63 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ
“Ο Μπελογιάννης γι’ άλλη μια φορά μας έμαθε
πως να ζούμε και πως να πεθαίνουμε.
Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία…”
Γ. Ρίτσος, 1952
της Αναστασίας Σταυροπούλου, μέλους της Πολιτικής Γραμματείας της ΑΡ.Α.Σ.
Το ξημέρωμα της 30ης Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή, εκτελείται στο Γουδί ο Νίκος Μπελογιάννης και οι Νίκος Καλούμενος, Ηλίας Αργυριάδης και Δημήτρης Μπάτσης. Οι δίκες και η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του αποκαλύπτουν τις πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες της μετεμφυλιακής περιόδου και σηματοδοτούν τη συγκρότηση του μετεμφυλιακού κράτους, μιας ρευστής και αντιφατικής κρατικής δομής, εντός της οποίας η αντιπαλότητα των κέντρων εξουσίας πλαισιώνεται από ένα σταθερό πολιτικό προσανατολισμό: τον αντικομμουνισμό και την αυταρχική θωράκιση.
Ο Νίκος Μπελογιάννης εντάχθηκε στους κοινωνικούς αγώνες ήδη από μαθητής ενώ για την αγωνιστική του δράση αποβλήθηκε από τη Νομική Αθηνών με απόφαση της Συγκλήτου. Έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1934 και επί δικτατορίας Μεταξά συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλιά. Με την έναρξη της κατοχής, ο Μπελογιάννης και το σύνολο των πολιτικών κρατουμένων παραδίδονται από τη δικτατορική κυβέρνηση στις γερμανικές αρχές κατοχής. Το 1943 αποδρά και εντάσσεται στην εθνική αντίσταση ως καπετάνιος της 3ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου. Διακρίθηκε για την μαχητική του δράση αλλά και ως διανοούμενος της αριστεράς. Ο Μπελογιάννης, πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας (Καστοριάς) του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, μετά την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο, βρέθηκε με άλλους μαχητές πολιτικούς πρόσφυγες στο Μπουλκές.
Ο Ηλίας Αργυριάδης, διακρίθηκε ως στέλεχος του ΚΚΕ για τη συνδικαλιστική του δράση στους αγώνες για το 8ωρο και τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων ως ηλεκτρολόγος μηχανικός. Για τους αγώνες του αυτούς συλλαμβάνεται από τη μεταξική δικτατορία το 1937 κι εξορίζεται στη Φολέγανδρο. Αρνούμενος να κάνει δήλωση, φυλακίζεται στην Ακροναυπλιά και παραδίδεται στις γερμανικές αρχές κατοχής, κρατούμενος πλέον στο στρατόπεδο της Λάρισας. Δραπετεύει και εντάσσεται στον ΕΛΑΣ, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στο Γενικό Στρατηγείο. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας κρατείται από του Άγγλους στο Χασάνι από όπου και δραπετεύει. Ήδη από το 1946 προετοιμάζει κι οργανώνει το μηχανισμό των ασυρμάτων στη βίλα Αύρα Γλυφάδας, όπου και συλλαμβάνεται. Με εντολή του ΚΚΕ υπογράφει δήλωση και επιστρέφει στην παράνομη δράση.
Ο Νίκος Καλούμενος ήταν εργάτης και ενεργός κομμουνιστής ήδη από το 1920 στην Κωνσταντινούπολη, μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το 1934 καλείται από το Νίκο Ζαχαριάδη στην Αθήνα και αγωνίζεται αδιάκοπα αποτελώντας βασικό πρόσωπο στην οργάνωση των επαφών και μυστικών συνεδριάσεων του κόμματος. Στην κατοχή αγωνίζεται ως στέλεχος του ΕΑΜ ενώ από το 1946 κρύβει στην κατοικία του τους παράνομους μηχανισμούς του ΚΚΕ.
Ο Δημήτρης Μπάτσης αποτελεί, μεσούσης της δίκης του, μια τραγική φιγούρα του κινήματος. Κατόπιν σωματικών και ψυχολογικών εκβιασμών και με την άσκηση πίεσης και σε μέλη της οικογενείας του, αποκηρύσσει στην απολογία του το κομμουνιστικό κίνημα. Ο Δημήτρης Μπάτσης, νομικός και οικονομολόγος, παρότι αστικής καταγωγής και γιος βασιλόφρονα ναυάρχου, υπήρξε αγωνιστής του ΕΑΜ και της Αριστεράς και συνοδοιπόρος της πολιτικής του ΚΚΕ ακόμη και στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου και ύστερα. Η εκτέλεσή του είχε έναν ξεκάθαρο πολιτικό στόχο, αυτόν του παραδειγματισμού και της αποκοπής από το αριστερό κίνημα των μη προλεταριακών στρωμάτων και των διανοουμένων, που είχαν προσανατολιστεί στην επαναστατική κατεύθυνση του ΕΑΜ.
Το ιστορικό πλαίσιο της πρώτης δίκης
Στην Ελλάδα οι οργανώσεις του ήδη από το 1947 παράνομου ΚΚΕ βρίσκονται με τη λήξη του εμφυλίου διαλυμένες, λόγω των συνεχιζόμενων τρομοκρατικών διώξεων των κομμουνιστών αλλά και της εισχώρησης της ασφάλειας στις αποδιοργανωμένες δομές του κόμματος. Το ΚΚΕ, υπό την εξόριστη στο Βουκουρέστι ηγεσία του, επιχειρεί σε αντίξοες συνθήκες να αναδιοργανώσει το δυναμικό του κόμματος στο εσωτερικό και προσανατολίζεται στην πολιτική πάλη και σε μια πολιτική συμμαχιών με αριστερές και σοσιαλδημοκρατικές/προοδευτικές δυνάμεις με σκοπό την κατάργηση του “παρασυντάγματος” των έκτακτων στρατοδικείων και των εξοριών και την κατάκτηση των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών του λαού που εν τέλει θα επέτρεπε και τη νομιμοποίησή του. Καρπός της μετωπικής αυτής πολιτικής, όπως συμπυκνώθηκε στην 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (Οκτώβρης 1950), ήταν η συγκρότηση την 1η Αυγούστου 1951 της ΕΔΑ (στην οποία συμμετείχαν το παράνομο ΚΚΕ, ο Δημοκρατικός Συναγερμός, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, το κόμμα των Αριστερών Φιλελεύθερων -το οποίο και αποχώρησε το Δεκέμβρη του 1951- το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα, ενώ λίγο αργότερα εισχώρησαν και η Ένωσις Δημοκρατικών Αριστερών και η Δημοκρατική Ένωσις) η οποία διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες του λαού και της νεολαίας μέχρι και το απριλιανό πραξικόπημα της χούντας.
Το 1950, μετά από απόφαση του Ν. Ζαχαριάδη και του Π.Γ. του ΚΚΕ, φθάνει στην Αθήνα ο Νίκος Μπελογιάννης, κορυφαίο και έμπειρο πολιτικό στέλεχος του ΚΚΕ, προκειμένου να αναδιοργανώσει τις διαλυμένες οργανώσεις του κόμματος σε καθεστώς παρανομίας, να τις συγκροτήσει πολιτικά αλλά και να επιληφθεί του ζητήματος της επικίνδυνης εισχώρησης της ασφάλειας στο κόμμα. Ο Μπελογιάννης συλλαμβάνεται στις 20 Δεκέμβρη 1950 από την ασφάλεια που είχε εντοπίσει το κρησφύγετο στην οδό Πλαπούτα. Έκτοτε, η ασφάλεια πραγματοποιεί επιχείρηση “σκούπα” και συλλαμβάνει συνολικά 92 ακόμη αγωνιστές και στελέχη του ΚΚΕ, μεταξύ των οποίων η Έλλη Παππά (Ιωαννίδου) σύνδεσμος και σύντροφος του Μπελογιάννη. Μετά από συνεχή βασανιστήρια και ηθικούς, ψυχολογικούς εκβιασμούς, συχνά με την άμεση εμπλοκή του αμερικάνου Ρ. Ντρίσκολ, οι συλληφθέντες παραπέμπονται σε δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στις 19 Οκτώβρη 1951 για την παραβίαση του α.ν. 509/1947 “περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών” που έθεσε το ΚΚΕ, τα μέλη και τους υποστηρικτές του και μαζί όλο το πλέγμα των πρακτικών και των ιδεολογικών χαρακτηριστικών της εαμικής επανάστασης εκτός νόμου.
Ο Μπελογιάννης μετατρέπει την απολογία του σε πολιτική κατηγορία των δικαστών του και όλων των πολιτικών παραγόντων της αντίδρασης, συγκινεί και αναδεικνύει την τεράστια πολιτική σημασία της διενεργούμενης δίκης “Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ. Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του. Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω. Θα έλεγα – είπε – ότι “δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου”, γιατί ο κόσμος το ‘χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας”. Η δίκη ολοκληρώνεται με τη θανατική καταδίκη του Μπελογιάννη και άλλων 11 συντρόφων του και ποινές κάθειρξης ή φυλάκισης για άλλους 15 αγωνιστές.
Μέλος του στρατοδικείου είναι και ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος, δείγμα την άμεσης εμπλοκής της παραστρατιωτικής ακροδεξιάς οργάνωσης του ΙΔΕΑ στην υπόθεση. Η νικήτρια πλευρά του ελληνικού εμφυλίου, το κράτος της λευκής τρομοκρατίας και του παρασυντάγματος των έκτακτων μέτρων κληροδότησε μια σειρά παραγόντων που γεννούν την ιδιότυπη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο στρατός εμφανίζει μία σχετική αυτονομία, και αναδεικνύεται σε βασικό πόλο για την οργάνωση της ηγεμονίας σε εθνικό επίπεδο σε αντιδραστική κατεύθυνση. Ως φορέας της νίκης κατά του κομμουνιστικού κινδύνου, έχοντας την ανάλογη «αίγλη» αποτελούσε ένα σώμα πολιτικά συμπαγές, αφού πρωτογενώς συγκροτήθηκε κατά την ταξική σύγκρουση του Δεκέμβρη του 44 από τις αντικομμουνιστικές ομάδες της Μ. Ανατολής (3η Ορεινή Ταξιαρχία, Ιερός Λόχος Ρίμινι), τους Χίτες, Ταγματασφαλίτες και λοιπούς δοσιλόγους, τον ΕΔΕΣ του Ζέρβα και τα παλιά φιλοβασιλικά και μεταξικά στοιχεία. Εξάλλου, καθόλη τη διάρκεια του εμφυλίου αλλά και ύστερα, η συγκρότηση και η ανάπτυξη της επιρροής του ελληνικού στρατού ήταν άμεσα εξαρτημένη από τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα, καταρχήν τους Άγγλους και στη συνέχεια μέχρι και τη χούντα τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, που εγγυήθηκε στρατιωτικά και οικονομικά τη νίκη στο Γράμμο και τροφοδοτούσε με τεράστια ποσά τις στρατιωτικές δαπάνες κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο.
Η σχετική αυτονόμηση του στρατού έλαβε και θεσμικό χαρακτήρα κατά την τελευταία φάση του εμφυλίου, μετά τις επιτυχίες του ΔΣΕ το καλοκαίρι του 1948, όταν ο στρατός αποκόπηκε από τον πολιτικό έλεγχο του όποιου προκαλύμματος της εκτελεστικής εξουσίας και ο έλεγχός του αποδόθηκε αποκλειστικά σε ένα πρόσωπο, το στρατάρχη Παπάγο. Ο στρατός από τη μία καθότι “δοκιμασμένος” στην πίστη του στο κοινωνικό καθεστώς και από την άλλη το Παλάτι, ως ιδεολογικός φάρος συσπείρωσης και εγγυητής της συντηρητικής κατεύθυνσης, αλλά και η δικαστική εξουσία, ενέπνεαν εμπιστοσύνη στην ελληνική αστική τάξη αλλά και στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό ώστε να αποκτήσουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού στο πλευρό της αμερικάνικης ψυχροπολεμικής επιρροής. Στα 1950 ελληνικά στρατεύματα συνδράμουν τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό στον πόλεμο της Κορέας και το 1952 η Ελλάδα θέτει και επισήμως τις ένοπλες δυνάμεις της στις υπηρεσίες του ΝΑΤΟ.
Από την άλλη πλευρά, τα πολιτικά κόμματα και το αστικό πολιτικό προσωπικό της περιόδου είναι ανίκανα και απρόθυμα, να διαχειριστούν πολιτικά την αστική στρατηγική στο πλαίσιο μιας αμιγώς λειτουργικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στα 1950 τα αστικά κόμματα της δεξιάς ή του κέντρου ήταν μορφώματα χωρίς λαϊκή, μαζική βάση που αντλούσαν νομιμοποίηση περισσότερο από ορισμένες προσωπικότητες (εκ των οποίων βασικές μορφές προέρχονταν και πάλι από το στρατό – Πλαστήρας, Παπάγος) που είχαν συμμετοχή στις κυβερνήσεις συνεργασίας- διαχείρισης της πολιτικής κρίσης του εμφυλίου και από τις πελατειακές σχέσεις που είχαν οικοδομήσει στελέχη τους στην επαρχία. Η εποχή των μαζικών κομμάτων θα εγκαινιαστεί αργότερα, εν σπέρματι με την ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή και βασικά στα 1960 με την ΕΚ και την ΕΔΑ ως πόλο συσπείρωσης όλου του αριστερού φάσματος. Άλλωστε, πριν τη συγκρότηση της ΕΔΑ, μεταξύ των κομμάτων του πολιτικού χάρτη οι πολιτικοί διαχωρισμοί ήταν σχετικοί και ρευστοί, αφορούσαν δε κατά βάση μια εγγενή ή όχι συμπάθεια προς το στέμμα και τον τρόπο πολιτικής διαχείρισης του αναμφισβήτητου “κομμουνιστικού κινδύνου”.
Κατά τη διάρκεια της δίκης Μπελογιάννη εκλέγεται την 1η Νοεμβρίου η κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα (ΕΠΕΚ) και έρχεται αντιμέτωπη με την εσωτερική και διεθνή κατακραυγή που ακολουθεί τη δίκη. Ο Πλαστήρας, έχοντας εκλεγεί με το πολιτικό σύνθημα της “ειρήνευσης” και της κατάργησης των έκτακτων μέτρων παρανομίας της αριστεράς αναγκάζεται να δηλώσει ότι οι καταδικασθέντες δεν θα εκτελεστούν.
Η πολιτική διαπάλη γύρω από τα μέτρα ειρήνευσης
Αξίζει να εκτιμηθεί η πολιτική στάση των δυνάμεων του κέντρου, που κατείχαν την τυπική κυβερνητική εξουσία την περίοδο της εκτέλεσης, απέναντι στις εκτελέσεις και εν γένει το πρόγραμμα χαλάρωσης των έκτακτων μηχανισμών καταστολής που θεσμοθετήθηκαν το 1947, στάση που συχνά ερμηνεύεται ως σταθερός δημοκρατικός προσανατολισμός των κεντρώων σχηματισμών και πολιτικών, προσανατολισμός που μάλιστα διακύβευε η προσπάθεια του ΚΚΕ να δράσει και να ανασυγκροτηθεί σε καθεστώς παρανομίας. Αφήνεται δηλαδή η υπόνοια ότι ο μόνος δρόμος για την αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών ήταν η απρόσκοπτη εφαρμογή του πολιτικού προγράμματος του κέντρου και ως εκ τούτου η αδρανοποίηση του ΚΚΕ και η αποτροπή του ξεσπάσματος κοινωνικών αγώνων. Ωστόσο, τα αστικά κόμματα του κέντρου μετεμφυλιακά, συμπιεσμένα από την τεράστια πόλωση δεξιάς και αριστεράς, ακολουθούσαν μια στρατηγική ομοίως ταυτισμένη με την καπιταλιστική ανάπτυξη της Ελλάδας στο πλευρό του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, επιχειρώντας να ενσωματώσουν το τεράστιο κοινωνικό δυναμικό του εαμικού κινήματος, αποκόβοντάς το από την επιρροή των διεκδικήσεων της αριστεράς. Επιχείρησαν έτσι, να οικοδομήσουν σχέσεις της αστικής στρατηγικής με τα οικονομικά πληττόμενα στρώματα, κατ’ αρχήν τα αγροτικά στρώματα της επαρχίας. Τα προγραμματικά στοιχεία της “ειρήνευσης” με τον κοινό “εθνικό” πολιτικό αντίπαλο, το κομμουνιστικό κίνημα εντάσσονταν στο ίδιο, αναμφισβήτητο, πλαίσιο καταστολής και αυταρχισμού, δηλαδή του παράνομου ΚΚΕ και της ποινικοποίησης της αγνωστικής δράσης (με την ενδεχόμενη μετάβαση των σχετικών αδικημάτων από τα έκτακτα στρατοδικεία στα πολιτικά δικαστήρια). Επί πρώτης πρωθυπουργίας Πλαστήρα το 1950 οι αριστεροί κρατούμενοι μειώθηκαν μόνο από 16.780 σε 16.196, οι υπόδικοι από 3.852 σε 3.053 και οι εκτοπισμένοι στη Μακρόνησο από 12.297 σε 9.243. Άλλωστε κεντρώοι αστοί πολιτικοί όπως ο Γ. Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος είχαν σαφώς ταχθεί υπέρ των εκτελέσεων.
Δεν πρέπει ωστόσο να παραγνωρίζονται οι αντιφάσεις που είχε γεννήσει σε αυτούς τους μη συμπαγείς κομματικούς σχηματισμούς η εαμική επανάσταση, που σε πείσμα της τρομοκρατίας και της ήττας, κρατούσε γερά θεμέλια στον πολιτικό προσανατολισμό διευρυμένων μαζών. Οι αντιφάσεις αυτές αντανακλώνταν σε συγκρούσεις επιλογών και προσώπων εντός του κέντρου (χαρακτηριστικός ο Καρτάλης, πολιτικός επίτροπος της αστικοδημοκρατικής αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ αλλά και αργότερα η συγκρότηση της “αριστερής” πτέρυγας της ΕΚ του Α. Παπανδρέου). Τα κόμματα του κέντρου καθ’ όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, θα έχουν αρκετές ευκαιρίες πολιτικής διακυβέρνησης και γενικώς δε θα ξεφύγουν από την ασφάλεια του αυταρχικού κρατισμού και την αμερικάνικη υποστήριξη. Είναι όμως σαφές ότι το παλάτι, ο στρατός και οι σχηματισμοί της δεξιάς εμπνέουν στις δυναμικές μερίδες του κεφαλαίου και στις ΗΠΑ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη.
Η δεύτερη δίκη και η εκτέλεση
Ωστόσο, η στοχοποίηση του Μπελογιάννη και των παράνομων αγωνιστών είχε, όπως φάνηκε λίγο μετά, πολύ μεγαλύτερη σημασία για τα κέντρα εξουσίας από την απλή εξάρθρωση των οργανώσεων του ΚΚΕ. Ο Μπελογιάννης έπρεπε να εκτελεστεί, προκειμένου να καταστούν σαφή τα πολιτικά όρια μέσα στα οποία θα οικοδομήσει την πορεία του το ελληνικό κράτος. Όπως δήλωνε ο Μπελογιάννης στην απολογία του “Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δε δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδος”. Η ειρήνευση, η ενσωμάτωση του κοινωνικού δυναμικού της Αντίστασης και των πολιτικών στόχων της Αριστεράς έπρεπε να αποκλειστεί ως προοπτική. Αυτή η στρατηγική της μηδενικής ανοχής, ο αποκλεισμός δηλαδή της δυνατότητας ανάπτυξης αγωνιστικών και διεκδικητικών ρευμάτων είναι, όπως παρακάτω θα αναλυθεί, η πεμπτουσία της περιόδου του ελληνικού καπιταλισμού καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε.
Στις 16 Νοεμβρίου 1952 ανακαλύπτεται από την ασφάλεια παράνομος μηχανισμός ασυρμάτων του ΚΚΕ στην Καλλιθέα και στη Γλυφάδα. Ο Νίκος Μπελογιάννης και άλλοι σύντροφοι παραπέμπονται εκ νέου σε δίκη ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών, αυτή τη φορά με το μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας. Παρά την πρωτοφανή κινητοποίηση λαού και διανοουμένων, ακόμη και αστών πολιτικών στο πλευρό των κατηγορουμένων (μεταξύ αυτών Πικάσο, Πολ Ελυάρ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Σαλρ ντε Γκωλ, Τσάρλι Τσάπλιν και ο Πάπας) ο Μπελογιάννης και άλλοι 5 καταδικάζονται σε θάνατο την 1η Μάρτη 1952.
Ακολουθεί η επιστολή Πλουμπίδη με την οποία ο Νίκος Πλουμπίδης αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη για τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ στην Ελλάδα, την οποία η εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ μέσω της ραδιοφωνικής συχνότητας Ελεύθερη Ελλάδα καταδικάζει ως κατασκεύασμα της ασφάλειας, εκτιμώντας ότι ανοίγει το δρόμο για περαιτέρω διώξεις σε βάρος των μελών και επιρροών του κόμματος. Σε κάθε περίπτωση, η επιστολή αυτή καμία επίδραση δεν μπορούσε να έχει στην πολιτική απόφαση εκτέλεσης του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, καθώς η ίδια η ασφάλεια απέρριψε οποιοδήποτε ενδεχόμενο να τη λάβει υπόψη ανακοινώνοντας ότι δεν πρόκειται να συνδιαλλαγεί με “καταζητούμενους για κομμουνιστική δράση όπως ο Πλουμπίδης”.
Η αίτηση των κρατουμένων στο βασιλιά για απονομή χάριτος απορρίπτεται “διακριτικά”. Έτσι στις 30 Μάρτη ώρα 4.10′ Μπελογιάννης, Μπάτσης, Αργυριάδης και Καλούμενος εκτελούνται στο στρατόπεδο στο Γουδί. Για πρώτη φορά, η εκτέλεση γίνεται ημέρα Κυριακή, ημέρα κατά την οποία δεν γίνονταν εκτελέσεις ούτε επί γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αποτραπούν λαϊκές διαμαρτυρίες και αναταραχές, ενώ οι εκτελεσμένοι στερήθηκαν ακόμη και δικαίωμα να αντικρύσουν την τελευταία ανατολή του ηλίου, αφού εκτελέστηκαν υπό το φως των προβολέων στρατιωτικών οχημάτων. Η Έλλη Παππά και ο Τάκης Λαζαρίδης εξαιρέθηκαν της εκτέλεσης, η πρώτη καθώς ήταν μητέρα νεογέννητου παιδιού και ο δεύτερος λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Ακολουθώντας τη θηριωδία, τα ανήλικα παιδιά του Ηλία Αργυριάδη, αρπάχτηκαν και κλείστηκαν στα κολαστήρια “αναμορφωτήρια” ανηλίκων της Φρειδερίκης.
Την εκτέλεση θα ακολουθήσει πολιτική κρίση της κυβέρνησης Πλαστήρα με την παραίτηση των υπουργών Σακελλαρίου και Καρτάλη (ο Καρτάλης αργότερα θα ανακαλέσει την παραίτησή του) και του Υφυπουργού Ανδρέα Ιωσήφ και θα αναδείξει τα σαθρά ερείσματα της κυβέρνησης Πλαστήρα. Ο αντίκτυπος της κατακραυγής θα εξαναγκάσει τη βουλή στη λήψη ορισμένων μέτρων μετριοπάθειας χωρίς όμως να παρασχεθεί Γενική Αμνηστία ούτε να καταργηθούν τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Από την άλλη πλευρά, η επιβολή της ακραία συντηρητικής πλευράς ενδυνάμωσε πολιτικά τη δεξιά (ακολούθησε η με ευρεία πλειοψηφία κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού του Παπάγου, με πλειοψηφικό σύστημα).
Τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της περιόδου που εγκαινιάζεται
Η υπόθεση Μπελογιάννη διαδραματίστηκε παράλληλα με άλλες περιπτώσεις όξυνσης των προστριβών μεταξύ των πολλαπλών κέντρων εξουσίας. Η υπόθεση των αεροπόρων στην οποία μάλιστα εκβιάστηκε, χωρίς αποτέλεσμα, να εμπλακεί ως μάρτυρας για την ύπαρξη “κομμουνιστικής ομάδας” αεροπόρων ο Μπάτσης, αλλά και το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 30-31 Μαίου 1951 (που περισσότερο επεδίωξε την άσκηση πίεσης προς τη συντηρητικοποίηση παρά την πραγματική επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας) χαρτογραφούν το ιστορικό πλαίσιο της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Τα πολιτικά της χαρακτηριστικά έχουν ήδη περιγραφεί και μαρτυρούνται από τους χιλιάδες κομμουνιστές και αγωνιστές που με τον πιο βίαιο τρόπο αποκλείστηκαν από ένα πολιτικό σύστημα που σφραγίζει δυο δεκαετίες και κυοφορεί τη χούντα του 1967. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που καθ’ όλη αυτήν την περίοδο οι λαϊκές ελευθερίες βρίσκονται υπό αναστολή υπό τη διαρκή συζήτηση της “εκτροπής” που επαναφέρεται όχι απλώς ως φόβητρο, αλλά ως υπαρκτό εναλλακτικό σενάριο διαχείρισης των κρίσεων.
Το μετεμφυλιακό κράτος είναι μια υβριδικής μορφής συγκρότηση που επιχειρεί να συνδυάσει την κοινοβουλευτική σταθεροποίηση στο δυτικό πρότυπο άντλησης νομιμοποίησης με τη συντήρηση των μέτρων “έκτακτης ανάγκης” και την ενίσχυση της πολιτικής ισχύος των κατασταλτικών μηχανισμών εντός του κράτους. Αυτό το αντιφατικό πολιτικό σύστημα στεγάζει πλέον τη διαρκή αναζωπύρωση των πολιτικών κρίσεων που είναι αποτέλεσμα μια νέας φάσης του ελληνικού καπιταλισμού, το πέρασμα δηλαδή από την αναστήλωση και συσσώρευση μετά την παραγωγική καταστροφή της κατοχής στην μονοπωλιακή συγκρότηση. Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι επενδύσεις αμερικανικών κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία, συνήθως μέσω των συναλλακτικών καναλιών των ελληνοαμερικάνων επιχειρηματιών. Οι χρηματοροές αυτές άλλωστε, συχνά καταλήγουν ατύπως στη χρηματοδότηση των αστικών κομμάτων της εποχής. Πάντως ένα κρίσιμο μέρος της αμερικάνικης, κρατικής βοήθειας παρεχόταν αμιγώς για τις ένοπλες δυνάμεις, στο πλαίσιο της ενίσχυσής τους ως τμήματος της ΝΑΤΟικης συμμαχίας αλλά και συντήρησης της πολιτικής ισχύος του στρατού και όχι για την παραγωγική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Οι δεσμοί της εξάρτησης και οι σχέσεις του ελληνικού κεφαλαίου από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό δεν πρέπει να ερμηνευθούν ως μια αποικιοκρατικού τύπου υποταγή. Αντίθετα, μετεμφυλιακά, οι δυναμικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, ακριβώς λόγω της έμπρακτης πρόσδεσής τους στο δυτικό ιμπεριαλισμό με τη σφραγίδα των ΗΠΑ, ανέπτυξαν αλματώδη κερδοφορία και διεθνοποίηση με επίκεντρο το εφοπλιστικό, το χρηματοπιστωτικό και το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Η ελληνική αστική τάξη δεν είναι μια τάξη μεταπρατική, αντίθετα συγκροτείται με σταθερότητα ο ελληνικός αστικός συνασπισμός εξουσίας υπό την ηγεμονία των μονοπωλιακών μερίδων του, οι οποίες άλλωστε εγγυώνται για το σύνολο της αστικής τάξης τη σταθεροποίηση των διαδικασιών έντασης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δηλαδή την οργάνωση της παραγωγής με πιο σύγχρονα μέσα, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, τις διαδικασίες διεθνοποίησης και τη συγκράτηση των διεκδικήσεων που προκύπτουν είτε από την ανεργία είτε από την συγκέντρωση της εργατικής τάξης στα αστικά κέντρα. Οι συγκρούσεις των αστικών κομμάτων σχετικά με την κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας αφορούν κατά βάση το μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό “απελευθέρωσης” της οικονομίας, καθώς ενός βαθμού παρεμβατισμός ήταν αναγκαίος για να μπουν τα θεμέλια της καπιταλιστικής ανάπτυξης από το κράτος ως συλλογικό κεφαλαιοκράτη (ενδεικτικά ο τομέας της ενέργειας, τα διυλιστήρια, μεγάλες βιομηχανικές μονάδες).
Σε αυτές τις κοινωνικές μεταβολές, το ελληνικό κοινωνικό κίνημα, παρότι είχε απωλέσει λόγω της ήττας και της ακραίας καταστολής τον χαρακτήρα του ως άμεση επαναστατική απειλή, παρέμενε ένας ανοιχτός παράγοντας πίεσης. Αυτό καθώς το εαμικό κοινωνικό δυναμικό, παρότι αποδιοργανωμένο, είχε οικοδομήσει ένα πλατύ μέτωπο συμμαχίας πληττόμενων κοινωνικών δυνάμεων, εργατικών, αγροτικών και μικροαστικών στρωμάτων, με σημαντική ιδεολογική επίδραση σε μερίδα διανοουμένων. Οι συνθήκες τρομοκρατίας σε αντιπαραβολή με την ομαλή αστικοδημοκρατική μετάβαση άλλων δυτικών κρατών μεταπολεμικά συντηρούσαν, σε μικροαστικά στρώματα και διανοουμένους, αγωνιστικά χαρακτηριστικά που χρωματίζονταν από την απλή συμπάθεια έως την ενεργητική υποστήριξη. Ταυτόχρονα, η μη υιοθέτηση προγραμμάτων αναδιανομής του παραγόμενου από την οικονομική βελτίωση πλούτου από τα κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία διαμόρφωνε ένα έδαφος κοινωνικών αγώνων με προοπτική ριζοσπαστικοποίησης, ενώ πρέπει να συνυπολογιστεί και ο πρόσθετος κίνδυνος της συγκέντρωσης της εργατικής τάξης στα αστικά κέντρα και της ανανέωσης του δυναμικού της από νέα εργατικά χέρια και ανθρώπους που δεν είχαν άμεσα υποστεί τις τρομοκρατικές διώξεις του εμφυλίου.
Οι παραπάνω οικονομικές και πολιτικές συνθήκες καθιστούσαν για το προχώρημα του ελληνικού καπιταλισμού, αναγκαία τη συνέχιση των έκτακτων συνθηκών και μετά τον εμφύλιο. Η διαδικασία της “ειρήνευσης”, δηλαδή της αποκατάστασης των πολιτικών δικαιωμάτων και της ομαλής ένταξης των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων στον κοινωνικό σχηματισμό δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή καθώς θα γεννούσε εμπόδια και αντιφάσεις στο εσωτερικό του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Σε αυτή τη δίνη των κοινωνικοπολιτικών μεταβολών διαδραματίστηκε η σύλληψη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη. Στόχος δεν ήταν προφανώς η αποτροπή ενός ανύπαρκτου κινδύνου κομμουνιστικοποίησης της χώρας, αλλά η ανακοπή κάθε στρατηγικής ένταξης του εαμικού κοινωνικού μπλοκ στον κοινωνικό σχηματισμό με ανοχή στα πολιτικά του χαρακτηριστικά. Το πανταχού παρόν παρακράτος, οι εκτελέσεις, τα νησιά εξορίας και οι φυλακές ήταν η πιο σταθερή εγγύηση για τη διατήρηση όχι του κοινωνικού καθεστώτος (καπιταλιστικού αντί σοσιαλιστικού) το οποίο άλλωστε δε διακυβευόταν, αλλά των ασφαλών πολιτικών συσχετισμών, των αναδυόμενων μορφών βαθιάς εκμετάλλευσης των εργαζομένων και ταυτόχρονα για την οριοθέτηση του αντιιμπεριαλιστικού λαϊκού αισθήματος που κληροδότησε η μεγάλη εαμική επανάσταση, τα Δεκεμβριανά και ο ΔΣΕ.
Έχει η Ελλάδα Μπελογιάννηδες πολλούς…
Η ίδια η ιστορία κατέδειξε ότι καμία αστική και ιμπεριαλιστική στρατηγική δεν εφαρμόζεται αυτούσια όπως σχεδιάστηκε, αντίθετα διαπερνάται, υποχωρεί, αναπροσαρμόζεται ή ανατρέπεται μέσα από τους ταξικούς αγώνες στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο. Οι μεγάλοι αγώνες του ελληνικού λαού για τα εργασιακά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 και κυρίως του 60, η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, οι αγώνες των οικοδόμων και της νεολαίας, το ρίζωμα της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, το λαϊκό ποτάμι των Ιουλιανών του 65, όξυναν τις αντιφάσεις του αστικού συνασπισμού εξουσίας και αποτέλεσαν τελικά το μόνο παράγοντα που απέτρεψε επί δύο δεκαετίες την πολυσυζητημένη εκτροπή, με την οποία όλοι οι, θεσμικοί και μη, παράγοντες φλέρταραν ως μια καθαρή μορφή κράτους εκτάκτου ανάγκης.
Η εκτέλεση Μπελογιάννη θα σηματοδοτήσει λοιπόν μια πρακτική συγκροτημένης απάντησης απέναντι στον κίνδυνο του λαϊκού παράγοντα που θα επαναλαμβάνεται με τραγικό τρόπο έκτοτε σε κάθε περίοδο πολιτικής εμφάνισης των λαϊκών διεκδικήσεων στο προσκήνιο, στην προεκλογική τρομοκράτηση των μελών της ΕΔΑ, στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, στις νάρκες του εορτασμού του Γοργοποτάμου, στη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα, στην “τελική λύση” του 1967.
Θα εμπνεύσει όμως και τους μεγάλους λαϊκούς αγώνες για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και θα αποκαλύψει το ρόλο του παρακράτους και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Ο Νίκος Μπελογιάννης, άφθαρτο σύμβολο λευτεριάς, στερέωσε με την ηρωική θυσία του, τους αγώνες που δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές, τόσοι και τόσοι κοινωνικοί αγωνιστές σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους του τόπους. Όπως ο ίδιος δήλωσε, “Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα. Ξεκίνησε μια φούχτα τον καιρό του Μαρξ, έφτασε σήμερα τα 800 εκατομμύρια και αύριο θα απλωθεί σε όλον τον κόσμο. Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν».