Σε διεθνές επίπεδο πολλές χώρες αντιμετωπίζουν ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας του Covid 19 η οποία παρουσιάζει ανοδική πορεία. Στην Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες υπάρχει δραματική αύξηση των διαπιστωμένων κρουσμάτων, των διασωληνωμένων ασθενών και των ημερήσιων θανάτων. Για τις εξελίξεις αυτές, έχουν σημαντικές ευθύνες οι αστικές κυβερνήσεις που εφαρμόζουν μια καταστροφική διαχείριση της πανδημίας, με βασικό προσανατολισμό τη λιγότερη δυνατή αναστάτωση της καπιταλιστικής οικονομικής δραστηριότητας και την αξιοποίηση της πανδημίας για την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Από την άλλη πλευρά, πήραν τα ελάχιστα δυνατά μέτρα για την ενίσχυση των υγειονομικών συστημάτων αλλά και την διεύρυνση των κοινωνικών παροχών ώστε να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες που δημιούργησαν οι συνθήκες της πανδημίας.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει την κύρια ευθύνη για την πορεία που έχει πάρει η πανδημία στη χώρα μας. Μετά την εφαρμογή του πρώτου lockdown, τις θυσίες και την μεγάλη πειθαρχία που έδειξε ο λαός στα μέτρα περιορισμού, η κυβέρνηση προχώρησε σε ένα ανεξέλεγκτο άνοιγμα του εξωτερικού τουρισμού, με σκοπό να περισώσει τα κέρδη των μεγαθηρίων του τουριστικού κεφαλαίου και να αποτρέψει την απαξίωση των καπιταλιστικών επενδύσεων στον τουριστικό τομέα. Η υποδοχή τουριστών από όλο τον κόσμο, χωρίς κανένα υγειονομικό μέτρο και χωρίς σοβαρούς μηχανισμούς ιχνηλάτησης, είναι η βασική αιτία διασποράς του ιού από το καλοκαίρι και μετά, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία των κρουσμάτων, και ιδίως των ορφανών και από το χρόνο που αυτά εμφάνισαν ραγδαία ανάπτυξη. Με το ανεξέλεγκτο άνοιγμα του τουρισμού και την εφαρμογή ενός «αλγόριθμου» που επέβαλε τεστ μόνο στο 12,5% του εισερχόμενου τουρισμού, δημιούργησε τους όρους για μία σημαντική αρχική συσσώρευση κρουσμάτων, η οποία, από ένα σημείο και μετά, έγινε εσωτερικά ανατροφοδοτούμενη. Ταυτόχρονα η μη διενέργεια μαζικών και τυχαίων τεστ στο σύνολο του πληθυσμού, δεν έδινε την πραγματική εικόνα της διασποράς στον πληθυσμό, ειδικά εκεί που υπήρχε μεγάλη συγκέντρωση σε εργασιακούς και εκπαιδευτικούς χώρους.
Η διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση, απέδειξε ότι η βασική επιδίωξή της δεν ήταν η προστασία της υγείας του λαού, αλλά ο περιορισμός στο ελάχιστο δυνατό της επιβάρυνσης για το κεφάλαιο. Δεν αξιοποίησε τον πολύτιμο χρόνο που της έδωσαν οι θυσίες του λαού και δεν έλαβε κανένα μέτρο ενίσχυσης του ΕΣΥ, κανένα μέτρο αποφυγής της διασποράς σε μαζικούς χώρους δουλειάς, βιομηχανίες, επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών κ.λπ. και κανένα μέτρο ενίσχυσης των ΜΜΜ. Το ίδιο εγκληματική ήταν και η επιλογή να ανοίξει τα σχολεία χωρίς να έχει διασφαλίσει στοιχειώδεις όρους, με λιγότερους μαθητές ανά τάξη, με προσλήψεις επιπλέον εκπαιδευτικών και με την αξιοποίηση επιπλέον χώρων για σχολεία, ενώ εξάντλησε τα πιο άγρια μέσα καταστολής απέναντι στο μαθητικό κίνημα που διεκδίκησε τα αυτονόητα, ακριβώς γιατί εξέθετε την πολιτική της. Επιπλέον, το ΕΣΥ είναι -καθ’ ομολογίαν των κυβερνητικών- σε σοβαρή έλλειψη κατάλληλα εξοπλισμένων ΜΕΘ και προσωπικού. Η κυβέρνηση αρνήθηκε πεισματικά να προχωρήσει σε προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού, στήριξη της πρωτοβάθμιας υγείας, αύξηση των ΜΕΘ και του απαραίτητου εξοπλισμού. Ούτε και σήμερα, μπροστά στην κατάρρευση του συστήματος υγείας, δεν αποκλίνει από τις πολιτικές της προτεραιότητες, αποζημιώνοντας αδρά τους ιδιώτες κλινικάρχες, αντί να προχωρήσει σε επίταξη. Η κυβερνητική πολιτική, που ξοδεύει δισεκατομμύρια σε πολεμικούς εξοπλισμούς και επιλέγει να χρηματοδοτήσει κάθε πιθανό μηχανισμό στήριξης της πολιτικής της (ΜΜΕ, μονάδες καταστολής, ημέτερους επιχειρηματίες), εκτός από αυτούς που θα μπορούσαν όντως να θωρακίσουν την υγεία, είναι επικίνδυνη.
Σήμερα η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προχωρήσει σε δεύτερο lockdown, προκειμένου να αποτρέψει μια ανεξέλεγκτη κατάρρευση του συστήματος υγείας, που θα είχε απρόβλεπτους κινδύνους κοινωνικοπολιτικής αστάθειας ή και πλήρους διακοπής εργασιών σε επιχειρήσεις και βιομηχανίες λόγω μαζικής νόσησης. Επειδή το καθολικό lockdown έχει σοβαρές επιπτώσεις στις οικονομικές λειτουργίες μεγάλου εύρους κλάδων και επιχειρήσεων και περιορίζει την κερδοφορία του κεφαλαίου, επιχειρείται μια πιο περιορισμένη αναστολή σε σχέση με την πρώτη φάση της πανδημίας. Έτσι, ενώ απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις σε ανοιχτούς χώρους, παραμένουν εν λειτουργία μια σειρά εργασιακοί χώροι με μαζική συγκέντρωση εργαζομένων (δικαστήρια, βιομηχανικές μονάδες κ.λπ.), χωρίς να υπάρχουν μαζικές δειγματοληψίες των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, ενώ απαγορεύει τις πολιτικές συγκεντρώσεις, αναίσχυντα καλλιεργεί τις προσδοκίες ότι τωρινό lockdown θα διαρκέσει τόσο ώστε «να ανοίξει η αγορά για τα Χριστούγεννα».
Ουσιαστικά η πολιτική της κυβέρνησης στοχεύει στην αξιοποίηση των μέτρων περιορισμού για να επιβάλει τις σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις. Αντί σε μια τόσο σκληρή περίοδο να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της πανδημίας και την ανακούφιση των λαϊκών τάξεων, έβαλε ως προτεραιότητα να προωθήσει μια σειρά μέτρα και νομοσχέδια όπως για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, τον αντιπεριβαλλοντικό νόμο, τον πτωχευτικό κώδικα. Εν μέσω αυστηρών περιορισμών και απαγορεύσεων, ετοιμάζεται να ψηφίσει τον πιο αντιδραστικό νόμο για τις εργασιακές σχέσεις και τον συνδικαλισμό, και προετοιμάζει μέτρα πλήρους αστυνόμευσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και απόρριψης της νεολαίας από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια με τις διαγραφές φοιτητών, την θέσπιση της βάσης του 10 για εισαγωγή στα πανεπιστήμια, την υποχρεωτική στράτευση στα 18 και την αύξηση της θητείας.
Είναι, λοιπόν, η ίδια η κυβέρνηση που αναγκάζει το λαό να βγει στους δρόμους, αφού, εν μέσω της πανδημίας, προωθεί τα πιο σκληρά αντιλαϊκά μέτρα.
Η προληπτική καταστολή και η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της κυβέρνησης χωρίς αντιστάσεις, είναι ο λόγος που επιχειρεί να απαγορεύσει την ιστορική πορεία του Πολυτεχνείου. Ήδη από την προηγούμενη περίοδο, η κυβέρνηση στοχοποιεί τους κοινωνικούς αγώνες, προκειμένου να αποκρύψει τις εγκληματικές της ευθύνες. Όμως οι κοινωνικοί αγώνες δεν μπορούν να ανασταλούν όσο η κυβέρνηση συνεχίζει την επιθετική νομοθέτηση αντιλαϊκών μέτρων. Οι απαγορεύσεις και η καταστολή των συναθροίσεων σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους δεν αποτελούν αποφάσεις που λαμβάνονται με υγειονομικά κριτήρια, ιδιαίτερα όταν την ίδια στιγμή δεν απαγορεύεται, αντίθετα είναι μονόδρομος λόγω της κυβερνητικής πολιτικής, ο συνωστισμός σε κλειστούς εργασιακούς χώρους, στις σχολικές αίθουσες και στα ΜΜΜ. Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση αναπαράγει την προπαγάνδα ότι οι απαγορεύσεις δικαιολογούνται από την ανάγκη περιορισμού της διασποράς του κορονοϊού, οι υγειονομικοί της σύμβουλοι και η Επιτροπή Λοιμωξιολόγων ομολογούν ότι το συντριπτικό ποσοστό της διασποράς γίνεται σε κλειστούς χώρους. Αντίστοιχα, η εξέλιξη των κρουσμάτων στην Αττική μετά την μεγάλη συγκέντρωση στο Εφετείο στις 7/10 αποδεικνύει ότι αυτή δεν είχε επίπτωση στην αύξηση του ρυθμού κρουσμάτων στην Αττική κατά τις επόμενες δύο εβδομάδες. Όπως είναι γεγονός ότι πολλές μελέτες διεθνώς έχουν δείξει ότι η επίδραση των πολιτικών συγκεντρώσεων σε ανοιχτούς χώρους όταν τηρούνται ορισμένες προδιαγραφές (π.χ. χρήση μασκών) είναι ασήμαντη.
Σήμερα, η αριστερά και οι δυνάμεις του κινήματος πρέπει με το μεγαλύτερο δυνατό συντονισμό να συστρατευτούν στην πάλη για την υπεράσπιση των λαϊκών δικαιωμάτων. Πρώτα και κύρια στον αγώνα για την προστασία της υγείας του λαού, την ενίσχυση του ΕΣΥ και την έστω και τώρα ενίσχυση των ΜΜΜ. Ειδικά το εργατικό κίνημα πρέπει να διεκδικήσει καταγραφή περιστατικών έκθεσης εργαζομένων στον Covid-19, και παραβάσεων της εργατικής νομοθεσίας. Ομοίως, πρέπει να καταγγέλλεται η κρατική πολιτική αδιαφορίας σε χώρους ευάλωτων ομάδων, γηροκομεία, δομές προσφύγων, σωφρονιστικά ιδρύματα. Εξάλλου, πρέπει να αναπτυχθούν αγώνες για την οικονομική στήριξη των πληττόμενων εργαζόμενων, δηλαδή η διεκδίκηση επαρκών αποζημιώσεων στις υπό αναστολή εργασιών κατηγορίες εργαζομένων και στους άνεργους, διαγραφής χρεών, απαγόρευσης απολύσεων, παύσης πλειστηριασμών. Η διεκδίκηση μέτρων στήριξης της κοινωνίας είναι κρίσιμη για την αποτροπή της επίδρασης αντιδραστικών διλημμάτων που εσκεμμένα προωθεί η κυβέρνηση, όπως το ανατριχιαστικό δίλημμα «προστασία της υγείας και φτώχεια ή θάνατος των ευάλωτων και επιβίωση για τους περισσότερους».
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η πορεία του Πολυτεχνείου είναι αδιαπραγμάτευτη και πρέπει να αποτελέσει μαζική απάντηση στην κυβερνητική πολιτική. Η απαγόρευση της διαδήλωσης του Πολυτεχνείου για πρώτη φορά μετά το 1980 είναι προκλητική, ιδιαίτερα ενόψει της σύγκρουσης που η ίδια η κυβέρνηση έχει ορίσει μη υποστέλλοντας την αντιδραστική ατζέντα της στις συνθήκες αυτές. Η προπαγάνδα της ΝΔ για την απαγόρευση με πρόσχημα την προστασία της υγείας του λαού δεν πείθει κανέναν. Το λαϊκό κίνημα απέδειξε ότι μπορεί να τηρεί τα μέτρα προστασίας και να διασφαλίζει τις συνθήκες διεξαγωγής των κινητοποιήσεων. Το ίδιο αναγκαία θα είναι και η πραγματοποίηση λαϊκής κινητοποίησης σε περίπτωση που η κυβέρνηση τολμήσει να προχωρήσει μέσα σε συνθήκες εγκλεισμού σε ψήφιση του αντεργατικού νομοσχεδίου.
Καμία απαγόρευση δεν πρόκειται να σταματήσει τη φετινή πορεία του Πολυτεχνείου. Ο αγώνας για την υπεράσπιση των λαϊκών και εργατικών κατακτήσεων που η ΝΔ θέλει να διαλύσει εν μέσω πανδημίας, είναι αγώνας για την ίδια τη ζωή του λαού. Καλούμε όλους τους φορείς, τα σωματεία, τις ομοσπονδίες, τους Φοιτητικούς Συλλόγους και όλους/ες τους/τις αγωνιστές/ριες να συμμετέχουν μαζικά στην πορεία του Πολυτεχνείου, δίνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στην κυβέρνηση ότι η κοροϊδία και η επίθεση έχουν τα όριά τους. Τα όρια αυτά θα τα επιλέξει ο ίδιος ο λαός και η νεολαία και όχι η κυβέρνηση και η αστυνομία.
ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΣΠΑΜΕ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ, ΑΝΤΙΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΣΤΙΣ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ