Άρθρο της Μαριάνα Τσίχλη, Υποψήφια στη Β’ Αθήνας με την Πολιτική Συνεργασία Αγωνιστών ΑΝΤΑΡΣΥΑ & ΜΑΡΣ
ΕΚΛΟΓΕΣ 25ΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ: ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ, ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΤΑΓΗ, Ή ΡΗΞΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ;
Μπροστά στις επικείμενες εκλογές
Στις 25 Γενάρη ολοκληρώνεται σε πολιτικό επίπεδο η πρώτη φάση ενός μεγάλου κύκλου ανατροπής που ξεκίνησε με την εφαρμογή των μνημονίων το 2010. Σε αυτές τις εκλογές θα αποτυπωθούν μεταβολές που θα φάνταζαν κοσμογονικές πριν πέντε χρόνια: α) ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπαστική αριστερά και που όντως έχει τέτοιες δυνάμεις στο εσωτερικό του θα βρεθεί στην πρώτη θέση και μπροστά στο ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης, β) οι δυνάμεις της αριστεράς συνολικά θα κινηθούν γύρω από το 40% του εκλογικού σώματος, και γ) οι δυνάμεις του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού από το 78% των εκλογών του 2009 θα βρεθούν σε ποσοστό κάτω από το 35%, ενώ θα επιταχυνθεί η διάλυση του ΠΑΣΟΚ, του επί 40 χρόνια ισχυρότερου πόλου του αστικού πολιτικού συστήματος.
Η υλική βάση αυτών των μετασχηματισμών της πολιτικής σκηνής πρέπει να αναζητηθεί στις πολιτικές που ακολούθησαν όλες οι αστικές δυνάμεις και οι διεθνείς ιμπεριαλιστές τα πέντε τελευταία πέντε χρόνια για την έξοδο από την κρίση. Οι πολιτικές αυτές οδήγησαν σε μία γενικευμένη κρίση κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, και της παραμονής με κάθε κόστος στην ΟΝΕ και την ΕΕ, οδήγησε σε μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές καταστροφές που έχει υπάρξει σε χώρα του αναπτυγμένου καπιταλισμού σε καιρό ειρήνης. Στην πραγματική μείωση του εισοδήματος των εργαζόμενων στρωμάτων πάνω από 30% και την επαναφορά των μισθών στα επίπεδα του 1996, στην εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα του 30%, στη διάλυση των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων, στην σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 25% και στις τεράστιες απώλειες παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας, που είναι αμφίβολο αν μπορούν να αντιστραφούν.
Ταυτόχρονα, η κυβερνητική πολιτική απέτυχε να δείξει ότι μπορεί να υπάρξει μία διέξοδος η οποία να ανατάσσει τις οικονομικές απώλειες και πολύ περισσότερο να οδηγεί σε ένα νέο ξεκίνημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αντίθετα, μετά τα PSI, που αποτέλεσαν μία από τις μεγαλύτερες περικοπές δημόσιου χρέους στην ιστορία, το χρέος υπερβαίνει το 175% του Α.Ε.Π., ενώ οι προβλέψεις των αστικών επιτελείων για την εξέλιξή του συνεχίζουν να διαψεύδονται τραγικά. Στην πραγματικότητα, ακόμα και με σχετικά ευνοϊκές παραδοχές, το 2022 το χρέος θα κυμαίνεται από 130 – 160% του Α.Ε.Π., θα παραμένει δηλαδή υψηλότερο από αυτό που ήταν κατά το χρόνο εισόδου της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης.
Όσο το ελληνικό χρέος παραμένει μη εξυπηρετήσιμο, θα συνεχίζεται η εφαρμογή πολιτικών βάρβαρης λιτότητας, η απώλεια τεράστιων πόρων για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων και ταυτόχρονα, η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας με νέο δανεισμό που θα συνεπάγεται νέα μνημόνια και νέα μέτρα.
Αυτή η πραγματικότητα οριοθετεί την επίδραση της δοκιμασμένης στρατηγικής που ακολουθεί ξανά η συγκυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών, ώστε να ενισχυθεί η εκλογική επιρροή της ΝΔ και να ασκηθούν οι μεγαλύτερες δυνατές πιέσεις στο ΣΥΡΙΖΑ για να αποδεχθεί τις κατευθύνσεις των μνημονίων: τη στρατηγική των τρομοκρατικών διλημμάτων για τα αποτελέσματα χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ που θα έχει η συγκρότηση κυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, η στρατηγική αυτή έχει κάποια αποτελέσματα σε δύο επίπεδα. Από τη μία πλευρά, η αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά σήμερα το λιγότερο πιθανό ενδεχόμενο, και έτσι αναγκαστικά διαμορφώνονται ως πιθανές λύσεις είτε η κυβέρνηση ειδικού σκοπού, είτε η συγκυβέρνηση με κάποιο άλλο κόμμα. Από την άλλη, η προσπάθεια προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ σε μία διαδικασία συμβιβασμού όχι μόνο με τους δανειστές και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά και με τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου επιταχύνεται, με ένα σύνολο δηλώσεων εκατέρωθεν αλλά και άτυπων διαβουλεύσεων του οικονομικού του επιτελείου που ήδη έχουν ξεκινήσει.
Απέναντι στη συναίνεση και την ενσωμάτωση …
Απέναντι στην πολιτική των μνημονίων, μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων στρέφουν τις ελπίδες τους σε μία κυβέρνηση με κέντρο το ΣΥΡΙΖΑ, στη λογική του μικρότερου κακού, προσβλέποντας, αν και με υπαρκτή και δικαιολογημένη καχυποψία, σε μία, έστω και μικρή, αλλαγή των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Όμως, απέναντι στις πιέσεις των εγχώριων και διεθνών κέντρων και σε συνθήκες ύφεσης των κοινωνικών αγώνων, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζεται ραγδαία σε δεξιότερες πολιτικές κατευθύνσεις. Όσο πλησιάζουν οι εκλογές, αυτή η διεργασία ολοένα και εντείνεται. Οι πρόσφατες δηλώσεις Τσίπρα είναι απολύτως ενδεικτικές. Μετά το «ανήκουμε στη Δύση» και στο ΝΑΤΟ, τον εξορκισμό κάθε μονομερούς ενέργειας, ακολούθησε το «θα ήμασταν παρανοϊκοί αν φεύγαμε από την ευρωζώνη και την ΕΕ», αλλά και οι δηλώσεις αμέριστης εμπιστοσύνης στις «συστημικές τράπεζες» που πέρασαν με απόλυτη επιτυχία τα stresstestsκαι αποτελούν εγγύηση της ασφάλειας των καταθέσεων, αλλά ακόμα και στις δηλώσεις εφησυχασμού του λαού που συνοψίζονται στο ότι τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και η Γερμανία όχι μόνο αποδέχονται ήδη το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα το εμφανίσουν και ως δική τους πολιτική επιτυχία! Μεγάλη απόσταση έχει διανυθεί από το 2012 ακόμα και σε σύγκριση και σε σχέση με το πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα αριστερής σοσιαλδημοκρατίας που υιοθετούσε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ και πολύ περισσότερο από την κατεύθυνση του «καμία θυσία για το ευρώ».
Η δεξιά προσαρμογή αντανακλάται απολύτως και στο ιδιαίτερα αντιφατικό «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» που δεν μπορεί να επιλύσει τα μεγάλα προβλήματα της καπιταλιστικής ελληνικής οικονομίας πολύ περισσότερο των λαϊκών τάξεων μέσα σε αυτήν.
Ακόμα όμως και αν αυτά τα μέτρα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν και να εφαρμοστούν, κάτι που εντός του Ευρώ προϋποθέτει την συναίνεση της Ε.Ε. η επίδρασή τους θα ήταν μικρή. Η πρόταση για τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας με μετοχικό κεφάλαιο μόλις 1 δις ευρώ, είναι πλήρως ανεπαρκής και δεν μπορεί να επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα στην οικονομική δραστηριότητα. Εξίσου ανεπαρκής είναι και η δέσμευση για τη δημιουργία 300.000 επιχορηγούμενων θέσεων εργασίας που θα είναι θέσεις περιστασιακής απασχόλησης, και με το προϋπολογιζόμενο κόστος, θα έχουν αμοιβές αντίστοιχες των σημερινών προγραμμάτων voucher. Αλλά ακόμα και η επαναφορά του κατώτατου μισθού, μέτρο αναμφισβήτητα θετικό, θα έχει μικρή επίδραση, στο βαθμό που πρόκειται για μια αναδιανομή στην πραγματικότητα της τάξης μόλις του 2% του ΑΕΠ και για μία μικρή αποκατάσταση των σωρευτικών εισοδηματικών απωλειών της τάξης του 22 % του Α.Ε.Π., ενώ ταυτόχρονα είναι αρκετά απίθανο η άνοδος του κατώτατου μισθού να οδηγήσει σε ανάλογη άνοδο και του μέσου μισθού, χωρίς μεγάλη όξυνση της ταξικής πάλης.
Ακόμα περισσότερο, είναι αδύνατη οποιαδήποτε φιλολαϊκή κατεύθυνση χωρίς την επίλυση του ζητήματος του χρέους, με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του. Αντίστοιχα, είναι αδύνατη η άσκηση οποιασδήποτε φιλολαϊκής πολιτικής με την αποδοχή της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των πρωτογενών πλεονασμάτων και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Δεν μπορεί να υπάρξει τόνωση της ζήτησης και έστω και μερική αναδιανομή με διατήρηση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων και ταυτόχρονη εξυπηρέτηση, έστω και μερική, του δημόσιου χρέους. Ούτε και μπορεί η όποια ανάκαμψη της παραγωγικής δραστηριότητας να βασιστεί στον ιδιωτικό τομέα, μέσα στο πλαίσιο της παρούσας κατάστασης της ελληνικής οικονομίας.
Εξάλλου, ακόμα και αυτά τα μέτρα δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς τομές και συγκρούσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία πειστική απάντηση στο ερώτημα γιατί τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, η τρόικα και οι δανειστές θα συναινέσουν στην άρση πολιτικών που με πιέσεις και εκβιασμούς εφαρμόστηκαν όλη την περίοδο των μνημονίων, όταν αρνήθηκαν έναν συμβιβασμό ακόμα και με τις κυβερνήσεις που επέβαλαν τα μνημόνια. Τα ιμπεριαλιστικά κέντρα δεν μπορούν και δε θέλουν να ακολουθήσουν έστω και στοιχειωδώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν μπορούν γιατί η ευρωζώνη δεν έχει υπερβεί οριστικά την κρίση και δεν θέλουν γιατί μία διαφορετική διαχείριση για την Ελλάδα θα άνοιγε δρόμους για την ελάφρυνση του χρέους και άλλων χωρών και κυρίως θα διακύβευε την εμβάθυνση και εμπέδωση της αναδιάρθρωσης και των πολιτικών λιτότητας.
Η απάντηση που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή τα ιμπεριαλιστικά κέντρα θα αναγκαστούν να διαπραγματευθούν με μία κυβέρνηση που έχει νωπή λαϊκή νομιμοποίηση και ότι μία σύγκρουση με την ελληνική κυβέρνηση και έξοδος από το ευρώ θα δημιουργήσει επιπτώσεις αποσταθεροποίησης στο σύνολο της Ευρωζώνης, στηρίζεται σε αβέβαιες παραδοχές. Η λαϊκή εντολή που θα λάβει ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται σε μία πολιτική που δεν επένδυσε στους κοινωνικούς αγώνες και τις λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά στην εκλογική και μόνο έκφραση της δυσαρέσκειας. Δεν συνιστά μία πολιτική βάση που διευκολύνει σε μία διαδικασία πιεστικής διαπραγμάτευσης που απαιτεί προετοιμασία των λαϊκών τάξεων και των πολιτικών δυνάμεων για ρήξεις. Αντίθετα ο ακραιφνής ευρωενωσιακός προσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ με βάση τον οποίο συγκροτεί σχέσεις με ένα μεγάλο τμήμα της εκλογικής του βάσης, τον καθιστά ευεπίφορο σε ποικίλες πιέσεις. Επιπλέον, μπορεί όντως οι κυρίαρχοι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι και πολύ περισσότερο το εγχώριο κεφάλαιο να μην επιθυμούν την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μια τέτοια έξοδος από μόνη της θα αποσταθεροποιούσε την Ευρωζώνη, ώστε να αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα και να διευκολύνει μία μεγάλη περικοπή του χρέους. Έχει κυλήσει καιρός από την περίοδο 2011 – 2012 και οι ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί είναι κάπως καλύτερα προετοιμασμένοι.
Ακόμα και στην περίπτωση που η Ελλάδα εξωθούνταν εκτός Ευρωζώνης και θα προχωρούσε σε διαγραφή του κρατικού χρέους, οι επιπτώσεις για τις υπόλοιπες χώρες θα ήταν σε οικονομικό επίπεδο καταρχήν μικρές. Η διαγραφή του ελληνικού χρέους θα επιβάρυνε το δημόσιο χρέος των υπόλοιπων κρατών της Ευρωζώνης που κατέχουν το ελληνικό χρέος με την μορφή των δανείων μόλις κατά 2,5%. Επιπλέον, στην περίπτωση που μια τέτοια διαγραφή οδηγούσε στην απώλεια μεγάλου μέρους των εξαγωγών των χωρών αυτών προς την Ελλάδα, το εμπόριο με την Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόνο το 0,8% των εξαγωγών της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα ακόμα και ένας υποθετικός μηδενισμός του εμπορίου τους με την Ελλάδα, να οδηγήσει σε μείωση του Α.Ε.Π της Ευρωζώνης κατά 0,2%. Τέλος ακόμα και η απώλεια του συνόλου των άμεσων επενδύσεων που έχει υλοποιήσει το κεφάλαιο από τις χώρες της Ευρωζώνης στην Ελλάδα, την περίοδο 2003 – 2014 αντιστοιχεί μόλις στο 0,03% του συνολικού Α.Ε.Π. της Ευρωζώνης. Για τους παραπάνω λόγους αλλά και γιατί εκτιμούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα προχωρήσει σε κάποιο συμβιβασμό, οι χρηματοοικονομικές αγορές δεν αντιδρούν τόσο έντονα απέναντι στην ελληνική πολιτική κρίση σε σχέση με την περίοδο 2011-2012.
Από τα παραπάνω καταδεικνύεται ότι το ζήτημα του χρέους είναι κυρίως πολιτικό και έχει σημασία από ποια σκοπιά και με ποιο προσανατολισμό το εξετάζει κανείς. Για αυτό δεν μπορεί να υπάρξει οριστική λύση για το χρέος με μεθοδολογίες όπως η ρήτρα ανάπτυξης και η επιμήκυνση του χρόνου πληρωμής, παρά το γεγονός ότι μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο συμβιβασμών που να οδηγήσουν σε μία ελάφρυνση των βαρών των λαϊκών τάξεων για μία ολόκληρη περίοδο.
Καμία ουσιώδης αλλαγή προς όφελος των εργαζομένων δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη σύγκρουση με τους δανειστές, το διεθνές πλαίσιο και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Καμία σημαντική ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων δεν είναι εφικτή με όρους «καλύτερης διαπραγμάτευσης», με την αποκήρυξη κάθε μονομερούς ενέργειας σε σχέση με τη διαχείριση του χρέους, με την σταθερή δέσμευση παραμονής εντός του πλαισίου της ΟΝΕ και της ΕΕ.
… υπάρχει άλλος δρόμος,
σε σύγκρουση και ρήξη με τις μνημονιακές πολιτικές και τους μηχανισμούς που τις επιβάλλουν
Η μόνη διέξοδος από την υφιστάμενη πολιτική μπορεί να διαμορφωθεί με τη ριζική αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους, με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του, με τη δημιουργία δημόσιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, με την άσκηση εθνικής νομισματικής πολιτικής, με ένα άλλο παραγωγικό υπόδειγμα που θα στηρίζεται σε ισχυρούς τομείς της παραγωγής, στις μεγάλες ΔΕΚΟ και τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, υπό κρατική ιδιοκτησία. Για να αναστραφούν τα αποτελέσματα της μνημονιακής πολιτικής και για να ανασάνουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία, είναι αναγκαίος ένας άλλος δρόμος διεξόδου από την κρίση.
Η πολιτική συνεργασία δυνάμεων και αγωνιστών ΑΝΤΑΡΣΥΑ & ΜΑΡΣ είναι η μοναδική φωνή που προτείνει έναν άλλο δρόμο που είναι άμεσα εφικτός, σε σύγκρουση με τους βασικούς πυλώνες της εφαρμοζόμενης πολιτικής και με τους μηχανισμούς που την επιβάλλουν.
Την επομένη των εκλογών, ο λαός και οι δυνάμεις της αριστεράς θα έχουν να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένα ενδεχόμενα. Είτε το να συρθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη συγκρότηση κάποιας μορφής κυβέρνησης ειδικού σκοπού με στόχο τη διαπραγμάτευση, είτε στη συγκρότηση μίας κυβέρνησης με κέντρο το ΣΥΡΙΖΑ. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί την επομένη των εκλογών σε κυβερνητική θέση, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την άμεση έκρηξη των αντιφάσεων της πολιτικής του και θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα εκβιαστικά διλήμματα που θέτει το διεθνές πλαίσιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η πιθανότερη εξέλιξη είναι αυτή της βίαιης δεξιάς προσαρμογής του, καταλήγοντας να εφαρμόζει περίπου την ίδια πολιτική των μνημονίων. Γιατί εάν θέλει να εφαρμόσει έστω και το πρόγραμμα που εξήγγειλε, θα αναγκαστεί να έρθει σε ρήξη με το πλαίσιο που διαμορφώνουν οι ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί, η ΟΝΕ και η ΕΕ, ενδεχόμενο το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει, και δεν είναι προετοιμασμένος και δεν προετοιμάζει τον λαό για αυτό.
Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι διέξοδος δεν μπορεί να δοθεί από την πολιτική κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε όμως μπορεί να δοθεί από μια πολιτική στρατηγική όπως αυτή του ΚΚΕ, που εμμένει στην περιχαράκωση γύρω από τον εαυτό του και τις δικές του δυνάμεις, παραπέμπει τη λύση των προβλημάτων στο επέκεινα της λαϊκής εξουσίας και αρνείται κάθε μεταβατικό αίτημα και κάθε κατεύθυνση ενιαιομετωπικής πολιτικής με άλλες δυνάμεις της αριστεράς και του κινήματος.
Η επομένη των εκλογών θα είναι μία περίοδος μεγάλης ρευστότητας, νέων αναδιατάξεων του πολιτικού συσχετισμού και των πολιτικών εκπροσωπήσεων. Η κατεύθυνση που θα πάρουν αυτές οι ανακατατάξεις είναι ένα ακόμα μεγάλο στοίχημα. Αυτές οι ανακατατάξεις μπορεί να ανοίξουν μία δεύτερη φάση μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών, ανάλογων και μεγαλύτερων από αυτές που θα αποτυπωθούν στις 25 Γενάρη. Απέναντι στις τάσεις απογοήτευσης και συντηρητικοποίησης που μπορεί να δημιουργήσει η προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απολύτως αναγκαία η ενισχυμένη παρουσία εκείνων των δυνάμεων της αριστεράς που μπορούν να απαντήσουν πειστικά ότι υπάρχει διέξοδος για τους εργαζόμενους και τη νεολαία για να αναστραφούν αυτές οι τάσεις και να βρουν ριζοσπαστική έκφραση. Έτσι, είναι απαραίτητη η ενίσχυση αυτού του πολιτικού φορέα που επιδιώκει το μεταβατικό πρόγραμμα να αποτελέσει πεδίο συσπείρωσης των πολιτικών δυνάμεων της αντισυστημικής και ριζοσπαστικής αριστεράς και ευρύτερων πολιτικών ρευμάτων και τάσεων, αλλά και ευρύτατων κοινωνικών δυνάμεων, στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου που, στηριγμένο στο λαϊκό κίνημα και τους αγώνες, θα προωθήσει και θα επιβάλει αυτή την εναλλακτική διέξοδο. Χωρίς κανείς να επενδύει παθητικά στην αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αυτή θα επιδράσει στο σύνολος της αριστεράς, παραμένει γεγονός ότι την επόμενη περίοδο είναι πιθανό να ανοίξει μια νέα περίοδος ριζοσπαστικοποίσης και νέα ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Σε μία τέτοια περίοδο είναι κρίσιμη η πολιτική παρουσία μίας αριστεράς πλατιάς, ενωτικής, μαχητικής, που θα θέτει στόχους σύγκρουσης και ρήξης για μια εργατική διέξοδο από την κρίση. Αυτός είναι και ο ρόλος που πρέπει να παίξει η Πολιτική Συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΜΑΡΣ.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΕΜΠΡΟΣ ΜΑΡΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΡΣΙΑ!
Η πολιτική συνεργασία αγωνιστών και αγωνιστριών ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΜΑΡΣ αποτελεί το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της αναγκαίας συμπόρευσης γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα εργατικής διεξόδου από την κρίση. Η έγκαιρη συγκρότησή της θα μπορούσε να έχει φέρει ευρύτερες μεταβολές, αλλά παρά τα πισωγυρίσματα και τις καθυστερήσεις συνιστά ένα πρώτο σημαντικό ελπιδοφόρο βήμα. Συγκροτήθηκε από δυνάμεις και αγωνιστές που, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τους ενώνει η συμφωνία γύρω από την αναγκαιότητα των άμεσων και αποφασιστικών ρήξεων που συμπυκνώνονται στο πρόγραμμα αυτό και η κοινή παρουσία στην πρώτη γραμμή κάθε αγώνα. Μέχρι τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, αλλά πολύ περισσότερο την επόμενη μέρα, αυτό που θα κριθεί θα είναι εάν θα υπάρξει μία ρήξη με το μονόδρομο των μνημονιακών πολιτικών, ή μια ακόμα περίοδος υποταγής και ενσωμάτωσης στα τρομοκρατικά διλήμματα και τους εκβιασμούς του κεφαλαίου. Γι΄ αυτό το λόγο, το μεγαλύτερο νόημα της πολιτικής συνεργασίας βρίσκεται στη συνέχειά της και στην εμβάθυνση του πολιτικού της πλαισίου και μετά τις εκλογές. Η συνέχεια μπορεί να στηριχθεί στα ελπιδοφόρα μηνύματα της προεκλογικής περιόδου: στις σημαντικές πολιτικές συγκλίσεις, στο συντροφικό κλίμα που αναπτύσσεται, στην κοινή δράση όλων όσων συμμετέχουν σε αυτή.
Για τις 25 Γενάρη, αλλά ακόμα περισσότερο για την επόμενη μέρα, είναι αναγκαία η πολιτική και εκλογική ενίσχυση εκείνης της αριστεράς που υπερασπίζεται το δρόμο της αναγκαίας σύγκρουσης και ρήξης, που δεν ενισχύει τα εκβιαστικά διλήμματα και τις αυταπάτες, που επιδιώκει την προετοιμασία του λαού για την κατοχύρωση και την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του, που προκρίνει τη συγκρότηση του αναγκαίου πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου για την επιβολή μίας διαφορετικής διεξόδου προς όφελος των εργαζομένων, που συμβάλει στην ανασυγκρότηση ενός ρωμαλέου λαϊκού κινήματος, αναγκαίου για την επιβολή των αναγκαίων συγκρούσεων και ρήξεων.
Μαριάνα Τσίχλη
Υποψήφια στη Β’ Αθήνας με την Πολιτική Συνεργασία Αγωνιστών ΑΝΤΑΡΣΥΑ & ΜΑΡΣ