Της Αναστασίας Σταυροπούλου, υποψήφια βουλευτής Βορείου τομέα Αθηνών (Β1 Αθηνών) με τη Λαϊκή Ενότητα
Τα αποτελέσματα των τελευταίων Ευρωεκλογών στην Ελλάδα αποτύπωσαν μια συντηρητική στροφή του πολιτικού σκηνικού. Η μεγάλη ενίσχυση της ΝΔ, που της παρέχει δυναμική προς την κυβερνητική κούρσα, με έναν ακραία επιθετικό- συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο λόγο και η κατοχύρωση του μεταλλαγμένου μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ στο δεύτερο πόλο του δικομματισμού, αποτύπωσαν μια συνθήκη μνημονιακούμονοδρόμου. Παράλληλα, παρά το θετικό στοιχείο της πτώσης της ναζιστικής συμμορίας της ΧΑ, το σημαντικό ποσοστό που συγκεντρώνουν φασιστικά, ακροδεξιά μορφώματα και εθνικιστικοί σχηματισμοί του ανορθολογισμού αναδεικνύουν την επικίνδυνη διείσδυση εθνικιστικών, ρατσιστικών και μισαλλόδοξων ιδεολογημάτων, που επιτρέπουν την εκτόνωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας σε πρακτικές κοινωνικού μίσους και μεταφυσικές επικλήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύουν ακόμη περισσότερο την κυρίαρχη αντιλαϊκή και νεοφιλελεύθερη πολιτική, αφήνοντας στο απυρόβλητο τους πραγματικούς υπευθύνους της κοινωνικής κρίσης. Αποτελούν, έτσι, ένα ακροδεξιό «μαξιλάρι» ενός πολιτικού συστήματος με μια κυβέρνηση πιθανότατα ΝΔ, που υπόσχεται θατσερική σκληρότητα στη διαχείριση της κυβέρνησης, αλλά και συνολικά ενός πολιτικού σκηνικού αυταρχικού, δηλαδή αποκομμένου από την επίδραση των αγώνων των εργαζόμενων και της νεολαίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, κεντρικό σημείο των αποτελεσμάτων των Ευρωεκλογών ήταν η εκλογική και πολιτική ήττα της αριστεράς. Το ΚΚΕ, που συνειδητά δεν κατέβαλε οποιαδήποτε προσπάθεια ανάτασης των αγώνων τα τελευταία χρόνια, σημειώνει πτώση παρά τον τεράστιο χώρο που άφησε η πτώση του ΣΥΡΙΖΑ κατά 600.000 ψήφους αλλά και της ριζοσπαστικής αριστεράς και ιδίως της ΛΑΕ. Η ΛΑΕ, που στις εκλογές του 2015 ήταν στο όριο της εισόδου στη Βουλή, σημείωσε μια μεγάλη εκλογική ήττα χάνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό της εκλογικής της επιρροής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημείωσε και αυτή πτώση επιστρέφοντας στα μικρά επίπεδα της επιρροής που βρισκόταν πριν την περίοδο των μνημονίων. Η σοβαρή υποχώρηση της αριστεράς και ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής αριστεράς, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πρόβαλλε έναν προγραμματικό λόγο εξόδου από την κρίση και το μνημονιακό καθεστώς με έμφαση στους κοινωνικούς αγώνες και έναν δρόμο ρήξης με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς της λιτότητας (ΕΕ, Ευρώ, ΝΑΤΟ), συμπληρώνει την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, το οποίο πλέον μοιάζει να μην πιέζεται από το ενδεχόμενο εκρηκτικών αγώνων και ανάπτυξης ενός μαζικού αιτήματος για δρόμους ριζοσπαστικών ρήξεων.
Σε έναν σημαντικό βαθμό, οι ψήφοι που απώλεσε η ριζοσπαστική αριστερά μετατοπίστηκαν σε άλλες όψεις του αντιμνημονιακού προοδευτικού φάσματος και συγκεκριμένα στο ΜΕΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη και δευτερευόντως την Πλεύση Ελευθερίας της Ζ. Κωνσταντοπούλου. Τα κόμματα αυτά, με διαφορετικό τρόπο το καθένα, εκπροσωπούν λιγότερο ριζοσπαστικές προτάσεις αντιμνημονιακού δρόμου. Το ΜΕΡΑ 25 με έμφαση στον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό» και το «ρεαλισμό» και η Πλεύση Ελευθερίας με έμφαση στην επίκληση ιδεολογημάτων εθνικής υπερηφάνειας και πατριωτισμού. Συνδέονται όμως από την απομάκρυνση από την ταυτότητα της «αριστεράς». Ειδικά η περίπτωση του ΜΕΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη αναπτύσσει μια ορισμένη δυναμική, με την επίκληση της δυνατότητας εισόδου στη Βουλή μετά το ποσοστό που κατέγραψε στις Ευρωεκλογές. Η προσέλκυση κόσμου της αριστεράς από το ΜΕΡΑ25, ανεξαρτήτως του εάν σε ένα βαθμό οφείλεται στο επιχείρημα της «χρήσιμης ψήφου», μοιάζει να παραβλέπει τα πολιτικά, ιδεολογικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου σχηματισμού.
- Η Υπεύθυνη Ανυπακοή ως στρατηγική εξόδου από τα μνημόνια
Το πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25 βασίζεται στη στρατηγική της «υπεύθυνης ανυπακοής» σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της θέσης και της σχέσης της Ελλάδας με την ΕΕ και το νόμισμα του Ευρώ. Σύμφωνα με το πρόγραμμά του, «Όσο τα EuroWorkingGroup&Eurogroup αρνούνται να δεχθούν τις ΕΠΤΑ ΤΟΜΕΣ ως το νέο αναπτυξιακό πλαίσιο της χώρας, η ελληνική κυβέρνηση θα ακολουθεί στα EuroWorkingGroup, Eurogroup και Συνόδους Κορυφής την τακτική της «κενής καρέκλας» του Στρατηγού Ντε Γκωλ. Εφόσον οι δανειστές επιδοθούν στην πολιτική Ενισχυμένης Ασφυξίας 1. Αναβάλλονται μονομερώς οι αποπληρωμές σε ΕΚΤ, ΔΝΤ και ESM-EFSF 2. Οι εγχώριες συναλλαγές συνεχίζονται απρόσκοπτα μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών του τραπεζικού συστήματος (POS, χρεωστικές κάρτες, web-banking) καθώς και με την πλήρη ανάπτυξη και ενεργοποίηση του Δημόσιου Εξωτραπεζικού Συστήματος Πληρωμών 3. Η υπάρχουσα-διαθέσιμη ρευστότητα στρέφεται προς τις επιλεκτικές εισαγωγές που έχει ανάγκη η χώρα και προς την ενίσχυση των εξαγωγικών τομέων και επιχειρήσεων».
Όπως ρητά αναγράφεται στο πρόγραμμα βασικός στόχος του είναι η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, κάτι που υπόσχεται να επιτύχει μέσω της θέσης των δανειστών μπροστά σε μια «αποφασισμένη» για ανάπτυξη κυβέρνηση. Η έξοδος από το ευρώ αποτελεί μια λύση απευκταία: «Η χώρα θα διατηρηθεί έτσι εντός της ευρωζώνης για όσο χρειάζεται έως ότου η «επίσημη» Ευρώπη επιλέξει μεταξύ: (α) του τεράστιου κόστους του Grexit ή (β) την αποδοχή των ΕΠΤΑ ΤΟΜΩΝ που θα μεγιστοποιήσουν την ικανότητά μας να ανακάμψουμε και, έτσι, να τους αποπληρώσουμε μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους».
Η παραμονή της Ελλάδας στο Ευρώ αποτελεί τον κεντρικό στόχο του οικονομικού προγράμματος του ΜΕΡΑ25, το οποίο αναγνωρίζει ότι ναι μεν η Ελλάδα δεν έπρεπε να έχει εισέλθει στο κοινό νόμισμα, ωστόσο η έξοδος από το ευρώ θα έχει μεγάλο κόστος και θα σημάνει «μια μεταμοντέρνα έκδοση της δεκαετίας του 1930». Προτείνει, έτσι, τη λύση της βελτίωσης του ευρώ και της ευρωζώνης. Για το λόγο αυτό το ΜΕΡΑ 25 ως τμήμα του αναφερόμενου σε ευρωπαϊκή κλίμακα DIEM25, διατείνεται ότι έχει εκπονήσει «τις τομές που δύνανται να λειτουργήσουν άμεσα και θεραπευτικά στην ευρωζώνη μετατρέποντάς την από Σιδερένιο Κλουβί Λιτότητας σε περιοχή κοινής ευημερίας».
Ομοίως «βελτιωτική» πρόταση ισχυρίζεται ότι καταθέτει το ΜΕΡΑ25 για την Ευρώπη και την ΕΕ, αυτοαποκαλούμενο το «γνήσια ευρωπαϊκό και διεθνιστικό» κίνημα που επιδιώκει τη μεταρρύθμιση της ΕΕ σε κοινό χώρο ανάπτυξης, συμφιλίωσης και ευημερίας. Ο τρόπος που αυτό αναφέρεται ότι θα επιτευχθεί είναι το πανευρωπαϊκά αναφερόμενο DIEM25 που καταθέτει την πρόταση μεταρρύθμισης της ΕΕ σε όλες τις χώρες ταυτόχρονα.
Είναι πρόδηλο ότι, πέρα από τις διατυπώσεις, η στρατηγική που προτείνει το ΜΕΡΑ25 για την υπέρβαση του μνημονιακού καθεστώτος μας θυμίζει κάτι ιδιαίτερα κοντινό. Η σύγκλιση με την προγραμματική στρατηγική που οδήγησε το ΣΥΡΙΖΑ των ετών 2014-2015 στην εξουσία είναι προφανής δια γυμνού οφθαλμού. Ουσιαστικά, το ΜΕΡΑ25 προτείνει την ανατροπή των μνημονίων με μέσο τη «σκληρή διαπραγμάτευση» με τους δανειστές και τους συγκεκριμένους μηχανισμούς που αναγνωρίζει ως την πηγή της πολιτικής της λιτότητας (τρόικα, Eurogroup) και με όπλο «τον εκβιασμό» μιας «αποφασιστικής κυβέρνησης» που θα αναδείξει στους δανειστές το κόστος ενός Grexit.
Στην ουσία πρόκειται για την ίδια ακριβώς πολιτική που εφάρμοσε ο Γ. Βαρουφάκης προσωπικά ως Υπουργός Οικονομικών το 1ο εξάμηνο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μια πολιτική που στην πραγματικότητα αποδυνάμωσε τη διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης για το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης για όσο χρόνο εφαρμόστηκε. Ο Γ. Βαρουφάκης αποφεύγει να αποτιμά την περίοδο της θητείας του ως Υπουργού αποδίδοντας απλουστευτικά την εξέλιξη της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ στην προδοσία του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος του 2015 και στην υπονόμευσή του από το ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, φέρει και ο ίδιος σημαντική πολιτική ευθύνη για την κρίσιμη και μακρά περίοδο κατά την οποία ως Υπουργός Οικονομικών ηγήθηκε μιας «σκληρής διαπραγμάτευσης» η οποία α) ήταν εξαρχής ναρκοθετημένη από το βασικό στόχο της διατήρησης της Ελλάδας στο ευρώ και κυρίως β) δεν συνδυάστηκε με την οικονομική και θεσμική προετοιμασία του κυρίαρχου (έως βέβαιου) ενδεχομένου της αποτυχίας της διαπραγμάτευσης να καρποφορήσει με τη συμφωνία αναπτυξιακών μέτρων ελάφρυνσης της κοινωνίας. Έτσι, κατά την περίοδο πριν το δημοψήφισμα το ενωσιακό τραπεζικό σύστημα συνέχισε τη θωράκισή του, ενώ τεράστια χρηματικά ποσά και κεφάλαια διέφυγαν στο εξωτερικό αποδυναμώνοντας κρίσιμα την δυνατότητα μιας τελικής ρήξης.
Η ίδια ακριβώς στρατηγική προτείνεται από το ΜΕΡΑ25 και σήμερα, με δεδομένο ότι μετά από 10 χρόνια εφαρμογής της ενωσιακής πολιτικής θωράκισης του τραπεζικού συστήματος (που βασίζεται στην Τραπεζική Ένωση με άξονες το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, τον ενιαίο εποπτικό και ενιαίο εξυγιαντικό μηχανισμό) το κόστος του Grexit περιορίζεται. Το ΜΕΡΑ25 προτείνει ως τρόπο «εξισορρόπησης» των πιέσεων για όσο χρόνο διαρκεί η διαπραγμάτευση με τους δανειστές δύο μέτρα α) Την ανάπτυξη Δημόσιου Εξωτραπεζικού Συστήματος Πληρωμών το οποίο θα λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τις υπάρχουσες ιδιωτικές τράπεζες και β) Τις επιλεκτικές εισαγωγές που έχει ανάγκη η χώρα και προς την ενίσχυση των εξαγωγικών τομέων και επιχειρήσεων. Πρόκειται για ένα από τα πιο αδύναμα σημεία του «διαπραγματευτικού προγράμματος» του Γ. Βαρουφάκη που αναδεικνύει ότι οι δήθεν «ρεαλιστικές» προτάσεις ρήξεις βασίζονται σε εντελώς μη «ρεαλιστικές» παραδοχές, ακριβώς γιατί παραγνωρίζουν το βασικό τρόπο λειτουργίας του οικονομικού και θεσμικού πλαισίου της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Το ΜΕΡΑ25, αποδεχόμενο τις ιδιωτικοποιήσεις (με την εξαίρεση τομέων ζωτικής σημασίας νερό, ρεύμα κλπ.) προτείνει, μετά την ανάληψη της εξουσίας από μια κυβέρνηση που θα επιδιώκει να καταργήσει τα μνημόνια, τη διατήρηση του ιδιωτικού (και ενοποιημένου με το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα) τραπεζικού συστήματος. Το Δημόσιο, για το ενδεχόμενο κακής εξέλιξης των διαπραγματεύσεων, θα αναπτύξει ένα «ανταγωνιστικό» σύστημα, μια δημόσια οιονεί τραπεζική πλατφόρμα συναλλαγών, που είναι πρόδηλο ότι πρώτον δε θα μπορεί να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά τις συστημικές τράπεζες, αλλά κυρίως δεν θα μπορέσει να επιτελέσει το ρόλο της «προστασίας της οικονομίας» σε περίπτωση «εκβιασμού των δανειστών» με τη διακοπή της ρευστότητας, εφόσον το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα λειτουργεί κανονικά. Μόνο με την άμεση εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος είναι δυνατό να ελεγχθεί η κίνηση και τοποθέτηση των κατατεθειμένων κεφαλαίων, να ανακτηθεί ο δημοσιονομικός έλεγχος για να αποτραπεί μια απότομη πτώχευση που θα αφήσει έκθετο το κράτος.
Στην πραγματικότητα τέτοιες προτάσεις που εισάγουν στοιχεία που κλείνουν δειλά το μάτι σε κάποιο απευκταίο ενδεχόμενο ρήξης με τους δανειστές, βασίζονται σε μια εντελώς εγκεφαλική παραδοχή ότι μια κυβέρνηση με πρόγραμμα κατάργησης των μνημονίων και αναδιανομής, είναι δυνατό να στηριχθεί από το διαταξικό σύνολο της κοινωνίας και αδιακρίτως χαμηλά στρώματα και επιχειρήσεις, επειδή δήθεν υπόσχεται καλύτερες «αναπτυξιακές προοπτικές». Κάτι τέτοιο έχει διαψευστεί με τραγικό τρόπο από την ίδια την (έστω και λειψή σε προοπτική ρήξης) εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, όταν κατέστη προφανές ότι η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και ιδίως της πρόσδεσης στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ και της ευρωζώνης στρατεύει ενεργητικά πίσω της τις κυρίαρχες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου. Τα στρώματα αυτά, όχι απλώς δεν πρόκειται να «κάνουν χρήση» του δημόσιου συστήματος συναλλαγών για τη διατήρηση του επιπέδου ρευστότητας και συναλλαγών, αλλά μετά βεβαιότητας θα στραφούν στα εργαλεία του διεθνοποιημένου ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος (και το οποίο το ΜΕΡΑ25 σκοπεύει να αφήσει ανέγγιχτο κατ’ ουσίαν) για την προστασία των κεφαλαίων και επενδύσεών τους.
Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα του περίεργου «μίγματος» στοιχείων υπακοής και ανυπακοής που έχει το πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25 και το οποίο ασφαλώς κυριαρχείται από την πρόσδεση στην ευρωστρατηγική. Είναι αδύνατο να προχωρήσει κανείς στη ρήξη με τους δανειστές και το Ευρώ εάν κεντρικός του στόχος είναι η παραμονή σε αυτό. Μια στρατηγική ρήξης, που περνάει απαρέγκλιτα από την εθνικοποίηση των τραπεζών, είναι ενάντια στις Συνθήκες και τους θεμελιώδεις κανόνες της ΕΕ και του Ευρώ. Όμοια είναι και η περίπτωση της πρότασης για δήθεν «επιλεκτικές» εισαγωγές και ενίσχυση του εξαγωγικού εμπορίου, μια πρόταση που δε σημαίνει απολύτως τίποτε εάν κανείς προχωρά αποδεχόμενος τις Συνθήκες και τις πολιτικές της ΕΕ και το κοινό νόμισμα, καθώς ενδεικτικά α) εντός του σκληρού νομίσματος δεν υφίστανται αποτελεσματικές πολιτικές τόνωσης των εξαγωγών για τις χώρες της περιφέρειας με αδύναμους παραγωγικούς τομείς. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο με εθνικό νόμισμα β) Δεν νοείται πολιτική «επιλεκτικών εισαγωγών» για τα κράτη – μέλη της ΕΕ που βασίζονται στην τήρηση των συνθηκών της. Θεμέλιο της ΕΕ και του ενιαίου πολιτικού και οικονομικού χώρου είναι η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, ανθρώπων και εμπορευμάτων, η πάταξη των περιορισμών του ελεύθερου στο ενωσιακό πλαίσιο ανταγωνισμού, η απαγόρευση της πολιτικής δασμών, των κρατικών ενισχύσεων σε τομείς της οικονομίας ή συγκεκριμένες εθνικές επιχειρήσεις, η πολιτική του αντι-ντάμπινγκ (βλ. άρθρα 56, 106, 107 σε συνδυασμό με τα άρθρα 101, 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ). Μια σοβαρή στρατηγική ρήξης οφείλει, λοιπόν, να περιγράφει και να προετοιμάζει μια διαδικασία εξόδου και ρήξης με τους ίδιους αυτούς του μηχανισμούς και όχι να χρησιμοποιεί δήθεν τα όπλα τους για να παραμείνει σε αυτούς τους παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα που δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί ούτε σε συνθήκες εργαστηρίου.
Ο πυρήνας της ήττας για τις λαϊκές τάξεις στη στρατηγική που αναπτύσσει ο Γ. Βαρουφάκης βρίσκεται στην σκόπιμη παραγνώριση της δομικής λειτουργίας των μηχανισμών του Ευρώ και της ίδιας της ΕΕ και την καλλιέργεια της πεποίθησης ότι αυτοί μπορούν να μετασχηματιστούν. Μηχανισμοί που αναπαράγουν τη λιτότητα και το νεοφιλελευθερισμό από την ίδια τη διαμόρφωση και τις καταστατικές τους λειτουργίες και όχι απλώς επειδή δεν ηγεμονεύουν προοδευτικότερες δυνάμεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι η κυριαρχία μιας συγκεκριμένης πολιτικής ομάδας ή ελίτ που επιβάλλει ένα καθεστώς «Χρεοδουλοπαροικίας» όπως αποκαλείται από το ΜΕΡΑ25, αλλά οι ίδιοι οι μηχανισμοί αυτοί που εκπροσωπούν και αναπτύσσουν τη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού προς όφελος των ισχυρών ιμπεριαλιστικών τάξεων αλλά και του μεγάλου κεφαλαίου στις χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης.
Αν και στο πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25 αναφέρεται με επίταση η φράση «Το 2015 δε θα επαναληφθεί» το οικονομικό πρόγραμμά του, ως προς τη διαχείριση των μνημονίων, είναι στον πυρήνα του όμοιο με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πριν την άνοδό του στην εξουσία με τις γνωστές κωδικοποιήσεις «Καμία θυσία για το Ευρώ» και, στην πραγματικότητα, είναι ακόμη περισσότερο ένα πρόγραμμα ήττας γιατί δεν λαμβάνει υπόψη του την πικρή εμπειρία του 2015 που κατέρριψε τις θεωρίες περί «αποφασιστικής διαπραγμάτευσης» ή «διαδικασιών πειθούς» των δανειστών που ο Γ. Βαρουφάκης διαχειρίστηκε προσωπικά. Εξάλλου, το ΜΕΡΑ25 δεν αντιστοιχεί καν στο ρεύμα ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ του 2014-2015 που συνδυάστηκε με μια περίοδο τεράστιων κοινωνικοπολιτικών μεταβολών προς τα αριστερά επάγοντας πιέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ προς τη ριζοσπαστικοποίηση, αλλά και κλυδωνισμούς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ξεσηκώνοντας κινήματα σε πολλές χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Η πανευρωπαϊκή δικτύωση του DIEM25 επιχειρεί να παρουσιαστεί ως υποκατάστατο μιας τέτοιας συνθήκης ευρωπαϊκού «ξεσηκωμού», χωρίς όμως να στηρίζει τους αγώνες που δημιουργήθηκαν την περίοδο εκείνη.
- Μίγμα στοιχείων νεοφιλελευθερισμού με ριζοσπαστικές θέσεις
Πέραν των ζητημάτων διαχείρισης των μνημονίων, το πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25 συνδυάζει στοιχεία προγραμματικά που αναπαράγουν μια συστημική λογική «υπευθυνότητας» με κάποιες ριζοσπαστικές θέσεις. Αυτές οι ριζοσπαστικές θέσεις περισσότερο εντοπίζονται α) στο θέμα της συνεργασίας με το κράτος του Ισραήλ και της εξόρυξης υδρογονανθράκων που ορθά επισημαίνεται ότι αποτελεί πηγή πολεμικών κινδύνων, αφορά μια παρωχημένη πηγή ενέργειας και δεν εξυπηρετεί τους λαούς και β) στα ζητήματα των δικαιωμάτων μειονοτήτων ή κοινωνικών ομάδων που υφίστανται καταπίεση ή το διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους. Την ίδια στιγμή, αποδέχεται και υπόσχεται να διατηρήσει την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων επιβάλλοντας ορισμένη ρύθμιση για την προστασία βασικών δημόσιων αγαθών (νερό, ενέργεια, παραλίες) και για την αποδοτική «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας (μη ξεπούλημα σε χαμηλές τιμές). Δίνει βάρος στην ορθότερη λειτουργία θεσμών όπως το ΤΑΙΠΕΔ μέσω της μετατροπής του σε «Αναπτυξιακή Τράπεζα», ώστε να μην είναι πλήρως παραδομένοι στα παρασιτικά ή ξένα οικονομικά συμφέροντα.
Σε όλο το πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25 η λέξη νεοφιλελευθερισμός αναφέρεται μόνο μία φορά συνδυαζόμενη με το «συντηρητισμό» για να περιγράφει τη ΝΔ, ενώ απουσιάζει τελείως στα κομβικά σημεία που αφορούν στην πολιτική των μνημονίων και τις ρήξεις που θα απαιτηθούν για να απαλλαγεί η χώρα από τα μνημόνια. Μοιάζει, έτσι ένα ιδιαίτερο μίγμα μιας ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας που επαναφέρει την πρόταση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, 4 χρόνια μετά την παταγώδη αποτυχία τέτοιων προσπαθειών κατά την 1η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το δε πρόγραμμά του είναι στα ζητήματα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ακόμη πιο πίσω και από το πρόγραμμα του τότε ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας αποδεχθεί κρίσιμα σημεία της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής όπως οι ιδιωτικοποιήσεις. Αλλά και στον τομέα της εκπαίδευσης το ΜΕΡΑ25 δεν απορρίπτει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, κάνοντας μόνο κριτική στην «ποιότητα» των ιδιωτικών πανεπιστημίων που δύνανται να ιδρυθούν στην Ελλάδα.
- Ένα πρόγραμμα που αδιαφορεί για τους αγώνες
Το πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25 παρέχει δήθεν απαντήσεις για όλους τους επιμέρους τομείς της κρατικής πολιτικής. Πρόκειται περισσότερο για σκόρπιες ιδέες εντυπωσιασμού που στερούνται συνοχής και κυρίως πολιτικού στόχου, και ακροβατούν μεταξύ μιας ομαλής κυβερνητικής συνέχειας και καινοτομιών. Χαρακτηριστικά, εισάγεται η νέα έννοια των ΔΙΑΣΚΕΠ (ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΛΗΡΩΤΩΝ & ΕΚΛΕΓΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ) ως θεσμών που θα χαράσσουν πολιτική στην παιδεία, τον πολιτισμό, τη λειτουργία των ΜΜΕ, με τη συμμετοχή πολιτών, χωρίς να προσδιορίζεται η σχέση αυτών με την αυτοδιοίκηση που (επίσης με βάση το πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25) πρέπει να ενισχυθεί και παρουσιάζει σημαντική επικάλυψη αρμοδιοτήτων.
Ελάχιστα έως καθόλου,όμως, απασχολεί το πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25 το ζήτημα της ανάπτυξης και διεύρυνσης των κατακτήσεων και δικαιωμάτων του λαού και των εργαζόμενων μέχρι τη στιγμή που θα καταλάβει το κράτος. Τα ζητήματα των μισθολογικών αγώνων, ενδιάμεσων κατακτήσεων, οι διεκδικήσεις της νεολαίας, τα συνδικαλιστικά ζητήματα. Η μόνη αναφορά σχετίζεται με την κατάργηση των πρόσφατων αντισυνδικαλιστικών νόμων όταν το ΜΕΡΑ25 ανέλθει στην κυβέρνηση. Ένα τέτοιο προγραμματικό πλαίσιο που απασχολείται με το πώς θα δομηθεί η ΕΕ μέσω του πανευρωπαϊκού DIEM25, αλλά δεν διερωτάται ως προς την οργάνωση των λαϊκών αγώνων μέχρι τότε, αποκαλύπτει και την ίδια την δημιουργία του ως γνήσιου τέκνου μιας πολιτικής περιόδου ύφεσης των αγώνων. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΜΕΡΑ25 δεν έχει καμία παρουσία αλλά ούτε και ενδιαφέρον για τους αγώνες (συνδικαλιστικούς, εργατικούς, νεολαιίστικους ή αγώνες σε τοπικό επίπεδο) που αναπτύσσονται. Βασίζεται στην ακτινοβολία της «κυβερνητικής» του πρότασης και του εκπροσώπου του προσωπικά. Αυτό αποτελεί ένα από τα καίρια σημεία που πρέπει να προβληματίσει τον κόσμο της αριστεράς που προσβλέπει σε μια ουσιαστική πολιτική μεταβολή μέσα από τη στήριξη τέτοιων σχηματισμών. Το κατά πόσον, δηλαδή, οι αγώνες του επόμενου διαστήματος θα εκφράζονται ή όχι και θα στηρίζονται ή όχι στο πολιτικό επίπεδο από τις πολιτικές δυνάμεις που θα αναδειχθούν στις εκλογές.
- Ένα κόμμα «μη- κόμμα»
ToΜΕΡΑ25 και το DIEM25 παρουσιάζουν κάποιες δήθεν καινοτόμες προτάσεις σε ό,τι αφορά τη δημοκρατική λειτουργία και τη λήψη των αποφάσεων. Έχοντας απορρίψει τους πιο «παραδοσιακούς» τρόπους συγκρότησης των κομμάτων, οργανώσεων και μετώπων της αριστεράς ως «παθογένειες», αυτοπαρουσιάζονται ως δήθεν υπόδειγμα άμεσης δημοκρατίας. Για την ιδιότητα του μέλους αρκεί η συμφωνία με το πρόγραμμα στην πράξη και δεν απαιτούνται άλλες ιδεολογικές ή πολιτικές κοινές αφετηρίες. Αντίθετα, όπως θα επισημανθεί στη συνέχεια, το ΜΕΡΑ25 και το DIEM25 επιδιώκουν να συσπειρώσουν μέλη εντελώς διαφορετικών ιδεολογικών αναφορών. Ωστόσο, σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η συμμετοχή, η λειτουργία του ΜΕΡΑ25 είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο συγκεντρωτική και αντιδημοκρατική ακόμη και σε σχέση με τα πιο γραφειοκρατικοποιημένα κόμματα της αριστεράς. Τα επιμέρους μέλη του ΜΕΡΑ25 συμμετέχουν στις κατά τόπους Ομάδες Ανυπακοής, οι οποίες αναφέρονται σε ανώτερο επίπεδο στα όργανα του ΜΕΡΑ25 και περαιτέρω στα πανευρωπαϊκά όργανα του DIEM25. Ο ανοιχτός και δημόσιος πολιτικός διάλογος είτε από πλευράς μελών είτε από πλευράς των Ομάδων Ανυπακοής είναι στην ουσία ανεπίτρεπτος. Οι θέσεις και αποφάσεις των Ομάδων Ανυπακοής υφίστανται ποιοτικό έλεγχο ως προς τη συμφωνία τους με τις θέσεις και αρχές του κόμματος, ενώ δε επιτρέπεται στις Ομάδες η ανάπτυξη ουσιωδών πολιτικών πρωτοβουλιών καθώς δεν μπορούν να αναπτύξουν πολιτικές συνεργασίες για ζητήματα χωρίς την προηγούμενη κεντρική έγκριση. Εξάλλου, η δημόσια έκφραση των μελών είναι ελεγχόμενη, αφού για να διασφαλιστεί ότι οι δράσεις και οι θέσεις τους είναι σύμφωνες με τις κεντρικές θέσεις, τα μέλη και οι Ομάδες δεν επιτρέπεται να δημοσιεύουν κείμενα/ εικόνες/βίντεο/ δράσεις που προορίζονται για το ευρύ κοινό χωρίς την προηγούμενη έγκριση από την πολιτική ηγεσία. Οι ομάδες δεν μπορούν, επιπλέον, να δημιουργούν δημόσιες ιστοσελίδες ή λογαριασμούς στα ηλεκτρονικά μέσα χωρίς την προηγούμενη έγκριση από την Πολιτική Γραμματεία. Τελικά, συμπεραίνει κανείς ότι η επίκληση στο «τέλος των παραδοσιακών κομμάτων» αφορά στον ακόμη σφιχτότερο εναγκαλισμό του ΜΕΡΑ25 από την προσωπικότητα και τις προεπεξεργασμένες και σε μεγάλο βαθμό δοκιμασμένες απόψεις του Γ. Βαρουφάκη, παρά στη δημιουργία ενός δημοκρατικού πλαισίου πολιτικής συνύπαρξης, αγώνα και δράσης μαζών. Μέσα σε ένα τέτοιο προσωποκεντρικό και στεγανό από την άποψη της δράσης και έκφρασης περιβάλλον είναι σχεδόν αδύνατο να αναδειχθούν στελέχη που θα αναπτύξουν ίδια πρωτοβουλία και πολύ πιο αδύνατο σε ανθρώπους και αγωνιστές να επιδράσουν στις προγραμματικές θέσεις και τις πολιτικές δράσεις.
- Ιδεολογική κολυμβήθρα του Σιλωάμ και αποκήρυξη της ταυτότητας και των αξιών της αριστεράς
Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα με το πολιτικό στίγμα του ΜΕΡΑ25, είναι ότι υποστηρίζει ιδεολογική αποδιάρθρωση και την ήττα της αριστεράς, των αξιών και των πολιτικών οραμάτων της, που τροφοδοτήθηκε από την εφαρμογή των μνημονίων από μια δύναμη που κυβέρνησε στο όνομα της «αριστεράς». Το ΜΕΡΑ25 αμέσως μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών έβγαλε προσκλητήριο συσπείρωσης απευθυνόμενο σε όσους και όσες «έχουν κουραστεί από τα κόμματα», ενώ καλεί στις γραμμές του οποιονδήποτε συμφωνεί με το «τέλος της χρεοδουλοπαροικίας» είτε είναι αριστερός, κεντρώος, δεξιός, φιλελεύθερος ή και νεοφιλελεύθερος.
Η ιδεολογικοπολιτική κολυμβήθρα του Σιλωάμ του ΜΕΡΑ25 (ασχέτως του εάν είναι συνειδητή ή ασυνείδητη), συμπληρώνει το έργο του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν η πλατιά απονομιμοποίηση των θεμελίων, των αξιών, των συμβόλων και της ιστορικής ταυτότητας της αριστεράς· μιας ταυτότητας που στην Ελλάδα διατηρείται όχι βασικά λόγω «παράδοσης», αλλά λόγω των μεγάλων και οξύτατων αγώνων. Αγώνων που δίνουν την ελπίδα ότι οι λαοί μπορούν ακόμη και στη σύγχρονη μακρά περίοδο προέλασης του νεοφιλελευθερισμού να διεκδικούν με όπλο την κινητοποίηση πλατειών λαϊκών μαζών. Η παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα (αλλά και σε άλλες χώρες όπως στη Γαλλία, και υπό άλλους όρους Ισπανία, Πορτογαλία στο πρόσφατο παρελθόν) είναι που συντηρεί αυτή τη δυνατότητα λόγω μιας σειράς παραγόντων καιιδίως: α) της ανάπτυξης δεσμών με τα λαϊκά στρώματα σε συνδικαλιστικό επίπεδο ή επίπεδο αυτοδιοίκησης, β) της παρουσίας της φωνής της στο πολιτικό επίπεδο έστω και μειοψηφικά, αλλά και γ) λόγω της ανάδειξης του πραγματικού αντιπάλου, που είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ως σύγχρονος καπιταλισμός και τα ταξικά, κοινωνικά συμφέροντα που αυτός εκπροσωπεί. Ένα – μη- κόμμα που συγχέει τις ιδεολογικές αφετηρίες υπό θολές έννοιες όπως «ευρωπαϊστές, προοδευτικοί κλπ.» αποκρύβει αυτόν τον αντίπαλο. Συγχρόνως, ενισχύει την ιδεολογική σύγχυση που αναπτύσσουν τα κέντρα εξουσίας για την επιβολή των αντιλαϊκών πολιτικών, όπως οι αναφορές σε«ξεπερασμένες ιδεολογίες» ή σε «ξεπερασμένες διακρίσεις δεξιάς/ αριστεράς» κλπ.
Παρά την πραγματική και σε ένα βαθμό δικαιολογημένη πίεση που ασκεί στον κόσμο της αριστεράς η πολιτική συγκυρία και τα διλήμματα των επερχόμενων εκλογών, είναι ειδικά στη σημερινή συγκυρία που χρειαζόμαστε η ριζοσπαστική αριστερά να στηθεί στα πόδια της, να συνεχίσει, να συγκροτηθεί και να στηριχθεί για να μπορεί να οργανώσει και να τροφοδοτήσει αγώνες. Αντίθετα, σχηματισμοί όπως το ΜΕΡΑ25 που κυριαρχούνται από δοκιμασμένες προτάσεις «ρεαλιστικής ανυπακοής», αλλά βασικά κυριαρχούνται από τη γοητεία πολιτικών προσωπικοτήτων, χωρίς να έχουν όμως καταγράψει ούτε μία μέρα στο κίνημα, στους αγώνες που δίνει εδώ και 4 χρόνια οι κοινωνία, οι εργαζόμενοι, οι νεολαία, δεν μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε ουσιαστικές μεταβολές. Η ιστορία μας έχει δείξει, με τις στιγμές τις νίκης αλλά και τις στιγμές της ήττας, ότι οι αλλαγές, οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα κερδίζονται με αγώνες και όχι με την διαμεσολάβηση «μηντιακώνπερσόνων».
Οι αγωνιστές και αγωνίστριες της ριζοσπαστικής αριστεράς αντιμετωπίζουν σήμερα δύσκολες συνθήκες και διλήμματα. Η εύλογη απογοήτευση που απορρέει από τον πολιτικό συσχετισμό, πρέπει να γίνει πείσμα για τις αντικοινωνικές πολιτικές που θα σημάνει ένα πολιτικό και εκλογικό σκηνικό που θα βάζει την αριστερά «στη γωνία» για να ανοίξει το δρόμο για το ξήλωμα και των τελευταίων κατακτήσεων.
Δεν μας λείπουν οι «υπεύθυνοι» και οι «μετρημένοι». Το στοίχημα για τους ανθρώπους του κοινωνικού και πολιτικού αγώνα είναι το εάν θα υπάρχουν την επόμενη μέρα ισχυρές δυνάμεις που θα εκφράζουν και θα στηρίζουν τους αγώνες. Γι’ αυτό και πρέπει να στηριχτεί η αριστερά που επιμένει να βασίζεται στους αγώνες της κοινωνίας.
Η Λαϊκή Ενότητα, με αυτοκριτική, ανανεωμένη φυσιογνωμία και ένα πλούσιο πρόγραμμα κοινωνικής πάλης και ρήξεων αξίζει να στηριχθεί σε αυτήν την κατεύθυνση. Γιατί μπορεί και θέλει να συμβάλει στην ύπαρξη μιας δυνατής κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς την επόμενη μέρα. Μίαςαριστεράς ριζοσπαστικής και ενωτικήςπου εμπιστεύεται το δύσκολο, αλλά νικηφόρο δρόμο των αγώνων.