Αναδημοσιεύουμε παρέμβαση συντρόφων για μία μάχιμη κατεύθυνση για το φοιτητικό κίνημα.
Η πολιτική συγκυρία και ο ειδικός ρόλος του φ.κ.
Παρά τις επιμέρους εκτιμήσεις που μπορεί να υπάρχουν για τη συγκυρία, η αναγκαιότητα της παρέμβασης του φοιτητικού κινήματος στις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις, οφείλει να αποτελεί κοινό τόπο για την υλοποίηση μιας μάχιμης κατεύθυνσης στα Πανεπιστήμια. Η προσπάθεια να εξευρεθούν οι 180 βουλευτές για την εκλογή προέδρου της δημοκρατίας, δεν μπορεί να αποτελεί, αποκλειστικά, μια διελκυστίνδα ανάμεσα στις πρακτικές εκφοβισμού των διεθνών κέντρων (δηλώσεις Σόιμπλε, spreads, κινήσεις χρηματιστηρίου κλπ), και την αδυναμία του κυβερνητικού κέντρου να οριοθετήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Μια τέτοια διαδικασία, ενέχει τον κίνδυνο, λόγω της απουσίας του λαϊκού παράγοντα, ακόμα και η διεξαγωγή εκλογών να είναι προϊόν της κοινοβουλευτικής αδυναμίας του κυβερνητικού κέντρου, και όχι αποτέλεσμα της ανάπτυξης κινηματικών διεργασιών, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει στη συνέχεια για τη δυνατότητα των διάφορων μηχανισμών, να καναλιζάρουν την κοινωνική δυσαρέσκεια, προτάσσοντας τους κινδύνους της πολιτικής αστάθειας (πιστωτικά γεγονότα, «κλειστά ΑΤΜ» κλπ).
Σε αυτά τα πλαίσια, αποτελεί καθήκον των ριζοσπαστικών δυνάμεων του φοιτητικού κινήματος, να συμβάλουν στην ανάπτυξη κινητοποιήσεων με κεντρικά χαρακτηριστικά, που θα υπερβαίνουν τον κατακερματισμό και την ανισομετρία των ήδη υπάρχουσων διεργασιών καθώς και το συνολικό περιβάλλον αμηχανίας. Η σχετικά τελματωμένη κατάσταση στην πλειοψηφία των συλλόγων, που αντανακλά πρωτίστως μια αντικειμενική συνθήκη αρνητικών συσχετισμών, χωρίς όμως να υποτιμά κανείς τις ευθύνες του υποκειμενικού παράγοντα – της φοιτητικής αριστεράς – και η αντιφατική της συνύπαρξη με τις κινητοποιήσεις που αναπτύχθηκαν στην Πάτρα για ζητήματα που έχουν να κάνουν με το πρόγραμμα σπουδών και τους όρους φοίτησης, αλλά και με τις αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν στην Αθήνα απέναντι στην προσπάθεια του Φορτσάκη για την αυταρχική θωράκιση του πανεπιστημίου (παρά την αδυναμία μαζικοποίησής τους), αναδεικνύουν την ανάγκη, αλλά και τους όρους και τις προϋποθέσεις, για μαζικές κινητοποιήσεις και αντιστάσεις, εφόσον όμως υπάρξουν τομές και υπερβάσεις από την πλευρά των μορφωμάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς που παρεμβαίνουν στα πανεπιστήμια. Χωρίς αυτές τις υπερβάσεις και όσο οι κινητοποιήσεις αυτές, θα περιορίζονται στους κατά τόπους συλλόγους, θα μπορούν να απομονώνονται, και παρά την συνεισφορά τους στην δημιουργία κινηματικών μπλοκ σε επιμέρους σχολές, θα αδυνατούν να επιδράσουν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Πολύ περισσότερο θα αδυνατούν να υλοποιήσουν μια ακόμα στοχοθεσία: την οριοθέτηση της αναδιάρθρωσης, που όπως έχει αναδειχθεί από τις κινήσεις του Υπουργείου, «περικυκλώνει το κέντρο από την περιφέρεια», εκκινώντας από σχολές και συλλόγους με χειρότερους συσχετισμούς, για να περάσει σε πιο «δυνατούς» συλλόγους.
Τα μέτωπα της αναδιάρθρωσης και οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του Πανεπιστημίου
Πέραν αυτών όμως, οι κινητοποιήσεις που έχουν αναπτυχθεί και οι ανεπάρκειες που καταγράφονται, αποτελούν δείκτη, για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μια γραμμή μαζών, που θα καταφέρει να συγκροτεί κεντρικές κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος.
Βάση για τη ανάπτυξη μιας τέτοιας γραμμής, πρέπει να είναι η κατάσταση που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του φοιτητικού σώματος κάτω από την ιδεολογική και υλική επίδραση τόσο των δεκαετιών νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας όσο και της καπιταλιστικής κρίσης και της εμπέδωσης της μνημονιακής πραγματικότητας. Η πίεση που ασκείται από την ανεργία και τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην αγορά εργασίας, δημιουργεί όλο και περισσότερο την τάση για γρήγορη λήψη πτυχίου, την ίδια στιγμή που αντικειμενικά γίνεται όλο και πιο δύσκολη η οικονομική εξυπηρέτηση των σπουδών (περικοπές στα όρια της εξαφάνισης σε σίτιση-στέγαση-συγγράμματα). Το γεγονός όμως ότι μια σειρά μέτρων, οριοθετούν αυτή τη δυνατότητα, αποτελεί μια αντίθεση που αναπτύσσεται από την υλοποίηση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Μια αντίφαση που από ότι φάνηκε από τις κινητοποιήσεις στην Πάτρα (Ηλεκτρολόγους και Χημικούς Μηχανικούς) μπορεί να έχει εκρηκτικά χαρακτηριστικά.
Επιπλέον οι κινητοποιήσεις στο ΕΚΠΑ (ειδικά Φιλοσοφική και Νομική), αναδεικνύουν τις δυνατότητες που έχει η συγκρότηση μπλοκ ενάντια στον αυταρχισμό, στην όλο και πιο αντιδραστική διοίκηση των πανεπιστημίων, στην προσπάθεια τόσο να απονομιμοποιηθούν στη συνείδηση της νεολαίας όσο και να κατασταλούν η πολιτική και ο συνδικαλισμός στα πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται και η ενεργοποίηση αντανακλαστικών υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, λόγω του χτυπήματος στο άσυλο, με την παρουσία ΜΑΤ και security. Ωστόσο η αναντιστοιχία ανάμεσα σε συνεχόμενες, μαζικές γενικές συνελεύσεις και σε άμαζες κινητοποιήσεις με όρους ανάθεσης στους πιο «δραστήριους» φοιτητές, βάζει το καθήκον μιας ποιοτικά διάφορης παρέμβασης εκ μέρους της φοιτητικής αριστεράς προκειμένου η δυνατότητα να μετεξελιχθεί σε κίνηση μαζών.
Εξάλλου, η κίνηση του κράτους στο εσωτερικό της τριτοβάθμιας, αναδεικνύει από μόνη της τα δυο παραπάνω μέτωπα ως κεντρικά. Η υλοποίηση των διαγραφών (με τις πρώτες προσπάθειες στη Θεσσαλία και στην Πάτρα), αποτελεί βασικό μέσο για μια πολιτική αποκλεισμού ενός διευρυνόμενου τμήματος της νεολαίας από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, για την πλήρη μετάλλαξη του Πανεπιστημίου, και των χαρακτηριστικών της φοιτητικής νεολαίας. Η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος φοίτησης, όπου αναιρείται μια από τις βασικές προϋποθέσεις τη φοιτητικής ιδιότητας, δηλαδή η δυνατότητα συνδυασμού της φοίτησης με την ταυτόχρονη ανάπτυξη κοινωνικοπολιτικών δραστηριοτήτων, θα οδηγήσει σε ένα διαρκή αγώνα δρόμου για τη λήψη του πτυχίου πριν το όριο φοίτησης, με αποτέλεσμα την πειθάρχηση των φοιτητπων και του κινήματος. Ειδικά σε σχολές όπου ήδη ο μέσος όρος αποφοίτησης ξεπερνάει το ν+2 (Φυσικομαθηματικές, Πολυτεχνικές, Ιατρικές), θα προβάλει με πραγματικούς όρους το φάσμα της διαγραφής, πόσο μάλλον αν συνδυαστεί και με νέους φραγμούς (προαπαιτούμενα, αλυσίδες, απουσίες κλπ). Η υλοποίηση μιας τέτοιας κατεύθυνσης, θα έρθει να δυσχεράνει τη λήψη πτυχίου, ακόμα και σε σχολές που μέχρι στιγμής είχαν χαμηλότερο μέσο όρο αποφοίτησης.
Όσον αφορά την αυταρχική στάση των νέων διοικήσεων, η ενιαία κίνηση που αναπτύσσεται στα μεγαλύτερα ιδρύματα της χώρας, αναδεικνύει ότι θα αποτελέσουν τον πολιορκητικό κριό για την υλοποίηση της αναδιάρθρωσης. Η στάση Φορτσάκη στο ΕΚΠΑ, γίνεται προσπάθεια ώστε να προβληθεί και να επιβληθεί, ως υπόδειγμα για την νέα τάξη πραγμάτων στα Πανεπιστήμια. Η πρυτανεία Φορτσάκη, μπαίνει στην πρωτοπορία της κίνησης που φαίνεται να υλοποιείται από το σύνολο σχεδόν των νέων διοικήσεων που εκλέχθηκαν με τις αντιδημοκρατικές προβλέψεις του ν. Διαμαντοπούλου, και στοχεύει ιδεολογικά στη διαμόρφωση μιας φοιτητικής νεολαίας που θα έχει πλήρως απονομιμοποιημένες τις έννοιες της πολιτικής, του συνδικαλισμού, των συλλογικών διεκδικήσεων και στην καταστολή οποιασδήποτε κινητοποιήσης του φοιτητικού κινήματος, ακόμα και «χαμηλής έντασης» ή/και κλασσικού τύπου. Η στόχευση αυτή φαίνεται ότι αποτελεί ευρύτερο κυβερνητικό σχεδιασμό στο πλαίσιο της αντιδραστικής μετατόπισης του πολιτικού λόγου, της δημιουργίας πόλωσης και της άσκησης πίεσης στο ΣΥΡΙΖΑ ενόψει πιθανών εκλογών, και στηρίζεται πολλαπλά, όπως φάνηκε και από την «προβολή» της στάσης Φορτσάκη από τα ΜΜΕ, ως «επαναφορά της νομιμότητας», ή από την ομίλία Σαμαρά στο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ. Είναι λοιπόν αναγκαίο να αναδεικνύεται ο ρόλος που έρχονται να επιτελέσουν οι νέες διοικήσεις, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να ξεπεραστούν αδυναμίες και ασυνέχειες που παρουσιάστηκαν, στην αντιπαράθεση με τον πρύτανη του ΑΠΘ, Μήτκα, όπου υλοποιήθηκε ανάλογη μεθοδολογία με αυτή του Φορτσάκη, με μπράβους-security να αποκλείουν την είσοδο στη σύγκλητο, χωρίς όμως να υπάρξει αντίστοιχη απάντηση από το φοιτητικό κίνημα.
Για μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στη συγκεκριμένη κατάσταση
Για να γίνει εφικτή η ανάπτυξη κινητοποιήσεων με κεντρικά χαρακτηριστικά, πρέπει να αναδειχθούν τα παραπάνω μέτωπα (σε συνδυασμό με ζητήματα που ανακύπτουν ανά σχολή), με μαζικό γειωμένο λόγο, που θα τα συνδέει με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το φοιτητικό σώμα τα συμφέροντα του και το πώς αυτά αναιρούνται από την κίνηση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Σε αυτήν την κατεύθυνση, δεν αρκεί η γενικόλογη αναπαραγωγή κάποιων κεντρικών αιτημάτων, αλλά η αντιπαράθεση με τις συγκεκριμένες αιχμές της αναδιάρθρωσης που πραναφέρθηκαν και την πολιτική διάλυσης της δημόσιας εκπαίδευσης και η αναμέτρηση με τα υλικά ζητήματα (εργασιακή προοπτική/ανεργία, φοιτητική μέριμνα, εντατικοποίηση ρυθμών σπουδών) που έρχονται να χειροτερεύσουν ριζικά τη θέση του φοιτητικού σώματος εντός και εκτός του πανεπιστημίου. Στη βάση των παραπάνω το φοιτητικό κίνημα είναι αναγκαίο να συνδεθεί και με τα υπόλοιπα πληττόμενα κομμάτια της εκπαίδευσης, όπως είναι αυτή την περίοδο οι μαθητές που βρίσκονται αντιμέτωποι με το Νέο Λύκειο, που διαμορφώνει ένα σκληρά εξετασιοκεντρικό μοντέλο που αυξάνει δραματικά τον αριθμό των μετεξεταστέων και εντέλει οδηγεί στον αποκλεισμό πλατιών κομματιών από τη συνέχιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Παράλληλα η ανάδειξη αυτών των μετώπων, πρέπει να συνοδεύεται από την κατεύθυνση ανάπτυξης κινητοποιήσεων, που θα μπορούν να μπλοκάρουν τις κινήσεις της αναδιάρθρωσης, να ενοποιούν τις επιμέρους αντιστάσεις, και συνολικότερα να συμβάλουν στην ανάπτυξη ενός ενιαίου κεντρικού φοιτητικού κινήματος με μαζική κοινωνική απεύθυνση. Γι’ αυτό υπάρχει η αναγκαιότητα να προταχθεί κατεύθυνση κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων, τόσο όσον αφορά τις μορφές αγώνα, που αποφασίζονται από τις Γ.Σ., όσο και τις δράσεις που αναπτύσσει το φοιτητικό κίνημα, ώστε να κεντρικοποιήσει την αντιπαράθεση (χαρακτηριστική η συμβολή της διαρκούς κινητοποίησης στην πρυτανεία του ΕΚΠΑ, που κατάφερε να σπάσει το «τείχος σιωπής» για τις κινητοποιήσεις στα Πανεπιστήμια).
Τέλος, απαραίτητο στοιχείο αποτελεί η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενότητα για την ανάπτυξη φοιτητικού κινήματος με τέτοια χαρακτηριστικά. Αυτό, από τη μια, θα πρέπει να αντανακλάται τόσο στο λόγο και την πρακτική των ριζοσπαστικών δυνάμεων του φοιτητικού κινήματος, όπου είναι αναγκαία η εγκατάλειψη της λογικής απεύθυνσης στο φοιτητικό σώμα ώστε να συμφωνήσει σε ένα σύνολο αιτημάτων, που περισσότερο προσιδιάζει σε ιδεολογική συμφωνία με ένα πολιτικό πρόγραμμα κόμματος, παρά σε πλαίσιο πάλης φοιτητικού συλλόγου. Από την άλλη μια τέτοια ενότητα, θα πρέπει να αντανακλάται και σε κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες των δυνάμεων της αριστεράς, ώστε να δημιουργηθεί η όσο το δυνατόν μέγιστη συσπείρωση δυνάμεων. Προφανώς ούτε αυτό θα μπορέσει να γίνει όσο διατηρείται η προαναφερθείσα λογική, όπου ως απαραίτητο στοιχείο για τη λήψη κοινών πρωτοβουλιών, προτάσσεται η πλήρης, σχεδόν, πολιτικοϊδεολογική συμφωνία, ακόμα και σε ζητήματα, τα οποία δεν αποτελούν κοινό τόπο στο εσωτερικό των δυνάμεων της αριστεράς. Ο κατακερματισμός της αριστεράς, που δεν μπορεί να υπερβληθεί ούτε καν σε κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες και στην σύμπλευση στις Γενικές Συνελεύσεις, δεν συμβάλει σε τίποτα περισσότερο, πέραν της αναπαραγωγής του κατακερματισμού, αλλά και της απογοήτευσης, στο εσωτερικό του φοιτητικού σώματος.
Η ανάπτυξη κινητοποιήσεων σύμφωνα με μια τέτοια κατεύθυνση, έχει τη δυνατότητα να συμβάλει στην ανάδειξη του φοιτητικού κινήματος ως παράγοντα κεντρικοπολιτικών εξελίξεων και στην εισβολή του κινήματος, ξανά στην κεντρική πολιτική σκηνή, ώστε να σπάσει η βιτρίνα της μιντιακής αντιπαράθεσης, που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να καλλιεργεί την αναμονή και την ανάθεση. Σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να εισάγεται συνδυαστικά με τα παραπάνω ο στόχος της πτώσης της κυβέρνησης, ώστε να συμπλέκονται οι στόχοι του φ.κ. με την δυσαρέσκεια που υποβόσκει στο εσωτερικό του φοιτητικού σώματος, αλλά και για να αποτελέσει το φ.κ. νομιμοποιήμενο εκφραστή της κοινωνικής δυσαρέσκειας του κόσμου της δουλειάς κα της νεολαίας, δύναμη κρούσης του φοιτητικού κινήματος.
Βασιλική Αθανασοπούλου, Νομική Αθήνας
Γιώργος Ανανιάδης, Φιλολογικό ΑΠΘ
Γιώργος Βολάνης, Μηχανικοί Παραγωγής και Διοίκησης Πολυτεχνείου Κρήτης
Γιώργος Γερονυμάκης, Τοπογράφοι ΕΜΠ
Αθηνά Γιαννάκη, Γεωλογικό Αθήνας
Μαρίνος Γλώσσης, Ιστορικό – Αρχαιλογικό ΑΠΘ
Γιάννης Δημάδης, Μηχανολόγοι Αθήνας
Χαρά Καραγιαννάκη, Ιστορικό – Αρχαιολογικό ΑΠΘ
Νίκος Καρυοφύλλης, Μηχανολόγοι Αθήνας
Αλεξάνδρα Κουντούρη, Φιλοσοφική Αθήνας
Δέσποινα Κομπογιάννη, Πολιτικοί Μηχανικοί ΑΠΘ
Βασίλης Κωνσταντέλλος, Μαθηματικό Αθήνας
Δημήτρης Μανωλίδης, Νομική Θεσσαλονίκης
Ναταλία Μιχαηλίδου, Ηλεκτρολόγοι – Μηχανολόγοι ΑΠΘ
Κωστής Μπαρμπεράκης, ΣΕΜΦΕ ΕΜΠ
Χάρης Μπέκας, Ναυπηγοί ΕΜΠ
Λεωνίδας Μωραϊτης, ΑΣΟΕΕ
Κωνσταντίνα Νανίδου, Μηχανικοί Ορυκτών Πόρων Πολυτεχνείου Κρήτης
Νικόλας Νικολέας, Νομική Αθήνας
Στάθης Παπαδημητρίου, ΣΕΜΦΕ ΕΜΠ
Δημήτρης Ράμμος, Ναυπηγοί ΕΜΠ
Διονύσης Σακελλαρόπουλος, Χημικοί Μηχανικοί Πάτρας
Αριάδνη Σαμαρά, Πολιτικοί Μηχανικοί Θεσσαλονίκης
Γαλάτεια Σαραντάκου, Αρχιτεκτονική Πολυτεχνείου Κρήτης
Στέφανος Σταθάτος, ΗΜΜΥ Πολυτεχνείου Κρήτης
Δημήτρης Σταμουλακάτος, Μαθηματικό Πάτρας
Γιάννης Σταυρακαντωνάκης, Πολιτικοί Μηχανικοί Αθήνας
Αναστασία Τελώνη, Νομική Αθήνας
Μιχάλης Τερζάκης, Ιατρική Θεσσαλονίκης
Νίκος Τσούρτης, Τμήμα Πολιτιστικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας (Μυτιλήνη)