Ανακοίνωση για τη δίκη της Χρυσής Αυγής

0

1. Η απόφαση του δικαστηρίου για την καταδίκη και τη φυλάκιση του ηγετικού πυρήνα και τμήματος των στελεχών του ναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής αποτελεί μία σημαντική νίκη του αντιφασιστικού και λαϊκού κινήματος. Τόσο η δίωξη, όσο και η δικαστική απόφαση, ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητες. Υπήρξαν σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα του πολύμορφου και μαζικού αντιφασιστικού κινήματος που, τόσο πριν, όσο και μετά τις συλλήψεις και την απαγγελία κατηγοριών, διαμόρφωσε πολλαπλές αντιστάσεις και άσκησε πιέσεις σε διάφορους μηχανισμούς που επιδίωκαν να διατηρήσουν ενεργή την Χ.Α. σε συνθήκες ατιμωρησίας. Η δικαστική απόφαση αποτελεί σημαντικό πλήγμα για τη Χ.Α., όπως και για τα μορφώματα που έχουν δημιουργηθεί από τις διασπάσεις της. Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς και το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να αξιοποιήσουν τις εξελίξεις για να περιθωριοποιηθούν συνολικά, με κινηματικούς όρους, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές των φασιστών.

2. Παρά την ψευδεπίγραφη «ομοψυχία» που επέδειξε όψιμα το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος, δεν πρέπει να ξεχνάμε τι οδήγησε στην ταχύτατη εξέλιξη μίας περιθωριακής ναζιστικής συμμορίας στο τρίτο σε δύναμη κοινοβουλευτικό κόμμα. Η εκλογική άνοδος και η διεύρυνση της επιρροής της ΧΑ ανέδειξε ότι στην Ελλάδα συνέχιζαν να υπάρχουν κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα που συγκροτούνται πάνω σε αντιδραστικές, ρατσιστικές, μισαλλόδοξες και αντικομμουνιστικές ιδεολογίες. Πριν από την κρίση εκφράζονταν κυρίαρχα μέσω της ΝΔ, της παραδοσιακής πολιτικής έκφρασης της δεξιάς. Η κρίση, οι μνημονιακές πολιτικές λιτότητας, η επιμονή στην ευρωστρατηγική, ριζοσπαστικοποίησαν τμήματα αυτών των ρευμάτων και τα έστρεψαν προς πολιτικές δυνάμεις της ακροδεξιάς και σταδιακά προς το ναζιστικό κόμμα της Χ.Α. Η ύπαρξη αυτών των πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων και η ιδεολογική τροφοδότησή τους από ποικίλους κρατικούς μηχανισμούς (εκκλησία, αστυνομία, στρατός κ.λπ.), αλλά και η διαρκής επικοινωνία και ώσμωσή τους με την παραδοσιακή δεξιά, αποκρυσταλλώνεται στο γεγονός ότι, παρά την κρίση της Χ.Α., διάφορα ακροδεξιά ρεύματα στις τελευταίες εκλογές αθροιστικά κατέλαβαν υψηλό ποσοστό. Ταυτόχρονα, με ιδιαίτερη ευκολία προσωπικότητες προερχόμενες από τον ακροδεξιό χώρο μεταφέρονται σε ηγετικό επίπεδο στο εσωτερικό της Ν.Δ. της οποίας η πολιτικοϊδεολογική ατζέντα («εθνικισμός», αντιμεταναστευτική ρητορεία, αντικομμουνισμός) σε σημαντικά ζητήματα ταυτίζεται με την ακροδεξιά. Η διαφορά της Χ.Α. με αυτά τα ρεύματα έγκειται  στο –  όχι αμελητέο – γεγονός της βίαιης προπαγάνδισης αυτής της πολιτικής ατζέντας. Σε συνθήκες όξυνσης της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, η πρακτική της ανοιχτής βίας συναντούσε την αποδοχή τμημάτων των μικροαστικών αλλά και λαϊκών στρωμάτων, που συμμερίζονταν ιδεολογίες όπως ο ρατσισμός και ο εθνικισμός που έτσι και αλλιώς προβάλλουν διακηρυκτικά τη βία.

3. Όμως, εκτός από το υπαρκτό αντιδραστικό ιδεολογικό υπόστρωμα σε τμήματα της ελληνικής κοινωνίας πριν και ανεξάρτητα από την άνοδο της Χ.Α., το ίδιο το αστικό πολιτικό σύστημα, ιδιαίτερα η ΝΔ και τμήματα των κρατικών μηχανισμών και των ΜΜΕ, διευκόλυναν και προώθησαν την επιρροή της ναζιστικής οργάνωσης, ως αντίβαρο στην άνοδο του λαϊκού κινήματος μέχρι το 2012. Παρά τα όσα σήμερα ισχυρίζεται η κυβέρνηση, η ναζιστική οργάνωση όχι απλώς έγινε ανεκτή, αλλά υποστηρίχθηκε από πολιτικές δυνάμεις και μηχανισμούς, ώστε, αφενός να αποτελέσει υποδοχέα της λαϊκής δυσαρέσκειας που ενυπήρχε σε συντηρητικά στρώματα και, το κυριότερο, ώστε να χρησιμεύσει ως εμπροσθοφυλακή απέναντι στο διογκούμενο λαϊκό κίνημα της περιόδου ’10 – ’12, αλλά και ως επιθετικός μηχανισμός καταστολής και υπονόμευσης των λαϊκών αγώνων. Είναι σαφείς οι ευθύνες και οι επιλογές της ΝΔ, η οποία διατηρεί οργανικούς δεσμούς στην ιστορική πολιτική της πορεία με τις διάφορες οργανωμένες εκφάνσεις της ακροδεξιάς. Πολιτική ευθύνη φέρει και το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ που, με τη συμμετοχή του στη συγκυβέρνηση Σαμαρά και τη διαχείριση μέρους των σκληρών κατασταλτικών μηχανισμών και της αστυνομίας, εξέθρεψε την οργανική σχέση μεταξύ της ακροδεξιάς και τμημάτων της αστυνομίας, αλλά και το συντονισμό ή τη συγκάλυψη από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς σε μια σειρά βίαιες επιθέσεις της Χ.Α. Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, που, κατά την περίοδο των 4μισι χρόνων διακυβέρνησής του, όχι μόνο δεν έκανε καμία προσπάθεια να επιταχύνει τη δίκη, να οριοθετήσει την παρουσία της Χ.Α. και να κινητοποιήσει τον λαϊκό παράγοντα, αλλά διατηρούσε ένα βαθμό ανοχής, για μικροπολιτικούς λόγους, ώστε να συντηρείται η εκλογική και πολιτική φθορά της Ν.Δ.

4. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε καμπή για τη στάση του αστικού πολιτικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν η πρώτη που οργάνωσαν και εκτέλεσαν μέλη της Χ.Α. Συμπίπτει  α) με τη διεύρυνση του πολιτικού και εκλογικού μπλοκ της ΧΑ, αλλά και την συνεχή κλιμάκωση των πρακτικών της  που δημιουργούσε εκλογικά προσκόμματα στην δεξιά, αλλά και αδιέξοδα στις πολιτικές προσπάθειες μετασχηματισμού της σε ένα πιο παραδοσιακό ακροδεξιό κόμμα β) με την όξυνση των βίαιων πρακτικών της ΧΑ, η οποία δημιουργούσε σημαντικές δυσκολίες στη συγκάλυψή τους και γ) με την ύφεση των κινηματικών διαδικασιών που κατέστησε λιγότερο αναγκαία την υποστήριξη ενός τέτοιου μηχανισμού ως «εφεδρεία».  Κυρίως όμως, η δολοφονία Φύσσα αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που αναβάθμισε την ταχύτατη ανάπτυξη μαζικών και μαχητικών αντιφασιστικών κινητοποιήσεων, που δεν επέτρεπαν συγκαλύψεις αντίστοιχες με αυτές που επιχειρήθηκαν σε προηγούμενες επιθέσεις της ΧΑ.

5. Σήμερα, η κυβέρνηση και ευρύτερα το αστικό πολιτικό προσωπικό, «διανοούμενοι» και τα ΜΜΕ, επιχειρούν όχι απλά να συσκοτίσουν τις συνθήκες και τις αιτίες της ανόδου της ΧΑ, αλλά και τις δικές τους ευθύνες, αλλά και να πάρουν μία πολιτική ρεβάνς με επιχειρήματα που αποδίδουν την πολιτική νομιμοποίηση της ΧΑ στην «ανεύθυνη και λαϊκίστικη αντιμνημονιακή ρητορική» της αριστεράς, ή, πολύ περισσότερο, στο μεγάλο λαϊκό κίνημα των πλατειών, που, στην πραγματικότητα, ήταν ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην πολιτική αποσταθεροποίηση του 2010 – 2012. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση επαναφέρει τη «θεωρία των δύο άκρων», επιχειρώντας την ταύτιση της ναζιστικής συμμορίας με την αριστερά, αλλά και συνολικότερα την ταύτιση του κομμουνισμού με το ναζισμό. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα αντιδραστική και επικίνδυνη συζήτηση.

6. Η μεγαλειώδης συγκέντρωση πάνω από 60.000 πολιτών στο Εφετείο Αθηνών στις 7 Οκτώβρη και δεκάδων χιλιάδων άλλων σε πολλές πόλεις της Ελλάδας,  απέδειξε για άλλη μια φορά την βαθιά αντιφασιστική παράδοση που ακόμα κυριαρχεί σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία συνιστά απόηχο των δεκαετιών αγώνων του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στον ναζισμό και τον φασισμό, αγώνων που οδήγησαν σε λαμπρές σελίδες της ιστορίας του κοινωνικού κινήματος στην Ελλάδα. Παράλληλα, ανέδειξε ότι, παρά την έλλειψη πολιτικής αντιπολίτευσης και την ύφεση των αγώνων του εργατικού κινήματος που επικρατεί – με την εξαίρεση ορισμένων κλάδων – υπάρχει ένα κοινωνικό ρεύμα το οποίο ασφυκτιά με τις σημερινές συνθήκες, την κυβερνητική και την γενικότερη αστική πολιτική και το οποίο εκδηλώνεται όταν δημιουργούνται γεγονότα και προκύπτουν δεδομένα που διευκολύνουν την κοινωνική διαμαρτυρία. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στην Ελλάδα μετά την συγκέντρωση υποστήριξης του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, αλλά και τη μεγαλύτερη συγκέντρωση που οργανώθηκε από συνδικάτα, μαζικούς φορείς, κόμματα και οργανώσεις μετά της 12 Φλεβάρη του 2012 και μάλιστα χωρίς να προκηρυχθεί γενική απεργία από τη ΓΣΕΕ. Εκτός των άλλων, στην μαζική συγκέντρωση συνέβαλε και το γεγονός ότι αστικά κόμματα και μηχανισμοί αναγκάστηκαν να αναδείξουν το ζήτημα και να καλέσουν στη συγκέντρωση. Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως προσπάθεια του ρεφορμισμού ή και των αστικών κομμάτων να διευρύνουν την επιρροή τους, αλλά περισσότερο ως εξέλιξη που προέκυψε από την πίεση  που ασκήθηκε τα προηγούμενα χρόνια από το αντιφασιστικό και ριζοσπαστικό κίνημα και ανάγκασε αστικά και ρεφορμιστικά κόμματα να τοποθετηθούν, έστω εκ των υστέρων, καλώντας σε συμμετοχή στη συγκέντρωση. Για αυτό, οι προσπάθειες οργανωτικών διαχωρισμών ή και οργανωτικών επιθέσεων, π.χ. στα μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν διευκολύνουν την αποδέσμευση τμημάτων των λαϊκών τάξεων από την επιρροή του, αλλά παίζουν και διαλυτικό ρόλο.

7. Η μαζική παρουσία εργαζομένων και ιδιαίτερα της νεολαίας αντανακλά μία υπαρκτή κοινωνική δυναμική, η οποία προς το παρόν εκδηλώνεται σε κινητοποιήσεις που αφορούν τα δημοκρατικά δικαιώματα (διαδηλώσεις υπεράσπισης του ασύλου, αντιρατσιστικές διαδηλώσεις, διαδηλώσεις ενάντια στο νόμο περιορισμού των διαδηλώσεων, αντιφασιστικές κινητοποιήσεις στις 18 Σεπτέμβρη και στις 7 Οκτώβρη 2020). Ωστόσο, η δυναμική αυτή προς το παρόν δεν μετασχηματίζεται στην ανάπτυξη ενός μετώπου εργατικών αντιστάσεων και δεν τροφοδοτεί την διαμόρφωση κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης. Η ισχυροποίηση της αστικής τάξης έναντι των λαϊκών τάξεων μέσα από τα μέτρα που πήραν και τις αναδιαρθρώσεις που επέβαλαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις, η απογοήτευση και η απονομιμοποίηση της αριστεράς λόγω της κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ και η απουσία μιας διαφορετικής μετωπικής ριζοσπαστικής αριστερής πρότασης παίζουν ρόλο στο κενό αυτό.

8. Η κινητοποίηση της 7ης Οκτώβρη, ακριβώς λόγω των μαζικών και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, έγινε αντικείμενο έντονης καταστολής από την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση θέλησε να αποφύγει την περαιτέρω μαζικοποίηση της συγκέντρωσης και την αναβάθμιση του αντιφασιστικού και αντικυβερνητικού της χαρακτήρα, μετά την έκδοση της απόφασης. Η επίθεση της αστυνομίας με αύρες και δακρυγόνα χωρίς αφορμή, ήταν προσχεδιασμένη από την κυβέρνηση και δεν σχετίζεται με κάποια «δυσαρέσκεια» ακροδεξιών θυλάκων στην αστυνομία απέναντι στην απόφαση. Η στάση της κυβέρνησης σχετικά με τη συγκέντρωση της 7ης Οκτωβρίου ήταν η κατασκευή μιας εξ ολοκλήρου ψευδούς αφήγησης ότι η αστυνομία απάντησε με εκτεταμένη χρήση χημικών και της αύρας, σε επίθεση που δέχθηκε από «600 κουκουλοφόρους με 150 μολότωφ». Ήδη, από την ίδια μέρα δημοσιεύτηκε οπτικοακουστικό υλικό που αποδεικνύει ότι πρόκειται περί κατασκευής, αφού αποτυπώνεται ξεκάθαρα ότι δεν προηγήθηκε τίποτα της αστυνομικής επίθεσης και ότι αυτή ήταν ένα σχέδιο εξαρχής καταστρωμένο από την κυβέρνηση και το υπουργείο Προ. Πο., προκειμένου να διαλυθεί αμέσως η συγκέντρωση και να μην εξελιχθεί σε διαδήλωση. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση ενέμεινε στην ίδια αφήγηση, η οποία συνέχισε αυτούσια να αναπαράγεται από την πλειοψηφία των ΜΜΕ, που παραμένει σε απόλυτο συντονισμό με το κυβερνητικό κέντρο. Η διαχείριση αυτή αποτελεί τη συνέχεια των αστυνομικών και δικαστικών σκευωριών που στήθηκαν την προηγούμενη περίοδο απέναντι σε αγωνιστές του κινήματος και της αριστεράς, ή και σε ανθρώπους που απλώς βρέθηκαν «σε λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή».  Πρόκειται για την ίδια διαχείριση που η κυβέρνηση ακολουθεί ήδη από την διαδήλωση της 9ης Ιουλίου ενάντια στο νόμο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων και δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Η κυβέρνηση έχει επιλέξει την συστηματική επίθεση στο σύνολο των διαδηλωτών, τις τρομοκρατικές συλλήψεις στο σωρό και τις παραπομπές με κακουργηματικές διώξεις άσχετων προσώπων, σε όλες τις περιπτώσεις.  Είτε χωρίς καμία αφορμή όπως στην διαδήλωση της 9ης Ιουλίου (ανεξάρτητα από την παραφιλολογία που ανέπτυξαν οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς), είτε με ήσσονος σημασίας αφορμές από μικρά τμήματα μαθητών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατεύθυνσης της κυβέρνησης ήταν και η αντιμετώπιση της συγκέντρωσης σχολείων και φοιτητικών συλλόγων στο Υπουργείο Παιδείας στις 9 Οκτωβρίου, η οποία πνίγηκε στα δακρυγόνα, ενώ έγιναν προσαγωγές μαθητών, αλλά και οι συλλήψεις ανηλίκων μαθητών, η απαγγελία κακουργηματικών κατηγοριών και η κράτησή τους επί μέρες στη ΓΑΔΑ. Η σκληρή καταστολή των κινητοποιήσεων αποτελεί πλέον πάγια επιλογή, που συνθέτει, μαζί με τον αναβαθμισμένο εξοπλισμό της αστυνομίας με κάμερες, τις ειδικές ομάδες «διαχείρισης διαδηλώσεων», αλλά και την αναβάθμιση του εξοπλισμού υποκλοπών συνομιλιών και φυσικά το νόμο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, ένα ενιαίο πλαίσιο για την ενίσχυση της καταστολής που συνιστά δομικό στοιχείο της κυβερνητικής πολιτικής. Μέσα στο πλαίσιο του βαθέματος της κρίσης, των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων που θα επιφέρει και των κοινωνικών εκρήξεων που λανθάνουν, η κυβέρνηση θέλει προληπτικά να θωρακισθεί απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, σε μία περίοδο που εκτιμά ότι είναι ευνοϊκή για κάτι τέτοιο. Η αδυναμία προς το παρόν της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης να αποτελέσει ένα πολιτικό αντίβαρο, η ταύτιση της πλειοψηφίας των ΜΜΕ με την κυβερνητική προπαγάνδα, οι προσδοκίες που καλλιεργεί στις μερίδες της αστικής τάξης από τις προοπτικές της διαχείρισης των κρατικών πόρων (ταμείο ανάκαμψης, ΕΣΠΑ κ.λπ.) και από την πολιτική των κάθε είδους παροχών προς το κεφάλαιο αναδεικνύουν ως κύριο κίνδυνο προοπτικά τις αντιστάσεις του λαϊκού κινήματος στη βάση. Αλλά και η οικονομική κρίση που βαθαίνει πιέζει τμήματα της κοινωνικής βάσης της Ν.Δ. που είναι ιδεολογικά αντιδραστικά. Σε αυτή την πίεση λειτουργεί ως «αντίδωρο» η κατασκευή εχθρών, δηλαδή των νέων, των συνδικαλιστών, των πολιτικά ριζοσπαστικοποιημένων και η καταστολή τους. Για αυτό η τακτική που ακολουθεί η Ν.Δ. τους τελευταίους μήνες  είναι να ασκεί καταστολή σε όλο το σώμα των διαδηλώσεων και εν δυνάμει να τις ποινικοποιεί, ανεξάρτητα από αφορμές.

9. Μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, η καταδίκη και η φυλάκιση της ηγετικής ομάδας της Χ.Α. αποτελεί επιτυχία για το αντιφασιστικό και ριζοσπαστικό κίνημα, ωστόσο δεν θα σημάνει κάποια συντριπτική ανακοπή για την άνοδο των ακροδεξιών ρευμάτων και των ημιφασιστικών αντιλήψεων που αναπτύσσονται μέσα από την κρίση του συστήματος. Πρόκειται για μία μόνο στιγμή και μία συνθήκη που η κυβέρνηση θέλει να μεταβάλει, περιορίζοντας συγκυριακά τον ρόλο των ακροδεξιών και αναβαθμίζοντας τον άμεσο ρόλο των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκεται η αξιοποίηση της καταδίκης για τη σύνδεση της ποινικής μεταχείρισης ενός πολιτικού κόμματος που χαρακτηρίζεται «εγκληματική οργάνωση», με την πολιτική μεταχείρισή του, είτε αυτή αφορά το ζήτημα της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε αφορά ακόμα και την απαγόρευση πολιτικού κόμματος. Η τοποθέτηση της αριστεράς στα ζητήματα αυτά, πρέπει καταρχήν να γίνεται από θέσεις αρχής. Η ηγεσία της ΧΑ καταδικάστηκε με την αξιοποίηση των διατάξεων του τρομονόμου, την περίοδο της κατάθεσης και ψήφισης του οποίου, σύσσωμη η αριστερά, αλλά και ευρύτερες προοδευτικές αντιλήψεις τον κατήγγειλαν ως τερατούργημα που προωθεί τις φρονηματικές διώξεις και θα στραφεί πρωτίστως εναντίον κινηματικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων και αντιλήψεων. Η κριτική αυτή ήταν ορθή και η ορθότητά της δεν θίγεται από το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια για την καταδίκη της ηγετικής ομάδας της ΧΑ. Η κατάργηση της παρεπόμενης ποινής της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων για τους καταδικασθέντες με τις διατάξεις αυτές, είναι προοδευτική εξέλιξη και αποτυπώνει μεγαλύτερο φιλελευθερισμό στο ποινικό δίκαιο. Μία τοποθέτηση συνεπής με την διαχρονική στάση της αριστεράς δεν θα απαιτούσε απλώς την κατάργηση των παρεπόμενων ποινών, αλλά την κατάργηση συνολικά του τρομονόμου, όπως διεκδικεί το κίνημα για την υπεράσπιση των λαϊκών ελευθεριών ήδη από το 2001. Όπως επίσης το ενεργητικό αίτημα για την επαναφορά των παρεπόμενων ποινών είναι ένα αντιδραστικό αίτημα, το οποίο πιέζει για την μεγαλύτερη ενίσχυση του ποινικού οπλοστασίου και δεν αντιστοιχεί στην αριστερά, είτε αποτελεί τοποθέτηση που γίνεται ευκαιριακά, είτε αποτελεί παράγωγο της δίκαιης οργής απέναντι στην ναζιστική συμμορία. Αντίστοιχα, αντιδραστικό υπόβαθρο έχει η συζήτηση για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου στην κατεύθυνση της θέσπισης κωλυμάτων εκλογιμότητας για τους καταδικασθέντες ως συμμετέχοντες σε «εγκληματική οργάνωση». Ακόμα περισσότερο, είναι επικίνδυνες οι τοποθετήσεις για την θέσπιση νόμου που θα εξειδικεύει την υποχρέωση των πολιτικών κομμάτων να «υπηρετούν τη δημοκρατία», καθιστώντας έτσι τον Άρειο Πάγο ρυθμιστή της δυνατότητας ή μη συμμετοχής πολιτικού κόμματος στις εκλογές. Αυτού του είδους οι λογικές αποτέλεσαν το θεσμικό και πολιτικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκε η απαγόρευση των κομμουνιστικών κομμάτων σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών. Το κυριότερο, στον παρόντα συσχετισμό δύναμης, μία τέτοια αυταρχική σκλήρυνση αφενός θα καταστήσει τα δικαστήρια ρυθμιστές της πολιτικής ζωής και, αφ’ ετέρου, θα στραφεί, αργά ή γρήγορα, ενάντια στην αριστερά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι αντιλήψεις αυτές εκπορεύονται πρώτα απ’ όλα από την ΝΔ και τους πιο επιθετικούς, αντιδραστικούς κύκλους

10. Η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, αλλά και η πάλη απέναντι στις ακροδεξιές και φασιστικού τύπου αντιλήψεις, οι οποίες αλληλοσυνδέονται, απαιτεί ευρύτερες μετωπικές συσπειρώσεις πολιτικών δυνάμεων, συνδικαλιστικών σχημάτων και μαζικών φορέων, αλλά και ανοιχτό και μαζικό πολιτικό περιεχόμενο. Από αυτήν την άποψη, είναι προβληματικό και αποτελεί ήττα σχετικά με το ζήτημα της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά και του δικαιώματος στη διαδήλωση το γεγονός ότι οργανώσεις της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς αξιοποίησαν το θέμα των δικαιωμάτων, αλλά και τις ευρύτερες μετωπικές πρωτοβουλίες, είτε για την εξυπηρέτηση στόχων πολιτικής αυτοσυγκρότησης (και μάλιστα με τοποθετήσεις που στοχοποιούν μαζικούς φορείς), είτε εργαλειακά, στο πλαίσιο των ιδιαίτερων πολιτικών τους κατευθύνσεων. Οι μετωπικές προσπάθειες για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων είναι απαραίτητο να επανεκκινήσουν, όμως με συμφωνημένο πλαίσιο, πρωτοβουλίες και φυσιογνωμία. Απαιτείται μία κατεύθυνση που θα θέτει με αυτοτέλεια το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των διαδηλώσεων, θα εισάγει το στόχο κινηματικών διαδικασιών ανυπακοής απέναντι στον νόμο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, θα θέτει ζητήματα για  το ευρύτερο πλαίσιο της όξυνσης της κρατικής καταστολής και θα εμπεριέχει πολιτική συμφωνία στην κατάκτηση μίας φυσιογνωμίας ανοιχτής και μαζικής, στο πλαίσιο πρωτοβουλιών που θα επιχειρούν να εμπλέξουν ευρείες πολιτικές δυνάμεις, συνδικαλιστικά σχήματα και μαζικούς φορείς.

11. Η καταδίκη της ΧΑ αποτελεί νίκη και μία εξέλιξη με ισχυρό πολιτικό συμβολισμό. Κυρίως οφείλεται στο λαϊκό και αντιφασιστικό κίνημα που άσκησε την αναγκαία πίεση προς αυτή την κατεύθυνση. Η πάλη αυτή πρέπει να συνεχιστεί και να αναβαθμιστεί ώστε να αποκρουσθούν οι προσπάθειες για αυταρχικές εξελίξεις. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αποδιάρθρωση του ναζιστικού κόμματος ήταν και παραμένει επίδικο του λαϊκού κινήματος και όχι της αστικής δικαιοσύνης. Αντίστοιχα και η διαρκής πάλη ενάντια στις ακροδεξιές, ρατσιστικές και φασιστικές αντιλήψεις και πρακτικές.

Share.

Comments are closed.