Η σειρά εξαγγελιών και εφαρμοζόμενων μέτρων της τελευταίας περιόδου αναδεικνύει το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να συνεχίσει την επιθετική πολιτική που υλοποιεί σε μια σειρά από μέτωπα, τόσο κεντρικά, όσο και επιμέρους. Χαρακτηριστική η εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις, η αξιολόγηση στο δημόσιο, η άρση των προστατευτικών ρυθμίσεων που αφορούν στο χώρο και το περιβάλλον.
Κεντρική θέση στα μέτωπα της επόμενης περιόδου έχει η αναδιάρθρωση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ιδίως η πρόθεση του υπουργείου παιδείας για την άμεση εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του νόμου Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου με τη διαγραφή δεκάδων χιλιάδων φοιτητών από τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Η επιλογή αυτή είχε ήδη προαναγγελθεί από τον Απρίλιο με τις τότε δηλώσεις Αρβανιτόπουλου περί διαγραφής 180.000 φοιτητών μέχρι τις 31 Αυγούστου, δηλαδή όσων είχαν εισαχθεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έως και το ακαδημαϊκό έτος 2005 – 2006, υπερβαίνοντας ακόμα και τις μεταβατικές διατάξεις του νόμου. Το υπουργείο παιδείας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η άμεση διαγραφή ενός τέτοιου πλήθους φοιτητών, πολλοί εκ των οποίων παραμένουν ενεργοί, μπορεί να ασκήσει μεγάλες πιέσεις και να οδηγήσει στη συγκρότηση κινητοποιήσεων, αλλά και να έχει άμεσο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, προχώρησε σε μία επιθετική αναδίπλωση, καταθέτοντας «βελτιωτική» τροπολογία, με βάση την οποία όσοι φοιτητές χρωστούν μόνο διπλωματική ή πτυχιακή ή έχουν συμμετάσχει σε έστω μία εξεταστική κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2012 – 2013 και 2013 – 2014 δε χάνουν τη φοιτητική ιδιότητα στις 31-8-2014 αλλά στις 30-4-2014. Είναι προφανές ότι η τροπολογία αυτή επιχειρεί να προλάβει τις ενδεχόμενες αντιστάσεις, αλλά και να διασπάσει τους υπό διαγραφή φοιτητές σε «λιμνάζοντες» και μη, βάζοντας αναχώματα στη δυνατότητα συγκρότησης αντιστάσεων. Παρά βέβαια τη ρύθμιση της τροπολογίας, οι αριθμοί που το ίδιο το υπουργείο δίνει στη δημοσιότητα είναι ενδεικτικοί: εξαιρουμένων τεσσάρων ιδρυμάτων (ΔΠΘ, ΑΣΚΤ, Ιόνιο και Γεωπονική) που δεν απέστειλαν στοιχεία, απειλούνται με άμεση απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας 152.819 φοιτητές και σπουδαστές (129.008 στα ΑΕΙ και 23.811 στα ΤΕΙ), ενώ «παράταση» παίρνουν 23.356 (10.167 στα ΑΕΙ και 13.359 στα ΤΕΙ).
Ανεξαρτήτως όμως του ποιοι και πόσοι θα επιχειρηθεί να διαγραφούν τις επόμενες μέρες, είναι γεγονός ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εάν δεν συγκροτηθούν κινητοποιήσεις για την αποτροπή των διαγραφών, από το επόμενο εξάμηνο οι διαγραφές θα αποτελούν πραγματικότητα για το ελληνικό πανεπιστήμιο. Εξαιρετικά κρίσιμο είναι το γεγονός ότι από το ακαδημαϊκό έτος 2016 – 2017 θα γίνουν οι πρώτες διαγραφές στα ν+2 έτη σπουδών. Η εφαρμογή των διαγραφών αποτελεί βασική διεργασία της αναδιάρθρωσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε κάθε μείζονα «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», από το Ν 815 έως το νόμο Γιαννάκου και στη συνέχεια Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου, βασικό εγχείρημα αποτελούσε η επιβολή ορίου σπουδών στα ν+2 έτη, μετά από το οποίο θα διαγράφονταν οι φοιτητές, προσπάθεια η οποία κάθε φορά ανατρεπόταν από το φοιτητικό κίνημα. Όμως η επιβολή ορίου σπουδών, σε συνδυασμό με την εφαρμογή ενός συνόλου ρυθμίσεων εντατικοποίησης και αυταρχικοποίησης, όπως οι αλυσίδες προαπαιτουμένων, αλλά και η διαγραφή των φοιτητών μετά από τρεις αποτυχίες στην εξέταση ενός μαθήματος θα έχει σημαντικά υλικά και ιδεολογικά αποτελέσματα, αναδιαμορφώνοντας πλήρως την εικόνα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα.
Η καθιέρωση ορίου φοίτησης καθόλου δεν σχετίζεται με τις «αντικειμενικές» ανάγκες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ή τις απαιτούμενες δεξιότητες που πρέπει να έχει κάποιος απόφοιτος για να συμμετάσχει στην αγορά εργασίας, παρά τον αντιδραστικό ιδεολογικό βομβαρδισμό με τον οποίο επιχειρείται να επενδυθούν τα κυβερνητικά μέτρα. Η μάζα των φοιτητών που έχουν υπερβεί τον τυπικό χρόνο σπουδών, δεν επιβαρύνει καθόλου τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, αφού μετά τα ν+2 έτη σπουδών οι φοιτητές δε δικαιούνται καμία παροχή. Αντίθετα είναι η επιβολή της λιτότητας, σε συνδυασμό με την εντελώς ανορθολογική διαμόρφωση τμημάτων με μηδενικά επαγγελματικά δικαιώματα και με βασικές πηγές χρηματοδότησης τους πόρους της Ε.Ε. που αυξάνουν δυσανάλογα το κόστος σπουδών για τους φοιτητές και τις οικογένειες τους. Αντίστοιχα, η δυνατότητα των φοιτητών μελλοντικά να βρουν δουλειά – αλλά και να ανταποκριθούν σε αυτή – λίγο σχετίζεται με το χρόνο φοίτησης αλλά ακόμα και με τις βαθμολογικές επιδόσεις τους. Κυρίως σχετίζεται με την εξέλιξη της αγοράς εργασίας – σε σχέση με την οποία η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα έχει πάντα δομική υστέρηση – αλλά και με τα ευρύτερα χαρακτηριστικά που μπορεί να αναπτύσσει ένας εργαζόμενος που έχει λάβει ένα βασικό σώμα γνώσεων που αντιστοιχεί σε ένα πανεπιστημιακό ή και μεταπτυχιακό τίτλο. Υπό αυτή την έννοια η πραγματική ζωή διαψεύδει τα επιχειρήματα κυβέρνησης – υπουργείου και των καθηγητικών στρωμάτων. Η εμπειρία δείχνει ότι εδώ και δεκαετίες πάρα πολλοί φοιτητές που καθυστέρησαν την λήψη του πτυχίου τους ανταποκρίθηκαν επαγγελματικά όχι χειρότερα από εκείνους τους οποίους το πήραν σχετικά νωρίτερα – και το ίδιο ισχύει και για τις βαθμολογικές επιδόσεις.
Έτσι, η καθιέρωση ορίου φοίτησης δεν έχει καμία «αντικειμενική» βάση αλλά επιχειρεί να επιβάλλει συνθήκες πρωτοφανούς πειθάρχησης του φοιτητικού σώματος, μεταβάλλοντας τα ιδεολογικά του χαρακτηριστικά, διαμορφώνοντας σήμερα φοιτητές απολύτως υποταγμένους στις συνθήκες του αντιδραστικού εκπαιδευτικού μηχανισμού και την καθηγητική εξουσία και αύριο εργαζόμενους απολύτως πειθαρχημένους στον εργοδοτικό δεσποτισμό, χωρίς συλλογικές παραστάσεις και ευάλωτους σε κάθε μορφή πίεσης στο εσωτερικό της παραγωγικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, οι διαγραφές επιχειρείται να συμβάλλουν συνολικά στην αποδιάρθωση του φοιτητικού κινήματος, εξουδετερώνοντας έναν παράγοντα που, ιδίως από τη μεταπολίτευση και μετά, έπαιζε ανά περιόδους κεντρικό ρόλο στην οριοθέτηση των κατευθύνσεων της αστικής αναδιάρθρωσης, μέσα κι έξω από τις σχολές. Σε ένα πανεπιστήμιο που ήδη – στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολών – οι μέσοι όροι αποφοίτησης αγγίζουν ή και ξεπερνούν το ν+2, όπου οι ρυθμοί σπουδών θα γίνονται συνεχώς πιο ασφυκτικοί, η πολιτικοσυνδικαλιστική πρακτική προφανώς περιορίζεται αφού αποτελεί εν δυνάμει απειλή για την έγκαιρη λήψη πτυχίου. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές πρακτικές που μπλοκάρουν την εκπαιδευτική διαδικασία και ιδιαίτερα οι καταλήψεις θα αντιμετωπίζονται εχθρικά αφού, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των 13 εβδομάδων για την ολοκλήρωση των μαθημάτων και τις απειλές για χαμένες εξεταστικές και εξάμηνα, θα μειώνουν ακόμα περισσότερο τον – ήδη ανεπαρκή – χρόνο για τη λήψη πτυχίου. Ακόμα, οι διαγραφές θα ενισχύσουν αποφασιστικά την καθηγητική αυθαιρεσία, αφού πλέον οι καθηγητές θα έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να κόβουν τους φοιτητές στις εξεταστικές, αλλά ακόμα και να τους αποκλείουν από τη λήψη πτυχίου. Εξυπακούεται ότι, στο πλαίσιο του καθηγητικού ρεβανσισμού, οι πρώτοι που θα μπουν στο στόχαστρο θα είναι οι συνδικαλιστές φοιτητές, αλλά και όσοι αναπτύσσουν ριζοσπαστική κριτική και πολιτικές πρακτικές στο εσωτερικό των πανεπιστημίων.
Είναι σαφές ότι το μέτρο των διαγραφών έχει κεντρική σημασία για το φοιτητικό κίνημα και την αριστερά. Η πλήρης εφαρμογή του θα σηματοδοτήσει την διαμόρφωση ορίων των αγωνιστικών πρακτικών στα πανεπιστήμια, γεγονός που θα έχει και ευρύτερες συνέπειες για την αριστερά. Από τη μία πλευρά, θα γίνουν σημαντικά βήματα πειθάρχησης σε ένα κοινωνικό χώρο που ιστορικά αποτελεί εστία αντίστασης και πεδίο ανάπτυξης κινηματικών πρακτικών που έχουν πολλές φορές λειτουργήσει υποδειγματικά για το λαϊκό κίνημα. Από την άλλη, θα επέλθουν αποτελέσματα συμπίεσης για την πολιτική και οργανωτική αναπαραγωγή της αριστεράς συνολικά. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο οι δυνάμεις της αριστεράς εντός και εκτός πανεπιστημίων να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των διαγραφών με την προσοχή που αντιστοιχεί στη βαρύτητά του και να συγκροτήσουν ήδη από σήμερα ένα μέτωπο αντίστασης στην εφαρμογή των διαγραφών που από τη μία θα μπλοκάρει την άμεση εφαρμογή τους και από την άλλη θα επιβάλλει την κατάργηση ή την αναστολή των διατάξεων.
Για να μπορέσει να υλοποιηθεί αυτή η κατεύθυνση πρέπει να διαμορφωθούν μία σειρά από προϋποθέσεις.
-
Η ανάπτυξη μίας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας και η συγκρότηση μίας γραμμής μαζών στο εσωτερικό των ιδρυμάτων που θα αναδεικνύει τις πραγματικές στοχεύσεις της επιβολής του μέτρου των διαγραφών και τις επιπτώσεις του στη φοιτητική καθημερινότητα και στην προοπτική κυρίως των φοιτητών μικρότερων ετών που εμπίπτουν στην εφαρμογή του ν+2. Όπως προαναφέρθηκε, οι διαγραφές στοχεύουν πρωτίστως στην αυταρχικοποίηση των ιδρυμάτων και την πειθάρχηση του φοιτητικού σώματος, διαμορφώνοντας ασφυκτικούς όρους για τη λήψη πτυχίου, πλήττοντας έτσι με ενιαίο τρόπο το φοιτητικό σώμα. Οι αντιλήψεις που αντιλαμβάνονται τις διαγραφές ως μέτρο που στοχεύει στην ένταση των ταξικών φραγμών στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και στον αποκλεισμό από τα ιδρύματα των «παιδιών της λαϊκής οικογένειας» δεν αντιλαμβάνονται τη βασική πλευρά των ρυθμίσεων, ούτε αντιστοιχούν στις ευρύτερες στοχεύσεις της αστικής αναδιάρθρωσης στο πανεπιστήμιο. Η κυρίαρχη στόχευση της αναδιάρθρωσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι η απομαζικοποίηση των ιδρυμάτων ή η δυνατότητα πρόσβασης μόνο στις ελίτ, αλλά αντίθετα η παραγωγικοποίηση, η προσαρμογή στις νέες αναγκαιότητες που θέτει ο καταμερισμός εργασίας και η διαμόρφωση ιδεολογικών χαρακτηριστικών πειθαρχίας και υποταγής στο νέο εργαζόμενο δυναμικό που πλέον θα καταλαμβάνει κατώτερες θέσεις στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας. Με αυτή την έννοια, αυτές οι αντιλήψεις δεν μπορούν να συγκροτήσουν μία μαζική γραμμή για το φοιτητικό κίνημα, αφού δεν αναδεικνύουν εκείνες τις αιχμές που μπορούν να στρατεύσουν πλειοψηφικά το φοιτητικό σώμα στην αντιπαράθεση με την επιβολή των διαγραφών. Από την άλλη πλευρά, λανθασμένες είναι και οι αντιλήψεις που αντιλαμβάνονται τις διαγραφές απλά ως προαπαιτούμενο για την εφαρμογή άλλων πτυχών της αναδιάρθρωσης (αξιολόγηση, περικοπή της χρηματοδότησης των ιδρυμάτων). Η αντίληψη ότι οι διαγραφές θα επιβληθούν με κεντρικό στόχο να τροποποιηθεί η αναλογία φοιτητών – καθηγητών – διοικητικών υπαλλήλων ώστε να νομιμοποιηθεί η περικοπή της χρηματοδότησης μέσα από τα πορίσματα της αξιολόγησης επίσης αδυνατεί να αντιληφθεί ότι μία τέτοια στόχευση, ακόμα και αν αντανακλά μία πτυχή της πραγματικότητας, παραμένει υποτελής σε σχέση με την κατεύθυνση της πειθάρχησης και της αυταρχικοποίησης. Αυτή η προσέγγιση καταλήγει να υποβαθμίζει την κεντρικότητα του μέτρου των διαγραφών μεταφέροντας το – πολιτικό και χρονικό – πεδίο της αντιπαράθεσης σε επόμενες τομές, όπως η ψήφιση των οργανισμών μετά το Νοέμβριο και να υποτιμά την αναγκαιότητα συγκρότησης κινητοποιήσεων σήμερα.
-
Η ανάπτυξη πολιτικών πρακτικών που μπορούν να μπλοκάρουν τις διαγραφές και να συμβάλλουν στη διαμόρφωση κινηματικού κλίματος στις σχολές και στη συγκρότηση μπλοκ αγώνα. Όπως έχει γίνει σαφές, η διαγραφή ολοκληρώνεται με την έκδοση διαπιστωτικής πράξης από την κοσμητεία, χωρίς καμία περαιτέρω εμπλοκή του υπουργείου παιδείας. Με αυτό τον τρόπο, ο αγώνας για το μπλοκάρισμα των διαγραφών μετατοπίζεται στο εσωτερικό των ιδρυμάτων. Συνεπώς, οι δυνάμεις του φοιτητικού κινήματος θα πρέπει να στοχοποιήσουν τις κοσμητείες αλλά και τις νέες πρυτανικές αρχές με καταλήψεις κοσμητειών και πρυτανειών με στόχο: α) να αποσπάσουν πολιτικές αποφάσεις από τις διοικήσεις ότι δε θα εφαρμόσουν τις διατάξεις για τις διαγραφές και β) να μπλοκάρουν την έκδοση των διαπιστωτικών πράξεων. Αυτές οι πρακτικές θα πρέπει να έχουν και τέτοια χαρακτηριστικά ώστε να συγκροτούν τους όρους κεντρικοποίησης των κινητοποιήσεων κατά τη διάρκεια ή και μετά τις εξεταστικές με κεντρικό σύνθημα ότι καμία σχολή δε θα ανοίξει με διαγραμμένους ή υπό διαγραφή φοιτητές.
-
Η συγκρότηση της ευρύτερης δυνατής ενότητας του φοιτητικού σώματος αλλά και των πολιτικών δυνάμεων πρωτίστως της αριστεράς στην αντιπαράθεση με το μέτρο των διαγραφών. Οι ίδιοι οι φοιτητικοί σύλλογοι, με πολιτική πρωτοβουλία των ΕΑΑΚ και κάλεσμα σε όλες τις δυνάμεις που αντιτίθενται στις διαγραφές πρέπει να μπουν στην προμετωπίδα του αγώνα απέναντι σε αυτές, ενημερώνοντας τους υπό διαγραφή φοιτητές, καλώντας τους σε κινητοποιήσεις, διοργανώνοντας μαζικές εκδηλώσεις κ.ο.κ. Κεντρική θέση σε αυτή τη διαδικασία έχει η διαμόρφωση κοινής κατεύθυνσης των δυνάμεων της αριστεράς εντός των σχολών για τη συγκρότηση κινητοποιήσεων. Σε μία τέτοια κατεύθυνση, και μάλιστα υπό την ηγεμονία των ΕΑΑΚ, μπορούν άμεσα να μπουν τα ΕΑΑΚ, η ΑΡ.ΕΝ., το ΑΡ.ΔΙ.Ν., οι Αγ. Κινήσεις, ασκώντας πίεση και στις δυνάμεις της ΚΝΕ/ΜΑΣ. Αντίθετα, η βαθιά σεκταριστική πολιτική αντίληψη που συμπυκνώνεται στο ότι δεν πρέπει να συγκροτηθεί καμίας μορφής συμμαχία με την ΑΡ.ΕΝ. υπό οποιουσδήποτε όρους, ακόμη και πλήρους πολιτικής ηγεμονίας των ΕΑΑΚ, αφού η ΑΡ.ΕΝ. είναι η μελλοντική «κυβερνητική νεολαία», μπορεί να επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα στη δυνατότητα συγκρότησης κινητοποιήσεων, αφού καταλήγει στον κατακερματισμό των αντιστάσεων, στην αδυναμία διαμόρφωσης ενός ενιαίου κινηματικού σχεδιασμού, σε πολιτική φθορά των ΕΑΑΚ που έτσι εμφανίζονται ως μία πολιτική δύναμη με χαρακτηριστικά απομονωτισμού και σεκταρισμού, ενώ τροφοδοτεί και τον κίνδυνο διολίσθησης της ΑΡ.ΕΝ. σε πιο δεξιές κατευθύνσεις. Τα πρώτα δείγματα αυτής της αντίληψης ήδη εμφανίστηκαν, με την άρνηση συγκεκριμένων δυνάμεων των ΕΑΑΚ στην πρόταση για την υπογραφή κοινής δήλωσης των αριστερών παρατάξεων απέναντι στις διαγραφές, στα χωριστά πλαίσια στο Φυσικό κ.ο.κ. Είναι επιτακτική αναγκαιότητα αυτή η αντίληψη να αναδιαταχθεί πριν παράξει διαλυτικά αποτελέσματα για το φοιτητικό κίνημα.
Το μέτωπο απέναντι στις διαγραφές σίγουρα αποτελεί τη μεγαλύτερη μάχη για το φοιτητικό κίνημα μετά την κατάθεση και ψήφιση του νόμου Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου. Ταυτόχρονα, είναι γεγονός ότι η σταδιακή επιβολή της αναδιάρθρωσης και οι επιπτώσεις της κρίσης έχουν μετατοπίσει δυσμενώς το συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό των πανεπιστημίων. Αυτή η μετατόπιση όμως δεν πρέπει να οδηγεί στην ηττοπαθή εκτίμηση ότι δεν μπορεί να συγκροτηθεί μία γραμμή αντίστασης απέναντι στην επιβολή των διαγραφών ή ότι δεν μπορεί να ανασταλεί η εφαρμογή τους. Αντίθετα, αναδεικνύει ότι πρέπει να ενταθεί η πολιτικοσυνδικαλιστική παρέμβαση των ΕΑΑΚ και η πολιτική προετοιμασία για μία σύγκρουση με κεντρικά χαρακτηριστικά. Τα ΕΑΑΚ πρέπει να κινηθούν στην κατεύθυνση συγκρότησης κεντρικών κινητοποιήσεων με στόχο την αναστολή και τελικά την απόσυρση των διατάξεων του νόμου Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου για τις διαγραφές. Ταυτόχρονα, η απόπειρα διαγραφής δεκάδων χιλιάδων φοιτητών και η ανάπτυξη φοιτητικών κινητοποιήσεων απέναντι σε αυτές μπορεί να πάρει χαρακτηριστικά ευρύτερης πολιτικής μάχης με στόχο την επαγωγή της μεγαλύτερης δυνατής φθοράς στο κυβερνητικό κέντρο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο πολιτικής ρευστότητας και με πολλαπλά μέτωπα ανοιχτά. Δυστυχώς, η πολιτική κατεύθυνση και πρακτική του δικτύου των ΕΑΑΚ τον τελευταίο χρόνο και ιδιαίτερα μετά τις εξαγγελίες Αρβανιτόπουλου δείχνει ότι τα αντανακλαστικά των ΕΑΑΚ και οι πολιτικές κατευθύνσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους απέχουν πολύ από την συγκρότηση των όρων για την ανάπτυξη κινητοποιήσεων. Είναι εντελώς επιτακτική η αλλαγή κατεύθυνσης των ΕΑΑΚ ώστε να κατορθώσουν, έστω και την τελευταία στιγμή, να ορθώσουν αναχώματα στην επιβολή των διαγραφών και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός φοιτητικού κινήματος με κεντρικά χαρακτηριστικά ..
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ