Το Νοέμβρη του 2011, περισσότερο από κάθε άλλο Νοέμβρη των τελευταίων πολλών ετών, η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ξεφεύγει από το πλαίσιο περιοδικής ανασυγκρότησης των δυνάμεων της Αριστέρας, αντιιμπεριαλιστικής αφύπνισης, συμβολικών φοιτητικών κινητοποιήσεων, εκδηλώσεων μνήμης του λαϊκού κινήματος.
Αντίθετα, η επέτειος της εξέγερσης σε αυτή την ιστορική συγκυρία εκφράζει, τόσο στο συμβολικό, όσο κυρίως στο πραγματικό επίπεδο, την ιστορική συνέχεια των αγώνων του ελληνικού λαού για όλα όσα αποτυπώθηκαν στο σύνθημα του Νοέμβρη “ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”. Η φετινή επέτειος φέρνει στο προσκήνιο της πολιτικής τις λαϊκές ανάγκες και διεκδικήσεις, αυτές που η κυβέρνηση “εθνικής σωτηρίας”, τα παζάρια των δύο μεγάλων κομμάτων, και η τηλεοπτική λαίλαπα αποπροσανατολισμού και τρομοκράτησης επιχείρησαν ανεπιτυχώς να συγκαλύψουν.
Η 17η Νοέμβρη του 2011 βρίσκει την Ελλάδα στον αφρό της ταξικής πάλης, με τα πολιτικά σχέδια των δυνάμεων του κεφαλαίου να ξεδιπλώνονται με πάρα πολλές αντιφάσεις και τις μάζες των εργαζόμενων και λαϊκών τάξεων να βρίσκονται σε κίνηση μετά από χρόνια καταγραφής ηττών του εργατικού κινήματος και κυριαρχίας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Η κυβέρνηση συνεργασίας συγκροτείται κάτω από το βάρος των πιέσεων που ασκούν στο πολιτικό προσωπικό οι λαϊκές αντιδράσεις, με κορύφωση τις αυθόρμητες μεγάλες διαδηλώσεις την ημέρα των παρελάσεων και τις πρακτικές σύγκρουσης και αμφισβήτησης της αστικής νομιμότητας που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό τους. Ο στόχος της είναι να τις καταστείλει, να επιβάλλει τα συνολικά μέτρα κοινωνικής και οικονομικής αναδιάρθρωσης, και να προετοιμάσει τους όρους για την επόμενη συντηρητική κυβέρνηση.
Υπό το βάρος των σφοδρότατων λαίκών αντιστάσεων και συγκρούσεων της τελευταίας περιόδου, η πρωτοβουλία για δημοψήφισμα λήφθηκε κυρίως για να επανασυσπειρώσει με βάση το δίλημμα παραμονή ή όχι στην Ευρωζώνη ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες γύρω από την κυβέρνηση, οι οποίες εξαιτίας της ασκούμενης πολιτικής έχουν διαρραγεί, για να στοιχίσει το πολιτικό δυναμικό του συστήματος γύρω από μία ξεκάθαρη επιλογή υπέρ της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου, αλλά και για να ανακόψει την ενίσχυση των ευρύτερων δυνάμεων της Αριστεράς που διερευνούν το τελευταίο χρονικό διάστημα ένα πολιτικό σχεδιασμό ο οποίος εμπεριέχει, αν και όχι στον βαθμό που θα έπρεπε, και το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ.
Το ενδεχόμενο να αποτυπωθεί σε ένα δημοψήφισμα η κοινωνική δυσαρέσκεια με ένα μαζικό αν και πιθανότατα μη πλειοψηφικό όχι, που μεταξύ άλλων θα αποτελούσε μία σημαντική παρακαταθήκη για την κοινωνική και πολιτική αριστερά, προκάλεσε σφοδρή αντίδραση από τα κέντρα εξουσίας και από το εξωτερικό και από το εσωτερικό. Αντίστοιχα η σφοδρότητα με την οποία απέρριψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Ε.Ε. σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν θέλουν να θέσουν σε καμία αμφισβήτηση τις επιλογές που λαμβάνονται στο εξωτερικό για το μέλλον αυτής της χώρας από αυτούς που τους αφορά, δηλαδή τις λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα. Αλλωστε οι εμπειρίες του δημοψηφίσματος για την Ευρωσυνθήκη στη Γαλλία, το όχι στο δανέζικο δημοψήφισμα, όπως και στην Ιρλανδία, είναι ακόμα νωπές, και πολύ επικίνδυνες με δεδομένη την κοινωνική αγανάκτηση στην Ελλάδα.
Το φάσμα εξόδου από την Ευρωζώνη της Ελλάδας, με το οποίο με ρητό τρόπο απείλησαν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα την ελληνική άρχουσα τάξη, επενέργησε στην άμεση συσπείρωση του αστικού πολιτικού δυναμικού. Αυτό καταδεικνύει ότι σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς με επίφαση «αριστερής κριτικής» δυνάμεων του Συνασπισμού και μικρών τμημάτων της άκρας αριστεράς, δεν υπάρχει καμία αξιόλογη μερίδα του κεφαλαίου και πολύ περισσότερο αστική πολιτική δύναμη που να επιδιώκει μία στρατηγική εξόδου από την Ευρωζώνη στο πλαίσιο μίας «εθνικής κοινωνικής συμμαχίας». Αντίθετα η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα ως μοναδική επιλογή την παραμονή της στην Ευρωζώνη, ανεξάρτητα το τι οικονομικές και πολιτικές παραχωρήσεις θα είναι υποχρεωμένη να κάνει. Αντίθετα η έξοδος από την ευρωζώνη, σε συνδυασμό με ένα προοδευτικό μεταβατικό πρόγραμμα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, μπορεί να είναι υπόθεση της πάλης των λαϊκών μαζών και της αριστεράς.
Η κυβέρνηση συνεργασίας συμβολικά και πολιτικά εκφράζει το εσπευσμένο σχέδιο της εγχώριας αστικής τάξης να συσπειρώσει το σύνολο των πολιτικών της εκφραστών στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και επιθετικών οικονομικών και πολιτικών επιλογών της, αλλά και να διαμορφώσει τους πρώτους όρους για την συνολική αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα, με την έννοια του ξεπεράσματος των αγκυλώσεων του παραδοσιακού ελληνικού δικομματισμού, την απαρέγκλιτη πρόσδεση του συνόλου του αστικών κομμάτων στην αστική στρατηγική χωρίς αντιφάσεις “κοινωνικής ευαισθησίας” και τη συμβολική πολιτική νομιμοποίηση από το σύνολο του πολιτικού συστήματος των φασιστών του ΛΑ.Ο.Σ. Ό,τι θεωρούνταν “αξία” της πολιτικής διαπάλης του κοινοβουλευτισμού ή δικλείδα “δημοκρατικής νομιμοποίησης”, έγινε λάστιχο και κενό γράμμα μπροστά στην αγωνία της συγκρότησης ενός κυβερνητικού σχηματισμού που σε όλα τα επίπεδα θα δίνει προοπτικές επανόρθωσης της πολιτικής τάξης και διασφάλισης της ταξικής επίθεσης. Από το πρόσωπο του πρωθυπουργού, ένα δηλαδή εξέχον στέλεχος της αστικής τάξης, τεχνοκράτης και εγγυητής του προσήμου της πολιτικής του, έως την διαχείρηση υπουργείων του παραγωγικού τομέα από την ακροδεξιά, και φυσικά με την παραμονή των βασικών υπουργών-πυλώνων της μνημονιακής πολιτικής, η κυβέρνηση αυτή τοποθετεί το συνασπισμό εξουσίας σε θέση επίθεσης. Και πράγματι τείνει να δώσει και προς την Ε.Ε., το ΔΝΤ κ.ο.κ. τις εγγυήσεις και την δυναμική που απαιτούν για την επίλυση του “ελληνικού προβλήματος”. Αντίστοιχη κίνηση, όπως φαίνεται, πραγματοποιείται και στην Ιταλία, φυσικά με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου και συνολικά το αστικό πολιτικό δυναμικό θα κινηθούν το επόμενο διάστημα στους βασικούς άξονες – κύριους πυλώνες της εντονότερης επίθεσης απέναντι στα όσα δικαιώματα έχουν απομείνει στους εργαζόμενους και τη νεολαία, της περαιτέρω ενίσχυσης της καταστολής και του αυταρχισμού απέναντι στις λαϊκές κινητοποιήσεις και της παραμονής της Ελλάδας εντός της ζώνης του ευρώ με κάθε κόστος για τα λαϊκά στρώματα.
Από την άλλη πλευρά, η διήμερη πανελλαδική – πανεργατική απεργία της 19 – 20 Οκτώβρη και οι διαδηλώσεις που την πλαισίωσαν ήταν αναμφισβήτητα οι μαζικότερες εκδηλώσεις εναντίωσης στην ασκούμενη πολιτική από την ψήφιση του Μνημονίου μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, αποτέλεσαν ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς για το λαϊκό κίνημα στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και νέοι κατέκλυσαν σε όλα τα αστικά κέντρα της χώρας, ενώ η συμμετοχή στην απεργία στον δημόσιο τομέα ήταν συντριπτική και στον ιδιωτικό τομέα ήταν αρκετά υψηλότερη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, το σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων που έμμεσα ή άμεσα πλήττονται από την πολιτική της τρόικας και του κυβερνητικού επιτελείου, κατήγγειλαν την ασκούμενη πολιτική και απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης και την αποχώρηση της τρόικας και της πολιτικής της.
Ακόμα, η αυθόρμητη και συγκρουσιακή κινητοποίηση δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων εναντίον του κυβερνητικού και κρατικού προσωπικού, αλλά και του ευρύτερου πολιτικού δυναμικού των κομμάτων εξουσίας, την ημέρα της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου ενέτεινε τις ούτως ή άλλως υπαρκτές αντιφάσεις και συγκρούσεις μεταξύ των μπλοκ εξουσίας για τη διαχείριση της κρίσης, αλλά και κατέστησε έκδηλη και ενδεχόμενα ανεξέλεγκτη την κρίση πολιτικής νομιμοποίησης. Τα αποτελέσματα ραγδαίας περαιτέρω αποσταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού που παρήγαγαν οι κινητοποιήσεις αυτές που έφεραν το στοιχείο της μαζικής λαϊκής σύγκρουσης και ρήξης κατέδειξαν για μια ακόμα φορά ότι καμία ρήξη, καμία πολιτική κρίση του συστήματος δεν εκδηλώθηκε χωρίς στο εσωτερικό της να περιλαμβάνει τη σύγκρουση και τις ριζοσπαστικές πρακτικές. Οι λόγοι είναι πολλοί: πρωτίστως την σύγκρουση την επιβάλλει το κράτος ενεργοποιώντας εμφανείς και αφανείς κρατικούς μηχανισμούς, τους οποίους το κίνημα πρέπει να αντιμετωπίσει. Ταυτόχρονα όμως, η όξυνση της ταξικής πάλης, αντανακλά τέτοια επίπεδα δυσαρέσκειας και αγανάκτησης για ευρείες λαϊκές μάζες, που εμπεριέχουν και το στοιχείο της λαϊκής βίας, το ζήτημα είναι οι πρωτοπόρες πολιτικές δυνάμεις να μετασχηματίζουν αυτές τις τάσεις σε πολιτική πρακτική και κατεύθυνση.
Ωστόσο, οι νίκες που έχει πετύχει το προηγούμενο χρονικό διάστημα το κεφάλαιο απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας (τόσο μέσα στην ίδια τη διαδικασία παραγωγής, όσο και με την αποδιάρθρωση των συνδικαλιστικών πρακτικών και την ιδεολογική νίκη που αποκρυσταλλώνεται στην πτώση του τείχους) δύσκολα μπορούν να οδηγήσουν στην μετατροπή τέτοιων εξεγερτικών φαινομένων σε επαναστατικές καταστάσεις (ιδίως όταν οι εξεγέρσεις δεν καταλήγουν σε πολιτικές μορφές και δομές ή ακόμα και σε μια ταξική συνδικαλιστική αναγέννηση).
Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια σταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού από τα κέντρα εξουσίας δεν είναι καθόλου βέβειο ότι θα επιτύχει. Η αδυναμία διαχείρισης του δημόσιου χρέους είναι σαφής ακόμα και αν το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας παραδοθεί προς ιδιωτικοποίηση στο βαθμό που μία τέτοια διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων δεν πρόκειται να αποφέρει τα προσδοκώμενα για αυτούς οικονομικά αποτελέσματα. Πολύ περισσότερο εντάσσεται σε μία διαδικασία υποτίμησης του υφιστάμενου υπό κρατική κυριότητα κεφαλαίου για να αυξηθεί το ποσοστό κέρδους, που ήταν σε πτωτική τάση στην ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια και το οποίο μειώθηκε δραστικά στο πλαίσιο της κρίσης. Εντάσσεται επίσης, σε μία διαδικασία διαμόρφωσης νέων πεδίων συσσώρευσης και κερδοφορίας για το ελληνικό και το διεθνές κεφάλαιο αλλά και την δοκιμαστική εφαρμογή σε μία χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, μίας προσπάθειας τροποποίησης του καθεστώτος συσσώρευσης, προπομπός ανάλογων εξελίξεων σε μια σειρά χώρες της Ε.Ε.
Στο έδαφος της χρεοκοπημένης πολιτικής επιχειρείται η αναίρεση του συνόλου των κατακτήσεων και των συμβιβασμών που έχουν επιβληθεί από τους αγώνες των λαϊκών στρωμάτων όλο τον προηγούμενο αιώνα (από την ΕΓΣΕΕ μέχρι και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων). Η πολιτική αυτή ούτε τυχαία είναι, ούτε προϊόν των αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας. Καταγράφεται μέσα στους ίδιους τους στόχους του συμφώνου για την προστασία του ευρώ (μαζί με την απορρύθμιση των εκπαιδευτικών μηχανισμών) προκειμένου να μειωθεί το μισθολογικό κόστος σε επίπεδα Κίνας και να αναπτυχθεί το μοντέλο του απασχολήσιμου εργαζόμενου. Ταυτόχρονα τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων που αποτελούσαν στήριγμα για τον συνασπισμό εξουσίας μια προηγούμενη περίοδο δέχονται μια ευθεία κοινωνική υποβάθμιση που αφενός μεν αυξάνει τον αριθμό των ανέργων, πιέζοντας ακόμα περισσότερο τους μισθούς, αφετέρου όμως δημιουργεί κλυδωνισμούς στο πολιτικό σύστημα.
Δεν υπάρχει επιπλέον καμία αμφιβολία ότι τα μέτρα αυτά οδηγούν τη χώρα στη χρεοκοπία. Κατά πόσον αυτό θα συμβεί ελεγχόμενα με την επιβολή ενός κοινού διευθυντηρίου ΕΕ-ΔΝΤ που θα αναλάβει να συντρίψει κάθε λαϊκή αντίσταση (όπως επιθυμούν οι ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου) ή ανεξέλεγκτα με την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα εξαρτηθεί από την ταξική πάλη. Σίγουρα η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα αποτελούσε πλήγμα όχι μόνο για την ελληνική αστική τάξη, αλλά και για τις ηγεμονικές μερίδες των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, καθώς κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ντόμινο: τυχόν κατάρρευση της ΟΝΕ θα αποτελέσει ένα συντριπτικό πλήγμα στο τρόπο συγκρότησης του συνασπισμού εξουσίας σε εθνικό επίπεδο αλλά και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και συνασπισμών που αποκρυσταλλώνονται στο μηχανισμό της Ε.Ε.. Σε μια τέτοια εξέλιξη, τα λαϊκά στρώματα δεν θα έχουν παρά να επιχαίρουν: το ξεδόντιασμα της ΕΕ από σημαντικά εργαλεία επιβολής των συμφερόντων του κεφαλαίου και ο κλυδωνισμός του συνασπισμού εξουσίας θα κλυδωνίσουν και την ΕΕ την ίδια. Είναι σίγουρο ότι σε μια τέτοια περίπτωση η ταξική πάλη θα ενταθεί και το αποτέλεσμα της θα εξαρτηθεί και πάλι από τις αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις των δυνάμεων της εργασίας.
Εάν η κατεύθυνση της στάσης πληρωμών και της εξόδου από το ευρώ επιβαλλόταν από ένα κοινωνικό και πολιτικό συνασπισμό των δυνάμεων της εργασίας και των σύμμαχων στρωμάτων σε συνδυασμό με μέτρα εθνικοποίησης των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων, ελέγχου της αγοράς και αναδιανομής του κοινωνικού προϊόντος σε όφελος των λαϊκών στρωμάτων τότε προφανώς ο συσχετισμός θα μπορούσε να γείρει την πλάστιγγα υπέρ του λαού σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Διαφορετικά η περίπτωση να οδηγηθούμε σε έναν νέο παγιωμένο συνασπισμό εξουσίας και σε άκρως συντηρητικές κατευθύνσεις, όπως εκφράζεται εναργώς σε αυτή τη φάση από την κυβέρνηση Παπαδήμου, είναι όχι απλώς ανοιχτή αλλά πιθανότατα θα αποτελέσει το κύριο στοιχείο της πολιτικής κατάστασης για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μέλλον.
Πρέπει να είμαστε απολύτως σαφείς: είναι απόλυτα εσφαλμένη μια λογική ότι ο καπιταλισμός καταρρέει και προκειμένου να μην μας πάρει μαζί του πρέπει να οικοδομηθεί ένα μέτωπο που θα επιβάλει την εξουσία των εργαζομένων και τον σοσιαλισμό. Αντίθετα πρέπει να οικοδομηθούν εκείνοι οι πολιτικοί και κοινωνικοί όροι που θα επιβάλουν μια εργατική διέξοδο από την καπιταλιστική κρίση προκειμένου να μην οδηγηθούμε σε μια ισοπέδωση των κατακτήσεων: αυτό απαιτεί ευρεία κοινωνική και πολιτική απεύθυνση τόσο στα μέτωπα της συγκυρίας, όσο και στο πολιτικό επίπεδο.
Ειδικότερα, ως προς τα μέτωπα της συγκυρίας: σήμερα αναπτύσσονται κινηματικές αντιστάσεις σε κρίσιμα μέτωπα που μπορούν να επιφέρουν σημαντικές ρωγμές στην μνημονιακή πολιτική. Τέτοια είναι πρωτίστως τα μέτωπα της μαζικής πολιτικής ανυπακοής ενάντια στα χαράτσια, το οποίο μπορεί πραγματικά να αποτελέσει θρυαλλίδα εξελίξεων εάν συνδυασθεί με το μέτωπο ενάντια στις απολύσεις του δημοσίου τομέα και στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, το πανεκπαιδευτικό μέτωπο και σε δεύτερο επίπεδο το μέτωπο ενάντια στην καταστολή και την περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Για την οργάνωση των κινημάτων αυτών πέρα από τις μάχες που πρέπει να δοθούν σε σωματεία και συλλόγους πρέπει να ενεργοποιηθούν και ευρύτατες τοπικές κοινωνικές επιτροπές και συνελεύσεις, καθώς αφενός μεν ένα μεγάλο τμήμα της εργαζόμενης πλειοψηφίας λόγω των ηττών που έχει δεχθεί το εργατικό κίνημα δεν εκπροσωπείται μέσω σωματείων, αλλά και αφετέρου επειδή αυτή τη στιγμή πλήττονται μικροαστικά στρώματα που είναι στοίχημα να βρεθούν σε κοινές μορφές οργάνωσης με τους εργαζομένους. Η ενεργοποίηση αυτών των κοινωνικών επιτροπών είναι άλλωστε αναγκαία και προκειμένου να στεριώσουν μορφές κοινωνικής αυτοοργάνωσης που θα φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στην περίπτωση της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας.
Παρά το γεγονός ότι με την ελεγχόμενη χρεοκοπία και με την επιβολή της κυβέρνησης συνεργασίας, επιχειρούν να σταθεροποιήσουν το σύστημα, παραμένει η πιθανότητα για την αποτυχία του προγράμματος τους το επόμενο χρονικό διάστημα, κάτι που θα εξαρτηθεί κυρίως από την ταξική πάλη.
Είναι υποχρέωση όλων των κοινωνικών δυνάμεων και της αριστεράς, να αντισταθεί στην επερχόμενη επίθεση και να μην φοβηθεί να απαντήσει τα όποια διλήμματα τεθούν από την πλευρά των ντόπιων και ξένων εκφραστών του κεφαλαίου.
Σήμερα υπάρχει πραγματική ανάγκη για την συγκρότηση ενός ευρύτερου αγωνιστικού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου με στόχο την ανατροπή αυτής της πολιτικής και της ανάπτυξης και επιβολής ενός συσχετισμού εις όφελος των λαϊκών τάξεων. Είναι απαραίτητο για όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, να προχωρήσουν σε ένα συντονισμό με βάση ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση που θα συμπεριλαμβάνει την έξοδο από το Ευρώ και τη στάση πληρωμών, την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων παραγωγικών επιχειρήσεων, και αυξήσεις των μισθών και συντάξεων. Είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί ένα κοινωνικό πολιτικό μέτωπο σε εργασιακούς χώρους, κοινωνικούς χώρους και σε τοπικό επίπεδο. Ιδιαίτερη σημασία έχει η διαμόρφωση λαϊκών συνελεύσεων σε κάθε συνοικία και πόλη ενάντια, στο μνημόνιο, την δανειακή σύμβαση και τη νέα κυβέρνηση, όπως και η προσπάθεια συντονισμού σωματείων και ομοσπονδιών για την προκήρυξη απεργιών μέσα στο Νοέμβρη με βάση ημερομηνίες σταθμούς.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μπορούσε να συμβάλλει κατά πολύ σε μία κρίσιμη καμπή της ταξικής πάλης. Θα μπορούσε να εμπνεύσει ένα σύνολο κοινωνικών δυνάμεων που συγκρούονται με την κυβερνητική πολιτική για την κλιμάκωση της σύγκρουσης και την ημέρα της μεγάλης απεργίας αλλά και να δώσει μία κατεύθυνση για το μετά. Θα πρέπει συνεπώς να επιδιώξει να συμβάλλει σε ένα πραγματικό συντονισμό των εκατοντάδων σωματείων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε κίνηση, ώστε να διαμορφωθεί ένα κέντρο αγώνα που να καλέσει σε επανέναρξη και κλιμάκωση των απεργιών.
Η διαδήλωση της 17ης Νοέμβρη του 2011 δεν είναι ένα πολιτικό γεγόνος με απλώς συμβολική σημασία. Θα είναι, ανεξάρτητα ακόμη κι από τις προθέσεις των δυνάμεων της Αριστεράς, κρίσιμος δείκτης για τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης. Για όλους τους λόγους ιστορικότητας και πολιτικού συμβολισμού μπορεί να συγκεντρώσει εκατοντάδες χιλιάδες λαού στους δρόμους σε έναν αγώνα που, στην ουσία του, από το 1973 (φυσικά και από πολύ νωρίτερα) μέχρι και σήμερα, στην Ελλάδα των νεοναζί υπουργών, είναι ο ίδιος, έχει τους ίδιους στόχους, την ίδια προοπτική. Όμως η επέτειος της εξέγερσης φέτος είναι στοίχημα να αποτελέσει εφαλτήριο για τις λαϊκές δυνάμεις και την Αριστερά, ιδιαίτερα την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Δεν αρκούν διακηρύξεις και ευχολόγια. Σίγουρα δεν χρειάζεται ηττοπάθεια και εσωστρέφεια. Η ίδια η διάθεση του λαού δείχνει και απαιτεί την θέση σε κίνηση άμεσα όλων των δυνάμεων που διαθέτουμε, στην κατεύθυνση της διεξόδου προς το συμφέρον των εργαζομένων μαζών, στην προοπτική της ανατροπής κάθε όψης αυτού του πολιτικού σκηνικού.
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑΝΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ.
ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ
ΝΑ ΤΟΥΣ ΔΩΣΟΥΜΕ ΜΕ ΟΛΕΣ ΜΑΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
ΑΡιστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση