρινάκης κ.ά.) δείχνουν πέρα από κάθε αμφιβολία τη διαμόρφωση καλών σχέσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές10.
Μήπως οι εσωτερικές διεργασίες στο ΣΥΡΙΖΑ είναι ελπιδοφόρες;
Ένα ευρύτερος κόσμος που συνηθίζουμε να αποκαλούμε κοινωνική αριστερά, ενώ δεν τρέφει αυταπάτες για τη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ευελπιστεί στο μετασχηματισμό της υπό το βάρος των εσωκομματικών πιέσεων και τριβών. Συγκεκριμένα εναποθέτει τις προσδοκίες του στο Αριστερό Ρεύμα που δείχνει να αποκλίνει από την επίσημη γραμμή επί το «αριστερότερο». Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής:
α) Το Αριστερό Ρεύμα όπως και κάθε αντιπολιτευτικό ρεύμα σε ένα κομματικό μηχανισμό οφείλει να κάνει σαφές τι ακριβώς θέλει και ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα που θέτει στην ανοχή του σε ό,τι δε συμφωνεί.
β) Οφείλει ακόμη να μην περιορίζεται στην κατάθεση κάποιων τροποποιήσεων στην ΚΠΕ αλλά να δώσει συνολικά στην κοινωνία την πολιτική του πλατφόρμα.
γ) Κάθε τέτοιο ρεύμα με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά έχει δυο πλευρές. Από τη μία δίνει άλλοθι, έστω και άθελά του, σε αυτό το οποίο κριτικάρει και από την άλλη μπορεί να αποτελέσει μια ασφαλιστική δικλείδα προκειμένου να αποφευχθούν επιπλέον συντηρητικές στροφές. Το ποια πλευρά θα επικρατήσει εξαρτάται και από το ίδιο και από τη δράση ενός επαναστατικού φορέα που επιθυμεί και επιδιώκει τον απογαλακτισμό ενός τέτοιου ρεύματος.
δ) Όλα τα παραπάνω δεν αποκλείουν μια ενιαιομετωπική πολιτική που θα απευθύνεται στην κοινωνία, στα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία του ΣΥΡΙΖΑ καταρχάς αλλά και στο σύνολο της βάσης του ώστε να συγκροτείται πάνω σε συγκεκριμένες αρχές σε όλους τους μαζικούς χώρους. Η αποδοχή αυτής της ενιαιομετωπικής πολιτικής από τους αμφισβητίες θα δείξει και την ειλικρίνεια των προθέσεών τους. Για παράδειγμα, θα συμφωνούσε το Αριστερό Ρεύμα σε ένα συνδικαλιστικό συντονισμό για τη διεκδίκηση όλων των εισοδημάτων και εργατικών δικαιωμάτων που χάθηκαν από το 2010 κι εντεύθεν και τι θα έκανε πρακτικά για αυτό;
Η ρήξη και ο εννοιολογικός προσδιορισμός της
Μήπως, όμως, παρά τις αντιφάσεις και τις παλινωδίες του ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει τη ρήξη και τι σημαίνει ρήξη; Η ρήξη δεν είναι έννοια μονοσήμαντη, αλλά προσδιορίζεται κάθε φορά από το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο όπως και από το χρήστη (ή αλλιώς από το ταξικό πρόσημό της). Έτσι, κατά μία εκδοχή ως ρήξη μπορεί να εννοηθεί η αλλαγή του διαχειριστικού παραδείγματος στο πλαίσιο μιας αστικής λογικής. Εντούτοις στο πλαίσιο μιας επαναστατικής λογικής η ρήξη έχει άλλο νόημα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μερική ρήξη, αν αναφερόμασταν στην εφαρμογή ενός μεταβατικού προγράμματος (προθάλαμου μιας συνολικής κοινωνικής ανατροπής) ή για καθολική ρήξη στην περίπτωση της ίδιας της κοινωνικής επανάστασης. Επομένως, όταν αναφερόμαστε στο ΣΥΡΙΖΑ και την πιθανότητα ρήξης θα πρέπει να εξετάσουμε ποιες από τις εκδοχές πρεσβεύει που μόλις παραθέσαμε. Τέλος, θα πρέπει να είμαστε κάθετοι στο ότι η ρήξη δε νοείται ως αναγκαστική επιλογή που την επιβάλλουν οι άλλοι. Με άλλα λόγια αν το GREXIT υλοποιηθεί ως επιλογή της Γερμανίας και των ισχυρών μονοπωλίων της Ευρώπης, επ’ ουδενί αυτό δε συνιστά σύγκρουση. Θα χαρακτηριζόταν ως πολιτική ασυνέχεια, στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε διακηρυγμένη μία θέση εξόδου και προσχεδιασμένη την πολιτική που συνόδευε κάτι τέτοιο. Το «όχι στο ευρώ πάση θυσία» που άλλωστε αποτελούσε μία ασαφή θέση, μετατράπηκε «στο ευρώ πάση θυσία» που μόνο ασάφεια δεν έχει.
Από όσα έχουμε ήδη αναφέρει είναι προφανές πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κάνει καμία ριζοσπαστική στροφή και να πραγματοποιήσει την πολιτική και οικονομική τομή στην ελληνική κοινωνία. Μήπως, όμως, μπορεί να κάνει την τομή, έστω και με όρους αστικοδημοκρατικούς, διαχειριστικούς και εθνικοανεξαρτησιακούς;
Περί δυνατότητας τροποποίησης του διαχειριστικού παραδείγματος
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι ακρωτηριασμένη αν έστω ακροθιγώς δε δοθεί απάντηση στο γιατί εφαρμόστηκε και γιατί εγκαταλείφθηκε το κεϋνσιανό διαχειριστικό μοντέλο. Όσον αφορά στο γιατί, η απάντηση βρίσκεται στην κρίση του 1929. Η ανάγκη να τονωθεί η ζήτηση, να δοθεί λύση στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, να συγκεντρωθούν κεφάλαια που μόνο το κράτος (συλλογικός καπιταλιστής) μπορούσε να συλλέξει, να δημιουργηθεί ένα καθεστώς κοινωνικής συναίνεσης με το εργατικό κίνημα και να απαντηθεί το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν αυτά τα στοιχεία που καθιέρωσαν τις ιδέες του Κέυνς μεταπολεμικά. Ιδέες που υλοποιήθηκαν τόσο από την κλασική σοσιαλδημοκρατία, όσο και από τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα.
Η κρίση του 1973 σήμανε το ξεκίνημα του επιθανάτιου ρόγχου του λεγόμενου κράτους πρόνοιας και του Νιου Ντιλ. Προεξάρχουσας της σχολής του Σικάγου, πρόβαλλε στο ιστορικό προσκήνιο το νέο διαχειριστικό μοντέλο: ο νεοφιλελευθερισμός. Η αιτία; Το σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς είχε αποδιοργανωθεί και η πτώση του ποσοστού κέρδους στα κέντρα του καπιταλισμού ήταν υπαρκτή11. Η κρίση συσσώρευσης απαντήθηκε σε πρώτη φάση με το σοκ Βόλκερ: «Το πραγματικό επιτόκιο, που συχνά ήταν αρνητικό κατά τη διάρκεια της διψήφιας πληθωριστικής έκρηξης της δεκαετίας του 1970, έγινε θετικό με εντολή της Κεντρικής Τράπεζας. Το ονομαστικό επιτόκιο αυξήθηκε εν μια νυκτί και μετά από ορισμένα σκαμπανεβάσματα, τον Ιούλιο του 1981, σταθεροποιήθηκε κοντά στο 20% […]»12. Ακολούθησαν αποκρατικοποιήσεις, επίθεση στα εργατικά εισοδήματα και στο εργατικό κίνημα, φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο και συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών. Επομένως, ο νέος τρόπος διαχείρισης δεν ήταν το απότοκο της σκέψης διεστραμμένων μυαλών αλλά ανάγκη του κεφαλαίου να απαντήσει στην κρίση.
Η εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού έγινε πριν από την κρίση της δεκαετίας του 1970. Υπήρχε ως δυνατότητα και μετατράπηκε σε πραγματικότητα όταν οι συνθήκες τον ευνόησαν. Για παράδειγμα το 1947 συντάχθηκε η ιδρυτική διακήρυξη της Εταιρείας Μον Πελερέν στην οποία συμμετείχαν μερικά από ιερά τέρατα του νεοφιλελευθερισμού (Φρίντριχ φον Χάγιεκ, Λούντβιχ φον Μίζες, Μίλτον Φρίντμαν). Τέτοιες κινήσεις θεωρούνταν σχεδόν περιθωριακές. Κι όμως το «αστικό περιθώριο», έγινε κυρίαρχο μερικές δεκαετίες αργότερα όταν οι ιδέες αντιστοιχήθηκαν με την πραγματικότητα. Η για το κεφάλαιο ανάγκη εμφάνισης του νεοφιλελευθερισμού δεν έχει εκλείψει, άρα δεν έχουν εκλείψει και οι λόγοι εφαρμογής του.
Μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ θα δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για την εφαρμογή του νεοκεϋνσιανισμού;13
Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια προβάλλουν όλο και περισσότερες φωνές που αμφισβητούν τη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία. Δεν πρόκειται για διανοητές ή συλλογικότητες ενταγμένες στη μαρξική λογική, ούτε καν στη μαρξίζουσα, αλλά για δυνάμεις που επαγγέλλονται ένα μείγμα διαχείρισης (για μείγμα πολιτικής μίλησε και ο Τσίπρας στο Βερολίνο). Ποιες είναι οι βασικές παράμετροι της πολιτικοοικονομικής τους πρότασης;
α) Ασκούν κριτική στον καζινοκαπιταλισμό (χρηματοπιστωτικός τομέας). Με άλλα λόγια η κριτική τους στη σφαίρα της παραγωγής κι όχι της κυκλοφορίας είτε είναι χλιαρή είτε απούσα, ενώ παραβλέπουν πως το χρηματοπιστωτικό και το παραγωγικό κεφάλαιο είναι αναπόσπαστα δεμένα. Ο πολυδιαφημισμένος Γιόζεφ Στίγκλιτς διαπιστώνει πως οι δυσλειτουργίες δεν είναι αποτέλεσμα της οικονομίας της αγοράς. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας εξορθολογισμός και μία χαλιναγώγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ανάμεσα στα μέτρα ρύθμισης προτείνονται η ενίσχυση στη διαφάνεια της λειτουργίας των τραπεζών, το να μπει φρένο στην ανάληψη υπέρμετρων κινδύνων, να σταματήσει ο ληστρικός δανεισμός κ.λπ14. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι «Ευρωπαίοι Οικονομολόγοι για μια Εναλλακτική Οικονομική Πολιτική στην Ευρώπη». Θεωρούν πως ο χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να λειτουργεί για την κοινή ωφέλεια αντί να καθοδηγείται από το κέρδος (σε ποιο σύστημα άραγε;) και πως απαιτείται ο εκδημοκρατισμός του. Μάλιστα προτείνεται ως μέτρο η επιβολή δημοκρατικού πολιτικού ελέγχου της ΕΚΤ (από ποιους άραγε;) και η αλλαγή της αποστολής της με έμφαση στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα15.
β) Προτρέπουν σε μια επανάληψη του «παλιού καλού κεϋνσιανισμού» με την επανεκκίνηση του δημοσιονομικού ερεθίσματος και την έναρξη δημόσιων έργων. Γράφει χαρακτηριστικά ο έτερος πολυδιαφημισμένος Πολ Κρούγκμαν: «Ακόμη κι αν η διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αρχίσει να δίνει πνοή στις πιστωτικές αγορές, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια παγκόσμια οικονομική κάμψη η οποία αυτή τη στιγμή αποκτά ορμητικότητα. Τι πρέπει να γίνει για αυτό; Η απάντηση είναι ασφαλώς το παλιό, καλό κεϋνσιανό δημοσιονομικό ερέθισμα»16. Ο Αλαίν Τουραίν με τη σειρά του προτείνει την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης και την αύξηση των θέσεων εργασίας17.
γ) Συμφωνούν σε κάποιες περιπτώσεις με τη διατήρηση ή επαναφορά του «κράτους πρόνοιας» στην υγεία, παιδεία και τις κοινωνικές παροχές. Για παράδειγμα ο Άντονι Γκίντενς εκτιμά πως «η υγειονομική μέριμνα» θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις στη δημόσια σφαίρα, ενώ μιλά για την ανάγκη διατήρησης του ύψους των δαπανών για την κοινωνική πρόνοια και πιστεύει πως «Μόνον ένα σύστημα πρόνοιας, που ωφελεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρους του πληθυσμού, είναι σε θέση να προσδώσει ένα κοινό ηθικό περιεχόμενο στην ιδιότητα του πολίτη»18. Βέβαια, μια προσεκτικότερη ανάγνωση των απόψεων Γκίντενς αποδεικνύει πως δεν πρόκειται για μία πρόταση επιστροφής του κεϋνσιανισμού, αλλά για μια κάπως ήπια εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού.
δ) Θεωρούν πως πρέπει να αμβλυνθούν μέχρι εξαφάνισης οι διαφορές βιοτικού επιπέδου μεταξύ των χωρών (Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ)19. Ο Νίκος Μουζέλης προτείνει τη ριζική αλλαγή της ετοιμόρροπης αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ. Κάτι τέτοιο «προϋποθέτει το πέρασμα από μια νεοφιλελεύθερη, γερμανοκρατούμενη Ευρώπη σε μια ενοποιημένη σοσιαλδημοκρατική κοινότητα χωρών που να βασίζεται όχι μόνο στον ανταγωνισμό αλλά και στην αλληλεγγύη. Σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, τη δημιουργία αναδιανεμητικών μηχανισμών που θα μειώσουν τις ανισότητες μεταξύ πιο αναπτυγμένων και λιγότερο αναπτυγμένων/ανταγωνιστικών οικονομιών […]».20 Απόψεις όπως οι παραπάνω δε λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι η ανισόμετρη ανάπτυξη είναι απαράβατος νόμος στον καπιταλισμό και πως στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο υπάρχουν χώρες που είναι ιμπεριαλιστικές, εξαρτημένες κι άλλες που παλινδρομούν ανάμεσα σε αυτές τις δυο κατηγορίες. Η άποψη Μουζέλη θυμίζει εντονότατα τη ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ που επικεντρώνει την κριτική του στη Γερμανία, ξεχνώντας ότι η ΕΕ είναι η Ευρώπη των μονοπωλίων αλλά και αφήνοντας στο απυρόβλητο και το ελληνικό κεφάλαιο. Επίσης εναρμονίζεται με το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ που ευελπιστεί σε μια συνολική αλλαγή καθώς αναμένεται η εκλογική νίκη των PODEMOS και άλλων όμορων του ΣΥΡΙΖΑ πολιτικών δυνάμεων.
Η παραπάνω δέσμη μέτρων δε συνιστά μία αντιπρόταση στο νεοφιλελευθερισμό, παρά το γεγονός ότι μοιάζει τέτοια. Δεν είναι καν μία επανάληψη του παλιού κεϋνσιανισμού, αφού πρόκειται για ένα νεοφιλελευθερισμό πασπαλισμένο άλλοτε με λιγότερα, άλλοτε με περισσότερα ψήγματα κεϋνσιανισμού. Πρόκειται για προτάσεις και ιδέες που μπορεί κάποιος να συναντήσει και στα κλασικά συντηρητικά ευρωπαϊκά κόμματα. Σε μία έκφανση αυτής της «νέας» πρότασης σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, αναφύεται το μείγμα του σοσιαλφιλελευθερισμού. Εντός αυτής της σύμμειξης προβάλλεται το όραμα ενός φιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου κόσμου με τις αγορές ανοικτές, «όπου ο καθένας θα μπορούσε να αξιοποιήσει τα προϊόντα της εργασίας του, όπου κοινοί κανόνες θα εξασφάλιζαν την παγκόσμια οικονομία, και όπου τα παγκόσμια αγαθά τουτέστιν το περιβάλλον και η υγεία, θα προστατεύονταν, και όπου ο αγώνας ενάντια σε καταστάσεις κυριαρχίας και στα μονοπώλια θα σκοπούσε σε ένα πιο δίκαιο κόσμο […]».21
Το οικονομικό και πολιτικό όραμα του σοσιαλφιλελευθερισμού μοιάζει να εκπορεύεται από μη μονοπωλιακές ομάδες της αστικής τάξης που επιθυμούν κι επιχειρούν ευνοϊκότερους όρους παιχνιδιού στο παγκόσμιο σκηνικό. Σύμφωνα με αυτό το όραμα οι ιδέες του φιλελευθερισμού είναι και σήμερα πηγή έμπνευσης και είναι δυνατό να συμφιλιωθούν με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Να θυμίσουμε μόνο πως οι ιδέες του φιλελευθερισμού δεν εξέφραζαν τίποτα άλλο από τις ιδέες της ανερχόμενης αστικής τάξης την περίοδο της θνήσκουσας φεουδαρχίας με το περίφημο laissezfaire. Αυτό το προτεινόμενο μείγμα διαχείρισης στοχεύει στην άρση των αντιφάσεων του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, αλλά και στην αποφυγή κοινωνικών εντάσεων κι εκρήξεων, άρα στην εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης. Άλλωστε όλα τα διαχειριστικά μοντέλα ποτέ δεν είναι «στεγνές» οικονομικές προτάσεις αλλά αποτελούν συνάμα κι ένα πολιτικό και ιδεολογικό σχέδιο.
Η κατακλείδα
[1] Σήμερα δεν υπάρχουν οι συνθήκες ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές, για να ζήσουμε μια επανάληψη του κεϋνσιανισμού.
[2] Το οικονομικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ απέχει πόρρω από το να χαρακτηριστεί ως κεϋνσιανό (π.χ. θα επανακρατικοποιηθεί ο ΟΤΕ;).
[3] Ακόμη κι αν υπήρχαν οι συνθήκες επανάληψης του λεγόμενου κράτους πρόνοιας, οι κοινωνικές και οικονομικές δομές δε θα μεταβάλλονταν (αυτό από την άλλη δε σημαίνει με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση πως σήμερα το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να παλεύει για μεταρρυθμίσεις βυθιζόμενο σε μία αριστερίστικη αφασία). Άλλωστε σπανίως θα ακούσει κάποιος από το ΣΥΡΙΖΑ ότι το πολιτικό του όραμα είναι ο σοσιαλισμός.
[4] Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δανείζεται από την ιδεολογική τράπεζα διανοητών που η σχέση τους με την επαναστατική κοσμοθεωρία είναι αδύναμη ή και ανύπαρκτη. Όταν η ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ αποκτά κάποια ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τότε μετατρέπεται σε ένα ουτοπικό σχέδιο όχι μόνο για τους λόγους που παραθέσαμε αλλά και γιατί διακηρύσσει ότι θα αλλάξει την ΕΕ. Με αυτό τον τρόπο ενισχύει τα πάγια αστικά φληναφήματα ότι η ΕΟΚ/ΕΕ αποτέλεσε προϊόν ευγενών ιδεών τύπου Ζαν Μονέ αποκρύπτοντας ότι αποτέλεσε και εξακολουθεί να είναι δημιούργημα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Καταληκτικά το οικονομικό και πολιτικό πλάνο του ΣΥΡΙΖΑ δεν εκφράζει αντικειμενικά τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
* * * *
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην είναι μια απλή επανάληψη της προηγούμενης κυβέρνησης. Μπορεί να φιλοξενεί μια πανσπερμία ιδεών κάποιες από τις οποίες είναι κομμουνιστογενείς. Μπορεί να μην ταυτίζεται με τη «μεταμοντέρνα» σοσιαλδημοκρατία. Μπορεί μεγάλα κοινωνικά τμήματα, εργατικά και λαϊκά, να τον στηρίζουν. Όμως σε κάθε περίπτωση η διασπορά αυταπατών σχετικά με τη φύση και το ρόλο του μόνο επιζήμια μπορεί να αποβεί για το κίνημα.
1. Για μία προσέγγιση της έννοιας του στρώματος βλέπε Κιουράνοφ Τσιάβνταρ, Κοινωνικές τάξεις και κοινωνική διαφοροποίηση, σελ. 11-14, εκδ. Ειρήνη, 1988.
2. Λένιν Β. Ι., Σύσκεψη των κομματικών στελεχών της Μόσχας, Άπαντα, τ. 37, σελ. 210, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1982.
3. Εφημερίδα των Συντακτών, 20/7/2014.
4. Στη μόνη μελέτη που έχουμε υπόψη μας για την ταξική σύνθεση των μελών του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να εξαχθούν στέρεα συμπεράσματα και αυτό για δυο λόγους. Πρώτον, τα στοιχεία αυτά αφορούν στους συνέδρους των συνεδρίων του 2004, 2008 και 2020 και όχι στο σύνολο του κομματικού δυναμικού και δεύτερον, η σύγκριση με την πιο πρόσφατη μελέτη για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι εφικτή αφού δε χρησιμοποιούνται τα ίδια κριτήρια στις δυο αναλύσεις. Για τη σύνθεση των συνέδρων βλέπε Βερναρδάκης Χριστόφορος, Πολιτικά κόμματα, εκλογές & κομματικό σύστημα, Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης 1990-2010, σελ. 296-297, εκδ. Σάκκουλα, 2011. Για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας βλέπε Σακελλαρόπουλος Σπύρος, Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα στον 21ο αιώνα, σελ. 314, εκδ. Τόπος, 2014.
5. Βλέπε αναλυτικότερα http://www.syriza.gr/page/idrytikh-diakhryksh.html#.VRUbKPmsVLo
7. Βλέπε αναλυτικότερα Σασούν Ντόναλντ, Εκατό χρόνια σοσιαλισμού, Α΄ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ, σελ. 260-282, εκδ. Καστανιώτη, 2001.
8. ΠΑΣΟΚ, Διακήρυξη Κυβερνητικής Πολιτικής, συμβόλαιο με το λαό, σελ. 32, 62, 105-106, 1981.
9. ΚΚΕ Εσωτερικού, Πρόγραμμα του ΚΚΕ Εσωτερικού, για ένα ελληνικό δρόμο προς τη δημοκρατική αναγέννηση και το σοσιαλισμό, σελ. 80, 84, 129, 1976,
10. Βλέπε Γεωργά Βασίλη, «Η συνιστώσα των βιομηχάνων», Εφημερίδα των Συντακτών, 21-22/3/2015.
11. Βλέπε αναλυτικά στοιχεία στο: Μαντέλ Έρνεστ, Η τελευταία οικονομική κρίση, σελ. 28-30, εκδ. Οδυσσέας, χ.χ.
12. Χάρβεϊ Ντέιβιντ, Νεοφιλελευθερισμός, Ιστορία και παρόν, σελ. 50-51, εκδ. Καστανιώτη, 2007.
13. Μία διαφωτιστική σύνοψη της νεοκεϋνσιανής πρότασης μπορεί κανείς να βρει στο: SKIDELSY ROBERT, KEYNES ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ, σελ. 280-310, εκδ. Κριτική, 2012. Οι άξονες αυτής της πρότασης είναι η τιθάσευση του χρηματοκοικονομικού τομέα, οι αλλαγές στη μακροοικονομική πολιτική με σκοπό τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, η επιβολή κανόνων στο μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών για να πάψουν να ορίζονται από κερδοσκοπικά κίνητρα, η ύπαρξη κανονιστικών ορίων στην «παγκοσμιοποίηση», η ανακατασκευή των οικονομικών ώστε να μη λειτουργεί η νευτώνεια λογική αλλά να υπεισέρχονται φιλοσοφικοί και ηθικοί παράγοντες.
14. Στίγκλιτς Γιόζεφ, Το τίμημα της ανισότητας, πώς η διχασμένη κοινωνία του σήμερα θέτει σε κίνδυνο το μέλλον όλων μας, σελ. 332-342, εκδ. Παπαδόπουλος, 2012.
15. «Υπόμνημα των Ευρωπαίων Οικονομολόγων 2009/2010, Η Ευρώπη σε κρίση: Κριτική της αποτυχίας της ΕΕ και προτάσεις για μια δημοκρατική εναλλακτική προοπτική», transform!, Φεβρουάριος 2010.
16. Κρούγκμαν Πολ, Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης, σελ. 198, εκδ. Καστανιώτη, 2009.
17. Τουραίν Αλαίν, Πώς να ξεφύγουμε από τον φιλελευθερισμό;, σελ 134-135, εκδ. Πόλις, 1999.
18. Γκίντενς Άντονι, Ο Τρίτος Δρόμος, Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, σελ. 147-164, εκδ. Πόλις, 2002.
19. Γκάλμπρεϊθ Τζέιμς, Το μεγάλο δίλλημα των «27» απέναντι στις τράπεζες, σελ. 30 στο: Le Monde Diplomatique, Η Ευρώπη σε κρίση, Υπάρχει εναλλακτική στις πολιτικές λιτότητας;, εκδ. Αυγή
20. Μουζέλης Νίκος, «Μπορεί να αναγεννηθεί η σοσιαλδημοκρατία;, Τα τριάντα “χρυσά χρόνια” (1945-1975), προσαρμογή σε νεοφιλελεύθερες θέσεις και πρακτικές, και τα περιθώρια για μια προοδευτική πολιτική», ΤΟ ΒΗΜΑ, 23/11/2014.
21. Βλέπε χαρακτηριστικά Καντό-Σπεργκέρ Μονίκ, Σοσιαλισμός και Φιλελευθερισμός, Οι κανόνες της ελευθερίας, σελ. 419, εκδ. Πόλις, 2004.
Το κείμενο αυτό θα δημοσιευτεί και στο επόμενο τεύχος της Αριστερής Συσπείρωσης τχ.29