Καμία συμμετοχή της Ελλάδας στην πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία και τις οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία

0

Η κρίση στην Ουκρανία καθορίζεται από τη η νέα φάση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που αναπτύσσονται μετά την κρίση του 2008 – 2009. Παρά την ηγεμονία των ΗΠΑ σε πλανητικό επίπεδο που δεν αμφισβητείται άμεσα, αναδύονται δυνατότητες μεσοπρόθεσμης υπονόμευσης της κυριαρχίας τους. Είναι η πρώτη φορά, μετά την ανατροπή της Σοβιετικής Ένωσης και την εμπέδωση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και της ηγεμονίας των ΗΠΑ σε πλανητικό επίπεδο, που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός συναντά τόσα εμπόδια στην απρόσκοπτη πολιτικοστρατιωτική κυριαρχία του, όσο και στην διασφάλιση του διεθνούς συστήματος κεφαλαιακών και ενεργειακών ροών υπό την ηγεμονία του. Οι επεμβάσεις σε κράτη που δεν ευθυγραμμίζονται πλήρως στο μοντέλο ηγεσίας και τον οικονομικό καταμερισμό που επιδιώκει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός (Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Λιβύη κ.λπ.) έχουν αντιφατική ή αρνητική εξέλιξη. Ταυτόχρονα, η οικονομική ανάδυση της Κίνας και η γεωπολιτική αυτονόμηση της Ρωσίας αναδεικνύονται ως πιθανές εναλλακτικές λύσεις για κράτη που αναζητούν διεξόδους απέναντι στους όρους υποτελούς ενσωμάτωσης που επιβάλλουν οι ΗΠΑ, γεγονός που αφορά και μεγάλους κοινωνικούς σχηματισμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ επιχειρούν προληπτικά να οριοθετήσουν την Κίνα σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και πολιτικοστρατιωτικά τη Ρωσία, η οποία είναι η δεύτερη χώρα σε επίπεδο στρατιωτικής ισχύος.

Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός να επιβάλλει με τους ίδιους όρους την πλανητική του κυριαρχία σχετίζεται και επιδρά και στις εσωτερικές εξελίξεις σε αυτή τη χώρα. Ο κοινωνικοπολιτικός συσχετισμός που διαμορφώνεται στις ΗΠΑ, αναδεικνύει την έντονη διαίρεση των κυρίαρχων τάξεων, η οποία αποτυπώθηκε και στις προεδρικές εκλογές και ακόμα πιο έντονα στα γεγονότα που συνόδευσαν την μη επανεκλογή Τραμπ. Οι διαιρέσεις αυτές οδηγούν στην τροφοδότηση της ιδεολογικής και πολιτικής έντασης, η οποία κλιμακώνεται ενόψει και των ενδιάμεσων εκλογών που θα γίνουν τον Νοέμβριο και καθιστούν την αμερικάνικη ηγεσία πιο ευεπίφορη σε τυχοδιωκτικές κινήσεις.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συνιστά μία επικίνδυνη και ραγδαία κλιμάκωση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και επιταχύνει τη νέα φάση στην οποία έχουν εισέλθει. Πρόκειται για μία κίνηση στην οποία σταδιακά κατευθύνθηκε η ρωσική αστική τάξη, όπως εκφράζεται από το ηγετικό στρώμα γύρω από τον Πούτιν, για τους ακόλουθους λόγους α) επιχειρεί να αποκαταστήσει τμήμα του ιστορικού ειδικού βάρους που διατηρούσε η Τσαρική Ρωσία και κυρίως η Σ.Ε., β) θεωρεί ότι δεν πρόκειται ποτέ οι ΗΠΑ και συνολικά το δυτικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ του οποίου ηγούνται να την αποδεχθούν με σχετικά ισότιμους όρους στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Το μέγεθος της Ρωσίας και η πολιτικό στρατιωτική της δύναμη, που ανασυγκροτείται την περίοδο Πούτιν, οδηγούν τις ΗΠΑ να την αντιμετωπίζουν ως ένα προοπτικό αντίπαλο ο οποίος άμεσα πρέπει να οριοθετηθεί και γ) δεν μπορεί να αποδεχθεί ένα τόσο αποφασιστικό βήμα ΝΑΤΟϊκής περικύκλωσης, που θα σήμαινε η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Οι προσεγγίσεις της ρωσικής ηγεσίας και η σταδιακή αλλαγή προσανατολισμού της, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική της Δύσης και κυρίως του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν την κατάρρευση της Σ.Ε., η ρωσική αστική τάξη επιχείρησε να ενσωματωθεί με «ομαλό» τρόπο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Από το 1990 και μετά, η διαδικασία αυτή εξελίχθηκε σε συνθήκες εξάρτησης και υποτέλειας. Κατά την διακυβέρνηση Γιέλτσιν, υπό την άμεση καθοδήγηση των διεθνών οικονομικών ιμπεριαλιστικών μηχανισμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, κ.λπ.), υπήρξε οικονομική λεηλασία της χώρας από το δυτικό κεφάλαιο και τα νέα ρωσικά αστικά στρώματα. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για την παραγωγική δομή της χώρας και για τις λαϊκές τάξεις. Η ανακοπή αυτών των εξελίξεων από τις αρχές του 2000 σημαδεύεται από την αλλαγή κατεύθυνσης και την ανάδυση μιας νέας στρατηγικής για την Ρωσική άρχουσα τάξη, η οποία συμπυκνώνεται στην πολιτική του Πούτιν. Πρόκειται για μία προσπάθεια ανασυγκρότησης του ρωσικού κράτους και ταυτόχρονα διεκδίκησης ενός πιο ανεξάρτητου οικονομικού και γεωπολιτικού ρόλου σε αντίθεση με τη θέση για την οποία τη προόριζαν οι ευρωατλαντικοί ιμπεριαλιστές.

Την περίοδο αυτή, οι ΗΠΑ και οι βασικοί σύμμαχοί τους, διευκόλυναν, τροφοδότησαν ή και οργάνωσαν την ανάδειξη σοβινιστικών ρευμάτων αντιρωσισμού που αποτέλεσαν την κεντρική ιδεολογία των νέων αστικών τάξεων στις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία και γενικότερα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., ή επιδιώκουν να ενταχθούν σε αυτούς τους οργανισμούς. Οι μετασχηματισμοί της στρατηγικής της ρώσικης ηγεσίας είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των περιορισμών και των πιέσεων, που μεθοδικά και σταδιακά άσκησαν πρωτίστως οι ΗΠΑ, για την οριοθέτηση της Ρωσίας ως σημαντικού πολιτικο στρατιωτικού και οικονομικού παράγοντα. Από την αρχική προσπάθεια συνύπαρξης με ισότιμους όρους με τον αμερικάνικο και τον δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό τη δεκαετία του 2000, σταδιακά οδηγήθηκε σε μία συνθήκη μετωπικής αντιπαράθεσης, όπως εκδηλώνεται σήμερα.

Οι ευρύτερες αυτές διεργασίες αποτελούν το υπόστρωμα της εισβολής της Ρωσίας. Δεν πρόκειται για κεραυνό εν αιθρία, αντίθετα η κρίση σοβεί οκτώ χρόνια και οδηγήθηκε σε μία απότομη κλιμάκωση λόγω α) της επιλογής της ουκρανικής ηγεσίας κάτω από την καθοδήγηση των ηγετικών κλιμακίων στις ΗΠΑ να καταστρατηγήσουν τις συμφωνίες του Μινσκ και να επιδιώξουν μία στρατιωτική κλιμάκωση στην Ανατολική Ουκρανία εναντίον των ρωσόφωνων πληθυσμών β) της επιλογής της Ουκρανικής ηγεσίας να θέσει στην άμεση ημερήσια διάταξη το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και γ) της επιδίωξης των ΗΠΑ να αποσταθεροποιήσουν τις οικονομικές σχέσεις των ευρωπαίων συμμάχων τους με την Ρωσία, κυρίως στο πεδίο της ενέργειας, με την σταδιακή υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου από αμερικανικό σχιστολιθικό αέριο.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συνιστά μία επικίνδυνη αντίδραση, όπως κάθε βίαιη επιδίωξη αλλαγής των μεταπολεμικών συνόρων με διάφορα προσχήματα και αφορμές, ειδικά όταν διαμορφώνουν όρους για γενίκευση της αντιπαράθεσης μεταξύ δυνάμεων που διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσια. Είναι μία εξέλιξη εναντίον των συμφερόντων των λαών όχι μόνο εκείνων των κρατών που εμπλέκονται άμεσα στη σύγκρουση, αλλά προοπτικά όλων των λαών, ειδικά της Ευρώπης. Ωστόσο, η αποδοκιμασία της εισβολής δεν μπορεί να συγκαλύψει ότι για τις ειδικότερες και τις γενικότερες αυτές εξελίξεις δεν υπάρχει ισοκατανεμημένη ευθύνη, ούτε περιθώρια για πολιτική ίσων αποστάσεων. Η βασική ευθύνη αφορά στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος θέλει να επιβάλλει την κυριαρχία του με διαλυτικές επιπτώσεις για τους όποιους επίδοξους ανταγωνιστές του, ή όσους δεν συμβαδίζουν πλήρως με τα γεωπολιτικά και οικονομικά του συμφέροντα. Η εμπειρία που αποκόμισε η ρωσική ηγεσία από τρεις δεκαετίες επεμβάσεων, αλλαγής καθεστώτων και την αντιμετώπιση των ηγετικών ομάδων κρατών, ακόμα και εκείνων που συμβιβάστηκαν κατά περιόδους με τις ΗΠΑ (Σαντάμ, Καντάφι, Ασαντ, Μιλόσεβιτς κ.λπ.), είναι διδακτική και ερμηνεύειμ μαζί με τους υπόλοιπους γεωπολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, τη στάση της.

Σήμερα, αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με διάφορες παραλλαγές, ενσωματώνονται στη βασική αφήγηση των ΗΠΑ και των κύριων ιμπεριαλιστών συμμάχων τους. Η εισβολή της Ρωσίας αντιμετωπίζεται ως κάτι πρωτοφανές μεταπολεμικά για την Ευρώπη που σχετίζεται με τον ρωσικό μεγαλοϊδεατισμό και τα αυταρχικά χαρακτηριστικά του Πούτιν. Ξεχνάνε τους βομβαρδισμούς της Σερβίας το 1999 με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, τις εισβολές σε Ιράκ, Αφγανιστάν, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, τις άμεσες πολεμικές επεμβάσεις σε Συρία, Λιβύη, με πολύ πιο γελοία προσχήματα από τις αφορμές που αξιοποιεί ο Πούτιν, τις έμμεσες επεμβάσεις στην αλλαγή καθεστώτων, τα εμπάργκο με τα καταστροφικά αποτελέσματα σε μια σειρά χώρες. Αυτοί που επικαλούνται σήμερα το διεθνές δίκαιο αποκρύπτουν το γεγονός ότι με πρωτοβουλία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού έχουν γίνει δεκάδες επεμβάσεις για την αλλαγή καθεστώτων, απόσπαση εδαφών, αναγνώριση εθνικισμών, συγκρότηση νέων κρατών. Η ιστορία είναι μακρά, με εμβληματική περίπτωση τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και πολλές άλλες που ακολούθησαν.

Εμφανίζουν σήμερα την κυβέρνηση της Δυτικής Ουκρανίας ως νόμιμη και την σύγκρουση ως αποκλειστικό αποτέλεσμα του μεγαλορώσικου σωβινισμού. Όμως οι εξελίξεις και η κατάσταση στην Ουκρανία είναι περισσότερο πολύπλοκη από ότι προβάλλει η αστική προπαγάνδα. Στην Ουκρανία υπήρξε τις τελευταίες δεκαετίες έντονος πολιτικός διαχωρισμός ως προς τον πολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό της χώρας, που βασιζόταν και σε εθνικές διαφορές μεταξύ του Δυτικού και Ανατολικού τμήματος, αλλά και στις διαφορετικές αναγνώσεις της ιστορίας του 20ου αιώνα. Τις τελευταίες δεκαετίες, η σχετική πλειοψηφία, για ιστορικούς, εθνικούς και οικονομικούς λόγους τοποθετείτο υπέρ των προνομιακών σχέσεων με τη Ρωσία σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη. Αυτός ο προσανατολισμός των αστικών στρωμάτων επικυρωνόταν εκλογικά και αποτυπωνόταν και στις κατά καιρούς ηγεσίες. Αυτός ο πολιτικός συσχετισμός ανατράπηκε με βίαιους και πραξικοπηματικούς όρους το 2014 με την παρακίνηση και καθοδήγηση των αμερικανονατοϊκών ιμπεριαλιστών. Μετά την περίοδο του ΕυρωΜαϊντάν, που σηματοδότησε όχι μόνο αλλαγή προσανατολισμού για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, αλλά και αλλαγή καθεστώτος, ο διαχωρισμός αυτός έγινε κάθετος, δημιουργώντας μία αγεφύρωτη διαίρεση που πήρε εθνικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό και πολιτικό χαρακτήρα. Το νέο καθεστώς, ανεξάρτητα αν επικυρώνεται μέσα από κάποιου τύπου εκλογές, βασίζεται στην εθνική και πολιτική καταπίεση, την ακροδεξιά πρακτική, την ανάδυση ναζιστικών ιδεολογημάτων και την ενσωμάτωση των φορέων τους στους κρατικούς μηχανισμούς, γεγονός που έχει μια σειρά συνέπειες και πρακτικές. Τέτοιες είναι ο επιθετικός πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία, η οργανωμένη καταστολή με μαζικό τρόπο και με όρους φυσικής εξόντωσης της πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης, η εξάλειψη των ανεξάρτητων συνδικάτων κ.λπ. Ακραία έκφραση αυτών των πρακτικών αποτέλεσε το κάψιμο του Σπιτιού των Συνδικάτων στην Οδησσό και η δολοφονία δεκάδων αντιφασιστών και αγωνιστών του εργατικού κινήματος από τους παρακρατικούς νεοναζί. Απέναντι σε αυτή την πολιτική, στο Ντονμπάς, ο συμπαγής ρωσόφωνος και εθνικά ρώσικος πληθυσμός αντιστάθηκε ένοπλα στην επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον τους η νέα «προσανατολισμένη στην Ε.Ε.» κυβέρνηση, με αιχμή του δόρατος αυτής της επίθεσης τις νεοναζιστικές ένοπλες πολιτοφυλακές. Η ένοπλη αντίσταση στο Ντονμπάς εξανάγκασε την κυβέρνηση του Κιέβου να υπογράψει τις συμφωνίες του Μινσκ, υπό την εγγύηση της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Όμως, από την τελική μορφή των Συμφωνιών του Μινσκ το 2015 έως και σήμερα, η κυβέρνηση του Κιέβου συντηρούσε έναν εμφύλιο χαμηλής έντασης στις ανατολικές επαρχίες, με στόχο την ανατροπή της προοπτικής της αυτονομίας για το Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ. Το αποτέλεσμα είναι ένας εμφύλιος πόλεμος που διεξάγεται εδώ και οκτώ χρόνια στην Ουκρανία με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, με αποκλειστική ευθύνη της ακροδεξιάς ηγεσίας στην Δυτική Ουκρανία και των αμερικανονατοϊκών καθοδηγητών της. Εμφύλιος που βασίζεται στον εξοπλισμό της Δυτικής Ουκρανίας, με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία δύο χρόνια, από τις χώρες του ΝΑΤΟ. Τα παραπάνω συγκροτούν τα υλικά στοιχεία του αμερικάνικου σχεδίου επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα Ανατολικά, αλλά και του γεγονότος ότι η Δυτική Ουκρανία επεξεργαζόταν το ενδεχόμενο ή και προετοίμαζε εισβολή στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ουκρανίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί επιθετική κίνηση απέναντι στη Ρωσία, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή και είναι δικαιολογημένο ότι δεν γίνεται αποδεκτή.

Αντίστοιχα, από τη δυτική προπαγάνδα ο Πούτιν εμφανίζεται απλά ως ένας αυταρχικός δικτάτορας που έχει μεγαλοεπεκτατικές τάσεις. Όμως, η παρουσία του Πούτιν στην ηγεσία της Ρωσίας επικυρώνεται με εκλογές με τον ίδιο τρόπο όπως γίνεται και στις χώρες της Δύσης και γενικότερα εκεί που υφίσταται αστική «δημοκρατία». Η εκλογική κυριαρχία του Πούτιν βασίζεται περισσότερο στην απόσπαση συναίνεσης από ένα μεγάλο τμήμα του ρωσικού λαού και λιγότερο στη φυσική καταστολή της αντιπολίτευσης, χωρίς αυτή φυσικά να απουσιάζει. Συναίνεση που παράγεται για πολιτικό ιδεολογικούς λόγους, όπως η τόνωση του «εθνικού αισθήματος», αλλά και για οικονομικούς, όπως η ανακοπή της παραγωγικής αποδιάρθρωσης της ρωσικής οικονομίας και μία σχετική βελτίωση για τις συνθήκες τμημάτων των λαϊκών τάξεων σε σχέση με την περίοδο Γιέλτσιν. Ταυτόχρονα όμως, η καταστολή της πολιτικής, κοινωνικής ή και εθνικής αντιπολίτευσης είναι πολύ πιο έντονη και με πολύ πιο εμφατικούς όρους ή έχει πολύ πιο μαζική έκταση σε μια σειρά χώρες που είναι πλήρως αποδεκτές από τον δυτικό ιμπεριαλιστικό συνασπισμό. Αλλά και ευρύτερα στις χώρες του δυτικού καπιταλισμού, η ανάδειξη είτε τυπικά αυταρχικών ηγετών, είτε προερχόμενων άμεσα από τις επιχειρηματικές ελίτ και η ενίσχυση της έμμεσης ή άμεσης καταστολής για την πολιτική σταθεροποίηση αυτών των ηγεσιών αποτελεί ιστορική τάση του σημερινού καπιταλισμού που γενικεύεται και όχι ειδικό χαρακτηριστικό της Ρωσίας.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι αστικές κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις συνασπίζονται πλήρως πίσω από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, παρά το οικονομικό κόστος που αυτό θα έχει για τους λαούς της Ευρώπης, αλλά και τις αρνητικές προοπτικές που οι προσπάθειες περικύκλωσης της Ρωσίας προδιαγράφουν για κλιμάκωση των συγκρούσεων τα επόμενα χρόνια. Αυτό είναι ενδεικτικό και για τον προσανατολισμό του συνόλου των αστικών πολιτικών δυνάμεων σε συνθήκες κρίσης, αλλά για την έλλειψη περιθωρίων για ανεξάρτητη πολιτική της Ε.Ε. που, όταν προκύπτουν μείζονες συγκρούσεις, πάντοτε θα ενσωματώνεται στην στρατηγική του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όχι για λόγους εξάρτησης, αλλά γιατί οι πολιτικές των κρατών που κυριαρχούν στην Ε.Ε είναι σε τελική ανάλυση συμπληρωματικές με τις επιλογές των ΗΠΑ. Ενδεικτικό του μετωπικού χαρακτήρα της αντιπαράθεσης και των αιτιών που σε τελική ανάλυση οδηγούν όλες τις δυτικές χώρες του πλανητικού νεοφιλελευθερισμού σε αυτό το βαθμό συσπείρωσης, είναι το γεγονός ότι Ελβετία υιοθέτησε τις κυρώσεις της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας, αναιρώντας την ιστορικά κατοχυρωμένη ουδέτερη στάση, την οποία είχε διατηρήσει ακόμα και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην Ελλάδα, αστικά, «μισορεφορμιστικά» και ρεφορμιστικά κόμματα, ευθυγραμμίζονται με την ανάλυση που αποδίδει την βασική ευθύνη των πρόσφατων εξελίξεων στην Ρωσία. Η κυβέρνηση, στην παρούσα φάση, «πρωτοστατεί» σε επιθετική ρητορεία απέναντι στη Ρωσία, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη τα μεγέθη της Ελλάδας, αλλά και τη φύση των σχέσεών της με τις χώρες της Βαλκανικής, τη Ρωσία, και τις εντάσεις με την Τουρκία που θα απαιτούσαν μία πολύ πιο μετρημένη και ισορροπημένη πολιτική στάση κατευνασμού. Δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά προχωράει και στην άμεση πολεμική εμπλοκή με την αποστολή πολεμικού οπλισμού, ενώ ασκεί πιέσεις για την εφαρμογή οικονομικών κυρώσεων που θα πλήξουν και τον ρωσικό αλλά και τον ελληνικό λαό. Στην στάση της αυτή ενσωματώνει και την αστική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ. Για την κυβέρνηση, η ευθυγράμμιση αυτή έχει βαθύτερες στρατηγικές επιδιώξεις. Η δικαίωση της ύπαρξης του ΝΑΤΟ, η αποδοχή των κυρώσεων, η συμμετοχή στις πολεμικές ενέργειες με την αποστολή πολεμικού υλικού, εντάσσεται σε μία προσπάθεια σταθεροποίησης του κυβερνητικού κέντρου καταρχήν και της νομιμοποίησης της ιστορικής πολιτικής της δεξιάς του «ανήκομεν εις τη Δύση» και του «Αμερικάνοι, αυτός είναι ο στρατός σας». Η ανάδειξη ενός νέου εχθρού από τα Ανατολικά επιχειρεί να ενισχύσει το ιδεολόγημα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική απέναντι στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, αλλά και ότι επιβάλλεται η ταύτιση με κάθε επιμέρους ελιγμό του αμερικάνικου κράτους που κατασκευάζει εχθρούς και φίλους και τους εναλλάσσει κατά περίπτωση. Εξ αντικειμένου, στην ίδια κατεύθυνση κινείται το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, ως το βασικό τμήμα εκείνου του πολιτικού προσωπικού που συνέχισε και εμβάθυνε την πρόσδεση της χώρας σε αυτό το πλέγμα σχέσεων του ευρωατλαντισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνει την πορεία του ως ένα αστικό κόμμα συνεχίζοντας να δίνει διαπιστευτήρια ότι θα είναι απόλυτα υποταγμένος στις ευρωατλαντικές δεσμεύσεις. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση, τα αστικά κόμματα και οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί τους, επιδιώκουν να ωθήσουν το λαό να ταυτιστεί ή να αποδεχθεί τα επιθετικά αντίμετρα του αμερικανονατοϊκού ιμπεριαλισμού και τις οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία. Ο τρόπος με τον οποίο η δυτική ευρωατλαντική ιμπεριαλιστική συμμαχία αντιμετωπίζει την κρίση της Ουκρανίας, ως πεδίο διασφάλισης της παγκόσμιας οικονομικής, γεωπολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας της, αποκαλύπτεται άλλωστε και από την τρομακτική ευκολία με την οποία η Δύση και ειδικά η ΕΕ και χώρες μέλη της όπως η Ελλάδα δικαιολογούν την υστερία «κυρώσεων» που φτάνουν μέχρι και την απαγόρευση μεγάλων, διεθνούς εμβέλειας ειδησεογραφικών μέσων όπως το RΤ και το Sputnik, σε πλήρη αδιαφορία για το πόσο λίγο μπορούν να συμβιβαστούν με τα θεμελιώδη «ιερά» κείμενα και διακηρύξεις της ΕΕ, την ΕΣΔΑ κ.ά. Τα δε πολιτικοϊδεολογικά αποτελέσματα έφτασαν σε κρατικές πρακτικές (Υπουργείο Πολιτισμού Ελλάδας, Κροατία) απαγόρευσης της ρωσικής τέχνης, μουσικής, θεατρικών έργων κλπ. Δείκτης και αυτά ότι στο πλαίσιο της Ουκρανικής κρίσης, οι αστικές τάξεις των κρατών της ευρωατλαντικής συμμαχίας επιχειρούν να νομιμοποιήσουν στο εσωτερικό των κοινωνικών τους σχηματισμών μια πολιτική ακόμη μεγαλύτερης ταύτισης με τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό μέσα από την προβολή στο επίπεδο της ιδεολογίας, της ιστορικής αφήγησης, της πολιτιστικής ηγεμονίας των ανταγωνιστών του, ως δικών τους «εθνικών» αντιπάλων, εχθρών του «ευρωπαϊκού πολιτισμού», με ψυχροπολεμικές μεθοδολογίες.

Η κυβέρνηση επιδιώκει α) την αξιοποίηση της κρίσης και την εργαλειοποίηση των ευθυνών που αποδίδει στην Ρωσία για την σταθεροποίηση της κυριαρχίας της στο εσωτερικό. Η εμπέδωση μίας αντίληψης μονόδρομου μπορεί να παράγει συναινέσεις των λαϊκών τάξεων στις αστικές πολιτικές, κάτι που έτσι και αλλιώς διευκολύνεται κατά τις πρώτες φάσεις μίας κρίσης β) Η καθολική επιλογή των κυρίαρχων τάξεων στην Ελλάδα, ειδικά μετά την κρίση του Ευρώ, για την απόλυτη ταύτιση με τον ευρωατλαντικό παράγοντα και ειδικά με τις ΗΠΑ, ως μόνο τρόπο σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού και απόκτησης ορισμένων πλεονεκτημάτων στο πλαίσιο των ανταγωνισμών στην περιοχή. Η επιλογή αυτή παραμένει κοινή, ανεξάρτητα από τη μορφή και το χαρακτήρα της κυβέρνησης. Υπηρετήθηκε με συνέπεια και από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που επέκτεινε τις αμερικανονατοϊκές βάσεις στην Ελλάδα και παροξύνεται από τη Ν.Δ. Σήμερα η Ελλάδα έχει μία πληθώρα αμερικάνικων βάσεων οι οποίες στοχεύουν σε εκείνους που κατά καιρούς οι ΗΠΑ αναδεικνύουν ως εκάστοτε αντιπάλους στην Αραβική Χερσόνησο, στην Μέση Ανατολή και στη Β. Αφρική. Όμως, στρατηγικά, η αναβάθμιση της αμερικανονατοϊκής στρατιωτικής παρουσίας έχει σα στόχο τη Ρωσία. Η ελληνική άρχουσα τάξη έχει κάνει συνολικά την επιλογή της τυχοδιωκτικής πρόσδεσης στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, εκτός των άλλων θεωρώντας ότι, λειτουργώντας ως προκεχωρημένο φυλάκιο, θα αποσπάσει συγκεκριμένα οφέλη μέσα από ένα παιχνίδι αναδιανομής ισχύος και αξιοποίησης αντιθέσεων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της ανάδειξης νέων πόλων ισχύος στο διεθνές σύστημα. Δεν είναι η πρώτη φορά που ακολουθείται αυτή η τυχοδιωκτική πολιτική, η οποία ανά περιόδους είχε καταστροφικές συνέπειες, όπως ήταν η Μικρασιατική καταστροφή, ο εμφύλιος πόλεμος, η τούρκικη εισβολή στην Κύπρο. Το σύγχρονο στρατήγημα είναι ότι η σχετική αυτονόμηση της Τουρκίας από την επιρροή των ΗΠΑ αφήνει χώρο για την υποκατάσταση του ρόλου της από την Ελλάδα, αλλά και για την προώθηση των επιδιώξεων του ελληνικού και του δυτικού κεφαλαίου στον ενεργειακό τομέα στην Ν.Α. Μεσόγειο. Πρόκειται για μία επικίνδυνη στρατηγική για τα λαϊκά συμφέροντα, όπως αποδεικνύουν μεταξύ άλλων και τα γεγονότα στην Ουκρανία. Οι επιθετικές κινήσεις, άμεσες ή και έμμεσες, υπό την παρακίνηση και την καθοδήγηση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού έχουν κόστος που σε τελική ανάλυση επιρρίπτεται πάνω στους λαούς. Ενώ καθόλου βέβαιο δεν είναι, αλλά μάλλον το αντίθετο, ότι οι πάτρωνες θα προστρέξουν για τη σωτηρία των εμπλεκομένων που καθοδήγησαν σε τυχοδιωκτικές κινήσεις. Αντίθετα, με κάθε τρόπο θα αξιοποιήσουν αυτά τα γεγονότα για να επιτύχουν τους στόχους τους εις βάρος των λαών. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην περίπτωση των ανταγωνισμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, αφού πρόκειται για δύο κράτη στο ίδιο μπλοκ δυνάμεων, όπου οι σχέσεις μεταβάλλονται και δεν μπορεί και δεν πρέπει να επενδύει κανείς στις ενδεχόμενες ρήξεις κάποιου μέρους με το ιμπεριαλιστικό μπλοκ στο οποίο εντάσσεται για να το υποκαταστήσει. Η τυχοδιωκτική πολιτική της ελληνικής αστικής τάξης με την προώθηση της συμμαχίας Ελλάδας – Ισραήλ – Αιγύπτου υπό την εποπτεία των ΗΠΑ για την χάραξη ενεργειακών αγωγών και την υποτιθέμενη οριοθέτηση της Τουρκίας δεν αποτελεί καμία σταθερή βάση, αντίθετα τροφοδοτεί και ενισχύει τον υπαρκτό αναθεωρητισμό της Τούρκικης ηγεσίας. Ανάλογα, η διασπορά των νατοϊκών βάσεων σε όλη τη χώρα και ο έλεγχος του στρατού από τις ΗΠΑ, όχι μόνο δεν εξυπηρετούν κάποιες αμυντικές ανάγκες, αλλά δημιουργούν εχθρότητα για την Ελλάδα σε μία σειρά χώρες, ενώ την καθιστούν και έναν από τους πρώτους στόχους σε περίπτωση του μη άμεσα πιθανού ενδεχόμενου γενίκευσης συγκρούσεων. Ακόμα και στο μη πιθανό βραχυπρόθεσμα ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής σύρραξης, ο έλεγχος όλου του στρατιωτικού μηχανισμού και των επικοινωνιών από το ΝΑΤΟ αποτελεί το ακριβώς αντίθετο από παράγοντα διασφάλισης της άμυνας, όπως έδειξε η εμπειρία του παρελθόντος.

Η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης και η ταύτιση όλων των αστικών κομμάτων σε περιόδους κρίσης, εξηγείται από τις επιδιώξεις που αναφέραμε παραπάνω. Αυτό που είναι πιο δύσκολο να εξηγηθεί, είναι η τοποθέτηση δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά ή και στο κίνημα. Η ανάδειξη πρωτίστως της στάσης της Ρωσίας ως επιθετικής στο πλαίσιο της σύγκρουσης δύο ιμπεριαλισμών α) συγχέει την αιτία με το σύμπτωμα και β) συσκοτίζει την έννοια του ιμπεριαλισμού, τη φύση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τις πρωτεύουσες και τις δευτερεύουσες πλευρές ενός πλέγματος αντιθέσεων. Η βασική πλευρά που καθορίζει τις εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο είναι η επιθετική κυριαρχία που ασκεί ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, επιθετικότητα και παρεμβατικότητα που οξύνεται α) από τις εσωτερικές αντιφάσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει β) από την προοπτική ανάδυσης οικονομικών και γεωπολιτικών ανταγωνιστών που θα του περιορίσουν πλεονεκτήματα κρίσιμα για την υπέρβαση των εσωτερικών του αντιφάσεων, αλλά και την διατήρηση της κερδοφορίας του αμερικάνικου κεφαλαίου σε υψηλά επίπεδα. Είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες

  • διατηρούν εκατοντάδες στρατιωτικές βάσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη,
  • πραγματοποιούν δεκάδες άμεσες και έμμεσες ένοπλες επεμβάσεις σε χώρες πολύ μακριά από αυτές που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να συνιστούν απειλή,
  • αναπτύσσουν ένα διαρκή παρεμβατισμό για την ανατροπή καθεστώτων και κυβερνήσεων, ακόμα και κυβερνήσεων που δεν συνιστούν κάποιο διαφορετικό συστημικό υπόδειγμα, απλώς ασκούν κάποια πολιτική μικρού περιορισμού των μονοπωλιακών υπερκερδών για να ασκήσουν μία περιορισμένη αναδιανομή υπέρ των λαϊκών τάξεων. Πολύ περισσότερο για την ανατροπή κυβερνήσεων που δεν ταυτίζονται απόλυτα με το πλανητικό συστημικό τους υπόδειγμα, όπως στην Κούβα, τη Βενεζουέλα, και αλλού.

Ο ρόλος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού είναι πολύ ευρύτερος, ρυθμιστικός για το διεθνές σύστημα και πολύ πιο αναγκαίος για τη σταθερότητα του ίδιου του αμερικάνικου καπιταλισμού από ότι ο ρόλος και η λειτουργία άλλων ιμπεριαλισμών των μεγάλων δυτικών κρατών ή και από τις οικονομικές και γεωπολιτικές ιμπεριαλιστικές τάσεις που μπορούν ή επιδιώκουν να αναπτύξουν σε αυτή τη φάση ανερχόμενες δυνάμεις, όπως η Κίνα. Σε οικονομικό επίπεδο, οι ιμπεριαλιστικές λειτουργίες που ασκεί η Ρωσία είναι περιορισμένες, όχι μόνο σε σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά ακόμα και με τις υπόλοιπες 4-5 βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Μ. Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιαπωνία, Ιταλία). Η ενσωμάτωση της Ρωσίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα βασίζεται περισσότερο στους φυσικούς πόρους που η ίδια διαθέτει και λιγότερο στην εκμετάλλευση των εργατικών τάξεων σε άλλες χώρες, χαμηλότερου επιπέδου ανάπτυξης, δια της εξαγωγής κεφαλαίων ή στην απόσπαση μονοπωλιακών πόρων και φυσικών πλεονεκτημάτων που κατέχουν. Σε γεωπολιτικό επίπεδο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ως η δεύτερη σε στρατιωτική δύναμη χώρα του κόσμου και η μόνη που μπορεί να ασκήσει σοβαρά πλήγματα στις ΗΠΑ, δέχεται ταυτόχρονα πιέσεις από αυτές και ωθείται ή και παίρνει πρωτοβουλίες που έχουν και παρεμβατικό χαρακτήρα και αναδεικνύουν και τις ιμπεριαλιστικές λειτουργίες του ρωσικού κράτους. Αυτές όμως α) δεν μπορούν να συγκριθούν με το εύρος και την παρεμβατικότητα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού β) αφορούν κατά κύριο λόγο έναν ιστορικό συρρικνωμένο περίγυρο των κρατών της πρώην ΕΣΣΔ και δεν συνιστούν έτσι μία πλανητική ιμπεριαλιστική λειτουργία και σε κανένα βαθμό ισοδύναμη ή έστω ανάλογη με αυτή του αμερικανονατοϊκού ιμπεριαλισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αντιμετώπιση της σύγκρουσης ως μία επιθετική κίνηση του ρωσικού ιμπεριαλισμού στο πλαίσιο ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου δημιουργεί σύγχυση και εμφανίζει αναλογίες με τη στάση τμημάτων της δυτικοευρωπαϊκής αριστεράς στους «ανθρωπιστικούς» βομβαρδισμούς της Σερβίας, του Ιράκ, του Αφγανιστάν, της Συρίας κ.λπ.

Η εισβολή στην Ουκρανία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνιστά μία αρνητική εξέλιξη, η οποία οδηγεί σε απότομη κλιμάκωση και επιτάχυνση ακόμα πιο επικίνδυνων εξελίξεων. Ενδεικτικά αναφέρεται η ραγδαία επαναστρατικοποίηση της Γερμανίας με εξοπλιστικό πρόγραμμα 100 δις ευρώ, η ενδεχόμενη ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, η συσπείρωση όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ακόμα και της Γερμανίας, σε σημαντικές οικονομικές κυρώσεις, όπως η αποκοπή της Ρωσίας από το διεθνές τραπεζικό σύστημα Swift. Ταυτόχρονα, ενδέχεται να ενισχύσει την κυριαρχία του ακροδεξιού ουκρανικού εθνικισμού στην Δυτική Ουκρανία και πιθανά και τον ρωσικό σωβινισμό. Πρόκειται για μία κίνηση της ρωσικής ηγεσίας υψηλού ρίσκου. Με δεδομένα αυτά, προκύπτει το ερώτημα, τι συμφέρει σε παγκόσμιο επίπεδο τις λαϊκές τάξεις.

  • Η αποτυχία ή η επιτυχία της στρατηγικής του κυρίαρχου και αναμφίβολα του πιο επικίνδυνου και επιθετικού σε πλανητικό επίπεδο ιμπεριαλισμού;
  • Η αποδυνάμωση του ιδίου ή των αντιπάλων του;
  • Η αξιοποίηση των αντιθέσεων μεταξύ αντιμαχόμενων πλευρών ή η αδιαφορία για αυτές;

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ήττα της αμερικάνικης στρατηγικής, έστω και σε επιμέρους σημεία, όπως π.χ. η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, είναι η πρωτεύουσα πλευρά. Πρόκειται για μία σύγκρουση που δεν μπορεί να υπάρξει ταύτιση με καμία πλευρά, αλλά όπου, ταυτόχρονα, η πολιτική των ίσων αποστάσεων ουσιαστικά σημαίνει ενίσχυση της αντικειμενικά πιο επιθετικής, ισχυρής και επικίνδυνης. Η έστω συγκυριακή ήττα της πιο επικίνδυνης πλευράς παίρνει ακόμα μεγαλύτερη αξία στην ιστορική περίοδο που διανύουμε, όπου οι τεχνικές δυνατότητες διεξαγωγής πολέμου είτε με συμβατικά μέσα είτε πολύ περισσότερο με πυρηνικά, διαμορφώνουν όρους καθολικής καταστροφής για τεράστιες περιοχές. Μία ιστορική περίοδο όπου η ραγδαία ανάπτυξη των οπλικών συστημάτων συμπίπτει με την όλο και συχνότερη ανάδειξη σε διεθνές επίπεδο ηγεσιών με ακροδεξιό και «ανορθολογικό» υπόβαθρο, που ρέπουν όλο και περισσότερο στην ρητορική των πολέμων ως ενδεχόμενων για την σταθεροποίηση της εσωτερικής πολιτικής κυριαρχίας τους ή για την επίτευξη των στρατηγικών κρατικών επιδιώξεων.

Η εκτίμηση για την κυρίαρχη πλευρά της σύγκρουσης δεν σημαίνει στράτευση σε κάποια σημαία ή αυταπάτη για τη φύση του ρωσικού καπιταλισμού, ή κάποια προσδοκία για τη συμβολή του στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο Πούτιν ανάλωσε τόσο μεγάλο τμήμα της επιχειρηματολογίας του για τις αιτίες του πολέμου σε μία επίθεση στον Λένιν και στους μπολσεβίκους, είναι ενδεικτικό και των επόμενων τομών που θέλει να φέρει σε σχέση με το σοβιετικό παρελθόν και του τρόπου που τείνει να συγκροτηθεί με αντισοβιετικό προσανατολισμό η ιδεολογική ηγεμονία της ρωσικής ιθύνουσας τάξης. Ωστόσο, τα κριτήρια για τον επιμερισμό ευθυνών μεταξύ των αντιμαχόμενων, για τη λήψη θέσης υπέρ, ή κατά, ή ουδετερότητας, για τους τρόπους παρέμβασης στις λαϊκές μάζες και τον πολιτικό προσανατολισμό, καθορίζονται από τις προτεραιότητες και τις πρωτεύουσες και δευτερεύουσες πλευρές των αντιθέσεων, την αποδυνάμωση της πιο επικίνδυνης για τα λαϊκά συμφέροντα πλευράς. Στην παρούσα φάση, σε διεθνές επίπεδο, προτεραιότητα αποτελεί η ήττα του σχεδίου του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού για την περαιτέρω επέκταση στην Ανατολική Ευρώπη.

Η κατάσταση είναι ακόμα ρευστή, μεταξύ άλλων γιατί δεν είναι απίθανη μία περαιτέρω στρατιωτική κλιμάκωση από πλευράς των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων, με ενεργότερη εμπλοκή στο πολεμικό μέτωπο. Εκτός των άλλων, ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου μέχρι στιγμής υπόκειται σε περιορισμούς και διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με τις διεθνείς συμμαχίες που υφίστανται. Σε αντίθεση με τον αμερικάνικο τρόπο διεξαγωγής του πολέμου με τους μαζικούς βομβαρδισμούς για καταστροφή υποδομών και την εξόντωση του στρατιωτικού μηχανισμού των αντιπάλων κρατών στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, και εν μέρει στη Συρία, που έχει σαν αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες, αλλά κυρίως αμάχους, τουλάχιστον στην πρώτη φάση οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ρωσίας διεξάγονται υπό το πρίσμα της αποφυγής εκτεταμένων καταστροφών σε υποδομές και απωλειών σε ανθρώπινο πληθυσμό. Την ίδια στιγμή, οι οικονομικές κυρώσεις στοχεύουν να αποσταθεροποιήσουν τις ταξικές συμμαχίες που εκφράζει το καθεστώς Πούτιν και να αποδιοργανώσουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό των κυρίαρχων τάξεων που τον υποστηρίζουν. Με τις κλιμακούμενες οικονομικές κυρώσεις, οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις συσπειρώνονται στην επιδίωξη των ΗΠΑ, παρά τις επιπτώσεις που για ένα διάστημα θα έχει αυτό στις λαϊκές τάξεις στις χώρες τους. Η κάθε πλευρά έχει κάνει μία ορισμένη προετοιμασία, ωστόσο η επιτάχυνση των εξελίξεων είναι μεγάλη και δεν μπορεί απόλυτα να προβλεφθεί η έκβαση. Οι εμπορικοί δεσμοί της Ε.Ε. με την Ρωσία, αν εξαιρεθεί ο τομέας της ενέργειας, είναι περιορισμένοι. Μία συνολική κατάρρευση των εμπορικών ροών της Ε.Ε. προς την Ρωσία δεν υπονομεύει σημαντικά την Ευρωπαϊκή Οικονομία. Από την άλλη πλευρά, ως προς την ενέργεια, το μερίδιο της συμβολής των εξαγωγών της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό ισοζύγιο μειώνεται. Αν και βραχυπρόθεσμα η διακοπή των εξαγωγών φυσικού αερίου από την Ρωσία στην Ευρώπη θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες, μεσοπρόθεσμα η ενεργειακή εξάρτηση από την Ρωσία θα μειώνεται. Την ίδια στιγμή, είτε για τεχνικούς λόγους, όπως η έλλειψη κατάλληλων νέων αγωγών, είτε για λόγους μικρότερου οικονομικού μεγέθους της Κίνας σε σχέση με το σύνολο της Ε.Ε., είναι αδύνατο βραχυμεσοπρόθεσμα η Ρωσία να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες από την αγορά της Ε.Ε., αυξάνοντας δραστικά τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων προς την Κίνα. Κατά το έτος 2020 το 83 % των εξαγωγών της Gazprom κατευθύνονταν προς την Ευρώπη, αυτά τα μεγέθη δεν μπορούν να υποκατασταθούν από τις εξαγωγές προς την Κίνα.

Ως προς τις επιπτώσεις της αποκοπής της Ρωσίας από το σύστημα διεθνών τραπεζικών συναλλαγών SWIFT υπάρχει επίσης μία αμφίπλευρη προεργασία. Ο ρωσικός χρηματοοικονομικός τομέας βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό υπό κρατικό έλεγχο και χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση. Από το 2014, υπό το πρίσμα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν για την προσάρτηση της Κριμαίας, υπήρξε προετοιμασία για την αντιμετώπιση νέων. Τέλος, αξιοποιώντας μία πλατφόρμα διατραπεζικών συναλλαγών που ανέπτυξε η Κίνα μετά το 2015, ανάλογη με το SWIFT, επέτυχε ώστε το 2021 το 20 % των διατραπεζικών συναλλαγών να διενεργείται από το αυτό το σύστημα και όχι από το SWIFT.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διαμάχη έχει ευρύτερες διαστάσεις και αφορά, εκτός από τη Ρωσία, ενδεχόμενα και την Κίνα, και χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου που για μια σειρά λόγους θα επιδίωκαν να αυτονομηθούν ή να διατηρούν εναλλακτικές απέναντι στον ασφυκτικό έλεγχο που ασκεί η αμερικάνικη χρηματοοικονομική ηγεμονία. Θεωρητικά αφορά και χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όπως πρώτα και κύρια η Ελλάδα, που υπέστησαν αλλεπάλληλους εκβιασμούς με την απειλή της αποκοπής του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το να γονατίσει η Ρωσία σε αυτή την αντιπαράθεση από τις οικονομικές κυρώσεις θα διαμορφώσει μια ευρύτερη δυναμική για την δυνατότητα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού να επιβάλλει τις πλανητικές του επιδιώξεις με κάθε μέσο. Το γεγονός αυτό παράγει επιφυλάξεις σε μια σειρά χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι προς το παρόν στη σφοδρή καταδίκη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν περιοριστεί οι παραδοσιακοί δυτικοί ιμπεριαλιστές και οι νεόκοποι υποτελείς τους στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ πολύ μεγάλες κρατικές ενότητες των αναδυόμενων οικονομιών (Ινδία, Πακιστάν, Ιράν κ.λ.π.) αλλά και χώρες της Αραβικής Χερσονήσου έχουν αποφύγει να πάρουν αντίστοιχες θέσεις. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, αποκτά σημασία, η οποία θα καθορισθεί και από την αντοχή της Ρωσίας στο άμεσο πεδίο, αλλά και στο οικονομικό επίπεδο, αλλά και από τη συνοχή και την αποφασιστικότητα που θα δείξει το ευρωατλαντικό στρατόπεδο.    

Οι διεργασίες αυτές επιταχύνουν τις εξελίξεις και οδηγούν σε μία νέα φάση κλιμακώσεων, ανεξάρτητα αν θα επιτευχθεί προσωρινά κάποιος συμβιβασμός. Οι ίδιες οι εξελίξεις είναι αποτέλεσμα της ταυτόχρονης ισχυροποίησης των αναπτυγμένων καπιταλισμών έναντι των εργαζόμενων τάξεων, αλλά και της διεθνούς κρίσης που σοβεί κάτω από τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και της ανάδειξης νέων οικονομικών πόλων, ανταγωνιστικών προς τις παραδοσιακές δυνάμεις. Σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση των εξελίξεων παίζει η αδυναμία του λαϊκού παράγοντα να παρέμβει στα ζητήματα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στο εσωτερικό των αναπτυγμένων κρατών. Η ανάπτυξη του φιλειρηνικού, αντιπολεμικού και αντιϊμπεριαλιστικού κινήματος έπαιξε ρόλο στις δεκαετίες του 80, του 90 και στις αρχές του 2000 στην αποσόβηση ευρύτερων κλιμακώσεων. Μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης, της ευρύτερης υποχώρησης του λαϊκού κινήματος αλλά και με ευθύνη κυρίως της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και της «νατοϊκής αριστεράς», το κίνημα αυτό οδηγήθηκε σε λανθασμένους προσανατολισμούς και ατόνησε.

Είναι επιτακτική η ανασυγκρότηση μίας μαζικής παρέμβασης που να εμπλέκει ευρύτερα λαϊκά στρώματα και να αντιτίθεται στην ραγδαία κλιμάκωση. Η κεντρική πλευρά μίας τέτοιας παρέμβασης στην Ελλάδα αφορά στην διεκδίκηση της απεμπλοκής της χώρας από τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, την απομάκρυνση των νατοϊκών βάσεων, την άρση των διευκολύνσεων στον αμερικανονατοϊκό ιμπεριαλισμό, την αντίθεση στην επέκταση του ΝΑΤΟ. Καταλυτική για τον πολιτικό προσανατολισμό είναι η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη για άμεση πολεμική εμπλοκή με την αποστολή πολεμικού υλικού και ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο αποστολής μαχητικών αεροπλάνων και πιλότων. Κάτι τέτοιο θα αποτελέσει μείζονα αρνητική εξέλιξη και το λαϊκό κίνημα πρέπει με την πάλη του να το αποτρέψει. Η κυβέρνηση είναι υπόλογη για τους κινδύνους που δημιουργεί και την κλιμάκωση στην οποία συμβάλλει, ενώ η εξέλιξη αυτή που καθιστά τη χώρα τμήμα μίας πολεμικής σύγκρουσης και δεν αφήνει κανένα περιθώριο ίσων αποστάσεων και ουδετερότητας απέναντι στην εξελισσόμενη σύγκρουση.

  • Καμία συμμετοχή της Ελλάδας στις πολεμικές ενέργειες.
  • Άρση των οικονομικών και άλλων κυρώσεων στη Ρωσία.
  • Άμεση Παύση των εχθροπραξιών.
  • Δέσμευση για την μη ένταξη της Δυτικής Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ
  • Καμία περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ
  • Αναγνώριση ως ανεξάρτητων κρατών των Λαϊκών Δημοκρατιών Λουγκάνσκ και Ντονέτσκ.
Share.

Comments are closed.