Τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιουλίου 2019 και οι όροι για ανασύνταξη του κινήματος και της αριστεράς
Ι. Συντηρητική στροφή που διαμορφώνει τάσεις συστημικής σταθερότητας
- Τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019 επικύρωσαν τη συντηρητική στροφή του πολιτικού σκηνικού και τη συστημική ενίσχυση που καταγράφηκαν ως τάσεις στις ευρωεκλογές που προηγήθηκαν. Τα κόμματα που εφάρμοσαν τα μνημόνια ολοκλήρωσαν έναν κύκλο μετασχηματισμού, ανάκαμψης αναστήλωσης και επαναπροσδιορισμού του ρόλου τους στο πολιτικό σκηνικό. Αθροιστικά, η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ έλαβαν το 79,48% των ψήφων. Το αποτέλεσμα αυτό, όπως και το ποσοστό της νέας κυβέρνησης της ΝΔ (39,85%) δείχνουν την επαναφορά του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε συνθήκες σχετικής σταθερότητας, υπό την έννοια ότι δεν καταγράφονται οι πολιτικές τάσεις αποσταθεροποίησης που αποτελούσαν κατά την περίοδο των πρώτων μνημονίων εστίες πολιτικών κρίσεων.
- Η αποχή είναι αυξημένη, αν και μικρότερη από αυτή που δείχνουν τα επίσημα ποσοστά, λόγω μη εκκαθάρισης των εκλογικών καταλόγων και αυξημένης μετανάστευσης. Ωστόσο, η Ν.Δ. που αποτελεί το βασικό αστικό κόμμα, έλαβε περίπου τις ίδιες ψήφους με αυτές στις εκλογές του 2009, επιτυγχάνοντας να ανασυγκροτήσει το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής της επιρροής σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση. Είναι λοιπόν κυρίως ένα τμήμα του εκλογικού σώματος το οποίο έχει διαρρεύσει από τον σοσιαλδημοκρατικό πόλο της πολιτικής σκηνής, το οποίο δεν εκφράζεται πολιτικά, είτε λόγω της αποχής, είτε λόγω της μετανάστευσης. Το γεγονός ότι ένα τμήμα του εκλογικού σώματος δεν ενσωματώνεται ενεργητικά, δια της υπερψήφισης του, στον αστικό διπολισμό, διαμορφώνει κάποιες δυνατότητες (αρκετά μικρότερες από ότι υπήρχαν πριν από τις πρόσφατες εκλογές). Από την άλλη πλευρά όμως δεν αναιρεί το γεγονός, ότι η πολιτική ρευστότητα παρουσιάζεται περιορισμένη και ότι δεν υπάρχουν εκείνοι οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν άμεσα στην επαναφορά της.
- Η ΝΔ ανεδείχθη κυβέρνηση με ένα πολύ επιθετικό πρόγραμμα και με το ιδεολογικό στίγμα της δεξιάς παλινόρθωσης και της «επανακατάληψης του κράτους». Η στελέχωση της νέας κυβέρνησης αποτυπώνει την προσπάθεια συγκρότησης ενός ευρύτερου μπλοκ υποστήριξης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής με μία ταυτόχρονη διεύρυνση προς κόμματα τα οποία υποστήριξαν την μνημονιακή πολιτική (ενσωματώνοντας λχ στελέχη του ΠΑΣΟΚ) αλλά και προς τα επιχειρηματικά συμφέροντα, με την άμεση ενσωμάτωσή τους στον κρατικό μηχανισμό με την ανάληψη πολλών θέσεων από στελέχη επιχειρήσεων σε επίπεδο υπουργών, υφυπουργών και γενικών γραμματέων.
- Η πρόθεση της Ν.Δ. είναι να αξιοποιήσει το μνημονιακό κεκτημένο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την αλλαγή του πολιτικό ιδεολογικού συσχετισμού, ώστε να προχωρήσει γρήγορα σε περαιτέρω τομές σε οικονομικό (ιδιωτικοποιήσεις, ξεμπλοκάρισμα προβληματικών επενδύσεων) και θεσμικό (αλλαγή εκλογικού νόμου, αλλαγή του αυτοδιοικητικού νόμου, τροποποίηση του συντάγματος) επίπεδο ώστε να μπορέσει αξιοποιώντας το πρώτο χρονικό διάστημα να διαμορφώσει όρους μακροπρόθεσμης ηγεμονίας της Ν.Δ. στην πολιτική σκηνή. Επιπλέον, θα επιδιώξει την αναβάθμιση της κατασταλτικής θωράκισης του κράτους και θα επιτεθεί στα όποια προστατευτικά μέτρα έχουν απομείνει υπέρ των εργαζόμενων και στις συνδικαλιστικές ελευθερίες.
- Η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου αποτελεί την πρώτη κίνηση σε αυτήν την κατεύθυνση αυταρχικής θωράκισης. Αποτελεί ένα συμβολικό και πολιτικό στοίχημα για τη ΝΔ, μία προσπάθεια να επιβάλλει μια βαθύτερη πολιτική ήττα για το ελληνικό κοινωνικό κίνημα που ξεκίνησε την ανοδική πορεία του πριν τα μνημόνια, από την κινητοποίηση της νεολαίας το 2006-2007 και τον Δεκέμβρη του 2008. Αλλά και για να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα τη φοιτητική νεολαία, που έπαιξε, από το Πολυτεχνείο 73 και μετά, σημαντικό ρόλο στις καμπές και στις ανατροπές του πολιτικού σκηνικού, επιδρώντας εκτός των άλλων με τις πρακτικές της (καταλήψεις, δυναμικές διαδηλώσεις, μπλοκάρισμα θεσμικών οργάνων) και σε κοινωνικές κινητοποιήσεις με τις οποίες δεν είχε άμεση σχέση. Έναν τέτοιο παράγοντα εν δυνάμει αποδιοργάνωσης της αστικής πολιτικής επιδιώκει προκαταβολικά να αποδυναμώσει η Ν.Δ.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την ήττα του, κατάφερε, σε ένα πολύ μικρό διάστημα μετά τις ευρωεκλογές, να συσπειρώσει ένα αυξημένο ποσοστό ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πόλωση με άξονα την επιθετική πολιτική της ΝΔ και η εκλογική ήττα της αριστεράς δημιούργησαν μεγάλη συσπείρωση και ένα αποτέλεσμα που παρέχει στο ΣΥΡΙΖΑ τη δυνατότητα να παίξει ρόλο στην πολιτική σκηνή την επόμενη ημέρα ως ο δεύτερος «προοδευτικός» πόλος του νέου δικομματισμού. Η δυνατότητα του αυτή, θα εξαρτηθεί και από την εξέλιξη του κομματικού μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ, που διαθέτει μικρή δικτύωση στην τοπική αυτοδιοίκηση και τους κοινωνικούς χώρους. Σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ εκλογικών μπλοκ που εκφράζει και οργανωμένων δυνάμεων και προσβάσεων που διαθέτει στα κοινωνικά κινήματα. Ταυτόχρονα ούτε θέλει, ούτε μπορεί να αποτελέσει πραγματική αντιπολίτευση απέναντι στην νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ. Η πολιτική που εφάρμοσε, αλλά και η απόλυτη ταύτισή του με την ΕΕ και τις ιμπεριαλιστικές στρατηγικές σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα όσο ήταν κυβέρνηση, δεν του παρέχουν καμία νομιμοποίηση σήμερα για να εκπροσωπήσει τις κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι λόγου χάρη στις ιδιωτικοποιήσεις, ή τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις, όταν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ επιτάχυνε τις διαδικασίες αυτές με την κυβέρνησή του.
- Το ΚΙΝΑΛ, παρά την πόλωση, διατήρησε ορισμένες δυνάμεις του και κρατά ένα ρόλο ειδικά για για ζητήματα που απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία βουλευτών όπως η εκλογή του ΠτΔ, η άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου κ.λ.π. Ωστόσο, η κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ στην κεντροαριστερά, και παράλληλα η έντονη ροπή ενός μεγάλου τμήματος του κομματικού μηχανισμού του ΚΙΝΑΛ προς τον κυβερνητικό μηχανισμό, και άρα προς την έμμεση στήριξη της Ν.Δ., θα εντείνουν τις αντιφάσεις του.
- Θετικό στοιχείο των τελευταίων εκλογών είναι η μη είσοδος της ναζιστικής ΧΑ στη Βουλή. Ο περιορισμός της επιρροής της οφείλεται στη δράση του αντιφασιστικού κινήματος. Οφείλεται όμως και στο γεγονός ότι η σταθεροποίηση της πολιτικής σκηνής καθιστούσε την Χ.Α. περισσότερο βαρίδι, παρά χρήσιμη εφεδρεία στο αστικό πολιτικό σύστημα, κάτι που συνέβαλλε στην τωρινή αποδυνάμωση της Χ.Α.,της οποίας έπεται και συνέχεια.
- Μέρος των ψηφοφόρων της ΧΑ κινήθηκε προς το Βελόπουλο, που αποτελεί μια «ηπιότερη» εκδοχή ακροδεξιού μορφώματος χωρίς τις πρακτικές «φασιστικού ριζοσπαστισμού» που χαρακτήριζαν τη ΧΑ της περιόδου των πρώτων μνημονίων. Η είσοδός του στη Βουλή εξασφαλίζει μία μόνιμη πίεση προς τη συντηρητικοποίηση του πολιτικού σκηνικού ενώ ταυτόχρονα, υπό προϋποθέσεις, θα αποτελεί μία εφεδρεία για τη στήριξη της κυβέρνησης της Ν.Δ. ιδιαίτερα σε νομοσχέδια τα οποία θα έχουν αντιδραστικό προσανατολισμό.
ΙΙ. Εκλογικά αποτελέσματα και μετασχηματισμοί στην αριστερά
- Για την αριστερά, τα αποτελέσματα συνέχισαν την τάση που καταγράφηκε στις ευρωεκλογές, αυτή της εκλογικής ήττας της ριζοσπαστικής αριστεράς και της ανάδυσης ή διατήρησης της επιρροής των πιο ακίνδυνων για το σύστημα εκδοχών της.
- Το ΚΚΕ από το 2015 και μετά παρουσίασε στασιμότητα της επιρροήςτου στα επίπεδα του 5%. Σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση, έχει απωλέσει το 42% της εκλογικής του σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009. Η συντηρητική στρατηγική που ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια, αποφεύγοντας να οξύνει τις κοινωνικές συγκρούσεις και να παρέμβει στην πολιτική κρίση, περιόρισε την επιρροή του. Η πολιτική του βασίστηκε στην αντίληψη ότι οποιαδήποτε συμμαχία της αριστεράς, εφόσον δεν θα ελέγχεται αποκλειστικά από το κόμμα, οδηγεί σε σοσιαλδημοκρατικές παρεκκλίσεις. Όπως επίσης, ότι δεν είναι εφικτές, χωρίς ανατροπή του κοινωνικού συστήματος, ευρύτερες αλλαγές υπέρ των λαϊκών τάξεων, μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Το ΚΚΕ είχε μερίδιο συμβολής στην υπονόμευση των ριζοσπαστικών στρατηγικών την τελευταία 4ετία με την προβολή της αντίληψης ότι η έξοδος από την ευρωζώνη χωρίς λαϊκή εξουσία θα είναι καταστροφική, με τη στάση του στο δημοψήφισμα του 2015, με τη διαλυτική αντιμετώπιση των άλλων πολιτικών τάσεων της αριστεράς. Ωστόσο, αυτή η πολιτική δεν επιβραβεύθηκε αντίθετα οδήγησε σε συρρίκνωση της επιρροής του.
- Ενας από τους κερδισμένους των εκλογικών αναμετρήσεων είναι το ΜέΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη, το οποίο έλαβε ένα σημαντικό μέρος των ψήφων αριστερής κριτικής στο ΣΥΡΙΖΑ. Το ΜΕΡΑ25, αποτελεί μια οπισθοχώρηση σε μια παραπλήσια λογική με αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ το 2014. Αναπαράγει το αφήγημα της δυνατότητας μετασχηματισμού των μηχανισμών του ενιαίου νομίσματος και της ΕΕ σε χώρο δημοκρατίας και αναπτυξιακής πολιτικής, εφόσον επικρατήσουν πανευρωπαϊκά οι σωστές πολιτικές δυνάμεις. Η επιστροφή σε αυτές τις θέσεις αποτελεί σοβαρό πισωγύρισμα για τον κόσμο της αριστεράς και είναι ακόμη πιο πίσω και από το ΣΥΡΙΖΑ του 2014, ο οποίος εκπροσωπούσε κοινωνικές διεργασίες, και συνδεόταν με ένα κοινωνικό κίνημα με έντονο ριζοσπαστισμό και σε τροχιά σύγκρουσης. Η δυναμική ανάπτυξη του ΜΕΡΑ25 και δευτερευόντως η διατήρηση κάποιας επιρροής από την Πλεύση Ελευθερίας της Ζ. Κωνσταντοπούλου αναδεικνύουν τις σημαντικές αρνητικές αλλαγές στο χώρο της αριστεράς την τελευταία τετραετία. Το Σεπτέμβριο του 2015 η Λαϊκή Ενότητα έλαβε ένα ποσοστό 2,9%, λίγο πριν το όριο εισόδου στη Βουλή και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ 0,85%. Στις εκλογές του Ιουλίου 2019 ο -με την ευρεία έννοια- αντιμνημονιακός χώρος αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ καλύφθηκε από το ΜΕΡΑ25 και δευτερευόντως από την Πλεύση Ελευθερίας.
- Η μεταβολή αυτή είναι ασφαλώς αποτέλεσμα κυρίως των πολιτικών λαθών και των αδυναμιών της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αλλά αποκαλύπτει και βαθύτερους μετασχηματισμούς που σχετίζονται με τη συνολική μετατόπιση του ιδεολογικού και πολιτικού συσχετισμού, μετατόπιση που ακολουθεί την συνολική τάση του πολιτικού σκηνικού σε λύσεις πιο συντηρητικές και πιο συμβατές με την ομαλότητα και την σταθεροποίηση.
- Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από την πλευρά της, συνέχισε την πτωτική πορεία που κατέγραψε στις Ευρωεκλογές. Έτσι από τη συγκρότησή της, ολοκληρώνει μια πορεία αποτυχίας κατά την οποία μεσολάβησε μια μεγάλη κρίση του ελληνικού καπιταλισμού και μια περίοδος μαζικής κοινωνικής στροφής προς τα αριστερά. Σε αυτή την εκρηκτική περίοδο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάτω από την κυριαρχία του ΝΑΡ, δεν μπόρεσε να αναπτύξει την επιρροή της ή να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στο πολιτικό επίπεδο. Ακολούθησε την συνολική πτωτική πορεία της ριζοσπαστικής αριστεράς, και επέστρεψε στα επίπεδα της αρχικής εκλογικής επιρροής που κατέγραφε πριν από την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης του 2010 – 2012, με μειωμένη την πολιτική επιρροή της και αβέβαιες τις προοπτικές της. Η απόρριψη της εκλογικής συνεργασίας με τη ΛΑΕ, παραγνωρίζοντας την μαζική τοποθέτηση υπέρ αυτής στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προδιαγράφει την στάση που θα ακολουθήσει και το επόμενο διάστημα, αλλά και τα σαφή πολιτικά όρια του μορφώματος αυτού. Μια στάση που θα καταπολεμά κάθε προσπάθεια ενωτικής συγκρότησης της ριζοσπαστικής αριστεράς, στο βαθμό που δε βασίζεται στην πολιτική κυριαρχία της «ορθής», καθαρής αντικαπιταλιστικής γραμμής, ως καταδικασμενης να καταλήξει σε «ρεφορμιστικές», «συνδιαχειριστικές» λογικές. Την ΛΑΕ την αντιμετώπισε ως ένα από τους συγκροτημένους «ρεφορμιστικούς πόλους» και όχι μία τάση αριστερής ρήξης (έστω και με αντιφάσεις) με το επίσημο πολιτικό σύστημα, η οποία παρουσίαζε ιστορικές αναλογίες με την δημιουργία του ΝΑΡ (στην πρώτη περίπτωση η αφετηρία ρήξης με το ΚΚΕ ήταν η συμμετοχή στην κυβέρνηση Τζανετάκη, στην δεύτερη περίπτωση η αφετηρία της ρήξης με το ΣΥΡΙΖΑ και της δημιουργίας της ΛΑΕ, ήταν η υπογραφή του τρίτου μνημονίου). Ακολουθώντας ως κακέκτυπο στο ζήτημα των συμμαχιών την πολιτική του ΚΚΕ, μη διαθέτοντας ούτε το ιστορικό βάρος, ούτε την εκπροσώπηση έστω και περιορισμένων κοινωνικών κατηγοριών, όπως το ΚΚΕ, κινδυνεύει μέσα στο νέο πολιτικό ιδεολογικό τοπίο με ακόμα σημαντικότερη αποψίλωση.
- Η Λαϊκή Ενότητα κατέγραψε την αναμενόμενη μετά τις Ευρωεκλογές, ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση με περαιτέρω μείωση ψήφων, δεδομένης της δικομματικής πόλωσης και της πίεσης που άσκησε η δυνατότητα του ΜΕΡΑ25 να εισέλθει στη Βουλή. Παρά την αλλαγή προσανατολισμού, και μία στροφή προς μία φυσιογνωμία με α) αριστερό ριζοσπαστικό στίγμα και σαφή απεύθυνση στους εργαζόμενους, τη νεολαία και τα λαϊκά στρώματα β) με περισσότερο ισορροπημένη δημόσια εκπροσώπηση, δεν ήταν δυνατόν ιδιαίτερα μετά το συντριπτικό αποτελέσμα των ευρωεκλογών να αναταχθούν τα πολιτικά αποτελέσματα μίας τετραετούς πορείας. Τα αρνητικά αποτελέσματα καθόλου δεν σημαίνουν ότι δεν έπρεπε να συμμετάσχει η ΛΑΕ στις εθνικές εκλογές. Αντίθετα ήταν ορθή και επιβεβλημένη επιλογή. Μέσα σε συνθήκες ήττας και αποδιοργάνωσης, η εκλογική αποχή θα ήταν μια επιλογή αυτοακύρωσης. Έδωσε επίσης η παρέμβαση στις εκλογές τη δυνατότητα διατήρησης της αναφοράς σε ένα συνεκτικό πρόγραμμα και μία προοπτική ενωτικής ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής.
- Μετά από μια τετραετία υποχώρησης των αγώνων και στο πλαίσιο της συνολικής συντηρητικής στροφής, υπάρχουν εξωγενείς αιτίες που επέδρασαν στον περιορισμό της ΛΑΕ σε σχέση με το ποσοστό οριακής εισόδου στη Βουλή που είχε καταγράψει το 2015, σε μια πολύ διαφορετική συγκυρία με πρόσφατο τότε το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος και τον μνημονιακό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, ο παράγοντας αυτός δεν επαρκεί αλλά ούτε εξηγεί το συντριπτικό αποτέλεσμα της ΛΑ.Ε. Το εκλογικό αποτέλεσμα συμπυκνώνει διαδοχικά πολιτικά λάθη, λανθασμένες εκτιμήσεις και μία αποδιαρθρωτική δημόσια πολιτική παρουσία. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, υπήρξε η εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετώπιζε άμεσα μία ανοιχτή κρίση εκπροσώπησης και ότι επέκειντο πολιτικές εξελίξεις (κατά βάση, εκλογές). Η εκτίμηση αυτή, οδήγησε σε μία πολιτική συνεχούς εκλογικής «ετοιμότητας», υπερπροβολής του γραμματέα (ως του «μόνου αναγνωρίσιμου» προσώπου), αδιαφορίας για την σε βάθος ανασυγκρότηση πολιτικού και οργανωτικού μηχανισμού και οργάνωσης των παρεμβάσεων στους επιμέρους συνδικαλιστικούς, νεολαιίστικους και τοπικούς χώρους, όπως και αδιαφορίας για την προσέλκυση ή και την διατήρηση ενός δυναμικού το οποίο προερχόταν από το ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, η υποχώρηση του κινήματος, οι πολλαπλώς προβληματικές στάσεις των άλλων δυνάμεων της αριστεράς που απέρριπταν τις προτάσεις της ΛΑΕ για συνεργασία και αντιμετώπισαν με επιθετικότητα την αριστερή στροφή που έκανε στην αρχική φάση της συγκρότησης της, δημιούργησαν μία περαιτέρω οριοθέτηση των προσπαθειών της. Ωστόσο, η ΛΑΕ δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αυτά τα δεδομένα.
- Αρνητική επίδραση είχε ότι η ΛΑΕ απέφυγε μία διαδικασία ανανέωσης της ηγετικής ομάδας, ώστε να μπορέσει να δώσει ένα τόνο συσπείρωσης στην ευρύτερη αριστερά και ένα στίγμα ανανέωσης προσώπων και αντιλήψεων. Σημαντικό ρόλο έπαιξε μία ιδιότυπη δυαδική κατάσταση που αποτυπωνόταν στον δημόσιο λόγο της ΛΑΕ. Έτσι, όλο και περισσότερο είχε αντιφατικά και συγκρουόμενα χαρακτηριστικά, ενώ στην δημόσια παρουσία διαστρεβλωνόταν μια γραμμή αριστερής συμμαχίας με αναφορά σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες. Με αφορμή το «μακεδονικό», ο δημόσιος λόγος της ΛΑΕ, όπως εκφραζόταν αποκλειστικά από τον γραμματέα, επιχείρησε να απευθυνθεί σε ένα συντηρητικό ακροατήριο με όρους υπεράσπισης των «εθνικών δικαίων». Την ίδια στιγμή, η γενικότερη συγκεντρωτική δημόσια παρουσία της ΛΑΕ, την απέκοπτε από τους αριστερούς ψηφοφόρους αλλά και από ευρύτατες κοινωνικές κατηγορίες, όπως οι νέοι, ή οι πολίτες με προοδευτικούς προβληματισμούς.
- Αν και το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τα αποτελέσματα φέρει η πολιτική ηγεσία που χειρίστηκε και τη δημόσια έκφραση της ΛΑΕ, ευθύνες φέρουν στο σύνολό τους οι δυνάμεις στο εσωτερικό της. Iδιαίτερα η πλειοψηφούσα συνιστώσα, η οποία στήριξε ή ανέχτηκε μία πολιτική παρουσία και γραμμή η οποία την τελευταία διετία ήταν αυτοκαταστροφική. Συνολικά ως ΛΑΕ είχαμε σαφέστατα υποτιμήσει τις απαιτήσεις και τις πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις για να είναι δυνατό να υλοποιηθεί ο στόχος της σταθεροποίησης και οργανωτικής συγκρότησης της ρζοσπαστικής αριστεράς μετά τη νέα κατάσταση που διαμόρφωσε το δημοψήφισμα και οι εκλογές του 2015. Τα εκλογικά αποτελέσματα της ΛΑΕ την απειλούν με διαλυτοποίηση. Οι προοπτικές της πρέπει να αναζητηθούν σε μια νέα πολιτική βάση, άλλους στόχους και την επιδίωξη ενός διαφορετικού, πολύ πιο μακροπρόθεσμου, ρόλου ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής αριστεράς
- Για την κατάσταση της ριζοσπαστικής αριστεράς πρέπει να επισημανθεί ότι, παρά τα μεγάλα λάθη στρατηγικής, οι πολιτικές ήττες δεν οφείλονται μόνο ή και κυρίως σε αυτά τα λάθη, αλλά στην συνολική μετατόπιση του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού στη νέα φάση οικονομικής και ιδεολογικής σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού. Η βασική πλευρά των λαθών που έγιναν σχετίζονταν με την απουσία της κατάλληλης πολιτικό ιδεολογικής και οργανωτικής προετοιμασίας και της απαραίτητης μετωπικής πολιτική στις περιόδους όξυνσης της πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Αυτές οι ελλείψεις οξύνθηκαν στη νέα φάση που διαμορφώθηκε μετά το Σεπτέμβριο του 2015.
ΙΙΙ. Για την ανασυγρότηση και την επόμενη μέρα της αριστεράς
- Η αποδυνάμωση της ΛΑΕ αποτελεί σημαντική οπισθοχώρηση για την παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς στην πολιτική σκηνή. Με το κλείσιμο μιας περιόδου κοινωνικοπολιτιικής ρευστότητας μπαίνει άνω τελεία στη στρατηγική για τη δημιουργία ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου που θα στρατεύει διευρυμένες λαϊκές τάξεις και το οποίο να μπορεί να προκαλέσει ρήξεις με τη στρατηγική του κεφαλαίου στον ελληνικό καπιταλισμό. Οι νέες συνθήκες διαμορφώνουν ένα διπλό κίνδυνο, που σχετίζεται με την εσφαλμένη ανάγνωση της ήττας που υπέστη η ριζοσπαστική αριστερά. Από τη μία αναδεικνύεται ο κίνδυνος της ερμηνείας των πολιτικών μηνυμάτων ως ανάγκη για στροφή στο σεκταρισμό. Ο άλλος κίνδυνος είναι η πρόσληψή του αρνητικού αποτελέσματος από τις δυνάμεις της αριστεράς ως συντριπτικού και μη αναστρέψιμου. Μια τέτοια ερμηνεία επιταχύνει τις ιδεολογικές υποχωρήσεις και τη στροφή σε όψεις της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας.
- Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να δουλέψει για να χτίσει εκ νέου κοινωνικά κινήματα και αντιστάσεις σε χώρους εργαζομένων και νεολαίας και στην τοπική αυτοδιοίκηση με μέτωπο στις επιθετικές αναδιαρθρώσεις που θα επιχειρήσει η ΝΔ. Αντιστάσεις όπως αυτές, που πριν το ξέσπασμα της κρίσης και την περίοδο των μεγάλων κεντρικών πολιτικών μεταβολών της περιόδου των πρώτων μνημονίων, ασκούσαν πιέσεις στις εκάστοτε κυβερνήσεις συνδέοντας τους κοινωνικούς αγώνες με συλλογικές αγωνιστικές πρακτικές και ριζοσπαστικά αιτήματα.
- Υπάρχουν παράγοντες που διαφοροποιούν τη συγκυρία και θέτουν εμπόδια στην ανάπτυξη αγώνων που να μπορούν να κλονίζουν το κυβερνητικό κέντρο. Είναι η αποδυνάμωση και απαξίωση του εργατικού κινήματος και του συνδικαλισμού, η αύξηση της πίεσης στους εργαζόμενους που δημιουργεί η εργασιακή απορρύθμιση στα χρόνια των μνημονίων (ανασφάλεια, δεσποτισμός, εξοντωτικά ωράρια, εκ περιτροπής εργασία, κλπ.) και η ανεργία, η ιδεολογική απονομιμοποίηση κεκτημένων του αγώνα όπως ο συνδικαλισμός, ή το πανεπιστημιακό άσυλο κλπ.
- Ωστόσο τα μέτωπα που ανοίγονται είναι πολλά και σημαντικά: Οι ιδιωτικοποιήσεις, η οργάνωση του κινήματος της νεολαίας απέναντι στην αυταρχική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, οι καταστροφικές παρεμβάσεις στο χώρο, το περιβάλλον αλλά και τις εργασιακές σχέσεις που επιφέρουν το νέο «επενδυτικό μοντέλο». Σε μία διαδικασία παρέμβασης σε αυτά τα μέτωπα, είναι αναγκαίο να αναπτυχθούν ή και να δημιουργηθούν, όπου δεν υπάρχουν, πολιτικοσυνδικαλιστικές συσπειρώσεις, εστίες αντίστασης στους κοινωνικούς χώρους. Παρεμβάσεις που δεν μπορεί να είναι επιτυχημένες και μαζικές εάν δεν βασίζονται στην πιο πλατιά ενότητα και συσπείρωση πολιτικών δυνάμεων και ρευμάτων.
- Ωστόσο, δεν αρκεί η «στροφή» στα κινήματα για να καλύψει το πολιτικό κενό που αφήνει η ήττα που υπέστη η ριζοσπαστική αριστερά. Απαιτείται η ανασυγκρότηση μιας αριστεράς αγωνιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, που θα διατηρεί την πολιτική παρακαταθήκη των αγώνων της προηγούμενης περιόδου για τη στρατηγική και τη διέξοδο των λαϊκών τάξεων. Τέτοια παρακαταθήκη είναι η ιστορική ευκαιρία που δόθηκε στην αριστερά να αμφισβητήσει σε μαζική κλίμακα, και όχι σε στενά πολιτικοποιημένα ακροατήρια, τους μονοδρόμους του ευρώ, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της πρόσδεσης στον ιμπεριαλισμό. Να μιλήσει ανοιχτά για το βαθιά κοινωνικό και ταξικό ρόλο αυτών των μηχανισμών, και για το εφικτό ενός δρόμου ρήξης για την πραγμάτωση των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων.
- Αυτή η παρακαταθήκη δεν πρέπει να χαθεί μέσα από τη στροφή στα δήθεν «μεγάλα» «επαναστατικά» διλήμματα που θα μετατρέψουν τη ριζοσπαστική αριστερά σε κλειστό θέατρο σκληρά ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Ούτε πρέπει να χαθεί μέσα σε αφηγήσεις που προεξοφλούν το «τέλος εποχής» για την αριστερά αναζητώντας δρόμους λαϊκής απήχησης σε θολές ρητορικές σύγχρονου φιλολαϊκού πατριωτισμού. Οι πολιτικές και προγραμματικές επεξεργασίες της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορούν να αξιοποιηθούν για την ανασυγκρότησή της ώστε να παραμείνει μια δύναμη πολιτική και μετρήσιμη.
- Απαραίτητο στοιχείο μιας τέτοιας ανασυγκρότησης είναι η διατήρηση του οργανωμένου δυναμικού της και των οργανωμένων διαδικασιών και μορφών παρέμβασης και άσκησης πολιτικής. Τίποτε δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την διαλυτοποίηση και τη διάχυση των οργανωμένων δυνάμεων χωρίς πολιτική στρατηγική, ή τις ευκαιριακές, αλά καρτ συμπράξεις, που πότε θα αναζητούν ένα «νέο κομμουνιστικό φορέα», πότε ριζικά διαφορετικές πρωτοβουλίες από τις υφιστάμενες, χωρίς να συνοδεύονται από κοινές πρακτικές και στάσεις στα πολιτικά μέτωπα της περιόδου. Οι επιλογές αυτές είναι αντικειμενικά αντιφατικές και πολιτικά αποκλίνουσες μεταξύ τους. Οι οργανώσεις και τα ρεύματα της ριζοσπαστικής αριστεράς διατηρούν ένα πολύτιμο, πολιτικοποιημένο και έμπειρο στους αγώνες συνδικαλιστικό και πολιτικό δυναμικό που είναι αυτό που θα πρωτοστατήσει στην ανασυγκρότηση της αριστεράς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη ΛΑΕ που διατηρεί ένα αξιόλογο δυναμικό αγωνιστών και στελεχών, συνδικαλιστών και εκπροσωπήσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και μία εν δυνάμει επιρροή, όπως έδειξαν και οι επιδόσεις των αυτοδιοικητικών κινήσεων που υποστήριξε. Η ΛΑΕ μπορεί με το δυναμικό της και τις επεξεργασίες της να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της ριζοσπαστικής αριστεράς σε πολιτική βάση το επόμενο διάστημα. Πρέπει να προχωρήσει σε μια βαθιά αποτίμηση, αυτοκριτική και συζήτηση, προχωρώντας σε σύντομο χρονικό διάστημα στη Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψή της. Όπως και να αναπτύξει προτάσεις ανασυγκρότησης της αριστεράς και να παρακολουθεί τις πολιτικές διεργασίες της περιόδου με το βλέμμα στραμμένο στο γαλαξία δυνάμεων, οργανώσεων και αγωνιστών/ τριών στης ριζοσπαστικής αριστεράς που παραμένει πολιτικά μετέωρο για πολύ μεγάλο διάστημα. Πρέπει ταυτόχρονα να επιχειρήσει κινηματική συνεργασία με όλες τις δυνάμεις της αριστεράς, πάνω σε ένα πλαίσιο υπεράσπισης κοινωνικών κεκτημένων και δικαιωμάτων των εργαζόμενων τάξεων απέναντι στην όξυνση της επίθεσης που επιταχύνει η κυβέρνηση της Ν.Δ. Πρέπει παράλληλα να αναλάβει πρωτοβουλίες ή να συμμετάσχει σε αυτές που θα διαμορφωθούν για την ανάπτυξη μίας ευρύτερης παρέμβασης, συζήτησης και κοινής πρακτικής για την εκ νέου μετωπική ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι το ξεκαθάρισμα σε μεγαλύτερο βαθμό των πολιτικών γραμμών και η πολιτική οριοθέτηση όποιων αντιλήψεων εξακολουθούν να καλλιεργούν την πεποίθηση ότι υπάρχει η δυνατότητα για πολιτικές συγκλίσεις με έναν απροσδιόριστο «πατριωτικό αντιμνημονιακό χώρο», αλλά και η βαθύτερη ανάλυση και αυτοκριτική για την πορεία της αριστεράς την τελευταία δεκαετία.
- Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς πρέπει μέσα από την πράξη και την πολιτική αποφασιστικότητα να δημιουργήσουν ένα νέο πεδίο διαλόγου και ενότητας. Μια τέτοια διαδικασία μπορεί να περάσει από τους εξής άξονες:
(α) Ανάπτυξη της παρέμβασης στους κοινωνικούς χώρους με έμφαση α) στους χώρους εργασίας όπου θα αναδειχθεί το επόμενο κύμα ιδιωτικοποιήσεων β) την αντίθεση στην ολοκλήρωση της ασφαλιστικής αντιμεταρρύθμισης και γ) ιδιαίτερα στους χώρους της νεολαίας για την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος απέναντι στην επιθετική κίνηση της ΝΔ.
(β) Ανάπτυξη της παρέμβασης της ριζοσπαστικής αριστεράς στην αυτοδιοίκηση. Πρέπει να αναπτυχθεί μία κοινή μετωπική πρακτική στα μέτωπα της τοπικής αυτοδιοίκησης που αποτελούν κρίσιμες μάχες ενάντια στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση και προσφέρουν δυσαναπλήρωτη εμπειρία και ανάπτυξη δεξιοτήτων
(γ) Ανασυγκρότηση διαδικασιών των μετώπων και οργανώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς για την οργανωμένη συζήτηση της επόμενης μέρας σε ενωτική και ριζοσπαστική κατεύθυνση.
- Το κλείσιμο ενός πολιτικού κύκλου πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, οδηγεί στην ανάγκη αναπροσαρμογήςστις νέες συνθήκες. Πρέπει, όμως, να αποφευχθεί το σφάλμα της παρερμηνείας του νέου πολιτικού συσχετισμού ως συντριπτικού. Η διατήρηση της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης και των αναγκαίων πλεονασμάτων για την εξυπηρέτηση του χρέους που συνεχίζει να αυξάνεται, οι συνεχιζόμενες τάσεις αποεπένδυσης του ελληνικού κεφαλαίου, η κατάσταση του τραπεζικού συστήματος διατηρούν ενεργούς τους παράγοντες κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, καθιστώντας ανέφικτη μία μακροπρόθεσμη ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων των λαϊκών τάξεων σε μία νέα αναπτυξιακή τροχιά του ελληνικού κεφαλαίου. Παράλληλα, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει σε ένα επόμενο διάστημα την επαναφορά της διεθνούς κρίσης, στο βαθμό που δεν έχουν αναιρεθεί ριζικά οι αιτίες που την πυροδότησαν. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα διαμορφώσει όρους ευρύτερης αποσταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού και την εκ νέου δημιουργία στοιχείων πολιτικής κρίσης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η επιθετική διαχείριση του κρατικού μηχανισμού από τη σημερινή κυβέρνηση ανοίγει νέα πεδία για τους κοινωνικούς αγώνες. Αγώνες που δεν μπορούν να προκύψουν αντανακλαστικά από τις επικλήσεις στο «κίνημα», αλλά μόνο από την δυνατότητα της πολιτικής αριστεράς να εκτιμήσει ορθά τις συνθήκες, να αναπτύξει πρωτοβουλίες και να στρατεύσει το δυναμικό της στην υλοποίησή τους.
30 Ιουλίου 2019