Πριν από λίγες ημέρες, η Νίκη Κεραμέως προανήγγειλε νομοθετική πρωτοβουλία για την υποχρεωτική θέσπιση ενιαίου ψηφοδελτίου στις φοιτητικές εκλογές. Πρόκειται για μία εξαγγελία αδιανόητη από κάθε άποψη, στο βαθμό που όχι μόνο στοχεύει στην αποδιάρθρωση του φοιτητικού κινήματος και στην διάλυση των φοιτητικών παρατάξεων και συλλογικοτήτων, αλλά επιπλέον αποτελεί ωμή, αυταρχική κυβερνητική παρέμβαση στον τρόπο οργάνωσης του φοιτητικού συνδικαλισμού, που λίγα έχει να ζηλέψει από τη Χούντα, αλλά και τις παρεμβάσεις της πρώτης, αυταρχικής περιόδου της μεταπολίτευσης. Η εξαγγελία αυτή κινείται στην κατεύθυνση που ακολουθεί η κυβερνητική πολιτική σε όλα τα μέτωπα: αυταρχική θωράκιση, καταστολή, χτύπημα και ποινικοποίηση των αγώνων. Μέσα σε μόλις ένα χρόνο έχουν προηγηθεί οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, η διπλή αναστολή του Συντάγματος με την πλήρη απαγόρευση των συναθροίσεων στις 17 Νοέμβρη και στις 6 Δεκέμβρη, ο νόμος για τα ΑΕΙ που προβλέπει μεταξύ άλλων διαγραφές, πανεπιστημιακή αστυνομία και πειθαρχικά μέτρα, το νομοσχέδιο για τη διάλυση του εργατικού κινήματος. Όλα τα παραπάνω συνοδεύτηκαν με την τεράστιας έκτασης κρατική καταστολή, τόσο στις διαδηλώσεις και τις κινητοποιήσεις, όσο και μέσα από την πρωτοφανών διαστάσεων κατασκευή σκευωριών, τις συλλήψεις πολλών εκατοντάδων αγωνιστών με στημένα κατηγορητήρια και τη θέση αρκετών εξ αυτών σε ομηρεία μέσω εξαντλητικών περιοριστικών όρων. Η κυβέρνηση της ΝΔ, με την πλήρη στήριξη όλων των μερίδων της αστικής τάξης και την σύμπλευση του συνόλου σχεδόν των μεγάλων ΜΜΕ, επιχειρεί να τροποποιήσει μακροπρόθεσμα τον συσχετισμό της δύναμης, εκθεμελιώνοντας κατοχυρωμένα πολιτικά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα.
Σε αυτά τα πλαίσια, ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνει το φοιτητικό κίνημα και ο ριζοσπαστισμός της νεολαίας, που στοχοποιείται από την ΝΔ, ήδη από τον πρώτο μήνα της εκλογής της, με την θεσμική κατάργηση του ασύλου, την σκληρή καταστολή και τη σωρεία συλλήψεων, ξυλοδαρμών και αστυνομικής και δικαστικής αυθαιρεσίας, τον νόμο για τα ΑΕΙ. Το νεολαιίστικο και ιδίως το φοιτητικό κίνημα επιχειρείται να αποδιαρθρωθεί και να οριοθετηθεί, για λόγους που σχετίζονται τόσο με τον ιστορικό του ρόλο στα πλαίσια του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, όσο και – το κυριότερο – γιατί η τριτοβάθμια εκπαίδευση εξακολουθεί και αποδεικνύεται αδύνατος κρίκος στην επιβολή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, ενώ οι κινητοποιήσεις των φοιτητών παραμένουν πυροδότες ευρύτερων αντιστάσεων.
Το φοιτητικό κίνημα, έχοντας αποκτήσει πλατιά νομιμοποίηση στην ελληνική κοινωνία από την μεταπολίτευση και μετά, μέσα από τη λάμψη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τη συνεισφορά του στην πτώση της Χούντας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση λαϊκών αντιστάσεων εδώ και 50 σχεδόν χρόνια. Πέτυχε την απόσυρση νομοσχεδίων, την κατάργηση ψηφισμένου νόμου, αλλά και συνέβαλε στην επιβίωση και νομιμοποίηση μορφών αγώνα και κινηματικών, ριζοσπαστικών πρακτικών που σημάδεψαν ευρύτερες κινηματικές διεργασίες. Το φοιτητικό κίνημα του 2006 – 2007, αλλά και η έκρηξη της νεολαίας τον Δεκέμβρη του 2008, άφησαν πολιτικές παρακαταθήκες που οδήγησαν στις πλατείες το 2011 και ευρύτερα στις κινητοποιήσεις του 2010 – 2012, οι οποίες επικαθόρισαν τον συσχετισμό της δύναμης και οδήγησαν στην αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, σε μαζική αριστερή μετατόπιση και σε ανοιχτά ενδεχόμενα συνολικότερης αμφισβήτησης της αστικής στρατηγικής. Η κυβέρνηση της ΝΔ και το κοινωνικοπολιτικό μπλοκ που εκφράζει, είναι αποφασισμένη να εξασφαλίσει την απαραίτητη θωράκιση ώστε τέτοια ενδεχόμενα να αποκλειστούν – όσο είναι δυνατό κάτι τέτοιο – για τις επόμενες δεκαετίες.
Ωστόσο, πέρα από την πολιτική συνεισφορά του φοιτητικού κινήματος και του νεολαιίστικου ριζοσπαστισμού τις προηγούμενες δεκαετίες, το φοιτητικό κίνημα της φετινής χρονιάς ανέστειλε ή και ανέτρεψε κεντρικές πτυχές της κυβερνητικής στρατηγικής. Ήδη σήμερα, οι κινητοποιήσεις των φοιτητών ενάντια στον νόμο Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη μετρούν πολύ σημαντικές νίκες. Η πρώτη εξ αυτών είναι ότι, μέσα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, υπό το βάρος των περιορισμών της πανδημίας και της σκληρής καταστολής, με πανεπιστήμια κλειστά εδώ και ένα και πλέον χρόνο, το φοιτητικό κίνημα πέτυχε την συγκρότηση πολύ μεγάλων διαδηλώσεων σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, δίνοντας το μήνυμα στο σύνολο της κοινωνίας, ότι οι αγώνες είναι εφικτοί και παράγουν αποτελέσματα. Παράλληλα, έσπασε την κυβερνητική αφήγηση και κατέστησε τον νόμο Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη απεχθή σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην πανεπιστημιακή αστυνομία, με τη συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων υπογραφών φοιτητών, μαθητών αλλά και πανεπιστημιακών. Διαμόρφωσε τέτοιους συσχετισμούς στα ιδρύματα ώστε η πανεπιστημιακή αστυνομία και τα πειθαρχικά μέτρα να είναι δύσκολο να εφαρμοστούν και να απαιτούν σοβαρές συγκρούσεις, ιδιαίτερα στο βαθμό που δεν έχουν καμία συναίνεση από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και την κοινωνία. Επιπλέον, κατόρθωσε να επιβάλει την καθυστέρηση της τοποθέτησης αστυνομίας εντός των ιδρυμάτων και να οδηγήσει σε μία διαρκή διελκυστίνδα σε σχέση με την εφαρμογή του μέτρου. Όμως, ακόμα περισσότερο, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις οδήγησαν στην κατάργηση στην πράξη του νόμου για την απαγόρευση των διαδηλώσεων. Ο νόμος αυτός, είτε δεν θα εφαρμοστεί, είτε η εφαρμογή του θα απαιτήσει πολύ σκληρή κατασταλτική διαχείριση, με την πλήρη ενεργοποίηση και του δικαστικού μηχανισμού, πράγμα που ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγάλες συγκρούσεις. Παράλληλα με το νόμο για τις διαδηλώσεις, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση των πολύ μαγάλων διαδηλώσεων ενάντια στην κρατική καταστολή, με αποκορύφωμα τη Νέα Σμύρνη. Είναι δε προφανές ότι και στις ίδιες τις αντικατασταλτικές διαδηλώσεις, η παρουσία των ριζοσπαστικών τμημάτων της νεολαίας ήταν κυρίαρχη. Αποδείχθηκε επομένως ότι, ακόμα και σήμερα, στο έδαφος ενός αρνητικού συσχετισμού και σε δύσκολες συνθήκες, το κίνημα της νεολαίας και πρωτίστως το φοιτητικό κίνημα αποτελεί βασικό εχθρό της κυβερνητικής πολιτικής. Συνεπώς, το τσάκισμά του δεν είναι απλώς ζήτημα «ανοιχτών λογαριασμών» με την ιστορία του λαϊκού κινήματος, αλλά προαπαιτούμενο για την εφαρμογή της κυβερνητικής στρατηγικής σε μια σειρά από μέτωπα.
Η δυναμική του φοιτητικού κινήματος δεν αποτελεί απλά μια «ιστορική ιδιομορφία». Αντίθετα, οικοδομείται πάνω στη συγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού και στα χαρακτηριστικά των φοιτητικών συλλόγων. Πέρα από την ενιαιότητα των φοιτητικών συμφερόντων και την εξαιρετική διαπερατότητα του εκπαιδευτικού μηχανισμού στην ταξική πάλη, τα πανεπιστήμια παραμένουν χώροι έκφρασης ριζοσπαστικών αντιλήψεων και πρακτικών ακριβώς λόγω των όρων συγκρότησης του φοιτητικού συνδικαλισμού. Σε αντίθεση με κάθε άλλο κοινωνικό χώρο, ο φοιτητικός συνδικαλισμός παραμένει ιδιαίτερα μαζικός, με υψηλότερα ποσοστά «συνδικαλισμένων» και πολύ υψηλότερη συμμετοχή στις φοιτητικές εκλογές, αλλά και ιδιαίτερα ριζοσπαστικός, στο βαθμό που συγκροτείται μέσα από διαδικασίες βάσης, τις γενικές συνελεύσεις των συλλόγων, που παραμένουν συνεχείς και μαζικές. Τα χαρακτηριστικά του φοιτητικού συνδικαλισμού τροφοδοτούν– και τροφοδοτούνται από – τις μαζικές εκρήξεις του φοιτητικού κινήματος και την μαζική εκπροσώπηση της αριστεράς, ιδίως της ριζοσπαστικής αριστεράς, μέσα στα πανεπιστήμια. Ακριβώς σε αυτό το πεδίο στοχεύει η κυβερνητική κατεύθυνση.
Το ενιαίο ψηφοδέλτιο, όπως ευθαρσώς ομολογείται από το υπουργείο παιδείας, στοχεύει ακριβώς στην απονομιμοποίηση και οριοθέτηση των φοιτητικών παρατάξεων, πρωτίστων των αριστερών, ριζοσπαστικών, κινηματικών συλλογικοτήτων. Το χτύπημα του πολιτικού χαρακτήρα των φοιτητικών εκλογών, η απόκρυψη των πολιτικών αντιθέσεων, η «απαγόρευση» της έκφρασης της πολιτικής ταυτότητας και της συλλογικότητας στις πολιτικές μάχες, η μετατροπή των εκλογών σε μάχη μηχανισμών, στοχεύει στην διάλυση του φοιτητικού συνδικαλισμού, κατά κύριο λόγο των ριζοσπαστικών μορφών του. Επιπλέον, πρόκειται για ένα εξαιρετικά αντιδημοκρατικό μέτρο, στο βαθμό που επιβάλει ένα πλειοψηφικό σύστημα εκλογής, σε αντίθεση με την απλή αναλογική, το οποίο, σε τελευταία ανάλυση, θα αποκλείσει την πολιτική έκφραση κάθε χώρου, πλην των κυβερνητικών / καθεστωτικών παρατάξεων, από τα ΔΣ των συλλόγων. Το επιχείρημα της κυβέρνησης για την δήθεν διευκόλυνση της εκπροσώπησης των ανένταχτων φοιτητών αποτελεί καθαρό ψέμα, αφού η αποπολιτικοποίηση της εκλογικής διαδικασίας σε συνδυασμό με το πλειοψηφικό σύστημα, θα οδηγήσουν στην επιβίωση και την ισχυροποίηση μόνο των κυβερνητικών μηχανισμών και των δικτύων τους με τους καθηγητές και τις διοικήσεις. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σε κανένα άλλο συνδικαλιστικό χώρο δεν έχει τολμήσει η κυβέρνηση εξωτερικά να επιβάλει πλειοψηφικό τρόπο εκλογής.
Την ίδια στόχευση εξυπηρετούν και οι δεδηλωμένες προθέσεις της κυβέρνησης για την νομοθέτηση και επιβολή ηλεκτρονικών ψηφοφοριών στις συνελεύσεις και στις εκλογές. Οι ηλεκτρονικές διαδικασίες απονευρώνουν κάθε διαδικασία διαλόγου, χτυπούν τη συγκρότηση ιδεολογικών πρακτικών που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών στο φοιτητικό σώμα, ενώ αφήνουν ανοιχτές πολλαπλές δυνατότητες νοθείας, με την υποκίνηση είτε των μηχανισμών των καθεστωτικών δυνάμεων, είτε του καθηγητικού σώματος. Για αυτό το λόγο άλλωστε επιχειρείται η επιβολή τους και στα σωματεία, μέσα από το νομοσχέδιο του υπουργείου εργασίας.
Η διάλυση των παρατάξεων αποτελεί, σύμφωνα με την κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της, την ενδεδειγμένη λύση στο υποτιθέμενο πρόβλημα της «κομματικοποίησης» που οδηγεί στο να λυμαίνονται τα πανεπιστήμια οι μηχανισμοί των φοιτητικών παρατάξεων. Το επιχείρημα αυτό έχει έναν σκληρά αντιδραστικό πυρήνα, καθώς βάλλει ευθέως κατά της πολιτικοποίησης του φοιτητικού σώματος, αλλά και της συμμετοχής του στη λήψη των αποφάσεων στα πλαίσια ενός μηχανισμού που, αφορά κατά κύριο λόγο το ίδιο. Διαμορφώνεται εδώ ένα φαινομενικά παράδοξο, το γεγονός ότι, ενώ το φοιτητικό σώμα, αλλά και οι μεταπτυχιακοί φοιτητές και οι υποψήφιοι διδάκτορες που δουλεύουν στα πανεπιστήμια, μαζικοποιούνται διαρκώς περισσότερο, αναβαθμίζονται σε επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων, υλοποιούν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ερευνητικού και διδακτικού έργου στα πανεπιστήμια, την ίδια στιγμή αποκλείονται όλο και περισσότερο από τη λήψη αποφάσεων. Πέρα όμως από αυτό, είναι γνωστό σε όποιον έχει περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, είτε είναι φοιτητής, είτε μεταπτυχιακός, είτε διδάσκων, ότι οι μηχανισμοί που πράγματι λυμαίνονται ως ένα βαθμό τα ιδρύματα, δεν είναι άλλοι από αυτούς των καθεστωτικών παρατάξεων και πρωτίστως των ΔΑΠ – ΟΝΝΕΔ. Η κυβερνητική νεολαία και η φοιτητική της παράταξη συγκροτούσαν και συγκροτούν δίκτυα με τμήματα του καθηγητικού σώματος που χαρακτηρίζονται από σχέσεις συνδιαλλαγής, προσβάσεις σε μεταπτυχιακά, διδακτορικά, ερευνητικά προγράμματα και projects, «διευκολύνσεις» στην επιτυχία στα μαθήματα και στη λήψη πτυχίου. Όταν δε, τα μέσα αυτά δεν ήταν επαρκή, πραγματοποιούσαν παρεμβάσεις, ακόμα και βίαιες, στα όργανα διοίκησης, στα εκλεκτορικά και στην εξέλιξη ακόμα και των διδασκόντων. Ακριβώς η ύπαρξη και η λειτουργία του φοιτητικού συνδικαλισμού, οι ζωντανές πολιτικές διαδικασίες και οι αριστερές, ριζοσπαστικές συλλογικότητες, αποκάλυπταν αυτά τα φαινόμενα (και άλλα) και τα οριοθετούσαν, μέσα από τους φοιτητικούς συλλόγους. Η αποδιάρθρωση του φοιτητικού συνδικαλισμού όχι απλά δεν θα αποδυναμώσει αυτές τις πρακτικές, αντίθετα θα τις καταστήσει ανεξέλεγκτες, έξω από τις δυνατότητες παρέμβασης του φοιτητικού σώματος. Σε κάθε περίπτωση, το επιχείρημα αυτό είναι επιπλέον ψευδές, αφού, ήδη από την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, οι φοιτητικές εκλογές για την ανάδειξη των ΔΣ των συλλόγων έχουν θεσμικά αποσυνδεθεί από τη συμμετοχή στα όργανα διοίκησης των πανεπιστημίων, ενώ η «συνδιοίκηση» έχει περιοριστεί, στα όρια της πλήρους εξάλειψης.
Η κυβερνητική στόχευση υποβοηθείται στο εσωτερικό των πανεπιστημίων από δύο πλευρές. Από τη μία πλευρά, από τη ΔΑΠ και τους λεγόμενους «ανεξάρτητους», οι οποίοι έχουν προφανείς συνδέσεις με την ΟΝΝΕΔ, τη ΝΔ και τους μηχανισμούς της, και που, εδώ και δύο σχεδόν χρόνια αποτελούν τον κυριότερο ιμάντα μεταβίβασης της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας μέσα στα πανεπιστήμια, δεδομένης της υποχώρησης / απόσυρσης της ΔΑΠ από πολλές σχολές. Από την άλλη πλευρά, η κυβερνητική πολιτική ενισχύεται από τις πολιτικές θέσεις και τις πρακτικές ομαδοποιήσεων που, με την προβιά του α/α χώρου αναπτύσσουν επιχειρήματα σε απολύτως συγκλίνουσα κατεύθυνση με την κυβερνητική προπαγάνδα. Αφενός στοχοποιούν διαρκώς τους φοιτητικούς συλλόγους και τις διαδικασίες τους (επιχειρώντας να τους εμφανίζουν ως γραφειοκρατικά μορφώματα και σφραγίδες ή ενεργούμενα πολιτικών παρατάξεων ή κομμάτων) και ευτελίζουν τα ιστορικά μέσα πάλης του φοιτητικού κινήματος ενεργοποιώντας τα αντιδραστικά μπλοκ μέσα στα πανεπιστήμια και, αφ’ ετέρου, προβαίνουν σε επιθέσεις τόσο σε βάρος των διαδικασιών του φοιτητικού κινήματος διαλύοντας γενικές συνελεύσεις και εκδηλώσεις, όσο και σε βάρος πρωτοπόρων αγωνιστών, με συμμορίτικους και μαφιόζικους όρους. Η οριοθέτηση και η απομόνωση τόσο των μεν, όσο και των δε, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για το φοιτητικό κίνημα και καθήκον όλων των αγωνιστικών δυνάμεων.
Η υπεράσπιση των φοιτητικών συλλόγων, του φοιτητικού συνδικαλισμού, των φοιτητικών συλλογικοτήτων, του πολιτικού χαρακτήρα και της μαζικότητας των φοιτητικών εκλογών, πρέπει να αποτελέσει μητέρα των μαχών για τους φοιτητικούς συλλόγους, αλλά και για τις αριστερές, προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό τους. Στα πλαίσια ενός σχετικά αρνητικού συσχετισμού, όπου η νομιμοποίηση των συλλόγων και του φοιτητικού συνδικαλισμού έχει δεχθεί πλήγματα, ενώ ενισχύονται οι αντιλήψεις της εξατομίκευσης και της απώθησης προς τις συλλογικές πρακτικές εντός του φοιτητικού σώματος, είναι απαραίτητο να επιδιωχθεί η μέγιστη δυνατή ενότητα απέναντι στις κυβερνητικές στοχεύσεις. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις, πλην της – επίσημης και ανεπίσημης – κυβερνητικής νεολαίας πρέπει να πάρουν θέση, να υπερασπιστούν τους συλλόγους και να αντιταχθούν με όλα τα μέσα στα σχέδια διάλυσης του φοιτητικού συνδικαλισμού. Είναι απαραίτητη η συγκρότηση μαζικών και μαχητικών κινητοποιήσεων, με ορίζοντα το άνοιγμα των σχολών το φθινόπωρο, που θα σταματήσουν στην πράξη τόσο τα κυβερνητικά σχέδια για το χτύπημα του φοιτητικού συνδικαλισμού, όσο και την εφαρμογή του νόμου Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη. Επιπλέον, δεν χωρούν περαιτέρω καθυστερήσεις στην διεξαγωγή φοιτητικών εκλογών, οι οποίες θα πρέπει να γίνουν το φθινόπωρο. Οι κινηματικές δυνάμεις, ιδιαίτερα τα ΕΑΑΚ, από κοινού με την ΑΡΕΝ, θα πρέπει από τώρα να επεξεργαστούν τον κινηματικό σχεδιασμό της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς.
Σε κάθε περίπτωση, οι φοιτητικοί σύλλογοι θα εγγυηθούν ότι δεν πρόκειται να εφαρμοστούν οι ρυθμίσεις για τα ενιαία ψηφοδέλτια και τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες και θα διασφαλίσουν την συγκρότηση και την αναπαραγωγή του φοιτητικού κινήματος.
5/6/2021