Η διήμερη πανελλαδική – πανεργατική απεργία της 19 – 20ης Οκτώβρη και οι διαδηλώσεις που την πλαισίωσαν είναι αναμφισβήτητα οι μαζικότερες εκδηλώσεις εναντίωσης στην ασκούμενη πολιτική από την ψήφιση του Μνημονίου μέχρι και σήμερα. Παράλληλα, αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς για το λαϊκό κίνημα στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και νέοι κατέκλυσαν σε όλα τα αστικά κέντρα της χώρας, ενώ η συμμετοχή στην απεργία στον δημόσιο τομέα ήταν συντριπτική και στον ιδιωτικό τομέα ήταν αρκετά υψηλότερη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, το σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων που έμμεσα ή άμεσα πλήττονται από την πολιτική της τρόικας και του κυβερνητικού επιτελείου, κατήγγειλαν την ασκούμενη πολιτική και απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης και την αποχώρηση της τρόικας και της πολιτικής της.
Η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις παρά το γεγονός ότι χαρακτηριζόταν από μια συντριπτική συμμετοχή σε αυτές πολλαπλών κοινωνικών και επαγγελματικών κατηγοριών σηματοδοτήθηκε κυρίως από την εντυπωσιακή σε όγκο και δυναμισμό συμμετοχή των απεργών της ΠΟΕ – ΟΤΑ, την συμμετοχή των δημοσίων υπαλλήλων των υπό κατάργηση φορέων, τη μαζική συμμετοχή πολλών κατηγοριών των μικροαστικών στρωμάτων που πλήττονται και της νεολαίας.
Για μια ακόμη φορά, δεν έγινε εφικτή η όσμωση του ευρύτατου αυτού δυναμικού σωματείων και συλλόγων με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις στις οποίες επιδρά η ριζοσπαστική αριστερά, ώστε να διαμορφωθεί μία μαζική πολιτική κατεύθυνση και για αυτό το κρίσιμο διήμερο αλλά και για μετά.
Κατά την διάρκεια του διήμερου λαϊκού ξεσηκωμού αποτυπώθηκαν με σαφή τρόπο διακριτά πολιτικά σχέδια από το σύνολο των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων και αντιλήψεων. Είναι προφανές ότι τα σχέδια αυτά σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης και έντασης της λαϊκής συμμετοχής – αλλά και αντίστοιχης έντασης της κρατικής καταστολής – παύουν να είναι σχέδια επί χάρτου, δοκιμάζονται σε πραγματικές συνθήκες, αναδεικνύοντας με τον πλέον σαφή τρόπο τα όρια, τις αντιφάσεις, τα θετικά αλλά και τα προβληματικά τους στοιχεία.
Το ΚΚΕ μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αποφυγής της οποιασδήποτε επαφής με διαδηλώσεις πλην αυτών που διοργάνωνε το ίδιο, πραγματοποίησε μια στροφή η οποία ακολουθεί μια πρόσφατη σχετική μετατόπιση σε επίπεδο πολιτικού λόγου. Τόσο η παρουσία του στις 19 Οκτώβρη και ακόμα περισσότερο, στις 20 Οκτώβρη στο Σύνταγμα θα μπορούσε να έχει θετικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η στάση που επέλεξε να έχει απέναντι στους υπόλοιπους διαδηλωτές αντιστρέφει ολοκληρωτικά το θετικό πρόσημο, στο βαθμό που η παρουσία του τελικά εξασφάλισε για το αστικό μπλοκ εξουσίας τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς σε μια μάλιστα ημέρα όπου το χειρότερο για τα συμφέροντα των δυνάμεων της εργασίας νομοσχέδιο ψηφίζονταν στο κοινοβούλιο. Τόσο η επιλογή του να περιφρουρήσει επί της ουσίας την βουλή όσο και να μην επιτρέψει ακόμα και σε συνδικαλιστικές δυνάμεις όπως η ΠΟΕ – ΟΤΑ να την προσεγγίσουν επικυρώνει για άλλη μια φορά τον καθεστωτικό χαρακτήρα της πολιτικής του γραμμής και τακτικής.
Η στάση που επέλεξε το ΚΚΕ στις κινητοποιήσεις δεν δικαιολογεί με κανέναν τρόπο την τυφλή – παρακρατικού τύπου -βία που ασκούν συστηματικά τα τελευταία χρόνια μερίδες του Α/Α χώρου. Η μηδενική απεύθυνση, και το ανύπαρκτο ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο, προς τις λαϊκές μάζες καθιστούν τις επιλογές τους καταστροφικές για το κίνημα. Άλλωστε οι πρόσφατες επιλογές του να έρθουν σε ρήξη σε φοιτητικές πορείες και καταλήψεις αναδεικνύουν μια συστηματική τακτική που επιδιώκει τον «αφοπλισμό» του κόσμου του κινήματος με έμμεσο – δια της εμπέδωσης της ήττας και της τρομοκρατίας – ή άμεσο τρόπο – δια της σωματικής βίας. Πρόκειται για πολιτικές δυνάμεις και κύκλους που χαρακτηρίζονται από τυφλό αντικομμουνισμό και πρέπει να απομονωθούν.
Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός της ασυντόνιστης σε μεγάλο βαθμό παρέμβασής τους στις κινητοποιήσεις επέλεξαν να ακολουθήσουν μια τακτική χαμηλών τόνων και συνδικαλιστικής παρέμβασης που σε τόσο κρίσιμες στιγμές, αναδεικνύουν την προβληματική του «αντιμνημονιακού» μετώπου, που η επίσημη ηγεσία του ΣΥΝ εξακολουθεί να ακολουθεί.
Κατά τη γνώμη μας οι αντιλήψεις της γραφειοκρατικής και ρεφορμιστικής αριστεράς, που πρεσβεύουν ή και προσπαθούν να το επιβάλλουν ότι ο ειρηνικός χαρακτήρας των κοινωνικών διαμαρτυριών ακόμα και στις στιγμές τεράστιας όξυνσης της ταξικής πάλης πρέπει να είναι κεντρική επιδίωξη της αριστεράς οδηγούν ιδίως σήμερα στην πολιτική χρεωκοπία. Πρόκειται για μία πολιτική αντίληψη ρεφορμιστική η οποία πεισματάρικα διαψεύδεται από την ιστορία. Καμία ρήξη, καμία πολιτική κρίση του συστήματος δεν εκδηλώθηκε χωρίς στο εσωτερικό της να περιλαμβάνει τη σύγκρουση και τις ριζοσπαστικές πρακτικές. Οι λόγοι είναι πολλοί: πρωτίστως την σύγκρουση την επιβάλλει το κράτος ενεργοποιώντας εμφανείς και αφανείς κρατικούς μηχανισμούς, τους οποίους το κίνημα πρέπει να αντιμετωπίσει.
Υπάρχει όμως και ένας βαθύτερος λόγος: η όξυνση της ταξικής πάλης, αντανακλά τέτοια επίπεδα δυσαρέσκειας και αγανάκτησης για ευρείες λαϊκές μάζες, που εμπεριέχουν και το στοιχείο της λαϊκής βίας, το ζήτημα είναι οι πρωτοπόρες πολιτικές δυνάμεις να μετασχηματίζουν αυτές τις τάσεις σε πολιτική πρακτική και κατεύθυνση.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μπορούσε να συμβάλλει κατά πολύ σε μία κρίσιμη καμπή της ταξικής πάλης. Θα μπορούσε να εμπνεύσει ένα σύνολο κοινωνικών δυνάμεων που συγκρούονται με την κυβερνητική πολιτική για την κλιμάκωση της σύγκρουσης και την ημέρα της μεγάλης απεργίας αλλά και να δώσει μία κατεύθυνση για το μετά. Θα πρέπει συνεπώς να επιδιώξει να συμβάλλει σε ένα πραγματικό συντονισμό των εκατοντάδων σωματείων που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε κίνηση, ώστε να διαμορφωθεί ένα κέντρο αγώνα που να καλέσει σε κλιμάκωση των απεργιών.
Η ΑΡΑΣ θα συνεχίσει να παλεύει την κατεύθυνση για την σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής – επαναστατικής Αριστεράς, με διακριτό ρόλο σε σχέση με τις επίσημες καθεστωτικές δυνάμεις της Αριστεράς, στο πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά πρωτίστως στο μαζικό κίνημα. Παράλληλα με αυτήν την μάχη και όσο αυτή θα έχει θετική έκβαση θα γίνεται εφικτή και η διαμόρφωση ενός ευρύτατου πολιτικού μετώπου με βάση το μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση, μέτωπο το οποίο δεν πρόκειται να διαμορφωθεί με όρους πολιτικού και κινηματικού «αφοπλισμού» αλλά με όρους συνεχούς και σκληρής διαπάλης.