Ενίσχυση της Πολιτικής Συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ- ΜΑΡΣ για να αναδειχθεί η δυνατότητα ενός άλλου δρόμου χωρίς μνημόνια, χρέος, ΟΝΕ και Ε.Ε..
Στις εκλογές της 25ης Γενάρη αναμφισβήτητα διακυβεύονται πολλά για τους πολιτικούς συσχετισμούς στην Ελλάδα αλλά και για τη μεγάλη μάζα των λαϊκών τάξεων που υπέφεραν τα πέντε χρόνια της εφαρμογής των μνημονίων. Η προεκλογική, λοιπόν, συγκυρία εμφανίζει δύο κεντρικά χαρακτηριστικά τα οποία θα διαμορφώσουν σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό αποτέλεσμα των εκλογών. Αφενός τη μεγάλη κρίση εκπροσώπησης η οποία από τη μία αποδιοργάνωσε ταχύτατα πολιτικούς σχηματισμούς που ταυτίστηκαν ή συσχετίστηκαν με τη μνημονιακή πολιτική, κατά βάση στον κεντρώο χώρο (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) και από την άλλη ανέδειξα τα όρια και την φθορά των κοινωνικών εκπροσωπήσεων της ΝΔ ως κυρίαρχου πολιτικού εκφραστή της αστικής στρατηγικής σήμερα. Αφετέρου, τη σταθερή άνοδο της αριστεράς με βασικό πόλο το ΣΥΡΙΖΑ, που αντανακλά την μεγάλη αποδέσμευση από τις αστικές πολιτικές εκπροσωπήσεις.
Η ΝΔ αποτελεί πλέον το κύριο εκφραστή της επιθετικής πολιτικής του κεφαλαίου, έχοντας διατηρήσει ανέπαφη την επιρροή της, παρά την ιδιαίτερα επιθετική πολιτική που άσκησε τα τελευταία δυόμιση χρόνια, σε αντίθεση από τους άλλους κυβερνητικούς εταίρους από το χώρο της κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ). Η πίεση της ανόδου της Αριστεράς την ωθεί στην προσέγγιση ολοένα και περισσότερο ακροδεξιών ακροατηρίων επαναφέροντας τα ζητήματα της τάξης και της ασφάλειας, το ρατσισμό και τον εθνικισμό σε πρώτο πλάνο. Η φυσιογνωμία της ΝΔ σε συνδυασμό με την πολιτική και οικονομική αδιαλλαξία της ΕΕ και των διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων χαράσσουν τις επιδιώξεις του κεφαλαίου να ολοκληρωθεί το έργο του τσακίσματος των κατακτήσεων του λαού και των εργαζόμενων που ξεκίνησαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις.
Η «έξοδος από την κρίση» δεν είναι τίποτε άλλο από την προσδοκία των συμφερόντων που εκπροσωπεί το μνημονιακό μπλοκ να οδηγήσουν σε αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου με την μεγαλύτερη συμπίεση των δυνάμεων της εργασίας και ταυτόχρονα να συνεχιστεί απρόσκοπτα η αποπληρωμή του χρέους. Κάθε παραχώρηση στους εργαζόμενους αποτελεί εμπόδιο στο δρόμο αυτό αλλά και κίνδυνο για τις κυρίαρχες πολιτικές στην ευρωζώνη και την ΕΕ, που θα έρθουν αντιμέτωπες με πολλαπλάσιες προσδοκίες των λαών στο εσωτερικό τους για να μπει φραγμός στο νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, ιδιαίτερα από τις «επικίνδυνες ζώνες» των χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης. Η αδιαλλαξία αυτή άλλωστε αποτελεί και το κύριο πρόσημο της πολιτικής της ΝΔ η οποία ως βασικός εκφραστής των εγχώριων και ξένων καπιταλιστών σε όλους τους τόνους διακηρύσσει ότι οι πολιτικές της λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης είναι απαραίτητες για την παραμονή στην ΟΝΕ.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι το πρώτο διακύβευμα των επικείμενων εκλογών είναι η εκλογική και πολιτική ήττα των μνημονιακών κομμάτων. Η μαζική καταδίκη του παρόντος και κάθε επόμενου μνημονίου θα φέρει το λαό σε καλύτερη θέση αλλά και θα αποτελέσει παράγοντα πίεσης προς τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα σχετικά και με τις υπόλοιπες χώρες- αδύναμους κρίκους της περιφέρειας της Ευρωζώνης που βιώνουν ή απειλούνται με καταστροφικές πολιτικές εξαθλίωσης των λαών.
Μαζί με τα κυβερνητικά κόμματα πρέπει να αποδοκιμαστούν και να αποθαρρυνθούν όλοι εκείνοι οι δήθεν «νέοι» σχηματισμοί που αποτελούν τους πιο σκληρούς απολογητές της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (ΠΟΤΑΜΙ, Γ. Παπανδρέου). Σημαντικό επίσης είναι σε αυτές τις εκλογές να καταρρακωθεί το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Η ενίσχυση και η πολιτική πρόταση της Αριστεράς αποτελούν εν τέλει καθοριστικούς παράγοντες για το συσχετισμό της δύναμης που θα διαμορφωθεί την επομένη των εκλογών. Ωστόσο, οι βασικές δυνάμεις της αριστεράς είναι στην πλειονότητά τους απρόθυμες να χαράξουν και με την ευκαιρία αυτών των εκλογών μια πολιτική κατεύθυνση ουσιαστικής ανατροπής και ρήξης με τα μνημόνια, το χρέος και τη διαρκή θηλιά των διεθνών “δεσμεύσεων” και των δανειστών. Το ΚΚΕ εμφανίζεται αδύναμο να προσδιορίσει οποιαδήποτε πολιτική πρόταση η οποία να αφορά στα κρίσιμα ερωτήματα των επικείμενων εκλογών αλλά και σε μια κατεύθυνση υπεράσπισης των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και μεσοπρόθεσμα και όχι στο απροσδιόριστο χρονικό πλαίσιο της “λαϊκής εξουσίας”. Μια τοποθέτηση του τύπου «τι μπρόκολα, τι λάχανα» και η στάση περιχαράκωσης είναι αδύνατον να συνδεθεί σήμερα με τα κοινωνικά στρώματα που αναζητούν διευρυμένα πολιτικές εκπροσωπήσεις και όχι αφηρημένα ιδεολογικά σχήματα, προκειμένου να θέσει ένα τέλος στον εγκλωβισμό τους στους μονοδρόμους των μνημονίων και της κυρίαρχης αστικής πολιτικής παραμονής στην ΟΝΕ και στην Ε.Ε..
Από την άλλη, Ο ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η εκλογική νίκη διαφαίνεται, εκπροσωπεί ένα μαζικό ρεύμα απόρριψης της μνημονιακής περιόδου και τη μεγάλη λαϊκή προσδοκία για να τεθεί ένα τέρμα στην καταλήστευση των εργαζόμενων. Ωστόσο, αδυνατεί και δεν επιλέγει να συγκρουστεί με τα διλλήματα που τίθενται ενώπιον του λαού και που αφορούν στο χρέος και τη θέση της Ελλάδας εντός της ΟΝΕ και της Ε.Ε. Αντίθετα, ακόμη και το αόριστο “καμία θυσία για το ευρώ” του 2012, έχει αντικατασταθεί από το ευρώ πάση θυσία. Ταυτόχρονα σιωπά ως προς το ζήτημα της διαχείρισης του ελληνικού χρέους, το οποίο ακριβώς επειδή είναι μη βιώσιμο αποτελεί μόνιμο μηχανισμό συμπίεσης των εργασιακών δικαιωμάτων, ενώ το βασικό του κυβερνητικό πρόγραμμα περί μεταρρυθμιστικών φιλολαϊκών μέτρων βασίζεται στην “καλύτερη διαπραγμάτευση” με τους δανειστές. Είναι σαφές πλέον, ότι οι “κόκκινες γραμμές” της διατήρησης του ευρώ και της ένταξης στην ΕΕ θέτουν όρια στη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να έρθει σε ουσιαστική ρήξη με τις πολιτικές του νεοφιλελεύθερου μεσαίωνα που αποτελούν τον πυρήνα των δεσμεύσεων που απαιτεί η Ευρώπη και οι δανειστές από την Ελλάδα και να επιφέρει την κοινωνική και πολιτική ανατροπή του συσχετισμού της δύναμης. Στο βαθμό που επιχειρηθούν από μία ενδεχόμενη κυβέρνηση με πυρήνα το ΣΥΡΙΖΑ σημαντικές προσπάθειες επαναφοράς του λαϊκού εισοδήματος στα προ της κρίσης επίπεδα αλλά και πολιτικές ριζικής ρήξης με τα μνημόνια, όπως η φορολογική ελάφρυνση των λαϊκών στρωμάτων και η ανατροπή των ιδιωτικοποιήσεων και των νεοφιλελεύθερων εργασιακών σχέσεων, αυτές αναγκαία θα προσκρούουν στις αποπνικτικές κεφαλαιακές ανάγκες αποπληρωμής του χρέους αλλά και με το πλαίσιο της ευρωζώνης και του σκληρού νομίσματος.
Σήμερα, ελπίδα για τους εργαζόμενους αποτελεί ο δρόμος της σύγκρουσης με τους βασικούς πυλώνες της αστικής στρατηγικής, δηλαδή το χρέος, το ευρώ κι την ΕΕ. Σήμερα για τους εργαζόμενους και τη νεολαία αποτελεί μονόδρομο η επιβολή μιας στρατηγικής η οποία θα περιλαμβάνει τη μονομερή καταγγελία των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, τη στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή ένωση, την εθνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση. Ιδιαίτερα, στο βαθμό που η επικείμενη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και τυχόν επιμονή του σε ένα πρόγραμμα κάποιων φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων ανοίγει μια σειρά ενδεχομένων και προκαλεί «αντανακλαστικές» αντιδράσεις από τους εγχώριους και διεθνείς μηχανισμούς, ο λαός και οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για τα επιτακτικά διλήμματα που θα τεθούν ενώπιόν του. Το δίλημμα ρήξη με τα μνημόνια ή όχι, θα μετατίθεται επιταχυνόμενα στο δίλλημα ευρώ ή ρήξη με τα μνημόνια, ΕΕ ή ζωή και αξιοπρέπεια, πολλαπλασιάζοντας ενδεχομένως τις πιέσεις σε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για περισσότερο «ρεαλισμό» και αποδοχή των δεσμεύσεων έναντι των δανειστών.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι επιτακτική η ενίσχυση των δυνάμεων εκείνων που προτάσσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, τη μοναδική δηλαδή πολιτική πρόταση που απαντά ξεκάθαρα στα παραπάνω διλλήματα: ρήξη με τα μνημόνια και όχι ευρώ, ζωή για τους εργαζόμενους και ρήξη με την ΕΕ. Η επιβολή της εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος θα σηματοδοτήσει νίκη για τις λαϊκές τάξεις, θα σημάνει την επιβολή των συμφερόντων της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Μια ανατροπή τέτοια, ακριβώς επειδή θα στηρίζεται στις κατακτήσεις του λαού και όχι στις ήττες του, στην αγωνιστική διεκδίκηση και όχι στην εξαθλίωση μπορεί να ανοίξει το δρόμο για ριζικούς μετασχηματισμούς της κοινωνίας, για το σοσιαλισμό για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.
Όλες οι δυνάμεις που αναγνωρίζουν αυτήν την αναγκαιότητα, πρέπει σήμερα να συστρατευθούν στην υπεράσπιση αυτής της κατεύθυνσης και να διακηρύξουν ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος. Να υπερβούν τους πολύπλευρους διαχωρισμούς τους και να συγκροτήσουν ένα ενιαίο και μαζικό πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο της αριστεράς με άξονα το πρόγραμμα ρήξης με το χρέος, το ευρώ και την ΕΕ. Ένα μέτωπο των δυνάμεων και ρευμάτων και αγωνιστών που συμπορεύονται στα κινήματα των εργαζόμενων και της νεολαίας και εμπιστεύονται τη μάχη για ανατροπή των συσχετισμών πρώτα και κύρια στους ίδιους του αγώνες.
Αυτόν τον πολιτικό στόχο εξυπηρετεί και η συγκρότηση της πολιτικής συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ- ΜΑΡΣ, που πραγματώνει το δρόμο της ενότητας της αριστεράς πάνω στην πρόταση της ρήξης και στη ζωντανή πείρα των αγώνων. Αυτήν την πολιτική αναγκαιότητα επιχειρεί αναδείξει και στην επικείμενη εκλογική μάχη. Η ενίσχυση της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη νικηφόρα έκβαση των αγώνων και των προσδοκιών του λαού και μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Στη βάση αυτή στις εκλογές της 25ης Γενάρη η ΑΡΑΣ στηρίζει την πολιτική συνεργασία ΑΝΤΑΣΡΥΑ – ΜΑΡΣ και συμμετέχει σε αυτήν για τη αποτύπωση του ρεύματος της ριζοσπαστικής και ανατρεπτικής αριστεράς αλλά και για να προχωρήσει την επόμενη μέρα η πολιτική του συγκρότηση και η τεράστια συμβολή του στους ιστορικούς αγώνες που δίνει και θα δώσει ο λαός και η αριστερά το επόμενο διάστημα.
Αθήνα 18 Γενάρη 2015