Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν στα μουσεία …
Το φοιτητικό κίνημα με ενάργεια έθεσε στο προσκήνιο το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Εκκινώντας από το αίτημα της συμμετοχής των φοιτητών στη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη Ανώτατης Παιδείας και παρά την ήδη παρούσα κρατική τρομοκρατία μέσω πειθαρχικών κυρρώσεων και του μέτρου της στρατολόγησης των συνδικαλιστών, οι φοιτητικές αντιδράσεις παίρνουν διαστάσεις ντόμινο με βασικό άξονα τον εκδημοκρατισμό των πανεπιστημίων (ελεύθερες εκλογές, αποπομπή των χουντικών επιτρόπων των σχολών, κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου κ.α.). Η υποχρεωτική στράτευση αγωνιστών και τα στρατοδικεία δεν καταστέλλουν τον αγώνα των φοιτητών, απεναντίας τον εξοπλίζουν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα μέχρι τη συγκέντρωση στο Πολυτεχνείο στις 14/2 και τις καταλήψεις της Νομικής στις 21-22/2 και στις 20/3, που κατεστάλησαν αιματηρά από την αστυνομία. Το έδαφος της πολιτικής ανυπακοής είχε ήδη τεθεί. Η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης φουντώνει τη λαική δυσαρέσκεια με τη χούντα να ετοιμάζεται ήδη για τη διάδοχο κατάσταση του Μαρκεζίνη. Στη διαδικασία μεταμόρφωσης του δικατορικού καθεστώτος επεμβαίνει ο Νοέμβρης του 1973, οπότε τα λαικά στρώματα, με πρωταγωνιστή τη φοιτητική νεολαία, σφράγισαν τις πολιτικές εξελίξεις.
Η εξέγερση του πολυτεχνείου από τη μια έσπασε τη βιτρίνα της συναίνεσης που οικοδομούσε το καθεστώς διαβλέποντας τα διαμορφωμένα κοινωνικά ρήγματα και από την άλλη πολιτικοποίησε ριζικά τις κοινωνικές αντιστάσεις, αναδεικνύοντας την ιστορική συνέχεια των ταξικών και πολιτικών αγώνων του λαού που ηττήθηκαν, αλλά δεν απορροφήθηκαν στους πολιτικούς μετασχηματισμούς του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Μέσα από τα συνθήματα “Λαοκρατία”, “Επανάσταση Λαέ”, “Έξω οι αμερικανοί”, ήχησαν στους δρόμους της Αθήνας τα συνθήματα του ΕΑΜ και των τεράστιων αγώνων του ‘50 και του ‘60 για ψωμί και δημοκρατία. Έσπασε, έτσι, το προσωπείο του “εθνικού σωτήρα”, κομβικό σημείο στην προσπάθεια κοινωνικής νομιμοποίησης της χούντας. Έσπασε όμως και η προσπάθεια ανώδυνης για το καθεστώς ”φιλελευθεροποίησης” και στην ουσία επιβίωσης, που θα διαιώνιζαν τις πολιτικές συνθήκες εκτροπής και τον κεντρικό ρόλο του στρατολυ στην πολιτική ζωή αλλά και θα καθήλωναν τα εργατικά δικαιώματα.
Η εξέγερση του Νοέμβρη στιγμάτισε περαιτέρω την πολιτική κατάσταση και τους κοινωνικούς αγώνες της μεταπολίτευσης, δηλώνοντας με τη συνθηματολογία, αλλά και τον ήδη πρωταγωνιστικό πολιτικό ρόλο του κινήματος της νεολαίας, την παρουσία της στον Καραμανλικό εκσυγχρονισμό. Η μεταπολίτευση εγκαινιάστηκε από μεγάλους αγώνες σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, ενώ τα πανεπιστήμια βρίσκονταν υπό διαρκή αναβρασμό. Οι αγώνες αυτοί είναι που στην ουσία ανάγκασαν την αστική τάξη να “ανεχτεί” για δεκατίες μια σειρά λαϊκών ελευθεριών, γεγονός για το οποίο καθόλου διατεθειμένη δεν ήταν, αν θυμηθεί κανείς την απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου το 1980, τους νεκρούς αγωνιστές Κουμή και Κανελλοπούλου. Επιπλέον, είναι αυτοί οι αγώνες που έβαλαν φραγμό για χρόνια στην αντιλαϊκή επιβολή ενός άκρατου οικονομικού φιλελευθερισμού, διατηρώντας δικαιώματα και κατακτήσεις.
Ο αγώνας του Πολυτεχνείου είναι ορόσημο, αλλά και άλλο ένα τρανό παράδειγμα των συγκλονιστικών αποτελεσμάτων των ακηδεμόνευτων, γνήσια λαϊκών αγώνων στην ιστορική πορεία. Όπως όλοι οι νικηφόροι αγώνες, έτσι και η εξέγερση του Νοέμβρη του ‘73, κινήθηκε πέρα από κάθε σχέδιο των επίσημων και “ομαλών” πολιτικών κύκλων της ρεφορμιστικής αριστεράς που σε όλο της το φάσμα έφτασε από την καταγγελιολογία και την προβοκατορολογία έως την προσπάθεια να σβήσουν οι καταλήψεις της Νομικής και του Πολυτεχνείου.
Έκτοτε, και καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, η αντικαπιταλιστική αριστερά ήταν εκείνη που, παρότι καθόλου συγκροτημένη, πλαισίωσε και μπόλιασε με ριζοσπαστικές πρακτικές και αντικαπιταλιστικό στίγμα τις λαϊκές διεκδικήσεις.
Ήταν αυτή η επαγρύπνηση του κινήματος που δεν επέτρεψε στο αστικό πολιτικό προσωπικό να απορροφήσει τις λαικές δυνάμεις στα σχέδιά του, υπό τις ευλογίες βέβαια της ρεφορμιστικής αριστεράς και το περίφημο “μπλοκ των δημοκρατικών δυνάμεων”.
Από τους “300 προβοκάτορες” έως τους μεγάλους αγώνες της μεταπολίτευσης, μέχρι και τα “άκρα” των Σκουριών, η προσπάθεια του συνασπισμού εξουσίας να εδραιώνεται διευρύνοντας την κοινωνική υπακοή και συναίνεση, υφίσταται τις ρωγμές των αγώνων εκείνων που αγκαλιάζονται από πλατιές μάζες και προτάσσουν με αποφασιστικότητα ξεκάθαρα, αντισυνδιαχειριστικά, μαζικά πολιτικά αιτήματα.
Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία!
40 χρόνια μετά, τα μηνύματα του Πολυτεχνείου για ψωμί, για παιδεία, για ελευθερία και δικαιώματα, τα μηνύματα ενάντια στα πολλά πρόσωπα του καπιταλισμού και τον ιμπεριαλισμό, ενάντια στη σιωπή και τη συναίνεση, παραμένουν τραγικά επίκαιρα.
Σήμερα, το Νοέμβρη του 2013, η οικονομική κρίση και ύφεση βαθαίνει, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου να ανατάξει τις ρωγμές που γεννά στο πολιτικό σύστημα η συμπίεση των λαϊκών στρωμάτων, μέσα από καταρρέοντες αναπτυξιακούς μύθους. Μετά από τρία χρόνια εφαρμογής της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης και της διάλυσης μαζικών λαϊκών στρωμάτων, το ελληνικό χρέος εξακολουθεί να μην είναι εξυπηρετήσιμο, στοιχείο το οποίο καθιστά απαραίτητη ταυτόχρονα τη λήψη νέων μέτρων οικονομικών περικοπών, αλλά και περικοπή τμήματος του χρέους και θα σηματοδοτήσει την ένταση των αποτελεσμάτων οικονομικής διάλυσης και φτωχοποίησης που έχουν επιφέρει οι μνημονιακές πολιτικές. Παράλληλα, η θεματική του νόμου και της τάξης αναβαθμίζεται σε κεντρική πτυχή του κυρίαρχου λόγου και το κράτος θωρακίζεται αυταρχικά και κατασταλτικά, αναβαθμίζοντας τον ιδεολογικό και θεσμικό αυταρχισμό προς πάταξην του εσωτερικού εχθρού.
Η βιαιότητα της αστικής στρατηγικής που είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτατη διάρρηξη των κοινωνικών συμμαχιών που είχαν δομηθεί κατά την περίοδο της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού, οδήγησε στη διαμόρφωση ενός ασταθούς πολιτικού σκηνικού. Το πολιτικό προσωπικό αλλά και το πολιτικό σύστημα πέρασε μια τεράστια κρίση νομιμοποίησης που την περίοδο της όξυνσης των λαϊκών αγώνων έτεινε να πάρει χαρακτηριστικά ανοιχτής κρίσης εκπροσώπησης. Αυτή η κρίση είχε ως αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση των δοσμένων κοινωνικών εκπροσωπήσεων, σημείο που κυρίαρχα εκφράστηκε μέσα από την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ ως δεύτερου αστικού πυλώνα, αλλά και την απόσπαση ενός σημαντικού τμήματος της εκλογικής εκπροσώπησης της ΝΔ. Η κρίση αυτή του πολιτικού συστήματος δεν αποτελεί όμως αυτούσια μετάφραση της οικονομικής κρίσης στο πολιτικό επίπεδο, αλλά προκλήθηκε από τις κινήσεις μαζών μιας προηγούμενης περιόδου, από το κίνημα των πλατειών έως τις μεγάλες πανεργατικές απεργίες που ακολούθησαν.
Σήμερα και παρά τις σημαντικές αντιστάσεις, με κύριους σταθμούς τον αγώνα της ΕΡΤ, τις κινητοποιήσεις στην εκπαίδευση (κυρίως των διοικητικών υπαλλήλων) και τα μεγάλα αντιφασιστικά συλλαλλητήρια που ακολούθησαν τη δολοφονία Φύσσα από τη ναζιστική συμμορία της Χ.Α., οι αγώνες αυτοί χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα και απομόνωση και δεν μπορούν επουδενί να συγκριθούν με μια προηγούμενη περίοδο που η λαική οργή άφηνε ένα συνολικό αποτέλεσμα αποσταθεροποίησης στο πολιτικό επίπεδο. Παρότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να υπερβεί τη ρευστότητα και η κυβέρνηση αδυνατεί (και θα αδυνατεί) να συγκροτήσει ένα ιδεολογικό πρόταγμα θετικής στράτευσης των λαικών μαζών πίσω από την αστική στρατηγική, σήμερα ο αστικός συνασπισμός εξουσίας έχει επιτύχει να υλοποιεί με μια σχετική σταθερότητα το πλέγμα των αντιλαικών μεταρρυθμίσεων. Αυτή η διαδικασία πατάει κυρίαρχα πάνω στη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων μετά από τρία χρόνια εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής, η οποία έχει οδηγήσει στο τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων και την άνοδο του εργοδοτικού δεσποτισμού, μεταβάλλοντας τους όρους συγκρότησης των κοινωνικών σχέσεων στους χώρους εργασίας και παράγοντας πολιτικά αλλά και ιδεολογικά αποτελέσματα έντασης του κατακερματισμού, της εξατομίκευσης και της ηττοπάθειας.
Όσο τα μέτρα θα υλοποιούνται και η εφαρμογή της αστικής στρατηγικής θα κερδίζει έδαφος, τόσο θα δυσχεραίνονται οι συνθήκες συγκρότησης κινηματικών δομών και νικηφόρων πρακτικών διεκδίκησης, παρά την όποια αστάθεια και ρευστότητα.Και αυτό γιατί όταν σωρρεύονται οι ήττες του λαϊκού κινήματος, δεν δημιουργούνται αυτομάτως όροι επαναστατικών εκρήξεων, αντίθετα δημιουργούν αποσυγκρότηση, απογοήτευση και ενισχύουν τον αντίπαλο.
Σήμερα, το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, επιχειρεί να συγκροτήσει έναν μηχανισμό υπέρβασης της αστάθειας που γεννά η όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και να αναδιοργανωθεί με βασικό πυλώνα τη ΝΔ ως ισχυρή- δεξιά διακυβέρνηση και κυρίαρχο εργαλείο την ένταση της καταστολής, του αυταρχισμού και την ιδεολογική συμπίεση/περιθωριοποίηση της αριστεράς, των ριζοσπαστικών πρακτικών και των ασυμβίβαστων αγώνων.
Είναι λοιπόν προφανές ότι, παρά την προσφιλή σε διάφορες δυνάμεις της αριστεράς φιλολογία ότι το κίνημα βρίσκεται σε διαρκή άνοδο, ότι η κυβέρνηση είναι στριμωγμένη στη γωνία και ότι η επανάσταση είναι προ των πυλών, στην πραγματικότητα σήμερα δε βρισκόμαστε μπροστά σε μία καταστροφική κρίση του καπιταλισμού, η οποία δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Αντίθετα, όσο εμπεδώνονται οι μνημονιακές πολιτικές καθίσταται όλο και πιθανότερο το ενδεχόμενο της έναρξης ενός νέου κύκλου καπιταλιστικής συσσώρευσης και μακροπρόθεσμης συντριπτικής μετατόπισης του συσχετισμού εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Τελικά, ο παράγοντας που θα κρίνει καθοριστικά την έκβαση της κρίσης δεν είναι άλλος από την ταξική πάλη.
Σε αυτό το πλαίσιο, και σε συνθήκες που η αριστερά φέρει το καθήκον της ανάτασης των λαικών διεκδικήσεων, είναι εμφανής η έλλειψη εκείνης της πολιτικής ενότητας της αριστεράς που από τη μία θα στηρίζει και θα οργανώνει με ενιαίο τρόπο τους λαϊκούς αγώνες και από την άλλη θα τους μπολιάζει με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα εναλλακτικής διεξόδου από την κρίση. Ο μόνος δρόμος διεξόδου είναι η οικοδόμηση των όρων για τη συγκρότηση μίας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας και εκείνης της πολιτικής ενότητας της αριστεράς που θα τροφοδοτεί το λαϊκό κίνημα με ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα εργατικής διεξόδου, σε σύγκρουση με τις κεντρικές πτυχές της αστικής στρατηγικής, όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται κατά κύριο λόγο στην παραμονή στην ευρωζώνη και την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και θα συμβάλλει στην ανάπτυξη του κινήματος με τρόπο τέτοιο που θα επιβάλλει την εναλλακτική διέξοδο.
Η κοινοβουλευτική αριστερά είτε αδυνατεί είτε δεν επιθυμεί να εμπνεύσει νικηφόρους αγώνες. Από τη μία πλευρά, το ΚΚΕ επιμένει σε μια λογική απομόνωσης και σεχταρισμού, ενισχύοντας την κατάσταση διαλυτοποίησης των λίγων έστω υπαρκτών συνδικαλιστικών αγωνιστικών δυνάμεων, ενώ στην ουσία ενισχύει τη λαική απογοήτευση με το να επικαλείται έναν σχεδόν θεολογικού περιεχομένου μελλοντικό σοσιαλισμό και να αποφεύγει τα μεταβατικά εκείνα αιτήματα που μπορούν να οδηγήσουν στην όξυνση της κοινωνικής και πολιτικής πάλης. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί εκτονωτικά, εγκλωβίζοντας τμήματα της κοινωνίας σε ένα αδύνατο σχέδιο επαναφοράς της ελληνικής κοινωνίας σε μια συνθήκη μεταπολιτευτικών κοινωνικών συμβιβασμών. Το σχέδιο αυτό δεν επιχειρεί καν να το διεκδικήσει οργανώνοντας και ενισχύοντας τους κοινωνικούς αγώνες, αντιθέτως λειτουργεί πυροσβεστικά, ρίχνοντας όλες του τις δυνάμεις στην “ειρηνική” και αυστηρά εκλογική μεταβίβαση της εξουσίας στην “αριστερή κυβέρνηση”. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει στην αποδιοργάνωση των αγωνιστικών δυνάμεων ενώ καλλιεργεί συνειδητά αυταπάτες περί εκπλήρωσης μέρους των λαικών συμφερόντων στα πλαίσια της ΕΕ και της ΟΝΕ, μέσα από μια πιο αποφασισμένη να διαπραγματευτεί κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ συσκοτίζει σχετικά με το θέμελιο ρόλο της ΕΕ- ΟΝΕ στη νεοφιλελεύθερη επέλαση και οδηγεί σε πολιτικά αδιέξοδα, παραγνωρίζοντας ότι δεν υφίσταται σήμερα καμία μερίδα του αστικού συνασπισμού εξουσίας της οποίας τα συμφέροντα να υλοποιούνται από μια στρατηγική ταξικών συμβιβασμών.
Σε αυτές τις συνθήκες, η αντικαπιταλιστική αριστερά βρίσκεται, αν και περισσότερο πολιτικά συγκροτημένη από ποτέ, ανέτοιμη να πυροδοτήσει ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φέρει το βάρος της οικοδόμησης μιας ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης για τη συγκρότηση ενός αριστερού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου στη βάση του μεταβατικού προγράμματος εργατικής διεξόδου από την κρίση.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει θέσει αυτόν τον πολιτικό στόχο ήδη από την τελευταία της συνδιάσκεψη συγκεκριμενοποιώντας την πρότασή της και εισήλθε σε αυτή την πολιτική συζήτηση με ισχυρό όπλο το μεταβατικό πρόγραμμα που υποστηρίζει και που της έδωσε τη δυνατότητα να θέσει την πολιτική της στρατηγική σε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, να αυξήσει τη συνοχή της αλλά και να επιδράσει σε ευρύτερες δυνάμεις της αριστεράς, με τις οποίες ήρθε όχι απλά σε επαφή και κινηματική συνεργασία αλλά στην ουσία ταυτίστηκε στην πολιτική της στρατηγική. Οι παλινωδίες, ο σεχταρισμός και η απομόνωση, ο ιδεολογικός διαξιφισμός για την επαναστατικότητα, έχει ήδη κοστίσει πολλά στο ελληνικό κοινωνικό και αριστερό κίνημα. Άλλωστε, όπως έδειξαν οι αγώνες εκείνοι που αποτέλεσαν τη μήτρα της επαναστατικής – αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην ελληνικό χώρο, ο μόνος τρόπος περιφρούρησης των επαναστατικών ιδεών είναι οι ίδιοι οι αγώνες, το να μπορούν να γίνουν κτήμα των λαϊκών μαζών και να δοκιμάζονται στις μεγάλες δοκιμασίες της πάλης των τάξεων. Για να παραφράσουμε και τη ρήση του Λένιν, είναι πιο ευχάριστο και πιο χρήσιμο να πραγματώνεις την πείρα της επανάστασης, παρά να αδρανείς στο όνομά της.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει σήμερα να συγκροτήσει ένα αριστερό πολιτικό μέτωπο, με όλες εκείνες τις δυνάμεις και τους αγωνιστές της αριστεράς που δεν ενσωματώθηκαν στους δρόμους της συναίνεσης/συμμόρφωσης. Σήμερα ο αγώνας για ψωμί- παιδεία- ελευθερία παραμένει αδικαίωτος και περνάει μέσα από την ανατροπή των μνημονίων, τη διαγραφή του χρέους, την έξοδο από την ΟΝΕ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των εργαζόμενων. Περνάει μέσα από το τσάκισμα του φασισμού και την κατοχύρωση ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Αυτό το πολιτικό πρόγραμμα, είναι που ενώνει και πολλαπλασιάζει τις αντικαπιταλιστικές αγωνιστικές δυνάμεις στην Ελλάδα σήμερα και αυτό είναι που μπορεί να επιφέρει τέτοιες ανατροπές και τέτοιους μετασχηματισμούς στον ταξικό συσχετισμό δύναμης, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε ανοιχτό το δρόμο προς την σοσιαλιστική προοπτική, προς την κοινωνική επανάσταση, που πράγματι είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ.
Ο Νοέμβρης του 73′, όπως και κάθε αγώνας σύμβολο του λαού, παραμένει επίκαιρος, παραμένει αδικαίωτος. Περαμένει ένας αγώνας δικός τους και δικός μας. Ένα σημείο στην ιστορία που σημαδεύτηκε από την ασίγαστη θέληση του λαού για δικαιοσύνη και ελευθερία και που δεν ενσωματώθηκε, δεν κηδεμονεύτηκε. Τούτος ο Νοέμβρης, ας είναι το ξεκίνημα μιας περιόδου μεγάλων κοινωνικών αγώνων που θα θέσουν τη βάση για μεγάλες νίκες των εργαζόμενων και της νεολαίας.
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ