Εισήγηση για τη Φοιτητική Ολομέλεια της ΑΡ.Α.Σ. 8/3/2014

0

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα τελευταία χρόνια συντελείται μία βίαιη αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων καθώς και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό με φόντο την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 στις Η.Π.Α., καθώς και τα ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά που πήρε ο νεοφιλελευθερισμός – ως ιδιαίτερη περίοδος στα πλαίσια του μονοπωλιακού σταδίου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής- στην Ελλάδα. Η εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού ως το νέο παραγωγικό μοντέλο μετά την κρίση της δεκαετίας του ‘70 -και την ανάδειξη των ορίων του κεϋνσυανισμού- αποτέλεσε μια ιστορική διαδικασία που μπορεί να αναλυθεί μόνο μέσα από τον ρόλο του αμερικάνικου κράτους στην εδραίωση του καπιταλισμού και την ανάδειξη του ίδιου ως εγγυητή της διευρυνόμενης αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε πλανητικό επίπεδο. Σε συνάφεια με τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα (όπως άρχισε να εδραιώνεται από την δεκαετία του 90) ανασυγκρότησε τις κοινωνικές τάξεις και τροποποίησε τις κοινωνικές σχέσεις εγκαθιδρύοντας το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο ως την ηγεμονική μερίδα της αστικής τάξης στο συνασπισμό εξουσίας, εντάσσοντας βίαια στον διεθνή ανταγωνισμό μία σειρά κεφαλαίων, εμβαθύνοντας το διαχωρισμό χειρωνακτικής-διανοητικής εργασίας και φυσικά επιβάλλοντας μια συνεχή διαδικασία μείωσης της αξίας της εργατικής δύναμης μέσα από την υποβάθμιση και τον πολυκατακερματισμό μερίδων της νέας μικροαστικής και της εργατικής τάξης.

Οι μηχανισμοί συντέλεσης των παραπάνω είναι πολλοί και με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αναφορικά μόνο επισημαίνουμε την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε. και το Ευρώ, την αναβάθμιση του οικονομικού ρόλου του κράτους τόσο στην ίδια την αναπαραγωγή και κυκλοφορία του κεφαλαίου όσο και παρέμβασής του στον ίδιο τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, την αναβάθμιση μίας σειράς οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών όπως είναι η ίδια η ελεύθερη αγορά, οι σύγχρονοι χώροι εργασίας, τα ΜΜΕ, τα πολιτικά κόμματα, η οικογένεια, η εξαιρετική όξυνση της καταστολής ως μηχανισμού επιβολής κλπ. Τέλος, κομβικό στοιχείο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στη χώρα μας – όπως και σε όλα τα κράτη του μονοπωλιακού καπιταλισμού- αποτελεί ο εκπαιδευτικός μηχανισμός.

 

Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, τα χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύουμε ορίζουν μία σχετική καμπή στην εξέλιξη της ταξικής πάλης. Σε αντίθεση με μία σειρά αντιλήψεων οι οποίες, αθροίζοντας επιμέρους, κατακερματισμένους κοινωνικούς αγώνες, καταλήγουν στην εκτίμηση ότι επίκεινται συνθήκες γενικευμένης κατάρρευσης της αστικής στρατηγικής στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, ο συσχετισμός δυνάμεων όπως αποτυπώνεται στο κοινωνικό πεδίο επιδεινώνεται για τις δυνάμεις της εργασίας παρά το γεγονός ότι παραμένουν τα στοιχεία της πολιτικής ρευστότητας.

Η ρευστότητα και τα στοιχεία της κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού ή ακόμα και ευρύτερα του πολιτικού συστήματος παραμένουν ενεργά.Την προηγούμενη περίοδο οι κοινωνικοί αγώνες συνέβαλαν στην κρίση κοινωνικής εκπροσώπησης και στη διαλυτοποίηση των κοινωνικών μπλοκ του δικομματισμού και κύρια του ΠΑΣΟΚ, σήμερα, κοντά δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012, η κοινωνική διαμαρτυρία συμπυκνώνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από την αναμονή της εκλογικής έκφρασής της διά του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη πλευρά, παρά τη σταθερότητα της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και ένα διαφαινόμενο πολιτικό προβάδισμα που κατέχει σήμερα, η κοινωνική δυναμική του σε κοινωνικό, πολιτικό και εκλογικό επίπεδο, εμφανίζει στασιμότητα, και όχι τα χαρακτηριστικά ενός ραγδαία ανοδικού ρεύματος, όπως σε άλλες περιπτώσεις ανόδου στην κυβερνητική εξουσία ενός εκλογικού μπλοκ με άξονα ρεφορμιστικά ή και αριστερά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι ο μοναδικός κοινωνικός σχηματισμός μεταξύ των κρατών του αναπτυγμένου καπιταλισμού, στον οποίο, με αξιοσημείωτη σταθερότητα επί ενάμιση και πλέον χρόνο, ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς και μάλιστα με ριζοσπαστικές τάσεις στο εσωτερικό του, καταγράφει σημαντική άνοδο και σταθεροποίηση εκπροσωπώντας κατά κύριο λόγο τα μαζικά κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την οικονομική κρίση και την αστική στρατηγική για τη διέξοδο από αυτή.

Το γεγονός όμως ότι οι μαζικές τάσεις αποδέσμευσης κοινωνικών στρωμάτων από τις παραδοσιακές πολιτικές εκπροσωπήσεις των αστικών κομμάτων δε συνοδεύεται από μία άνοδο των κοινωνικών συγκρούσεων, όπως πράγματι συνέβη τη διετία 2010 – 2012 και ιδιαίτερα την περίοδο που σημαδεύτηκε από το κίνημα των πλατειών, είναι προβληματικό, αντιφατικό και έχει πολλαπλές επιπτώσεις. Αντανακλά την εμπέδωση στα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα ιδεολογημάτων ανάθεσης και μετάθεσης της επίλυσης των προβλημάτων σε πολιτικές λύσεις, με απούσα τη συγκρότηση κοινωνικών αντιστάσεων και με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Οι εξελίξεις αυτές υπονομεύουν από τη μια πλευρά την πραγματική δυναμική μίας αριστερής κυβερνητικής εναλλαγής ακόμα και σε ρεφορμιστική – διαχειριστική κατεύθυνση και την καθιστούν αβέβαιη και ασταθή, μετατοπίζοντας το κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής ταξικής πάλης στην εκλογική διαδικασία και κύρια στην εκλογική εκπροσώπηση των ενδιάμεσων κοινωνικά και πολιτικά στρωμάτων. Από την άλλη πλευρά αναγκάζουν αλλά και διευκολύνουν το ΣΥΡΙΖΑ να προσαρμόσει τις πολιτικές του θέσεις και κυρίως την πολιτική του πρακτική χωρίς ιδιαίτερο κόστος, έτσι ώστε η άνοδός του στην κυβέρνηση να μην εμφανίζεται ως μία διαδικασία συνολικής ρήξης με το σημερινό νεοφιλελεύθερο σύστημα κοινωνικής εξουσίας. Αναμφίβολα, πέραν των αντικειμενικών όρων που δημιουργεί η μεταβολή του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, ευθύνη για αυτή την εξέλιξη φέρουν και οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ που με τη στρατηγική της εν αναμονή κυβέρνησης ενισχύει αυτές τις τάσεις.Η κεντρική πολιτική κατεύθυνση του υφίσταται δεξιές μετατοπίσεις και διολισθαίνει σε τοποθετήσεις που θα μπορούσαν να σηματοδοτούν μία γρήγορη προσαρμογή σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα μίνιμουμ τροποποιήσεων της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης και πιθανότατα σε αυτή την περίπτωση θα αποτελέσει μία σύντομη πολιτική παρένθεση. Από την άλλη πλευρά όμως, τα παραπάνω δεδομένα δεν μπορούν να αγνοηθούν και καθιστούν εμφανές ότι στην τρέχουσα περίοδο το κεντρικό σημείο ταξικής αντιπαράθεσης εντοπίζεται στο πολιτικό πεδίο, γεγονός που κάνει ακόμα πιο αποφασιστική τη σημασία της πολιτικής ταξικής πάλης.

Όσο, λοιπόν, η ταξική πάλη δεν οξύνεται (και πρωταρχικά στο πολιτικό πεδίο), όσο εμπεδώνεται η αστική στρατηγική και μετατοπίζεται ο συσχετισμός δυνάμεων, παραμένει πιθανό το ενδεχόμενο εισόδου σε ένα νέο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο οποίος θα ευνοεί μεν λιγότερο μαζικά κοινωνικά στρώματα, θα παράγει όμως αποτελέσματα συναίνεσης και υποταγής σε ευρύτερα στρώματα εμπεδώνοντας μία διαδικασία ευρύτερης σταθεροποίησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι όσο οι κοινωνικοί αγώνες δε συγκλίνουν σε ένα συνολικό κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο στη βάση μιας εναλλακτικής πολιτικής διεξόδου από την κρίση, δε θα κατορθώνουν να αποκρυσταλλώνουν ευρύτερα πολιτικά αποτελέσματα αλλά ούτε και να αποσπούν επιμέρους νίκες. Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται ακόμα πιο φανερό ότι το ζήτημα του αριστερού κοινωνικοπολιτικού μετώπου και των συγκεκριμένων βημάτων για τη συγκρότησή του έχει κεντρική σημασία.

Ταυτόχρονα η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η οργανική σύνδεση της πορείας ανάπτυξης του με το διεθνή καταμερισμό της εργασίας, η ανάγκη του για τη διατήρηση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης σε συνδυασμό με τα αδιαμφισβήτητα οφέλη του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο καθιστούν εξαιρετικά προβληματική κάθε ανάλυση που θέλει μερίδες της αστικής τάξης να έρχονται σε ρήξη με τον διαμορφωμένο συνασπισμό εξουσίας και το κράτος να πολώνεται εναντίον τους. Ακόμα περισσότερο ότι υπάρχουν τμήματα της αστικής που θέλουν έρθουν σε ρήξη με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική και να αξιοποιήσουν το κράτος σε μία εναλλακτική αστική στρατηγική (με πολιτικό εκφραστή το ΣΥΡΙΖΑ).

Υπό αυτή την έννοια και αναγνωρίζοντας ότι η κύρια αντίθεση στην περίοδο τοποθετείται στο ζήτημα της εξόδου από την ΟΝΕ και στην αντίθεση στη στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έπρεπε να επιδιώκουν το στόχο της διαμόρφωσης της ευρύτερης δυνατής αριστερής πολιτικής συμμαχίας με κέντρο το μεταβατικό πρόγραμμα και με πολιτικό όριο της συμμετοχής σε μία τέτοια συμμαχία την αποδοχή της εξόδου από την Ευρωζώνη ως αναγκαίου όρου για την υλοποίηση βασικών πολιτικών και μέτρων αυτού του προγράμματος.

Παράλληλα χωρίς την ανασυγκρότηση ενιαιομετωπικών πρακτικών σε εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους, η ανάκαμψη των κοινωνικών αγώνων δεν είναι εφικτή παρά το μέγεθος της επίθεσης. Ταυτόχρονα, χωρίς ανάπτυξη πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών σχέσεων με κοινωνικά στρώματα τα οποία σήμερα εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι δυνατή η παραγωγή πολιτικών πιέσεων και αποτελεσμάτων ρήξης ή κρίσης στην πολιτική του σε σχέση με την Ε.Ε. και την εφαρμογή των μνημονίων. Όμως και οι δύο αυτές διεργασίες προϋποθέτουν ένα βαθμό συνεργασίας σε κοινωνικούς χώρους με δυνάμεις που βρίσκονται στο εσωτερικό άλλων τάσεων της αριστεράς και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τις συχνά αναπαραγόμενες αυταπάτες, α) η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε διαθέτει το κατάλληλο εύρος κοινωνικών εκπροσωπήσεων, πολιτικών και οργανωτικών δικτυώσεων και ιδεολογικών αναγνωρίσεων ώστε να επιτύχει αυτοτελώς γύρω από τον πολιτικό της χώρο την κοινωνική εκπροσώπηση μαζικών λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Μεταξύ άλλων αυτή η αντίληψη και η προοπτική κρίθηκε και στις εκλογές του Μαΐου του 2012 και πολύ περισσότερο του Ιουνίου του 2012, όπως επίσης κρίνεται και σε ένα σύνολο επιμέρους κοινωνικών χώρων που τα αποτελέσματα των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να είναι σχετικά βελτιωμένα, αλλά δε συνιστούν κάποια μείζονα διαφοροποίηση σε σχέση με την περίοδο πριν την εξέλιξη της κρίσης, παρά το ότι βρισκόμαστε κυριολεκτικά σε άλλη κοινωνική φάση β) σε πιο στρατηγικό επίπεδο, για ένα αριστερό αντικαπιταλιστικό ρεύμα η διάχυση πολιτικών ριζοσπαστικών αντιλήψεων και πρακτικών στις μάζες προϋποθέτει πολλαπλούς τύπους και μορφές πολιτικών συμμαχιών και με ρεύματα, στάσεις και αντιλήψεις που δεν ανήκουν στην επαναστατική αριστερά.

Στα παραπάνω πλαίσια για το επόμενο διάστημα, ο στόχος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, θα έπρεπε να είναι η παρέμβαση στις εκλογές που έρχονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει η καθεμιά. Για τις μεν ευρωεκλογές, στόχος θα έπρεπε να είναι η συγκρότηση της μετωπικής συμπόρευσης και η κοινή κάθοδος στις εκλογές, με στόχο να ανοίξουν στα λαϊκά στρώματα, και ειδικά εκείνα που εκπροσωπούμενα από το ΣΥΡΙΖΑ, κρατούν κριτική στάση στη δεξιά του στροφή, μια πολιτική κατεύθυνση, ενωτική για την Αριστερά, με κόμβους το Ευρώ και το Χρέος, προσβλέποντας στην ριζοσπαστικοποίηση του ευρωσκεπτικισμού, την άσκηση πιέσεων στο ΣΥΡΙΖΑ, και την εισαγωγή στην πολιτική σκηνή, της αντίθεσης με τους άξονες της αστικής στρατηγικής. Για τις δε αυτοδιοικητικές, η συγκρότηση τοπικών συσπειρώσεων, με δυνάμεις και πολιτικά ρεύματα του συνόλου της αριστεράς, με άξονες την αντίθεση με τον Καλλικράτη, το μνημόνιο και τις κατεύθύνσεις της Ε.Ε. για την Τ.Α. , με στόχο την ήττα των μνημονιακών δυνάμεων, και την οριοθέτηση των προοπτικών ανασυγκρότησης και σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος.

Η αντικαπιταλιστική αριστερά, όμως κινείται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση, υπονομεύοντας τη διαδικασία της μετωπικής συμπόρευσης και υλοποιώντας την πολιτική επιλογή της καθόδου «αντικαπιταλιστικών ψηφοδελτίων» στην Τ.Α., χωρίς καμία πολιτική συμμαχία. Μάλιστα, ο τρόπος και οι μεθοδολογίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, αλλά και η έκφραση πολιτικοϊδεολογικών αντιλήψεων που είναι βαθιά προβληματικές (αντίληψη για την κρίση, τη συγκυρία, το ενιαίο μέτωπο κλπ) ναρκοθετούν τη δυνατότητα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για μία επιτυχημένη πολιτική παρέμβαση και την υπονομεύουν.

Οι μεθοδολογίες που ακολουθήθηκαν στο πλαίσιο της συζήτησης για τη συμπόρευση, ο χειρισμός του Σχεδίου Β από τις περισσότερες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η αποτυχία της συγκρότησης ενός κοινού μετώπου αποτελεί ένα κακό προοίμιο για την οικοδόμηση της όποιας πολιτικής σχέσης με πολιτικές δυνάμεις που θα αποδεσμεύονται από το ρεφορμισμό. Όλη αυτή η ιστορία έριξε νερό στο μύλο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΚΚΕ, παρουσιάζοντας την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως αθεράπευτα σεκταριστική, αριστερίστικη, και αντιφατική.

Επί της ουσίας των διαφορών, αυτές με τα τελικά κείμενα κατέληξαν εξαιρετικά περιορισμένες. Κατά την άποψή μας θα μπορούσε να γίνει μία εκλογική πολιτική συμμαχία ακόμα και με τη θέση της ρήξης με τις πολιτικές της Ε.Ε. ακόμα και χωρίς να παρουσιάζεται σαφώς η θέση για αποδέσμευση. Άλλωστε οι διάφορες συνιστώσες θα διατηρούσαν την αυτοτέλειά τους και θα μπορούσαν να προβάλλουν τις ιδιαίτερες θέσεις τους. Ακόμα και αυτό το «αγκάθι» εξέλιπε με την αποδοχή από πλευράς του σχεδίου Β της θέσης ότι η έξοδος από την Ε.Ε. είναι αναγκαίος όρος για την υλοποίηση του προγράμματος και αλληλένδετος με τους υπόλοιπους πολιτικούς στόχους. Μετά από αυτό η συζήτηση αν θα έμπαινε ως διπλή αποδέσμευση έχει μία σημασία, αλλά η συζήτηση αν θα έμπαινε στο τέταρτο μπουλετ, ή στο 13Ο και αν θα αναφερόταν σε μία φράση με 40 λέξεις όπως αυτή που πρότεινε το ΝΑΡ, μεταθέτοντας τις άλλες 32 αυτούσιες σε άλλα μέρη του κειμένου, ή σε μία φράση των 72 λέξεων είναι πραγματικά αστεία, όντως θυμίζει την ταινία των μόντυ παίθονς, ή τη συζήτηση των μοναχών τον Μεσαίωνα για το φύλλο των αγγέλων, ή κυριολεκτικά κάνει την τρίχα τριχιά.

Η απώλεια μίας ακόμα ευκαιρίας για τη συγκρότηση της μετωπικής συμπόρευσης και μάλιστα υπό αυτούς τους όρους, θα σηματοδοτήσει πολλαπλά αποτελέσματα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ακόμη και αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταγράψει ένα αξιοπρεπές εκλογικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, σε επίπεδο εθνικών εκλογών, εφόσον δε θα έχει διαμορφωθεί μία ευρύτερη πολιτική κίνηση που θα κατέγραφε μία άλλη πολιτική δυναμική, κινδυνεύει να συντριβεί και να αποψιλωθεί από το ΣΥΡΙΖΑ που σε κεντρικό επίπεδο είναι ο αδιαμφισβήτητος εκφραστής τόσο μίας πολιτικής δυσαρέσκειας όσο και της προσδοκίας των λαϊκών στρωμάτων για να δοθεί πολιτική λύση με το μικρότερο δυνατό κόστος. Πέρα όμως από την οριοθέτηση της επιρροής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χαρακτηρίζεται από μία αντιφατική κατάσταση συμβιβασμών το σημείο ισορροπίας της οποίας βρίσκεται σε περισσότερο αριστερίστικη κατεύθυνση.

Την ίδια στιγμή σε ένα σύνολο άλλων πολιτικών ζητημάτων, όπως οι αυτοδιοικητικές εκλογές, ή το ζήτημα της πρωτοβουλίας ενάντια στην προεδρεία της Ε.Ε. οι πολιτικές πρακτικές της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τείνουν να λειτουργήσουν αυτό το πολιτικό σχηματισμό ως μία στρεβλή μορφή «κόμματος». Ενα «κόμμα» το οποίο θα διατηρεί τα «μετωπικά» και συνδικαλιστικά του σχήματα ως ιμάντες μεταβίβασης της γραμμής βάζοντας το σύνολο ή και ακόμα περισσότερο από αυτό της πολιτικής φυσιογνωμίας του σε αυτά τα σχήματα παρατάξεις και ταυτόχρονα θα αποκλείει κάθε συμμαχία σε τοπικό, κοινωνικό, και σε επίπεδο πολιτικών πρωτοβουλιών, με άλλα ρεύματα της αριστεράς και ανένταχτους εκτός χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή τη φάση παρουσιάζει συνολικό πρόβλημα πολιτικής στρατηγικής. Η κυρίαρχη πολιτική συνισταμένη όπως διαμορφώθηκε στο θέμα της μετωπικής συμπόρευσης, κάνει μία ανάλυση που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα : είτε για την εξέλιξη ταξική πάλη και στο εσωτερικό και διεθνώς, είτε για την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης αλλά και τον ταξικό συσχετισμό δύναμης. Έχει ήδη προεξοφλήσει την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, την αριστερή στροφή, την πολιτική στρατηγική που θα ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και ιεραρχεί ως βασικό πολιτικό στόχο τη συγκρότηση ενός μετώπου επαναστατών που θα αντιπαλέψει την αστική διαχείριση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και θα υποδεχτεί την αριστερή δυσαρέσκεια του κόσμου που θα απεγκλωβιστεί από το ΣΥΡΙΖΑ όταν θα υλοποιήσει το κυβερνητικό του πρόγραμμα. Για αυτούς τους λόγους καταπολεμούν κάθε είδους πολιτική σχέση με τάσεις και αντιλήψεις που ανήκουν ή προέρχονται από το ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός από το παραπάνω υπάρχουν και πολλές άλλες πλευρές για την ανάλυση της κρίσης, την αναγνώριση της αστικής τάξης, εν μέρει και στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, για την αξιολόγηση αυτής της συγκυρίας ως περιόδου με επαναστατικές δυνατότητες που πολλές φορές έχουμε αναλύσει. Οι απόψεις αυτές στις πιο ακραίες τους συνέπειες παίρνουν διαζύγιο με την πραγματικότητα και διαμορφώνουν όρους πολιτικής κρίσης και λεηλασίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το ΣΥΡΙΖΑ όταν θα γίνουν οι βουλευτικές εκλογές.

Έτσι, ο συνδυασμός της καταστροφικής πολιτικής γραμμής με την εντελώς προβληματική πολιτικοοργανωτική λειτουργία, η αποψίλωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το ανένταχτο εκείνο δυναμικό που έφερε πιο υγιείς πολιτικές αντιλήψεις και αποτελούσε συγκολλητικό ιστό, αλλά και με το γεγονός ότι οι πολιτικές κατευθύνσεις ακόμη και συγγενών πολιτικών αντιλήψεων τείνουν να επικαθορίζονται από μικροηγεμονισμούς και κατευθύνσεις αυτόκεντρης ανάπτυξης, μεσοπρόθεσμα, και ανεξάρτητα από τις άμεσες πολιτικές και εκλογικές μάχες, υπονομεύει την πολιτική παρουσία της ΑΡΑΣ στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και θέτει μεσοπρόθεσμα στρατηγικά ερωτήματα για την πορεία και τα χαρακτηριστικά αυτού του σχηματισμού αλλά και τα πολιτικά καθήκοντα που θέτει η συγκυρία σε αυτόν αλλά και ευρύτερα. Παρά την διαφαινόμενη αποτυχία μέσα στη συγκυρία, η στρατηγική της μετωπικής συμπόρευσης, είναι η μόνη η οποία μπορεί να απαντήσει στις απαιτήσεις της συγκυρίας και να διαμορφώσει ένα απαραίτητο μπλοκ δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς που να μπορεί να διεισδύσει και σε άλλα τμήματα της αριστεράς αλλά κυρίως να παράγει τα κατάλληλα πολιτικά και ιδεολογικά αποτελέσματα και να κινητοποιήσει κοινωνικά στρώματα τα οποία πλήττονται από την κρίση. Για αυτό το λόγο και ανεξάρτητα από τις εκλογές η ΑΡΑΣ θα επιμείνει στη διαδικασία συγκρότησης ενός τέτοιου μπλοκ δυνάμεων και πολιτικών αντιλήψεων.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ

Πριν προβούμε σε μία ανάλυση του ιδεολογικού-αναπαραγωγικού μηχανισμού της εκπαίδευσης κρίνεται αναγκαία μία μικρή αναφορά στα χαρακτηριστικά και στο ρόλο του καπιταλιστικού κράτους. Στον καπιταλισμό οι άμεσοι παραγωγοί είναι ολότελα αποστερημένοι από το αντικείμενο και τα μέσα τους εργασίας. Δηλαδή είναι αποκομμένοι απ’ αυτά, όχι μόνο ως προς τη σχέση οικονομικής κυριότητας (δυνατότητα οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας) αλλά και ως προς τη σχέση νομής. Έτσι εμφανίζεται ο τύπος των ελεύθερων εργαζομένων που το μόνο που διαθέτουν και προσφέρουν ως εμπόρευμα είναι η εργασιακή τους δύναμη και για να πάρουν θέση στην παραγωγική διαδικασία πρέπει να παρέμβει ο ιδιοκτήτης ( κεφαλαιοκράτης). Αυτή η ιδιάζουσα δομή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μετατρέπει την υπερεργασία σε υπεραξία. Επίσης η συγκεκριμένη διάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων είναι η αιτία ενός σχετικού χωρισμού κράτους και οικονομικού πεδίου. Συνοπτικά, το καπιταλιστικό κράτος αποτελεί ένα αντιφατικό πεδίο συμπύκνωσης των ταξικών συσχετισμών μέσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό. Απλούστερα, αποτελεί το σύνολο των μηχανισμών και δομών-που αποτελούν και πεδία ισχυρών ταξικών συγκρούσεων- μέσα σε ένα κοινωνικό σχηματισμό που διαιωνίζουν και αναπαράγουν τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης. Το κράτος αυτό, οφείλει να εκπροσωπεί το μακροπρόθεσμο πολιτικό συμφέρον της αστικής τάξης (συλλογικός κεφαλαιοκράτης) υπό την ηγεμονία μιας από τις μερίδες της. Αυτό δεν παύει να ισχύει ακόμα και σήμερα που η ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου έχει επιφέρει μια τροποποίηση των όρων αυτονομίας του κράτους,.

Το ιδεολογικό επίπεδο συγκροτείται από τις ιδεολογικές σχέσεις (ιδέες και συστήματα ιδεών). Οι ιδεολογικές σχέσεις συντελούν ώστε οι άμεσοι παραγωγοί και φορείς των σχέσεων κυριότητας και κατοχής να «αποδέχονται» (πάντοτε αντιφατικά και ατελώς) να καταλαμβάνουν τις θέσεις εργασίας και να εκτελούν τα καθήκοντα που τους ορίζει ο τεχνικός καταμερισμός της εργασίας, αλλά κυρίαρχα να καταλαμβάνουν τις κοινωνικές θέσεις και να επιτελούν τις λειτουργίες που ορίζονται από τον κυρίαρχο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και της ταξικής τους θέσης.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά του μηχανισμού πάντα βρίσκονται σε συνάρτηση και επικαθορίζονται από τον υπάρχοντα κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και τις «ανάγκες» του. Σε μία περίοδο βαθέματος του νεοφιλελεύθερου μοντέλου – ως μια προσπάθεια ξεπεράσματος της κρίσης- με ότι αυτό συνεπάγεται για τις θέσεις των κοινωνικών τάξεων, παρατηρούμε από την πλευρά του κράτους

α) την επιβολή μιας σειράς διαρθρωτικών μέτρων για την εκπαίδευση που σκοπό έχουν τόσο την άμβλυνση της κατανεμητικής αστάθειας (την αδυναμία άμεσης αξιοποίησης των φορέων, καθώς οι εκροές αποφοίτων δεν είναι άμεσα αξιοποιήσιμες και δεν συνάδουν με τις υπάρχουσες θέσεις και «ανάγκες» του καταμερισμού), δηλαδή τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν ώστε ο εκπαιδευτικός μηχανισμός να προσαρμοστεί στις ανάγκες της αγοράς καθώς και να συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου, βασική προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της κρίσης, καθώς και

β) την αλλαγή των ιδεολογικών όρων συγκρότησης της κοινωνικής κατηγορίας των νεολαίων που εντάσσονται στον εκπαιδευτικό μηχανισμό.

Σε μία περίοδο που η αστική στρατηγική για την υπέρβαση της κρίσης και για τη διαμόρφωση όρων μεγιστοποίησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας μετά από αυτή εμπεριέχει ως στόχους την ένταση της συγκέντρωσης – συγκεντροποίησης, την ένταση των διαστρωματώσεων στο εσωτερικό της παραγωγικής διαδικασίας, τη βίαιη συμπίεση των στρωμάτων της μικροαστικής διανόησης και την τάση προς υπαλληλοποίησή τους και πόλωση ενός τμήματος προς την εργατική τάξη, είναι σαφές ότι είναι αναγκαία μία εκτεταμένη αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού μηχανισμού σε όλες τις βαθμίδες του, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη αντιστοιχία με τις αναγκαιότητες που προκύπτουν από τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Έτσι, από τη μία πλευρά είναι αναγκαία η προσαρμογή των εκροών του εκπαιδευτικού μηχανισμού, ώστε να καλύπτεται η πολλαπλότητα των διαστρωματώσεων στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, κυρίως σε ότι αφορά στη διανοητική εργασία. Αυτή η διαδικασία συντελείται με τη συγκρότηση δομών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και την ένταση του κατακερματισμού και των διαστρωματώσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από την άλλη, είναι αναγκαία και η προσαρμογή της ιδεολογικής λειτουργίας του εκπαιδευτικού μηχανισμού, ιδίως της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η εγχάραξη τέτοιων ιδεολογικών χαρακτηριστικών στη μεγάλη μάζα των αποφοίτων της που να συνάδει στις ενδιάμεσες και κατώτερες θέσεις που θα καταλάβουν στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Αποτέλεσμα αυτής της αναγκαιότητας είναι και η επιδίωξη για την ταχύτατη αυταρχικοποίηση της λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Tο νέο λύκειο αποτελεί μια τέτοια προσπάθεια από την πλευρά του κράτους, αναδιάρθρωσης δηλαδή του σχολικού μηχανισμού. Οι αισθητά αυξημένοι απόφοιτοι Επαγγελματικών Λυκείων και Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης (ιδιωτικών και δημόσιων) καθώς και οι απόφοιτοι του Γενικού Λυκείου θα προορίζονται για θέσεις που αντιστοιχούν στην χειρωνακτική εργασία, ωστόσο μέσα από θεσμούς επανακατάρτισης (ΙΕΚ- κολλέγια κλπ) – διαδικασία που κατακερματίζει τους νεολαίους σε εκατοντάδες ξεχωριστά κέντρα κατάρτισης και τους εντατικοποιεί μέσα από τα συνεχή εξεταστικά φίλτρα – θα μπορούν να διεκδικήσουν ενδεχομένως και κατώτερες θέσεις διανοητικής εργασίας στον καταμερισμό εργασίας. Η διαδικασία απόκτησης επαγγελματικών δικαιωμάτων θα γίνεται με εξετάσεις στον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων & Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.) και η εποπτεία-διαμόρφωση των δημόσιων και ιδιωτικών παρόχων εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού πλαισίου παραμένει στο υπουργείο Παιδείας.

Τα παραπάνω τα αναφέρουμε για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, η κατάργηση ειδικοτήτων στα Επαγγελματικά Λύκεια μπορεί να δίνει περαιτέρω περιθώριο για ίδρυση ιδιωτικών Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης, ωστόσο το βασικό στοιχείο δεν είναι η κερδοφορία των ιδιωτικών κέντρων εκπαίδευσης, αλλά ότι το κράτος διατηρεί πλήρη εποπτεία στις δομές εκπαίδευσης και κατάρτισης των νέων φορέων και ταυτόχρονα αξιοποιεί ως πρότυπα και μοχλούς αναδιάρθρωσης τις ιδιωτικές σχολές (Σ.Ε.Κ. και Ι.Ε.Κ. ) προς τα Επαγγελματικά Λύκεια, σε αντιστοιχία με τα κολλέγια και τα Πανεπιστήμια. Έτσι λοιπόν παρατηρούμε τη δημιουργία ενός σύνθετου παράλληλου δικτύου τεχνικής κυρίως εκπαίδευσης ώστε να απορροφά το μεγάλο αριθμό αποφοίτων λυκείου ώστε να μειωθεί η ύπαρξη μεγάλου αριθμού πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού (οι απλοί απόφοιτοι λυκείου έχουν και τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας) που δεν εντάσσεται ούτε στους μηχανισμούς της παραγωγικής διαδικασίας άλλα ούτε σε μηχανισμούς εκπαίδευσης και κατάρτισης, κάτι που σε συνδυασμό με την μεγάλη δομική ανεργία μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές εκρήξεις.

Η συνεχής αναδιάταξη και αλλαγή των θέσεων του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας σε εποχή κρίσης και η αδυναμία του πανεπιστημίου να προσαρμοστεί στην εκροή αντίστοιχων αποφοίτων ( είτε για λόγους δομικούς, είτε ως αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων και ταξικών συμβιβασμών) καθώς και η ανάγκη του κεφαλαίου για πιο παραγωγική και ταυτόχρονα φτηνότερη εργασία ακόμα και στους «ψηλούς ορόφους» της νέας μικροαστικής τάξης, οξύνει την κατανεμητική αστάθεια και κάνει επιτακτική την ανάγκη αναδιάρθρωσης των ανώτατων εκπαιδευτικών δομών. Σε αυτά τα πλαίσια αναπαράγεται ευρέως από όλα το φάσμα της φοιτητικής αριστεράς, ότι αποτελεί κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης η δραστική απομαζικοποίση του πανεπιστημίου. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά ( αφού τα ΑΕΙ όλη την περίοδο της κρίσης δεν εμφανίζουν τάσεις δραστικής απομαζικοποίησης). Περισσότερο παρατηρείται μια ανακατανομή των εισαχθέντων, από τις «ανθρωπιστικές» σχολές προς τις τεχνικές, παρά μια οριζόντια μείωση. Η κίνηση αυτή (όπως αποτυπώθηκε με το «σχέδιο Αθηνά» και την περιγράψαμε ορθά) στοχεύει στην αντιστοίχηση με τις αναγκαιότητες του ελληνικού κεφαλαίου (ειδικά στους τομείς αιχμής – κατασκευή, μεταφορές, πληροφορική, υπηρεσίες) και με τη διάλυση του προηγούμενου κοινωνικού συμβιβασμού, όπου ο κρατικός μηχανισμός αποτελούσε τον κατεξοχήν ρυθμιστή της ανεργίας μέσω των προσλήψεων στο δημόσιο, και όπου τίθονταν φραγμοί στη συγκεντροποίηση κεφαλαίου, επιτρέποντας την διευρυμένη αναπαραγωγή μικροαστικών στρωμάτων. Η κίνηση της αναδιάρθρωσης, πέραν της ανακατανομής ανάμεσα σε σχολές, επιδιώκει τη μεταφορά του διαχωρισμού ΤΕΙ- ΑΕΙ, στο εσωτερικό των ΑΕΙ (με τη διάσπαση των πτυχίων και την εισαγωγή ειδικεύσεων και διακριτών κύκλων), σε εναρμόνιση με τις αναγκαιότητες της παραγωγής για εργασιακό δυναμικό με εμπλουτισμένες διανοητικές δεξιότητες, πολωμένο όμως, ή και εντασσόμενο πλέον, στην εργατική τάξη (χωρίς εποπτεία επί του εργασιακού αντικείμενου, χωρίς προοπτική ανέλιξης, και εν τέλει πραγματική, και όχι τυπική, υπαγωγή στο κεφάλαιο).

Έτσι λοιπόν αν η απομαζικοποίηση δεν αποτελεί στην παρούσα φάση την κυρίαρχη στρατηγική για τα πανεπιστήμια, αντίθετα είναι ο κατακερματισμός των πτυχίων και η ρευστοποίηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων η βασική πλευρά της κρατικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό το επιβεβαιώνουν όλοι οι μεταρρυθμιστικοί νόμοι που έχουν ψηφιστεί τα τελευταία χρόνια και κυρίως ο τελευταίος, ο νόμος Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου. Παράλληλα η διάσπαση των πτυχίων και η υπερεξειδίκευση, συμβάλλουν στη δυνατότητα διαρκούς απαξίωσης των τυπικών προσόντων, με στόχο την ένταση του κύκλου ειδίκευση – αποειδίκευση – επανειδίκευση, ώστε το εργασιακό δυναμικό να επανακαταρτίζεται διαρκώς, με δικά του έξοδα, στη βάση των εξελίξεων και των αναγκαιοτήτων της παραγωγής, και να απαξιώνεται η εργασιακή του δύναμη (όπως αυτή αυξάνεται μέσω της συσσώρευσης εμπειρίας στην εργασιακή διαδικασία και αντανακλάται στην αξία πώλησης της) και η διαπραγματευτική του ικανότητα απέναντι στο κεφάλαιο.

Η συγκρότηση της κυρίαρχης ιδεολογίας με τη μορφή του τεχνοκρατισμού και του επιστημονισμού, αλλά πρωτίστως ο αναγκαίος εξορθολογισμός του οικονομικού κόστους για το κεφάλαιο που απαιτείται για την κοινωνική αναπαραγωγή και αποτελεί τμήμα της παραγόμενης υπεραξίας, καθιστά αναγκαίο τον προσδιορισμό των εκπαιδευτικών στόχων ώστε να συμβαδίζει με τις απαιτήσεις του καταμερισμού εργασίας. Κάτι που ωστόσο δεν μπορεί να γίνει ποτέ πλήρως αποτελεσματικά λόγω του δομικού διαχωρισμού εκπαίδευσης και παραγωγής αλλά και του γεγονότος ότι η εκπαίδευση ως μία μακροχρόνια διαδικασία δεν είναι εύκολο να ρυθμιστεί αποτελεσματικά σε σχέση με τις άμεσες διακυμάνσεις της αγοράς. Έτσι έχουμε τη προσπάθεια οργάνωσης πολλαπλών μηχανισμών και διαδικασιών επίδρασης της παραγωγής εντός της εκπαίδευσης με τη σύμπραξη επιχειρήσεων πανεπιστημίου με στόχο την άμβλυνση της κατανεμητικής αστάθειας (τέτοιες προσπάθειες είναι οι ονομαστικές έδρες και τα spinoff εργαστήρια). Οι μηχανισμοί αυτοί εν τέλει συμβάλουν στην άσκηση μεγαλύτερης πίεσης για προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών με τις άμεσες εξελίξεις στην αγορά εργασίας (στην κατεύθυνση της ειδίκευσης), και την πιο άμεση αξιοποίηση της έρευνας στην παραγωγή. Οι κύριες κατευθύνσεις των αναδιαρθρωτικών νόμων για την «παραγωγικοποίηση» (πανεπιστήμια με καλύτερη ιδεολογική λειτουργία και αντιστοίχηση εκροών με τις θέσεις του καταμερισμού εργασίας) του πανεπιστημίου συνοψίζονται σε:

  • Η διάσπαση του κύκλου σπουδων σε 3ετή (Bachelor) και 2ετη μεταπτυχικά (Master) με πολλαπλές στοχεύσεις. Η περαιτέρω ειδίκευση και κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων των πτυχίων βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με τις ανάγκες του νεοφιλελεύθερου καταμερισμού της εργασίας, δηλαδή εργαζόμενους πλήρως ειδικευμένους- και επομένως εύκολα αναλώσιμους και διαχειρίσιμους. Επιπλέον, υποβαθμίζεται μεγάλη μάζα των αποφοίτων αφού η πλειοψηφία θα αρκείται στο Bachelor, ένα πτυχίο με γενικές γνώσεις και μηδαμινά επαγγελματικά δικαιώματα, αφού το master θα είναι πλήρως εντατικοποιημένο και θα απαιτεί δίδακτρα. Επιπλέον δίνεται η δυνατότητα στις σχολές να δημιουργήσουν διετείς κύκλους σπουδών που απλά παρέχουν ένα πιστοποιητικό διογκώνοντας τους επισφαλείς αποφοίτους στην αγορά εργασίας και δημιουργώντας παράλληλα τη δομή για την υποστήριξη της δια βίου επί πληρωμή επανακατάρτισης των ειδικευμένων αποφοίτων που θα αναγκάζονται να ψάχνουν εφόδια για να διεκδικήσουν τις ίδιες υποβαθμισμένες θέσεις εργασίας.

  • Ρευστοποίηση/αποστοίχηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχίων. Μηχανισμοί που κινούνται σε αυτή τη κατεύθυνση είναι: α) η αναδιάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών με κατεύθυνση μείωσης του χρόνου σπουδών (Bachelor) και της βαρύτητας του πτυχίου (αφαίρεση βασικών μαθημάτων ιδιαίτερα στις τεχνικές σχολές) με σκοπό την υποβάθμιση των εργασιακών προοπτικών των αποφοίτων. β) Η υποχρεωτική διάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών με βάση τις πιστωτικές μονάδες, κάτι που σπάει την ενιαιότητα του πτυχίου και τη δυνατότητα συλλογικών διεκδικήσεων. γ)Κατάργηση θεσμών που διασφάλιζαν την εργασιακή προοπτική (επετηρίδα) και ανάδειξη νέων φορέων πιστοποίησης (υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αποτιμάμε και την κατεύθυνση του ΤΕΕ να γίνει φορέας πιστοποίησης επαγγελματικών δικαιωμάτων) σκληραίνοντας τους όρους ένταξης στην αγορά εργασίας. δ)Ύπαρξη τμημάτων που εν γένει στερούνται επαγγελματικών δικαιωμάτων και αντίκρισμα στην αγορά εργασίας (ΣΕΜΦΕ, Πολιτικό νομικής κλπ). ε) Προώθηση και ανάδειξη νέων δικτύων ημιπανεπιστημιακών σπουδών ( χώρο που καταλαμβάνουν κυρίως τα ιδιωτικά) και αναβάθμιση του ρόλου τους ( ισοσκέλιση ιδιωτικών και δημόσιων πτυχίων).

  • Διαγραφές στα ν+2 – Πειθαρχικά μέτρα-Κανόνες δεοντολογίας:. Η μαζικοποίηση, η υποβάθμιση και ο κατακερματισμός των φορέων της διανοητικής εργασίας, δεν μειώνει μόνο την αξία της εργατικής τους δύναμης αλλά αλλάζει και τον κοινωνικό τους ρόλο. Έτσι πια υπάρχει απαίτηση από αυτούς να υιοθετήσουν πρακτικές αύξησης της αποδοτικότητας τους (μέσα από την πειθάρχηση και την εντατικοποίηση καθώς και το βάθεμα της ιεραρχίας, απαιτήσεις κυρίως για τα νέα εργαζόμενα στρώματα που πολώνονται ταξικά προς την πλευρά τη εργατικής τάξης) ενώ ο εκπαιδευτικός μηχανισμός μετασχηματίζεται προς αυτή την κατεύθυνση ακριβώς για να τους προετοιμάσει ιδεολογικά. Το μέτρο της διαγραφής είναι ένα κατασταλτικό μέτρο, που μαζί και με μια άλλη σειρά διατάξεων και κανόνων (διαγραφή μετά από 6 συνεχόμενα κοψίματα σε ένα μάθημα ή σε περίπτωση μη εγγραφής στο εξάμηνο δύο συνεχόμενες φορές κλπ), συγκροτούν ένα εντελώς πειθαρχικό πλέγμα φοίτησης, που στόχο έχει να διαμορφώσει την νέα φιγούρα του φοιτητή και να του εγχαράξει τα κατάλληλα για το κεφάλαιο χαρακτηριστικά πειθαρχίας, υποταγής και πειθηνιότητας..

  • Δημιουργία μηχανισμών αξιολόγησης. Με βάση τη νέα νομοθεσία η αξιολόγηση συνδέεται άμεσα με την χρηματοδότηση που έτσι κι αλλιώς δίνεται με το σταγονόμετρο. Έτσι και με βάση την μέχρι τώρα εμπειρία των εξωτερικών αξιολογήσεων στα ιδρύματα, η αξιολόγηση ως μηχανισμός αποτελεί όρος πειθάρχησης και εναρμόνισης των πανεπιστημίων στις κατευθύνσεις του νέου νόμου αλλά και των απαιτήσεων για πιο «αποδοτικά» πανεπιστήμια που θα έχουν καλύτερο λόγο εισροών/εκροών και καλύτερη απορρόφηση των αποφοίτων από τον καταμερισμό της εργασίας. Επιπλέον η διαδικασία της αξιολόγησης θα συμβάλει στην εναρμόνιση των τυπικών προσόντων με την αγορά εργασίας και την διαρκή απαξίωση των πτυχίων, ακόμα και παλαιότερων αποφοίτων, λειτουργώντας ως μοχλός της διαδικασίας ειδίκευση- αποειδίκευση- επανειδίκευση.

  • Συστηματοποίηση της δια βίου μάθησης ως μηχανισμός άμβλυνσης της δομικής καπιταλιστικής αντίφασης ειδίκευση-κινητικότητα. Στο βαθμό που ένα μέρος των προπτυχιακών σπουδών υποβαθμίζεται σε μία κατεύθυνση πρακτικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης «βασικών γνώσεων» με αμεσότερη αξιοποίηση τους από το κεφάλαιο, θα αναπτύσσεται ως αναγκαίο αντισταθμιστικό μέτρο η τάση για δια βίου επανεκπαίδευση. Κατεύθυνση που αυξάνει το ποσοστό εκμετάλλευσης των εργαζομένων και απαλλάσσει το κόστος μαθητείας από τις επιχειρήσεις, μεταφέροντας τα στις πλάτες των εργαζομένων.

  • Η σταδιακή μετακύλιση του κόστους σπουδών στους φοιτητές. Αυτή η κατεύθυνση εκκινεί από την αναίρεση του προηγούμενου κοινωνικού συμβιβασμού για το ξεπέρασμα της κρίσης σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας και αποτυπώνεται από την σχετική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης(που έχει αναδιανεμητικό ρόλο και το μέγεθος της αποτυπώνει τους ταξικούς συσχετισμούς) σε τομείς της κοινωνικής αναπαραγωγής(πχ υγεία, εκπαίδευση). Η σταδιακή μετακύλιση του κόστους σπουδών στους φοιτητές θα αρθρωθεί κυρίως γύρω:α) από την περικοπή των δωρεάν βιβλίων και την μερική κάλυψη των αναγκών από την αγορά περισσότερων αντιτύπων από τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες.β) από την σταδιακή εισαγωγή διδάκτρων. Η σταδιακή επιβολή προπτυχιακών διδάκτρων στα δημόσια πανεπιστήμια (στα μεταπτυχιακών γίνεται ήδη με ελάχιστες εξαιρέσεις πχ ΕΜΠ) θα σφραγίσει την εμπέδωση ενός αντιδραστικού συσχετισμού στο εσωτερικό των πανεπιστημίων και ανοίγει την δυνατότητα σε μετέπειτα στάδιο της αναδιάρθρωσης για μαζική χορήγηση φοιτητικών δανείων με τα γνωστά από της αγγλοσαξονικές χώρες αποτελέσματα(πίεση για γρήγορη αποπεράτωση σπουδών-εξατομίκευση-μηχανισμός καταστολής και στην εργασία ώστε να αποπληρωθούν οι δόσεις του δανείου). γ) από την ιδιωτικοποίηση της φοιτητικής μέριμνας (σίτιση, στέγαση). Ιδεολογικά, οξύνει την εξατομίκευση και την αντίληψη περί αξιοκρατίας μέσα από το δίπτυχο αποδοτικότητα-ανταποδοτικότητα.

  • Η αυταρχικοποίηση του πλαισίου λειτουργίας των ιδρυμάτων (Σ.Ι., νέες διοικήσεις, απουσία φοιτητών από τη συνδιοίκηση, άσυλο). Οι ριζικές αλλαγές στη διοικητική λειτουργία των ιδρυμάτων πέραν των άλλων συντελούν και στην αποδυνάμωση του φοιτητικού κινήματος ως δυνητικού παράγοντα αστάθειας στη δυνατότητα απρόσκοπτης επιβολής της κυβερνητική πολιτικής. Για λόγους που σχετίζονται τόσο με την κοινωνική νομιμοποίηση του φοιτητικού κινήματος, αποτέλεσμα του ιδιαίτερου ρόλου του στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αλλά και με την ιδιαίτερη αστάθεια που διαπερνά την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τον επί χρόνια αποκρυσταλλωμένο συσχετισμό στο εσωτερικό της, το φοιτητικό κίνημα έχει παίξει σε διάφορες περιπτώσεις το ρόλο του επιταχυντή των κοινωνικών αντιστάσεων. Σε μία περίοδο ρευστότητας και αστάθειας η οριοθέτηση αυτής της δυνατότητας αποτελεί αυτοτελή στόχο.

Παράλληλα όμως, και πέρα από την εφαρμογή των παραπάνω κατευθύνσεων, μέσω συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων, η διαδικασία της αναδιάρθρωσης προωθείται διαρκώς εντός του μηχανισμού, μέσω της ομαλής του λειτουργίας και της έντασης των πειθαρχικών του όψεων. Η διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού περιβάλλοντος με ασφυκτικούς ρυθμούς, συγκροτεί ένα πλέγμα πρακτικών το οποίο εγγράφει χαρακτηριστικοά εξατομίκευσης στο υποκείμενο. Η διαδικασία αυτή, εντάθηκε ιδιαίτερα μετά το ’06-’07, ως απόπειρα αναδιάταξης των ιδεολογικών συσχετισμών που είχαν καταφέρει να παγιώσουν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις (που μπλόκαραν την αναθεώρηση του αρ. 16, και ακόμα και αν δεν κατάφεραν να μπλοκάρουν τον νόμο- Πλαίσιο Γιαννάκου, επέβαλαν το πάγωμα του) και είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα εντός του μηχανισμού, που έχουμε ήδη περιγράψει ως «στροφή στα αμφιθέατρα». Φορέας αυτής της διαδικασίας ήταν το καθηγητικό σώμα, το οποίο –ως λειτουργός του μηχανισμού, αλλά και ως οργανωτής της κυρίαρχης ιδεολογίας σε επίπεδο κοινωνικού σχηματισμού- είδε το δομικό του ρόλο να αμφισβητείται έντονα και τον μηχανισμό από τον οποίο καρπώνεται πολιτικά και οικονομικά οφέλη να αποοσταθεροποιείται.

Η οικονομική κρίση επενέργησε ακόμα περισσότερο στη διαδιακασία της αναδιάρθρωσης εντός των πανεπιστημίων, επιδρώντας στα πολιτικοϊδεολογικά χαρακτηριστικά της φοιτητικής νεολαίας. Η εκτόξευση της ανεργίας έθεσε υπό διακύβευση την μελλοντική εργασιακή προοπτική των αποφοίτων, όπως αυτή μπορεί να διασφαλιζόταν (προ κρίσης) από την λήψη του πτυχίου- κατοχύρωση δικαιωμάτων. Παράλληλα η μείωση του βιοτικού επιπέδου, ενέτεινε τις πιέσεις που ασκούνται στη φοιτητική νεολαία από το μηχανισμό της οικογένειας, τόσο ιδεολογικά, όσο και οικονομικά, καθώς οι γόνοι παραδοσιακά στην Ελλάδα (και στη κρίση ακόμα περισσότερο), αντιμετωπίζονται ως ανταποδοτική μονάδα για την οικογένεια (επένδυση στην εκπαίδευση για κοινωνική ανέλιξη του γόνου αλλά και της οικογένειας).

Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι οι υλικές πιέσεις που υφίσταται η φοιτητιώσα νεολαία, είναι συγκριτικά λιγότερες σε σχέση με αυτές του κόσμου της εργασίας:

  • οι δυνατότητες προσαρμογής της στο νέο κρισιακό περιβάλλον είναι μεγαλύτερες από τους εργαζόμενους, οι οποίοι οργάνωσαν τη ζωή τους στη βάση συγκεκριμένων υλικών και ιδεολογικών προσδοκιών οι οποίες διαψεύστηκαν.

  • Η συγκρότηση μιας καθημερινότητας, η οποία ανταποκρίνεται σε νεολαιίστικα πρότυπα και τα πραγματώνει σε πολλαπλά επίπεδα (κοινωνικότητα, σεξουαλικότητα κλπ), μειώνει τις πιέσεις που ενσωματώνει η φοιτητική νεολαία ως υποκείμενο, καθώς της δίνει τη δυνατότητα να συγκροτεί ιδεολογικές αναγνωρίσεις (ακόμα και μικροεξουσίες), που για τον κόσμο της εργασίας (ακόμα και για τους νεολαίους που εντάσσονται στην εργασιακή διαδικασία, αμέσως μετά τη δευτεροβάθμια) είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνει.

  • Παρά τη μείωση του οικογενειακού βιoτικού επιπέδου, η αντίληψη του γόνου ως ανταποδοτική μονάδα, διασφαλίζει την παροχή πόρων (προφανώς μειωμένα σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο) για την ομαλή ένταξη σε ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων και πρακτικών, με σχετικά ανεξάρτητα χαρακτηριστικά (ειδικά σε σχέση με τη περίοδο της σχολικής εκπαίδευσης), σε αντίθεση με την κοινωνική περιθωριοποίηση που υφίστανται τα εργαζόμενα στρώματα, λόγω της κατάρρευσης του μοντέλου κατανάλωσης πάνω στο οποίο δόμησαν την καθημερινότητα και τις προσδοκίες τους.

Τα παραπάνω διαμορφώνουν ένα κοινωνικό περιβάλλον για τη φοιτητική νεολαία, που σε αντίθεση με τα συμπιεζόμενα λαϊκά στρώματα, συγκροτεί περισσότερο όρους ομαλότητας, και όχι έκτακτων συνθηκών. Το περιβάλλον αυτό, σε συνδυασμό με την ένταση του πειθαρχικού περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου και την ύφεση της ανάπτυξης συνδικαλιστικών- συλλογικών πρακτικών, έχει επιδράσει βαθιά στα πολιτικοϊδεολογικά χαρακτηριστικά του υποκειμένου.

Η αναδιαμόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών παρουσίασε στοιχεία τομής μετά την ήττα του φοιτητικού κινήματος ενάντια στο νόμο Διαμαντοπούλου. Η απογοήτευση από την αποτυχία του φοιτητικού κινήματος (αλλά και από την αδυναμία του να παράγει, αναβαθμισμένες πιέσεις στο κυβερνητικό κέντρο, με ευρύτερες κοινωνικές αντανακλάσεις), ακολουθήθηκε από την παγιωμένη τακτική της αναδιάρθρωσης του πλέγματος πρακτικών και εξουσιών εντός του μηχανισμού, με φορέα το καθηγητικό σώμα. Μόνο που αυτή τη φορά, η τακτική αυτή διαφοροποιούνταν ανάλογα με τα έτη στα οποία εφαρμοζόταν. Έτσι το καθηγητικό σώμα, κινήθηκε συντεταγμένα στην κατεύθυνση της συντριπτικής εντατικοποίησης στα μικρότερα έτη, ενώ παράλληλα (και με την πίεση του Υπουργείου, που αποκρυσταλλώθηκε στις «χαριστικές» πτυχιακές εξεταστικές του 2012- 2013, και τις «διπλές για όλους» της φετινής χρονιάς) για τα μεγαλύτερα έτη, τα οποία είχαν εμπλακεί σε συλλογικές πρακτικές και είχαν κινηματικές αναπαραστάσεις, επιλέχθηκε η τακτική της –σχετικής- διευκόλυνσης για τη λήψη του πτυχίου. Η διπλή αυτή κίνηση στόχευε από τη μια στην αδρανοποίηση των ετών με χαρακτηριστικά χαραγμένα από κινηματικές διεργασίες, στη βάση της προοπτικής του γρήγορου πτυχίου, και από την άλλη την ένταξη της «νέας γενιάς» σε ένα πλήρως αναμορφωμένο (σε αυταρχική/ πειθαρχική κατεύθυνση) πανεπιστημίο.

Σε αυτά τα πλαίσια κινείται και η πρόσφατη εξαγγελία του Υπουργείου για διαγραφή όλων των εισαχθέντων πριν το 2006. Με αυτήν τη μέθοδο πετυχαίνονται τρεις στόχοι: α) η εκκαθάριση ενός μεγαλύτερου ηλικιακά δυναμικού, που αν και δεν είναι στο σύνολό του πλήρως εκπαιδευτικά ενεργό, παρ’ όλα αυτά αποτελεί, σχετικά, «κινηματική δεξαμενή», β) η τρομοκράτηση , με το φάσμα της διαγραφής, της αμέσως επόμενης γενιάς (η οποία θεωρητικά καλυπτόταν, όπως και η προηγούμενη, από μεταβατικές διατάξεις, που όμως τώρα φαίνονται να παρακάμπτονται), ώστε να εκπληρώσει τις εκπαιδευτικές της υποχρεώσεις ταχέως και να «βγει» από το μηχανισμό, και, γ) η παγίωση για τα μικρότερα έτη του μέτρου της διαγραφής, ως «πειθαρχικό ορίζοντα», σε περίπτωση «παρέκκλισης» από την ομαλή ένταξη στο πλέγμα πρακτικών και εξουσίων του μηχανισμού. Προφανώς τα δύο τελευταία έχουν την μεγαλύτερη σημασία για την αναδιαρθρωτική κίνηση, καθώς (όσον αφορά το β.) επιτυγχάνεται η τρομοκράτηση ενός ενεργού κομματιού της φοιητικής νεολαίας που έχει κινηματικές αναπαραστάσεις και το οποίο είναι δυνητικός παράγοντας αστάθειας σε περίπτωση κινήσεων που αμφισβητείται η ένταξη του στο μηχανισμού με τους όρους που κατοχύρωσε, αλλά και η έξοδος με τις προοπτικές που προσδοκεί, ενώ παράλληλα (όσον αφορά το γ.) τα μικρότερα έτη «εκπαιδεύονται» σε ένα νέο πλαίσιο, με έντονα πειθαρχικά χαρακητριστικά. Η επιτάχυνση της ενεργοποίησης του μέτρου των διαγραφών πρέπει να αποκτήσει χαρακτήρα κεντρικού μετώπου για τα πανεπιστήμια το αμέσως επόμενο διάστημα. Η υλοποίηση των διαγραφών θα επιφέρει ταχύτατη και βίαιη μετατόπιση του ιδεολογικού συσχετισμού στα πανεπιστήμια, βάζοντας σχεδόν ανυπέρβλητα αναχώματα στην υλοποίηση κινηματικών διαδικασιών μετά την υλοποίηση του μέτρου. Η πλήρης εντατικοποίηση των σπουδών σε συνδυασμό με την πλήρη επιβολή της καθηγητικής εξουσίας που θα συντελείται, αφού τα εκδικητικά κοψίματα πλέον θα οριοθετούν τη δυνατότητα λήψης πτυχίου και θα διακυβεύουν την απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας θα οδηγήσουν σε ένα βαθμό πειθάρχησης ανάλογο με αυτόν των πανεπιστημίων της δυτικής Ευρώπης, με τα αντίστοιχα ιδεολογικά και πολιτικά αποτελέσματα. Μία τέτοια μεταβολή θα ανοίξει το δρόμο για την ομαλή επιβολή και των υπόλοιπων κατευθύνσεων της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης και την επίτευξη των κυρίαρχων στόχων της αστικής στρατηγικής για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με αυτονόητες συνέπειες σε σχέση με τις δυνατότητες αναπαραγωγής και υλοποίησης μίας ριζοσπαστικής πολιτικής στα πανεπιστήμια. Συνεπώς ο πολιτικός και κινηματικός σχεδιασμός των ΕΑΑΚ για το επόμενο διάστημα πρέπει να καθορισθεί από την κεντρικότητα του μετώπου των διαγραφών.

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ

Μετά το καλοκαίρι, η κυβέρνηση βρισκόταν αντιμέτωπη με την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο, στοχεύοντας επί της ουσίας στην άρση της μονιμότητας (με ότι εξ επαγωγής αποτελέσματα θα έχει αυτό και για τον ιδιωτικό τομέα) και τη διάλυση μιας βασικής όψης του κοινωνικού συμβιβασμού, δηλαδή, τον έλεγχο της ανεργίας από το κράτος- μαζικό εργοδότη. Η μάχη αυτή για την κυβέρνηση, πέρα από το στρατηγικό ρόλο που έχει στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, είχε αποφασιστικό χαρακτήρα, καθώς αποτελούσε προσπάθεια να δοθούν διαπιστευτήρια στα διεθνή κέντρα για την αξιοπιστία της, όσον αφορά στην επιβολή της στο λαϊκό παράγοντα. Αυτή η διαδικασία αναδιάρθρωσης στο δημόσιο είχε ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος από κλάδους να πλήττονται και έστω ενστικτωδώς να εξετάζουν το πως θα αντιδράσουν.

Το μέτρο των διαθεσιμοτήτων-απολύσεων (12.500 τον αριθμό) ήταν το βασικό αναδιαρθρωτικό μέτρο το οποίο η κυβέρνηση ήθελε να εφαρμόσει για να άρει, εν πολλοίς, ένα βασικό κεκτημένο των λαϊκών στρωμάτων, τη μονιμότητα στο δημόσιο. Το συγκεκριμένο μέτρο αφορούσε κυρίως κλάδους της εκπαίδευσης. Βασικό, όμως, στοιχείο ήταν ότι από τη μία το νομοσχέδιο για το «Νέο Λύκειο» συνέπιπτε χρονικά με το μέτρο των διαθεσιμοτήτων πράγμα που έδινε έναυσμα και στους μαθητές να σηκώσουν καταλήψεις αφού έρχονταν αντιμέτωποι με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και ότι από την άλλη, οι διαθεσιμότητες στους διοικητικούς επειδή στόχευαν ουσιαστικά στα τρία μεγάλα ιδρύματα τα χώρας (ΕΚΠΑ, ΕΜΠ και ΑΠΘ) συνιστούσαν μια επιταχυντική διαδικασία για την εμπέδωση της αναδιάρθρωσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θέτοντας και τους φοιτητές προ των ευθυνών τους. Εν κατακλείδι, υπήρχε η δυνατότητα διαμόρφωσης ενός σκληρού πυρήνα κινητοποιούμενων κλάδων που θα αφορούσε κατά βάση τους χώρους του δημοσίου και της εκπαίδευσης και με ιδιαίτερα μαζικούς όρους τους καθηγητές της δευτεροβάθμιας και τους διοικητικούς υπαλλήλους της τριτοβάθμιας.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια όταν άρχισε η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων και μετέπειτα η απεργία των καθηγητών συγκροτούνταν όροι για την συγκρότηση ενός πανεκπαιδευτικού μετώπου όπου σε μια διαδικασία αλληλοτροφοδότησης όλων των κομματιών που θα έπαιρναν μέρος, αυτό το μέτωπο θα μπορούσε να είχε διάρκεια τροφοδοτώντας και άλλους κλάδους του δημοσίου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κλάδος των καθηγητών θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία λόγω της πανελλαδικότητάς του, της αναβαθμισμένης παρουσίας συνδικαλιστικών πρακτικών αλλά και της σχετικά μαζικής παρουσίας της αριστεράς, η πρώτη προσπάθεια της κυβέρνησης για το χτύπημα της απεργίας θα ήταν μέσω της απομόνωσης των καθηγητών. Μόνο η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου, μέσω της αλληλοτροφοδότησης των αγωνιζόμενων κομματιών (καθηγητές δευτεροβάθμιας, διοικητικοί υπάλληλοι στην τριτοβάθμια, φοιτητές και μαθητές) θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον κοινωνικό αυτοματισμό και την επίθεση σε όλα τα επίπεδα από την πλευρά της κυβέρνησης. Επομένως ήταν επιτακτική ανάγκη οι δυνάμεις του συνόλου της αριστεράς (και ιδιαίτερα αυτής που διεκδικεί για τον εαυτό της τον χαρακτηρισμό ως αντικαπιταλιστική), να συμβάλει με όλες της τις δυνάμεις στη συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου, το οποίο θα προσπαθούσε να αποτελεί το πολιτικό νεύρο αυτών των κινητοποιήσεων δίνοντας σε αυτήν την μάχη χαρακτήρα κινητοποιήσεων διαρκείας και άρα χαρακτήρα πολιτικής μάχη. Ο κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων και τα αποτελέσματα που επάγει η μετατόπισή του προς το δυσχερέστερο στο ιδεολογικό επίπεδο, αποτέλεσαν τον κεντρικό παράγοντα οριοθέτησης της απεργίας των καθηγητών. Η τεράστια πτώση των ποσοστών της απεργίας τη δεύτερη βδομάδα ανέδειξε ακριβώς αυτό το κοινωνικό υπόστρωμα. Όμως, ρόλο έπαιξαν και οι υποκειμενικοί παράγοντες, κυρίως η στάση των δυνάμεων της αριστεράς τόσο στο συγκεκριμένο κλάδο όσο και ευρύτερα.

Οι παράγοντες αποτυχίας συγκρότησης αυτού του μετώπου είναι:

  1. Η αδυναμία και απροθυμία που έδειξαν οι δυνάμεις της αριστεράς, ήδη από το καλοκαίρι, να επιμείνουν στην κατεύθυνση του απεργιακού αγώνα κατά τη διάρκεια των εξετάσεων επιχειρώντας να σπάσουν το κατασταλτικό μέτρο της επιστράτευσης και κυρίως να φέρουν αντιμέτωπο το κυβερνητικό κέντρο με τη φθορά που θα παρήγαγε η απώλεια των εξετάσεων. Η τροπή που πήρε αυτή η μάχη έφερε αποτελέσματα απογοήτευσης και ηττοπάθειας στους εκπαιδευτικούς και έπληξε την όποια αξιοπιστία των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων της αριστεράς. Έτσι, η κατεύθυνση για απεργία διαρκείας των εκπαιδευτικών το φθινόπωρο ήταν ήδη σχετικά υπονομευμένη. Ενισχυτικά σε αυτή την τάση λειτούργησε και η στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας αλλά και των δυνάμεων της ρεφορμιστικής αριστεράς – κυρίως του ΚΚΕ – ήδη από την αρχή της απεργίας.

  2. Η αδυναμία των πρωτοπόρων κομματιών της ΟΛΜΕ που δεν βάλανε κατεύθυνση αυτός ο αγώνας να ανοίξει προς τα έξω είτε συντονιζόμενος με άλλα πληττόμενα κομμάτια που έβγαιναν στον δρόμο είτε δεν πήρε χαρακτηριστικά εξώστρεφης δράσης με ακτιβισμούς που θα κεντρικοποιούσαν με έναν διαφορετικό τρόπο των αγώνα και περιορίστηκε (πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις) στην οργάνωση της περιφρούρησης των σχολείων.

  3. Από την άλλη μεριά ήταν ευθύνη που ίδιου του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια που δεν αντιλήφθηκε την δυνατότητα συγκρότησης ενός τέτοιου πανεκπαιδευτικού μετώπου και το πόσο κομβική για την εξέλιξή του ήταν η τροφοδότηση από τους μαθητές που μόνο το φοιτητικό κίνημα θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να τους εμπλέξει.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα ΕΑΑΚ είχαν μία πολύ στρεβλή αντίληψη στο εσωτερικό τους όσον αφορά στη διαδικασία με την οποία ένα τέτοιο μέτωπο θα οικοδομούνταν. Είτε θεωρούσαν ότι ο συντονισμός των επιμέρους κλάδων θα γινόταν στο κοινό αναβαθμισμένο πολιτικό περιεχόμενο και όχι στην κινηματική σύγκλιση με στόχους που να ενοποιούν τα επιμέρους αιτήματα, με αποτέλεσμα να μην γίνεται κάποιος κοινός κινηματικός σχεδιασμός αλλά και όταν προσπαθήθηκε (την 1η εβδομάδα) να γίνει ένα κοινό συντονιστικό των κινητοποιούμενων κλάδων να υποτιμάται πλήρως. Είτε θεωρούσαν ότι κοινωνικά μέτωπα διαμορφώνονται μέσα από τη χωροχρονική σύμπτωση των κινηματικών εξάρσεων του κάθε κλάδου, παραγνωρίζοντας πλήρως τα αποτελέσματα που επάγει η κινητοποίηση του ενός κλάδου στον άλλο υπό το πρίσμα της ενότητας και της προοπτικής που προσφέρει η αλληλοτροφοδότηση των δύο, είτε καλούσαν σε μία αφηρημένη αλληλεγγύη σε άλλον ένα πληττόμενο κλάδο, υποβαθμίζοντας την αναγκαιότητα παρέμβασης τους στις εξελίξεις..Τελικά, μετά την αποτυχία συγκρότησης του πανεκπαιδευτικού μετώπου, μόνο η απεργία των διοικητικών κατάφερε να αποκτήσει διαρκή χαρακτηριστικά, χωρίς να επιτύχει όμως να κοινωνικοποιηθούν τα αιτήματά της. Πρέπει να τονισθεί πως η διάρκεια αυτής οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στα χαρακτηριστικά που εξέλαβε με το καθολικό κλείσιμο των ιδρυμάτων και την περιφρούρηση αυτών. Χαρακτηριστικό είναι πως σε ιδρύματα στα οποία οι διοικητικοί απεργούσαν, αλλά απείχαν μόνο από τα διοικητικά τους καθήκοντα ή προχωρούσαν σε συμβολικό κλείσιμο των γραμματειών, δεν συνέχισαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις κινητοποιήσεις τους. Ακριβώς γιατί η παρεμπόδιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ήταν αυτή που κεντρικοποιούσε το ζήτημα, αλλά και έδινε μία ασπίδα στους διοικητκούς απέναντι στον κοινωνικό αυτοματισμό από πλευράς φοιτητών, καθώς στις συνελεύσεις των φοιτητών το βασικό επίδικο ήταν η σύνδεση του αγώνα των εργαζομένων με αυτόν των φοιτητών και όχι το ανοιχτή-κλειστή σχολή. Δεν είναι τυχαίο κιόλας πως όταν οι διοικητικοί του ΕΜΠ αποφάσισαν την συνέχιση της απεργίας τους χωρίς καθολικό κλείσιμο, μία σειρά από σχολές άνοιξαν και σε συνδυασμό με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία και προτάσεων του ΠΑΜΕ, η απεργία έληξε.

Η διαδικασία αυτή του τριμήνου απεργιών και καταλήψεων έκλεισε χωρίς κάποια συγκεκριμένη υλική νίκη για λογαριασμό των διοικητικών υπαλλήλων και άφησε δυσμενείς όρους για τον τρόπο που ξεκίνησε η εκπαιδευτική διαδικασία. Στο έδαφος κιόλας ότι το φοιτητικό κίνημα τα τελευταία χρόνια δεν έχει καταφέρει να αποκρυσταλλώσει κάποια υλική νίκη, τα ιδεολογήματα του ατομισμού και της ατομικής διεξόδου από την κρίση οξύνονται και ιδιαίτερα στα μικρότερα έτη τα οποία, ελλείψει κινηματικών αναπαραστάσεων νίκης φάνηκε και κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων να διχοτομούνται και να στρέφονται πλειοψηφικά προς την κατεύθυνση της επιστροφής στην ομαλότητα μέσω των «ανεξάρτητων» μπλοκ αντικατάληψης. Είναι σαφές, ότι η συνεχιζόμενη ήττα του λαϊκού κινήματος αλλά και η εμπέδωση πτυχών της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης θα συντηρητικοποιεί και θα πειθαρχεί συνεχώς το φοιτητικό σώμα θέτοντας αναχώματα σε μελλοντικές κινητοποιήσεις είτε αυτό το ρεύμα καναλιζάρεται από κάποιο «ανεξάρτητο» πλαίσιο, είτε εκπροσωπείται με άμεσο τρόπο από τις καθεστωτικές παρατάξεις.

Το σημαντικότερο όμως αρνητικό αποτέλεσμα μετά το πέρας των κινητοποιήσεων είναι το χαμένο εξάμηνο στη νομική. Η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι αποτέλεσμα του καθηγητικού ρεβανσισμού αλλά ταυτόχρονα είναι μια προσπάθεια απειλής και παραδειγματισμού για πιθανές επόμενες κινητοποιήσεις, που συνιστά τομή για το πώς διεξάγεται η αντιπαράθεση εντός των ιδρυμάτων. Μία τέτοια στάση καθηγητικού ρεβανσισμού, έχει συγκεκριμένες ιδεολογικοπολιτικές επιπτώσεις για το φοιτητικό σώμα. Αποτελεί δείγμα και παρακαταθήκη εφαρμογής του νόμου, κι ιδιαίτερα μίας διάταξης (minimum 13 εβδομάδες μαθημάτων) που λειτουργεί ως αντίποινα κι εκδίκηση για οποιοδήποτε είδος κινητοποιήσεων οριοθετώντας αλλά και μακροπρόθεσμα την ίδια την ύπαρξη φοιτητικού κινήματος με διάρκεια.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ

Βασική προϋπόθεση για την επιβολή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης αποτελεί η σκλήρυνση των ιδεολογικών όρων συγκρότησης των φοιτητών. Κατεύθυνση που αποτυπώνεται μέσα από την «επιστροφή των φοιτητών στα αμφιθέατρα» και την εξατομίκευση των υποκειμένων ως βασικό θεμέλιο σταθεροποίησης του μηχανισμού του πανεπιστημίου. Απέναντι σε μια ιδεολογική αστάθεια που είχε φέρει –και αφήνει παρακαταθήκες- το φοιτητικό κίνημα, προτάσσεται:

  • Η πιο στενή πρόσδεση του φοιτητικού σώματος στις νόρμες μιας πιο ασφυκτικής εκπαιδευτικής διαδικασίας με υποχρεωτικά μαθήματα και προόδους. Παρότι η ανά σχολή εφαρμογή όψεων της αναδιάρθρωσης μετά το 2006-2007 και ο επιβιωτισμός ως καθολική τάση εντός του φοιτητικού σώματος, δημιουργούν μια τέτοια ροπή, το κομβικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας θα αποτελέσουν οι διαγραφές φοιτητών μέσω της αλλαγής των εσωτερικών κανονισμών των ιδρυμάτων. Η ύπαρξη διαγραφών στα ν+2 χρόνια εντός των ευρύτερων αντικειμενικών πιέσεων που δημιουργεί η κρίση στους φοιτητές θα σφραγίσει τις διαδικασίες εντατικοποίησης-εξατομίκευσης-αποδιάρθρωσης των συλλογικών πρακτικών. Τα παραπάνω στοχεύουν στην καταστολή της φοιτητικής νεολαίας ως παράγοντα αποσταθεροποίησης επιλογών του αστικού συνασπισμού εξουσίας και της «προετοιμασίας» της προσαρμογής της στον συσχετισμό δύναμης της παραγωγής και στις ανάγκες του ως πειθήνιος-πειθαρχημένος εργαζόμενος.

  • Η αυταρχική θωράκιση του πανεπιστημίου σε όλα τα επίπεδα απέναντι στις φοιτητικές αντιδράσεις, είτε αφορά τον αναβαθμισμένο ρόλο των καθηγητών στην καταστολή του φοιτητικού σώματος (διαγραφές-πειθαρχικά), είτε τα νέα στεγανοποιημένα ακόμα και από την θεσμική παρουσία φοιτητών όργανα διοίκησης (Σ.Ι, τμήματα), είτε την οριστική απουσία ασύλου ώστε κάθε κινητοποίηση με πρακτικές απολήξεις να απειλείται με συλλήψεις οριοθετώντας τις ριζοσπαστικές πρακτικές. Η αυταρχική θωράκιση του πανεπιστημίου αποτυπώνεται γλαφυρά στην διευρυνόμενη κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας εντός των καθηγητών και ευρύτερα του ελληνικού πανεπιστημίου ως πιο ταιριαστού ιδεολογικού υποσυνόλου στην νεοφιλελεύθερη προσαρμογή του εκπαιδευτικού υποδείγματος . Στη συγκυρία οι καθηγητές πλειοψηφικά πολώνονται διαρκώς περισσότερο με την εμπέδωση και επιβολή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, ιδίως η αντιδραστική εμπροσθοφυλακή της αναδιάρθρωσης που αποτελούν τους καθηγητές των Σ.Ι και το μπλοκ που συσπειρώνεται γύρω τους, εκτελούν ρόλο άμεσης καταστολής των ριζοσπαστικών πρακτικών και στεγανοποίησης της διοικητικής λειτουργίας των ιδρυμάτων. Η ευκολία καταπάτησης του ασύλου σε κλασσικές μορφές κινητοποίησης χωρίς ιδιαίτερα οξυμένα χαρακτηριστικά, αναδεικνύει την κατεύθυνση επιβολής ενός νέου συσχετισμού στο εσωτερικό του πανεπιστημίου ακόμα και με έξωθεν κατασταλτικές «παρεμβάσεις». Η σημασία της υπεράσπισης του ασύλου πρακτικά-πολιτικά-ιδεολογικά μέσω της ανάδειξης της στόχευσης (επιβολή αναδιάρθρωσης) αλλά και του ακραίου αυταρχισμού αυτών των πρακτικών , προσδιορίζει και το καθήκον για τα ΕΑΑΚ αναφορικά με την προάσπιση του ασύλου την επόμενη περίοδο. Η υπεράσπιση του ασύλου αφορά τόσο τη δυνατότητα των φοιτητών να αντιστέκονται στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση αλλά και στην υπεράσπιση ενός λαϊκού κεκτημένου μια προηγούμενης περιόδου με μακροπρόθεσμη σημασία τόσο για το φοιτητικό όσο και για το λαϊκό κίνημα συνολικά.

  • Αν τα παραπάνω συντελούν στην εξατομίκευση και συντηρητικοποίηση των φοιτητών από πλευράς πανεπιστημίου , υπάρχουν και εξωγενείς παράγοντες που συνδράμουν –αν και δευτερευόντως- που στη συγκυρία αποκτούν μια βαρύτητα λόγω της κρίσης. Η βίαιη φτωχοποίηση μιας σειράς κοινωνικών στρωμάτων επηρεάζει ιδεολογικά τους φοιτητές μέσα από το μηχανισμό της οικογένειας. Η μείωση της δυνατότητας για οικονομική στήριξη αλλά και η ιδεολογική επιρροή των γονιών στο φοιτητή πολλές φορές αποτελούν σημαντικό παράγοντα συντηρητικοποίησης και αυτόβουλης εντατικοποίησης. Επιπλέον μια σειρά μηχανισμών κοινωνικοποίησης ( «ελαφριά ναρκωτικά», οπαδισμός, η κοινωνικοποίηση μέσα από το ιντερνέτ κλπ) πολλές φορές οριοθετούν σε μεγάλο βαθμό την αριστερή ιδεολογία και τη συλλογική πρακτική

Σε αυτά τα πλαίσια και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις μέσα στα πανεπιστήμια αναπροσαρμόζονται με σκοπό να διατηρήσουν κάποιους κοινωνικούς και πολιτικούς δεσμούς μέσα σε μία δυσμενή συνθήκη επιστροφής των φοιτητών στα αμφιθέατρα.

  • Οι καθεστωτικές παρατάξεις – κυρίως η ΔΑΠ- , διατηρούν ένα πολιτικό λόγο προσαρμοσμένο στην δεξιά μετατόπιση της ΝΔ και εμπέδωσης τόσο της καπιταλιστικής όσο και την εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης ως το μόνο ρεαλιστικό δρόμο. Αυτό γίνεται με την περεταίρω υιοθέτηση μιας μετεμφυλιακής φρασεολογίας και ακροδεξιών πρακτικών εκεί που κατέχει τους συσχετισμούς. Ταυτόχρονα κατευθύνονται σε μία διατήρηση πελατειακών σχέσεων με τους φοιτητές μέσα από την διεξαγωγή σεμιναρίων και εκδηλώσεων που σκοπό έχουν να δικτυώσουν τον φοιτητή ώστε να του δώσουν καλύτερες πιθανότητες εύρεσης εργασίας. Έτσι αυτές οι παρατάξεις εντείνουν την αποπολιτικοποίηση, μετασχηματίζοντας περεταίρω το ρόλο τους από φοιτητική παράταξη σε μεσάζοντα ατομικών συμφερόντων.

  • Η ΚΝΕ ,ως απότοκο της οικονομίστικης αντίληψης για τα πανεπιστήμια που θεωρεί την εκπαιδευτική διαδικασία ως ουδέτερη, αδυνατεί να αντιληφθεί το ρόλο της εντατικοποίησης καθώς και των καθηγητών στην εμπέδωση την αναδιάρθρωσης με αποτέλεσμα στη συγκυρία να νομιμοποιεί από αριστερή σκοπιά την διαδικασία την πειθάρχησης του φοιτητικού σώματος μέσα από το καθηγητικό ρεβανσισμό και την όξυνση των εντατικών όρων φοίτησης.

  • Η ΑΡΕΝ υιοθετεί μία αυτόνομη αντίληψη για την παρέμβαση μέσα στα πανεπιστήμια που θεωρεί του φοιτητικούς συλλόγους χρεωκοπημένους. Λογική που αναδεικνύει την αναγκαιότητα αυτόνομων δομών έκφρασης και χειραφέτησης από την κυρίαρχη ιδεολογία ( αυτοδιαχειριζόμενα στέκια , κυλικεία, κλπ) που σε συνδυασμό με μία παντελή απουσία ριζοσπαστικών πρακτικών και σύνδεσης με τις μάζες, περιθωριοποιεί την ίδια την παράταξη. Η υιοθέτηση αριστερίστικων πρωτοβουλιών, ως μέσο διαφοροποίησης από τα ΕΑΑΚ, είναι το μόνο μέσο που την αναδεικνύει ως αυτοτελής δύναμη- υπό περιπτώσεις- σε μία συγκυρία.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΩΝ ΕΑΑΚ

Ο τρόπος που τα ΕΑΑΚ αντιμετώπισαν το φοιτητικό κίνημα της φετινής χρονιάς, αλλά και η συνολική αδυναμία τους να ανασυγκροτήσουν την πολιτική τους παρέμβαση σε μία κατεύθυνση συγκρότησης μίας γραμμής των μαζών που θα δημιουργεί δυνατότητες συγκρότησης κινηματικών μπλοκ και θα υλοποιεί μία σειρά πολιτικών πρακτικών εντός των σχολών αναδεικνύουν μια συνολικότερη μετατόπιση, που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια στα ΕΑΑΚ και τείνει να λάβει βαθύτερα χαρακτηριστικά. Η αποσύνδεση τους από το πεδίο της ανάπτυξης πολιτικών πρακτικών εντός των συλλόγων, συνοδεύτηκε από μια συγκυρία με δυο βασικά χαρακτηριστικά, που οδήγησε στην ανάπτυξή τους, ανεξάρτητα από τα πολιτικά αποτελέσματα που πετύχαιναν στους συλλόγους: α) την οικονομική κρίση και την παρεπόμενη απονομιμοποίηση των κυρίαρχων πολιτικών παρατάξεων του δικομματισμού, β) την αίγλη της «καθοδήγησης» του φοιτητικού κινήματος του ’06-’07 και την σχετική περιθωριοποίηση των υπόλοιπων δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς.

Σε αυτά τα πλαίσια, και στη βάση των υφιστάμενων ήδη αντιφάσεων στην πολιτική κατεύθυνση και την πρακτική τους, τα ΕΑΑΚ «εθίστηκαν» στην απουσία της πολιτικής πρακτικής, καθ’ ότι υπήρχε η δυνατότητα να αναπαράγονται (τόσο τα σχήματα, όσο και οι οργανώσεις), χωρίς τις πιέσεις που παρήγαγαν οι συγκρούσεις με τον κοινωνικό μέσο όρο και το καθηγητικό σώμα. Σταδιακά λοιπόν μετατράπηκαν σε ένα αυτοτελές κοινωνικοπολιτικό δίκτυο, που αυτοαναπαραγόταν, τείνοντας να εγκαταλείψουν το μοντέλο των κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων (σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής, μέσω της γραμμής μαζών, και σε επίπεδο οργάνωσης, μέσω του δικτύου σχημάτων).

Φυσικά, κεντρικό ρόλο σε αυτή τη μετατόπιση παίζει η ίδια η μεταβολή των ιδεολογικοπολιτικών χαρακτηριστικών του φοιτητικού υποκειμένου και η αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό των πανεπιστημίων. Οι μετατοπίσεις που επισυμβαίνουν στο φοιτητικό σώμα δεν μπορούν παρά να διαπερνούν τα ΕΑΑΚ. αλλά και τις οργανώσεις που παρεμβαίνουν στο εσωτερικό τους. Έτσι, στο φοιτητικό δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και στο ευρύτερο δυναμικό των σχημάτων επιδρούν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω οδηγώντας στην ενσωμάτωση χαρακτηριστικών αποπολιτικοποίησης και απομόρφωσης, κοινωνικοπολιτικού συντηρητισμού και δυσανεξίας απέναντι σε πτυχές ριζοσπαστικών και συγκρουσιακών πρακτικών, ενσωμάτωσης της καταστολής. Σε αυτό το έδαφος επιδρούν και οι προβληματικές που χαρακτηρίζουν μια σειρά οργανώσεων του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς – οι οποίες μάλιστα οξύνονται στη συγκυρία της κρίσης και μέσω της νομιμοποίησης και κατοχύρωσης πολιττικών λειτουργιών στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που λίγη σχέση έχουν με τη φυσιογνωμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς -, όπως ένας ιδιότυπος σεκταρισμός, οι μικροηγεμονισμοί και οι διαγκωνισμοί γύρω από ανύπαρκτα διακυβεύματα, η αυτοαναφορά και η λογική της ανάπτυξης της οργάνωσης ακόμα και σε βάρος των κινηματικών επιδίκων, ο εθισμός σε μία πολιτική φυσιογνωμία πολιτικοοργανωτικής επιβολής και επίλυσης των αντιθέσεων μόνο με όρους μικροσυσχετισμών και μακριά από το πεδίο των μαζών.

Οι αντιλήψεις και οι προβληματικές αυτές έχουν οδηγήσει τα ΕΑΑΚ σε μία ουσιαστική απομάκρυνση από τα στοιχεία εκείνα της φυσιογνωμίας τους που τα καθιστούσαν ένα από τα επιτυχημένο μορφώματα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στους κοινωνικούς χώρους. Τα ΕΑΑΚ τείνουν να απωλέσουν τη φυσιογνωμία των αριστερών ριζοσπαστικών συσπειρώσεων που ασκούν αντικαπιταλιστική πολιτική οξύνοντας τις ιδιαίτερες αντιθέσεις που αναπτύσσονται στους κοινωνικούς χώρους και οριοθετώντας έτσι πτυχές της κυρίαρχης στρατηγικής, αποτελώντας ταυτόχρονα οχήματα σύναψης κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών στο εσωτερικό των πανεπιστημίων.

Αυτή η μεταστροφή στη φυσιογνωμία των σχημάτων κυρίαρχα αποτυπώνεται στην πολιτική κατεύθυνση και πρακτική των σχημάτων και δευτερευόντως στα ζητήματα πολιτικής λειτουργίας, που αποτελούν απλώς την οργανωτική αποκρυστάλλωση των πολιτικών μετατοπίσεων. Έτσι τα ΕΑΑΚ αδυνατούν να αναγνώσουν την ειδική συγκυρία στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού μηχανισμού, να ιεραρχήσουν τα μέτωπα και να συγκροτήσουν μία μαζική γραμμή που θα μπορεί να στρατεύει ευρύτερα τμήματα των φοιτητικών ακροατηρίων γύρω από συγκεκριμένες αιχμές. Αδυνατούν επίσης να ασκήσουν πτυχές ριζοσπαστικών πολιτικών πρακτικών που θα μετατοπίζουν τα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά του κόσμου των συλλόγων και θα επανασυγκροτούν όψεις συλλογικών και κινηματικών αναπαραστάσεων στις σχολές. Σταδιακά, τα ΕΑΑΚ μετατρέπονται σε ένα απλό πεδίο πολιτικής – πολιτιστικής διαφοροποίησης και αναπαραγωγής πτυχών μίας αριστερής – ή αριστερίστικης – πολιτικής κριτικής στα πανεπιστήμια, απομακρυσμένο από το πεδίο της πολιτικής πρακτικής. Πίσω από αυτή τη μεταστροφή, πέρα από τους κοινωνικούς όρους, υποκρύπτεται και μία ηττοπαθής πολιτική εκτίμηση σε σχέση με τις δυνατότητες άσκησης πραγματικά ριζοσπαστικής πολιτικής στα πανεπιστήμια, με το δοσμένο συσχετισμό δυνάμεων, που φαίνεται να καταλήγει ότι δεν υπάρχουν δυνατότητες συγκρότησης κινηματικών διαδικασιών ή έστω συλλογικών αγωνιστικών πρακτικών στα πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να προκρίνεται η συγκρότηση των ΕΑΑΚ ως ενός κοινωνικοπολιτικού δικτύου που θα αναπαράγεται, έστω και μειοψηφικά, αξιοποιώντας την κοινωνικοπολιτική του εμβέλεια, χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία πολιτικής πρακτικής.

Αυτές τις μετατοπίσεις αντανακλά η αντιφατική πολιτική πρακτική των σχημάτων στις κινητοποιήσεις του προηγούμενου εξαμήνου. Πολύ περισσότερο ενδεικτική είναι η απουσία οποιασδήποτε πολιτικής πρακτικής και κατεύθυνσης από τα ΕΑΑΚ μετά την εξαγγελία του υπουργείου για τη διαγραφή 180.000 φοιτητών μέχρι τον Ιούνιο. Το γεγονός ότι τα ΕΑΑΚ δε συζητούν καν για το μέτωπο των διαγραφών, δεν παίρνουν καμία πολιτική πρωτοβουλία και αντίθετα την ίδια στιγμή που επιχειρείται η πλήρης επιβολή των στόχων της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που το φοιτητικό κίνημα οριοθετεί εδώ και τέσσερις δεκαετίες ασχολούνται με την – πραξικοπηματική – επιβολή μίας γραφειοκρατικής και συγκεντρωτικής πολιτικής λειτουργίας στο δίκτυο, σηματοδοτεί τον κίνδυνο της οριστικής αποδιάρθρωσης του δικτύου των ΕΑΑΚ, ως πολιτικής στρατηγικής και φυσιογνωμίας.

Αυτή η μετατόπιση δε θα μπορούσε παρά να έχει και την οργανωτική της αποκρυστάλλωση. Στα ΕΑΑΚ ήδη τα τελευταία χρόνια διαμορφώνονται, με άτυπο μέχρι σήμερα τρόπο, πτυχές μίας πολιτικής λειτουργίας που απαξιώνει εντελώς τα σχήματα και ναρκοθετεί κάθε δυνατότητα πολιτικού διαλόγου. Η λειτουργία των συντονιστικών είναι ενδεικτική, όπως επίσης και η χαρακτηριστική ευκολία με την οποία σχήματα διασπώνται, ή εισέρχονται σε περιόδους κρίσης και αδυναμίας πολιτικής λειτουργίας μόνο για να εξυπηρετηθούν οι πολιτικοοργανωτικές σκοπιμότητες των οργανωμένων συνοστωσών. Σήμερα, η κατεύθυνση αυτή επιχειρείται να αποκτήσει και τυπική οργανωτική αποκρυστάλλωση.

Έτσι στη συγκυρία, α) επανέρχεται η λογική της μεταροπής των ΕΑΑΚ σε πτέρυγα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, και β) της συγκρότησης τους ως αυτοτελούς πολιτικού χώρου. Οι δυο λογικές συγκλίνουν, παρά τις διαφορετικές κωδικοποιήσεις και τις νοηματοδοτήσεις λόγω διαφορετικής πολιτικοϊδεολογικής προέλευσης, σε αντίστοιχο μοντέλο λειτουργίας και αντίστοιχη πολιτική κατεύθυνση, δηλ. την απουσία πολιτικών πρακτικών και παρέμβασης, και την πρόταξη της ιδεολογικής παρέμβασης.

Η κατεύθυνση αυτή εισάγεται πανελλαδικά, καθώς ήδη έχει γίνει προσπάθεια να υλοποιηθεί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Όσον άφορα τη Θεσσαλονίκη, η εισαγωγή προεδρείου και καταλόγου στα πρότυπα της Αθήνας, θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα, καθώς θα κατέληγε σε μια στείρα αποτύπωση οργανωτικών συσχετισμών. Για την Αθήνα η δημιουργία σώματος αντιπροσώπων για κείμενο θα διαμόρφωνε πολλαπλές προβληματικές, τόσο όσον αφορά τη μετατόπιση των συντονιστικών από διαδικασίες οριζόντιου συντονισμού πάνω σε κινηματικά επίδικα, σε δευτεροβάθμια όργανα παραγωγής πολιτικής γραμμής, όσο και- στην περίπτωση παραγωγής συνδικαλιστικών κειμένων- ανακοινώσεων ΕΑΑΚ για συγκεκριμένα επίδικα- στην παγίωση μιας διαδικασίας συγκρότησης σώματος, το οποίο θα λειτουργεί με όρους πλειοψηφίας- μειοψηφίας. Η μη υλοποίηση της συγκεκριμένης κατεύθυνσης τόσο στη Θεσσαλονίκη (που δεν έμπαινε με αντίστοιχους όρους σκλήρυνσης), όσο και πολύ περισσότερο στην Αθήνα, αναδεικνύουν ότι υπάρχει πεδίο άσκησης πιέσεων και μετατοπίσεων, τόσο στο οργανωμένο, όσο και στο ανένταχτο δυναμικό των σχημάτων.

Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά, ότι σε περιόδους κρίσης, οι συλλογικότητες που εξακολουθούν να διατηρούν επαναστατική πολιτική κατεύθυνση και αναφορά, είναι ευεπίφορες στην παρρέκλιση του σεχταρισμού (ως μέσο αυτοπροστασίας) και του αριστερισμού (ως αποχή από την πολιτική πρακτική), καθώς αυτές είναι ορισμένες από τις κυρίαρχες μορφές που λαμβάνει στη συγκυρία η επίδραση της αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό του μαρξισμού

Η κρίση πολιτικής στρατηγικής και φυσιογνωμίας των ΕΑΑΚ σχετίζεται και με τις πολιτικοϊδεολογικές παρεκκλίσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους. Δύο είναι οι βασικές ιδεολογικές εκδοχές που παρά τις αντιφάσεις μεταξύ τους τείνουν να συγκλίνουν ως προς τα πολιτικά αποτελέσματα.

Α) Η αντίληψη της «επιχειρηματικοποίησης» του πανεπιστημίου σύμφωνα με αυτήν το πανεπιστήμιο μετά τη δεκαετία του 70 περνάει σε μία καινούρια φάση. Το πανεπιστήμιο κατακερματίζεται και ιεραρχείται σε πυραμιδοειδή διάταξη που τα ΑΕΙ βρίσκονται στην κορυφή και επομένως απομαζικοποιούνται. Επιπλέον η έρευνα και τα πιο ειδικευμένα πτυχία αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα καθώς αποτελούν το πεδίο εξόρμησης του κεφαλαίου στα πανεπιστήμια (είτε μέσα από την ειδικευμένη έρευνα-παραγγελία επιχειρήσεων είτε μέσα από προγράμματα σπουδών φτιαγμένα και ραμμένα για συγκεκριμένες επιχειρήσεις).

Η ίδια η σύλληψη του επιχειρηματικού πανεπιστημίου εντάσσεται στη γενικότερη αντίληψη του ολοκληρωτικού καπιταλισμού σύμφωνα με την οποία σε αυτή τη φάση του καπιταλισμού διάφορα πεδία κοινωνικής αναπαραγωγής γίνονται άμεσα πεδία παραγωγής αξίας και υπεραξίας. Ταυτόχρονα με την αντίληψη ότι μέχρι πρότινος ενδιάμεσα μικροαστικά κοινωνικά στρώματα ή και διαταξικές κατηγορίες, μέσα από την διαδικασία παραγωγικοποίησης επιμέρους μηχανισμών, εντάσσονται στην εργατική τάξη παράγοντας υπεραξία.

Όμως αυτή η αντίληψη που υποβαθμίζει τη διακριτότητα και την αυτοτέλεια των μηχανισμών και των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής στον καπιταλισμό και της αντίληψης της συγχώνευσης παραγωγικών και μη παραγωγικών λειτουργιών στο εσωτερικό των ίδιων μηχανισμών δεν αποτελούν παρά αποκρυστάλλωση στο σήμερα μιας γενικότερης θεωρητικής προβληματικής, του οικονομισμού. Ο οικονομισμός αδυνατεί να συλλάβει πως μiα διαταξική κοινωνική ομάδα, που δεν είναι ενιαία τάξη μπορεί να αποτελέσει φορέα μιας ανατρεπτικής πολιτικής παρέμβασης. Έτσι λοιπόν δίνεται προτεραιότητα στα οικονομικά ζητήματα (πολλές φορές σκληρά συντεχνιακά) των φοιτητών των λαϊκών οικογενειών που μέσα από την διαπαιδαγώγηση τους θα γίνουν κομμουνιστές (ή αντικαπιταλιστές στο τώρα) που σαν καθήκον τους θα έχουν να συμπαρατάσσονται στο εργατικό κίνημα. Για τα παιδιά των λαϊκών οικογενειών αυτό σημαίνει να τους αποστερούν την δυνατότητα ένταξης στο πανεπιστήμιο, αλλά και σε περίπτωση που μπουν, αυτό το νέο πανεπιστήμιο να έχει ως στόχο τον κατακερματισμό και υπαγωγή της «γνώσης» στο κεφάλαιο και την στυγνή εκμετάλλευση των σπουδαστών μέσα από την ειδικευμένη έρευνα. Έτσι είτε είσαι νεολαίος, είτε εργάτης, είτε μικροαστός, είσαι μέρος του λαού που παλεύει ενάντια στην εκμετάλλευση από πλευράς του κεφαλαίου σε μία περίοδο που η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής διαμορφώνουν τους υλικούς όρους να δουλεύουμε όλοι λιγότερο και να ζούμε καλύτερα.

Η αντίληψη περί πανεπιστημίου-επιχείρηση ενσωματώνει και πλευρές της κυρίαρχης ιδεολογίας, ακριβώς επειδή θεωρεί τη γνώση ως μέσο παραγωγής ανεξάρτητό από ταξικές και εξουσιαστικές σχέσεις. Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η γνώση είναι οργανικά δεμένη με το διαχωρισμό διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας φορτίζοντας με σχέσεις εξουσίας καθώς και διαφορετικό κοινωνικό ρόλο (το μυστικό της γνώσης οδηγεί σε νομιμοποίηση των διευθυντικών θέσεων στην παραγωγή) τους φορείς της. Επιπλέον μέσα στα πλαίσια του πανεπιστημίου η γνώση επανεισάγεται αποστειρωμένη από οποιοδήποτε κοινωνικό χαρακτήρα, σαν ορθολογική πρόταση, οδηγώντας στην αποδοχή και νομιμοποίηση του κοινωνικού καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας (στο σήμερα πολλές φορές η ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία (πανεπιστήμιο -ναός της γνώσης) χρησιμοποιείται από τα αστικά επιτελεία για να νομιμοποιήσουν την αποστέρηση του πτυχίου από κάθε επαγγελματικό δικαίωμα).

Εξάλλου, η τοποθέτηση περί πανεπιστημίου – επιχείρησης ή πεδίου άμεσης κερδοφορίας του κεφαλαίου δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα. Ιδιαίτερα η επιχειρηματολογία που εντοπίζει την επέλαση «των επιχειρήσεων στις σχολές» μέσω δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την έρευνα είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας και παραγνωρίζει τα χαρακτηριστικά του τομέα Έρευνας και Ανάπτυξης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης δεν υπάρχει καν αναπτυγμένος τομέας Έρευνας και Ανάπτυξης ενώ το μέγεθος, ποσοστό των επενδύσεων και της απασχόλησης στον τομέα Νέων Τεχνολογιών με εξαίρεση ελάχιστες οικονομίες που εμφανίζουν μεγαλύτερο δυναμισμό με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, μένει στάσιμο ή και βαίνει μειούμενο στο πλαίσιο της κρίσης. Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, οι τομείς αυτοί είναι ουσιαστικά ανύπαρκτοι ενώ η όποια – ελάχιστη πάντως – ερευνητική δραστηριότητα διεξάγεται από ερευνητικά κέντρα. Ακόμη και στις ΗΠΑ, οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την εφαρμοσμένη έρευνα και τις καινοτομίες διεξάγονται κατά το μεγαλύτερο βαθμό είτε από ερευνητικά κέντρα είτε από αυτοτελείς κλάδους μεγάλων επιχειρήσεων. Επομένως, ο ρόλος των πανεπιστημίων στην παραγωγή έρευνας και καινοτομίας είναι ιδιαίτερα περιορισμένος. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις όπου διεξάγεται εφαρμοσμένη έρευνα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και που παράγονται καινοτομίες, αυτή η δραστηριότητα σίγουρα δεν αφορά το μεγαλύτερο μέρος του φοιτητικού σώματος, δηλαδή τους προπτυχιακούς φοιτητές.

Β) Η αντίληψη της ύπαρξης μίας γενικής κρίσης ηγεμονίας της αστικής στρατηγικής και η εξειδίκευση της στο εσωτερικό των πανεπιστημίων και η χάραξη στρατηγικής βάση αυτής. Πρόκειται για μία μηχανιστική-γραμμική αντίληψη για την ταξική πάλη, σύμφωνα με την οποία ο συνδυασμός α) της ανυπαρξίας ενός παραγωγικού μοντέλου ικανού να διαμορφώσει νέες συμμαχίες β) με την υπαρκτή κρίση εκπροσώπησης και γ) με την ανάδυση μιας σειράς κινημάτων, οδηγεί στην κρίση της αστικής ηγεμονίας. Ωστόσο μακροπρόθεσμα η ύπαρξη ηγεμονικής κρίσης, συνδυάζεται αναπόσπαστα, με την ύπαρξη συγκροτημένων φορέων που να εκπροσωπούν αυτοτελώς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων και να παράγουν μετατοπίσεις και μια συνολικότερη κρίση της αστικής στρατηγικής. Στο βαθμό που στη παρούσα φάση δεν υπάρχουν τα κοινωνικοπολιτικά υποκείμενα, που να εκφράζουν με μία συγκροτημένη στρατηγική αυτά τα συμφέροντα, η κρίση εκπροσώπησης κοινωνικών συμφερόντων μέσα από τον αστικό συνασπισμό, ακόμα και η εσωτερική κρίση στρατηγικής του αστικού συνασπισμού εξουσίας δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε συνολική κρίση ηγεμονίας. Όταν αναφερόμαστε σε μία κρίση ηγεμονίας, δεν αναφερόμαστε απλά στη λαϊκή δυσαρέσκεια, ούτε στην αδυναμία εκπροσώπησης ορισμένων λαϊκών συμφερόντων από τις κυρίαρχες τάξεις, ούτε στην απονομιμοποίηση των πολιτικών εκφραστών των κυρίαρχων τάξεων. Η κρίση ηγεμονίας έχει επιπτώσεις στην μακροπρόθεσμη αποδιοργάνωση των μηχανισμών αναπαραγωγής και των πολιτικό ιδεολογικών πρακτικών που οργανώνουν συνολικά τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις και έχει σαν απαραίτητο στοιχείο την ύπαρξη μίας συνολικότερης εναλλακτικής κοινωνικής στρατηγικής και αντιηγεμονικών (εργατικών) πολιτικό ιδεολογικών πρακτικών εντός και εκτός αυτών των μηχανισμών. Ετσι χωρίς την ανάδυση και κυρίως τη συγκρότηση με πολιτικούς όρους ενός εναλλακτικού αντιηγεμονικού ταξικού μπλοκ, δεν μπορεί να αναφέρεται κανείς σε μία κρίση ηγεμονίας, πόσω μάλλον με διαρκή χαρακτηριστικά.

Έτσι μία καλύτερη εξέταση της περιόδου, θα αποκάλυπτε ότι το κεφάλαιο επεκτείνεται ως εκμεταλλευτική σχέση σε ένα σύνολο πεδίων ενώ ισχυροποιείται ( θεσμικά μέσα από την αποσυγκρότηση του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος, πολιτικό-ιδεολογικά μέσα από την σκλήρυνση των μηχανισμών του κράτους και επιτυχή αντιμετώπιση των μέχρι τώρα αντιδράσεων). Η αστική τάξη ως κοινωνικό υποκείμενο περισσότερο ισχυροποιείται παρά υποχωρεί, και αυτό ακριβώς γιατί τα πολιτικά υποκείμενα της αριστεράς υστερούν σε πολλά επίπεδα. Πιο απλά κανένα μόρφωμα της αριστεράς δεν έχει καταφέρει να παρέμβει αποτελεσματικά στην ταξική πάλη τα τελευταία χρόνια στο βαθμό που να βάλει ανάχωμα στις επιθέσεις του κεφαλαίου και στο συνεχή μετασχηματισμό του κράτους.

Η εφαρμογή μιας σειράς μέτρων, δεν έχει απλά οικονομικά οφέλη για το κεφαλαίο, αλλά και πολιτικοϊδεολογικά που ενσωματώνονται στα υποκείμενα μέσα από τους μηχανισμούς του κράτους, ακριβώς εκεί που πραγματώνεται και η αστική ηγεμονία. Έτσι μία αντίληψη που ευελπιστεί σε μία κρίση ηγεμονίας μέσα στα πανεπιστήμια και μαζικοποίηση των συλλογικών πρακτικών-χωρίς ρηξιακές πολιτικές πρωτοβουλίες από την αριστερά ενάντια στην αναδιάρθρωση- αντιλαμβάνεται στρεβλά την ίδια την λειτουργία και ύπαρξη του πανεπιστημίου καθώς και τις αλλαγές που επιφέρει η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση.

Η γραμμή του πολιτικό – πολιτιστικού αντιπροτάγματος (Δημοκρατικό-Δημόσιο-Δωρεάν πανεπιστήμιο) περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά συμβάλει στη όξυνση της ιδεολογικής κρίσης του σύγχρονου πανεπιστημίου ως αποτέλεσμα σημαντικών αντιφάσεων (σε σχέση με τον κατανεμητικό του ρόλο) και εντονότατων συγκρούσεων (σε σχέση με τον ιδεολογικό του ρόλο). Η εξελικτιστική αντίληψη για την ανάγκη συσσώρευσης ιδεολογικών και πολιτιστικών όρων για την ηγεμονία στο εσωτερικό των φοιτητών, αποστερεί τους φοιτητικούς συλλόγους από ριζοσπαστικές πρακτικές και πρωτοβουλίες ( απαγόρευση εξωτερικής αξιολόγησης μέσα στις σχολές, ρήξη με καθηγητικό ρεβανσισμό καθώς και με οποιαδήποτε προσπάθεια να περάσουν πτυχές του νόμου) ως παράγοντες συγκρότησης μίας διαφορετικής πολιτικό ιδεολογικής πρακτικής, που θα μαζικοποιούνται με συνεχείς τομές μέσα από τη διαρκή ανάπτυξη ρήξεων με τις κυρίαρχες πολιτικές πρακτικές. Ταυτόχρονα αδρανοποιεί τους φοιτητικούς συλλόγους, -αφού ποτέ δεν πρόκειται να επισυμβεί τέτοια ηγεμονία- χωρίς ριζοσπαστικές ρήξεις και ευρύτερη αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων.

Οι δυο παραπάνω λογικές, καταλήγουν να αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της αναδιάρθρωσης ως «άθροισμα ρυθμίσεων» (νόμων, εφαρμογής διατάξεων κλπ), παρά ως κοινωνική διεργασία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τις περιόδους όπου δεν υπάρχουν τέτοιοι «κόμβοι» αντιμετωπίζονται από αυτές τις αντιλήψεις ως αδρανείς περίοδοι, όπου πρέπει τα ΕΑΑΚ να αναζητήσουν μεθοδολογίες παρέμβασης έξω από το πεδίο της ανάπτυξης πολιτικών πρακτικών.

Ως αποτέλεσμα αυτών των αντιφάσεων εντείνονται οι τάσεις αυτόκεντρης ανάπτυξης αλλά και η σύγκλιση σε επίπεδο πολιτικό ιδεολογικής φυσιογνωμίας ως διαφυγή απέναντι στα βασικά πολιτικά ζητήματα της περιόδου.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Τα ΕΑΑΚ ως πολιτικό-συνδικαλιστικά μορφώματα συγκροτήθηκαν σε μία περίοδο που οι ιδεολογικοί συσχετισμοί για την αριστερά ήταν ιδιαίτερα αρνητικοί και πάνω σε αυτό απάντησαν, αναδεικνύοντάς τα ως ένα από τα πιο πετυχημένα μορφώματα της ελληνικής αριστεράς. Τα ΕΑΑΚ δεν δομούνται πάνω σε πολιτικό-ιδεολογικές συμφωνίες αλλά σε αναγκαίες ριζοσπαστικές πρακτικές που εναντιώνονται στις κυρίαρχες αστικές στρατηγικές για την εκπαίδευση. Σε αυτά τα πλαίσια η εμπειρία των επιμέρους συλλόγων έχει βαρύνουσα σημασία και αναδεικνύει το βαθμό που μία κατεύθυνση είναι ορθή ή όχι. Σε αυτά τα πλαίσια έχει εδραιωθεί –ορθά κατά εμάς- ο οριζόντιος συντονισμός των σχημάτων και τα ΕΑΑΚ ως ένα πανελλαδικό δίκτυο αλληλοτροφοδότησης- με διαφορετικές αντιλήψεις και πολιτικές λογικές στο εσωτερικό του- σχημάτων. Τα ΕΑΑΚ δεν είναι πετυχημένα επειδή αναδεικνύουν μία συγκεκριμένη πολιτικό-ιδεολογική αντίληψη αλλά στο βαθμό που μπορούν να βάζουν αναχώματα στον αντιδραστικό μετασχηματισμό του πανεπιστημίου. Δεν αποτελούν αυτόνομες κοινωνικό-πολιτικές οντότητες που στηρίζουν τη γραμμή τους στην ύπαρξη μιας μαζικής οργανωμένης αντίληψης (γιατί τέτοια δεν υπάρχει) αλλά πεδίο ανάπτυξης και αντιπαράθεσης γραμμών καθώς και ανάδρασης με τις μάζες. Υπό αυτή τη σκοπιά αποτιμάμε ως εξαιρετικά προβληματική και καταστροφική οποιαδήποτε κατεύθυνση αποφασιστικών συγκεντρωτικών δομών στο εσωτερικό του δικτύου που θα επιβάλλουν γραμμές και θα κρύψουν τις διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά κάτω από το χαλί.

Μέσα στη συγκυρία, η «αναγκαιότητα», όπως καθορίζεται, από πλευράς αστικού συνασπισμού εξουσίας αφορά στο συγχρονισμό των αναδιαρθρώσεων σε εκπαίδευση και παραγωγή δείχνει και στα ΕΑΑΚ τα καθήκοντά τους. Συνοπτικά το κράτος μέσα από την εμβάθυνση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης θα επιχειρήσει α) την σταθεροποίηση της ιδεολογικής και κατανεμητικής λειτουργίας του πανεπιστημίου. Β) Παγίωση ενός συσχετισμού εξαιρετικά αρνητικό για το φοιτητικό κίνημα μέσα από μηχανισμούς αποκλεισμού και αξιοκρατίας καθώς και μέσα από τη σχέση φοιτητή-καθηγητή, γ)όξυνση της ιδεολογίας που θέλει το πανεπιστήμιο γυάλα και απλά φορέα γνώσης, ιδεολογία που θα επιχειρηθεί να νομιμοποιήσει την αποστέρηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Η ανάλυση από τη μία της έκβασης των προηγούμενων κινητοποιήσεων ως το βασικό στοιχείο και για τα χαρακτηριστικά των φοιτητών αλλά και συνολικά για το πώς θα κινηθεί η αντιπαράθεση αλλά και η ιεράρχηση των αιχμών που ανοίγονται μέσα από την υλοποίηση των διαγραφών και την αναδιαρθρωτική τομή των εσωτερικών κανονισμών, δίνουν μια εικόνα για το που τα ΕΑΑΚ πρέπει να βάλουν δυνάμεις για να ορθώσουν αναχώματα σε αυτή τη διαδικασία.

α) Το μέτωπο των διαγραφών

Όπως προαναφέρθηκε η υλοποίηση των διαγραφών θα αποτελέσει τομή για την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση και τους όρους άρθρωσης των συσχετισμών στα πανεπιστήμια. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι οι διατάξεις περί διαγραφών αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος κάθε νομοθετήματος που αποτελούσε τομή για την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, ούτε και ότι αναδεικνύονταν ως κεντρικό μέτωπο από το φοιτητικό κίνημα. Η εξαγγελία της επιτάχυνσης των διαγραφών από το υπουργείο συνιστά μία ιδιαίτερα επιθετική κίνηση. Η διαγραφή 180.000 φοιτητών, δηλαδή όσων μπήκαν στο πανεπιστήμιο πριν το 2006 υπερβαίνει και τις ίδιες τις μεταβατικές διατάξεις του νόμου Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου. Συγκεκριμένα, οι μεταβατικές διατάξεις ορίζουν ότι χάνουν αυτοδικαίως τη φοιτητική ιδιότητα:

  • στο τέλος του ακαδημαϊκού έτους 2013 – 2014, όσοι φοιτητές είχαν ολοκληρώσει στο τέλος του ακαδημαϊκού έτους 2011 – 2012 διάρκεια φοίτησης ίση ή μεγαλύτερη με 2ν έτη συν δύο εξάμηνα. Δηλαδή για τις τετραετείς σχολές, οι φοιτητές που είχαν ολοκληρώσει το ακαδημαϊκό έτος 2011 – 2012 εννέα έτη φοίτησης, για τις πενταετείς όσοι είχαν ολοκληρώσει έντεκα έτη φοίτησης κ.ο.κ. Συνεπώς για τις τετραετείς σχολές χάνουν τη φοιτητική ιδιότητα όσοι μπήκαν στα πανεπιστήμια έως και το ακαδημαϊκό έτος 2003 – 2004, για τις πενταετείς όσοι μπήκαν έως και το ακαδημαϊκό έτος 2001 – 2002 κ.ο.κ.

  • στο τέλος του ακαδημαϊκού έτους 2014 -2015, όσοι φοιτητές είχαν ολοκληρώσει στο τέλος του ακαδημαϊκού έτους 2011 – 2012 διάρκεια φοίτησης ίση ή μεγαλύτερη με ν έτη συν τέσσερα εξάμηνα. Δηλαδή για τις τετραετείς σχολές, οι φοιτητές που είχαν ολοκληρώσει το ακαδημαϊκό έτος 2011 – 2012 έξι έτη φοίτησης, για τις πενταετείς όσοι είχαν ολοκληρώσει επτά έτη φοίτησης κ.ο.κ. Συνεπώς για τις τετραετείς σχολές χάνουν τη φοιτητική ιδιότητα όσοι μπήκαν στα πανεπιστήμια από το ακαδημαϊκό έτος 2004 – 2005 έως το ακαδημαϊκό έτος 2006 – 2007, για τις πενταετείς όσοι μπήκαν από το ακαδημαϊκό έτος 2002 – 2003 έως και το ακαδημαϊκό έτος 2005 -2006.

  • Οι υπόλοιποι φοιτητές που είχαν μπει στο πανεπιστήμιο όταν δημοσιεύθηκε ο νόμος Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλου, όταν συμπληρώσουν 2ν έτη φοίτησης.

Για την αποφυγή παρανοήσεων πρέπει να επισημανθεί ότι οι μεταβατικές διατάξεις δεν εξαρτούν την ισχύ τους από την ψήφιση των οργανισμών. Οι οργανισμοί θα εξειδικεύσουν τη διοικητική διαδικασία με την οποία θα επιβεβαιώνεται και θα διεκπεραιώνεται η διαγραφή, ενώ η προσθήκη «εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον Οργανισμό του ιδρύματος» δε φαίνεται να μπορεί να ερμηνευθεί με την έννοια ότι τα ιδρύματα θα μπορούν με εργαλείο τον οργανισμό να επεκτείνουν τη διάρκεια φοίτησης πέραν των όσων ορίζονται στις μεταβατικές διατάξεις, πλην ίσως κάποιων εξαιρέσεων.

Είναι φανερό ότι οι δηλώσεις του υπουργείου είναι πολύ περισσότερο επιθετικές από τις ίδιες τις μεταβατικές διατάξεις. Πέραν της απώλειας για τους υπό διαγραφή της εξεταστικής του Σεπτεμβρίου, περιορίζουν το όριο φοίτησης κατά ένα έτος για εισακτέους που εκτείνονται σε τρεις ή τέσσερις χρονιές εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Πρόκειται για χιλιάδες φοιτητές, για τους οποίους ανατρέπεται η προσδοκία λήψης πτυχίου ακόμα και για όσους είχαν επιχειρήσει να προγραμματίσουν τη λήψη του πτυχίου τους μετά την ψήφιση του νόμου και αποδεχόμενοι τις μεταβατικές διατάξεις. Εκτιμούμε ότι κατά πάσα πιθανότητα η εξαγγελία του υπουργείου επιχειρεί καταρχήν να λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός και παράγοντας πίεσης για να υλοποιηθούν οι μεταβατικές διατάξεις, αλλά και για να νομιμοποιηθούν οι οργανισμοί και να αποφευχθούν και οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτούς, αφού θα επιχειρηθεί να εμφανιστούν από το καθηγητικό μπλοκ και τις διοικήσεις των ιδρυμάτων ως μέσο διαχείρισης και εξορθολογισμού των διαγραφών και δεν επιδιώκεται σε πρώτη φάση η τροποποίηση των οριζομένων στο νόμο. Ωστόσο, ακόμη και στο πλαίσιο αυτής της εκτίμησης, δεν παύει να ισχύει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο πολιτικός στόχος είναι σαφής: η υλοποίηση των πρώτων διαγραφών στο τέλος του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους. Εξάλλου, αν διατηρηθεί η σιγή νεκροταφείου από το φοιτητικό κίνημα και τις δυνάμεις της αριστεράς στους φοιτητικούς χώρους, η οποία κυριαρχεί από την ανακοίνωση των εξαγγελιών, δεν μπορεί να αποκλειστεί ακόμα και η επιτάχυνση των διαγραφών.

Πάντως, όπως αυτή τη στιγμή εξαγγέλλεται, η κατεύθυνση του υπουργείου σημαίνει ότι τον Ιούνιο θα διαγραφούν οι μισοί εγγεγραμμένοι φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια και μάλιστα η εξαγγελία καταλαμβάνει και χιλιάδες φοιτητές που σίγουρα δεν είναι ανενεργοί, πόσω μάλλον «αιώνιοι», έχουν την προσδοκία να πάρουν πτυχίο και η εξαγγελλόμενη ρύθμιση αποκλείει απολύτως για πολλούς από αυτούς κάθε τέτοια δυνατότητα. Η εφαρμογή του μέτρου των διαγραφών από τον Ιούνιο ή και από το Σεπτέμβριο θα σηματοδοτήσει μία ριζική αλλαγή για τους συσχετισμούς στα πανεπιστήμια και για τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά των φοιτητών, όπως και αν τελικά υλοποιηθεί. Η εμφάνιση των διαγραφών ως πραγματική πλέον κατάσταση και όχι ως δυνητικά εφαρμοζόμενη ρύθμιση θα παράξει αποτελέσματα βίαιης καταστολής και πειθάρχησης του φοιτητικού σώματος στο σύνολό του, όχι μόνο των υπό διαγραφή, αλλά και του συνόλου των φοιτητών για τους οποίους η διαγραφή μετά τα ν+2 έτη σπουδών θα αποτελεί αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Ακόμα, θα αποχαλινώσει την καθηγητική αυθαιρεσία, αφού πλέον οι καθηγητές θα έχουν τη δυνατότητα έως και αποκλεισμού των φοιτητών από τη λήψη πτυχίου, με ότι αυτό θα σημάνει για τους φοιτητές που δεν ταυτίζονται με τις νόρμες του πανεπιστημιακού μηχανισμού. Ιδίως αλλά όχι μόνο αυτό αφορά τους αριστερούς συνδικαλιστές φοιτητές που πλέον θα μπορούν να στοχοποιούνται από τον καθηγητικό μηχανισμό με εξουσία «αποκλεισμού» με προφανή αποτελέσματα τόσο στην πολιτική πρακτική των ίδιων των υποκειμένων που θα τσακίζονται από το μηχανισμό, όσο και ευρύτερα στο φοιτητικό σώμα για το οποίο τέτοιες πρακτικές θα λειτουργούν παραδειγματικά – από την αντίθετη πλέον κατεύθυνση. Έτσι, για το φοιτητικό σώμα που θα πιέζεται αφ’ ενός από τη διαρκή εντατικοποίηση που σε πολλές σχολές θα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη πτυχίου και τη μη διαγραφή και από την άλλη από την επέκταση της καθηγητικής εξουσίας και τις ρεβανσιστικές πρακτικές, θα απομακρυνθεί περαιτέρω δυνατότητα συγκρότησης κινητοποιήσεων.

Η εφαρμογή των διαγραφών αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα και για την περαιτέρω εμβάθυνση και επιβολή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Είναι προφανές ότι σε ένα πλαίσιο τόσο γενικευμένης πειθάρχησης και καταστολής η συγκρότηση κινητοποιήσεων και η όρθωση αναχωμάτων στη διαδικασία της αναδιάρθρωσης, είτε κεντρικά είτε επιμέρους θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι, με την αποδιάρθρωση του φοιτητικού κινήματος και την απουσία αγωνιστικών πρακτικών θα επιταχυνθούν αποφασιστικά οι διαδικασίες εφαρμογή της αστικής στρατηγικής και στην εκπαίδευση και επιπλέον θα αποδιαρθρωθεί ως πολιτικός παράγοντας μία κοινωνική κατηγορία που έπαιζε υπολογίσιμο ρόλο ως παράγοντας αστάθειας από τη μεταπολίτευση και μετά.

Δε χρειάζεται καμία ιδιαίτερη ανάλυση για να καταδειχθεί η επίπτωση αυτής της εξέλιξης στις ίδιες τις δυνάμεις της αριστεράς στα πανεπιστήμια και ειδικά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αφ’ ενός έχουν ως βασικό πεδίο αναπαραγωγής τη φοιτητική νεολαία και επιπλέον, ακόμα και σήμερα, για λόγους που σχετίζονται με τα κοινωνικοπολιτικά τους χαρακτηριστικά και την απεύθυνσή τους. Είναι προφανές ότι σε ένα πεδίο που θα αποκλείεται η δυνατότητα ανάπτυξης πολιτικής πρακτικής σε στοιχειωδώς ριζοσπαστική κατεύθυνση, οι δυνάμεις αυτές θα χάσουν με επιταχυνόμενο τρόπο κάθε δυνατότητα μαζικής – ορθότερα, μη περιθωριακής – πολιτικής παρέμβασης.

Όμως, πέραν της κεντρικότητας του μέτρου των διαγραφών για την εμπέδωση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, η ίδια η επιθετικότητά του το καθιστά πολύ σημαντικό πεδίο συγκρότησης κεντρικών κινητοποιήσεων το επόμενο διάστημα. Ο συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό των πανεπιστημίων έχει μετατοπιστεί, όπως προαναφέρθηκε σε αρνητική κατεύθυνση. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από αντιφάσεις. Το προηγούμενο χρονικό διάστημα αποτυπώθηκε η δυνατότητα του φοιτητικού σώματος να συγκροτείται σε κινηματική κατεύθυνση όταν εκφράζεται μία γραμμή μαζών και πολιτικής ενότητας και ιδίως όταν πρόκειται για την εφαρμογή ρυθμίσεων που πλήττουν ευθέως και άμεσα τα υλικά συμφέροντα του φοιτητικού σώματος. Οι χαρακτηριστικότερες ήταν οι κινητοποιήσεις ενάντια στο σχέδιο Αθηνά στη διάρκεια των οποίων αναπτύχθηκαν πολύ μεγάλα κινηματικά μπλοκ στις σχολές που πλήττονταν άμεσα, ακόμη και με αυθόρμητο τρόπο και σε συλλόγους που δεν υπήρχε καμία παρέμβαση των ΕΑΑΚ ή ακόμα και της αριστεράς. Η εφαρμογή των διαγραφών έχει πολύ μεγαλύτερη υλικότητα από κάθε προηγούμενο αναδιαρθρωτικό μέτρο, αφού αποκλείει άμεσα χιλιάδες φοιτητές από τη λήψη πτυχίου, ενώ δημιουργεί προϋποθέσεις για χιλιάδες ακόμα και σηματοδοτεί την πλήρη εφαρμογή του μέτρου της διαγραφής στα ν+2. Μεταξύ των 180.000 φοιτητών υπό διαγραφή υπάρχουν σίγουρα ανενεργοί φοιτητές που δεν έχουν προσδοκία λήψης πτυχίου. Υπάρχουν ακόμα φοιτητές που χρωστούν λίγα ή ελάχιστα μαθήματα, έχουν πιθανότητες να πάρουν πτυχίο μέχρι τον Ιούνιο και θα μπουν σε μία διαδικασία εντατικοποίησης τέτοια που θα τους καθιστά εχθρικούς απέναντι σε κάθε είδους κινητοποίηση. Σίγουρα όμως υπάρχει και μία κατηγορία που διατηρεί την προσδοκία λήψης πτυχίου, αλλά χρωστάει έναν αριθμό μαθημάτων που είναι αδύνατον να περάσει σε δύο ή ακόμα και τρεις εξεταστικές. Για την κατηγορία αυτή δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα από την άσκηση πίεσης για την αναστολή των διατάξεων είτε μέσα από τη συγκρότηση κινητοποιήσεων, είτε – όπως λανθασμένα μπορεί να εκτιμάται – με την αποτύπωση δυσαρέσκειας μέσα από τους εκλογικούς μηχανισμούς ώστε να επισπευθεί μία κυβερνητική εναλλαγή. Αυτή η κατηγορία φοιτητών μαζί με τα κοινωνικοπολιτικά μπλοκ των ΕΑΑΚ και ευρύτερα της αριστεράς, μπορεί να αποτελέσει μία εκρηκτική μαγιά για τη συγκρότηση κινητοποιήσεων, εφόσον στο εσωτερικό των πανεπιστημίων αναπτυχθεί μία συγκρουσιακή γραμμή.

Τόσο λόγω της κεντρικότητας των διαγραφών για την εφαρμογή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, όσο και λόγω του πολύ πιθανού ενδεχόμενου να συγκροτηθούν κινηματικές διεργασίες απέναντι σε αυτές, είναι προφανές ότι τα ΕΑΑΚ θα έπρεπε με την εξαγγελία του μέτρου να επεξεργαστούν ένα σαφή κινηματικό σχεδιασμό που, ξεκινώντας από σήμερα, θα επιχειρούσε να διαμορφώσει όρους για την απόσυρση των εξαγγελιών του υπουργείου και των διατάξεων για τις διαγραφές, ή έστω για την αναστολή τους. Όμως, όπως φαίνεται σε πανελλαδικό επίπεδο και ιδίως στην Αθήνα, τόσο το ΝΑΡ όσο και η ΑΡΑΝ δε φαίνεται να κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση, για τους λόγους που περιγράφηκαν παραπάνω. Αντίθετα, όχι μόνο δεν ιεραρχούν το μέτωπο των διαγραφών, αλλά εισάγουν μία εσωστρεφή συζήτηση για τη φυσιογνωμία και την πολιτική λειτουργία των ΕΑΑΚ εντελώς αποκομμένη από τα κινηματικά επίδικα και στην κατεύθυνση της μετατροπής των ΕΑΑΚ σε νεολαία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Για εμάς είναι σαφές ότι, παρά τις δυσκολίες σε επίπεδο συσχετισμών που ξεκινούν από τα ΕΑΑΚ και φτάνουν στο ίδιο το φοιτητικό σώμα, πρέπει να επιχειρηθεί η διαμόρφωση μίας κατεύθυνσης κινητοποιήσεων το αμέσως επόμενο διάστημα με στόχους α) την απόσυρση των εξαγγελιών του υπουργείου για 180.000 διαγραφές τον Ιούνιο και β) την απόσυρση ή τουλάχιστον αναστολή εφαρμογής των διατάξεων για τις διαγραφές.Το στοιχείο της ρευστότητας της πολιτικής συγκυρίας, αλλά και το γεγονός ότι πλησιάζουν οι πολιτικές μάχες των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών διαμορφώνει πραγματικά περιθώρια πίεσης στο κυβερνητικό κέντρο για την υλοποίηση αυτών των πολιτικών στόχων και δυνατότητες να επιτευχθεί μία νίκη ή μία σημαντική αναδίπλωση από το υπουργείο. Σε κάθε άλλη περίπτωση και ιδίως εάν οι διαγραφές εφαρμοστούν αναίμακτα, η κοινωνική και πολιτική ήττα για το φοιτητικό κίνημα θα είναι συντριπτική. Το επόμενο διάστημα θα πρέπει να κινηθούμε σε διπλή κατεύθυνση:

  • Από τη μία πλευρά, πρέπει να επιχειρηθεί η συγκρότηση κεντρικών κινητοποιήσεων με πανελλαδικό χαρακτήρα και με στόχο να μη διαγραφεί κανένας φοιτητής. Σε πρώτη φάση οι κινητοποιήσεις αυτές πρέπει να πάρουν χαρακτηριστικά συγκρότησης μαζικών γενικών συνελεύσεων και μαζικών και συγκρουσιακών διαδηλώσεων καταρχήν ανά πόλεις σε ημερομηνίες κόμβους. Αυτές οι κινητοποιήσεις πρέπει να ξεκινήσουν άμεσα, σίγουρα πριν τις διακοπές του Πάσχα. Μέχρι και το τέλος των εξεταστικών είναι πολύ δύσκολο να υλοποιηθεί μία κατεύθυνση καταλήψεων γιατί εμπεριέχει τον κίνδυνο να συσπειρωθούν ταχύτατα μπλοκ αντικατάληψης, αλλά και να οριοθετηθεί η δυνατότητα απεύθυνσης στους υπό διαγραφή φοιτητές που σε καμία περίπτωση δε θα ανεχθούν να τεθεί υπό διακύβευση μία από τις εξεταστικές που τους απομένουν και θα είναι εχθρικοί απέναντι στις καταλήψεις. Οι διαδηλώσεις πρέπει να κινηθούν σε κατεύθυνση κλιμάκωσης, ιδίως όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, με όρους πανελλαδικών κινητοποιήσεων στην Αθήνα που θα πρέπει να πάρουν ιδιαίτερα μαζικά χαρακτηριστικά, αλλά και να διαμορφώσουν πολιτικά γεγονότα. Εφόσον το υπουργείο παραμείνει αταλάντευτο στην εφαρμογή των διαγραφών, πρέπει να διαμορφώσουμε εκείνους τους όρους που θα επιτρέπουν την ανάπτυξη κινήματος καταλήψεων που θα πρέπει να πάρει χαρακτηριστικά γενικευμένου black out ώστε να μη διαγραφεί κανένας φοιτητής.

  • Ταυτόχρονα, πρέπει να αναπτυχθούν κινητοποιήσεις στο εσωτερικό των ιδρυμάτων (μαζικές παραστάσεις, καταλήψεις πρυτανειών, γραμματειών κλπ) ώστε να δεσμευθούν οι διοικήσεις ότι δε θα εφαρμόσουν τις διαγραφές, δε θα στείλουν λίστες των υπό διαγραφή στο υπουργείο κ.ο.κ.

Είναι προφανές ότι η απροθυμία των ΕΑΑΚ να μπουν σε κατεύθυνση κινητοποιήσεων – μέχρι στιγμής δεν έχουν βγάλει καν ανακοίνωση – οριοθετεί τις δυνατότητες υλοποίησης μίας τέτοιας γραμμής. Γι’ αυτό θα πρέπει να ασκηθεί με κάθε τρόπο πίεση στα ΕΑΑΚ για να παραχθούν οι αναγκαίες μετατοπίσεις και να καταστεί ηγεμονική μία κατεύθυνση κινητοποιήσεων. Θα πρέπει άμεσα να επιχειρήσουμε να εμπλέξουμε το σύνολο του ανένταχτου δυναμικού των ΕΑΑΚ σε αυτή την κατεύθυνση, διακινώντας σε πανελλαδικό επίπεδο κείμενο που θα αναδεικνύει την αναγκαιότητα άμεσης ανάπτυξης κινητοποιήσεων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δώσουμε μάχη ώστε αυτή η κατεύθυνση να καταστεί ηγεμονική σε όσο το δυνατόν περισσότερα σχήματα και να ανοιχθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερους συλλόγους, ακόμα και με αυτοτελείς πολιτικές πρωτοβουλίες μόνο των σχημάτων που την υποστηρίζουν. Ακόμα, θα πρέπει το αμέσως επόμενο διάστημα να μπει γύρος συνελεύσεων τουλάχιστον στις σχολές όπου έχουν ολοκληρωθεί οι εξεταστικές.

β) οι Οργανισμοί λειτουργίας

Σε συνδυασμό με τις διαγραφές, οι Οργανισμοί λειτουργίας των ιδρυμάτων θα αποτελέσουν τον βασικό μηχανισμό επιβολής της αναδιάρθρωσης. Σύμφωνα με το νέο νόμο, στον οργανισμό θα περιλαμβάνονται το σύνολο τον λειτουργιών του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης και της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Κάτι που σημαίνει – σύμφωνα και με τον πρότυπο οργανισμό που έχει δημοσιοποιηθεί- ότι ο μηχανισμός θα εγκαθιδρύσει τις βασικές διατάξεις του νόμου (3+2, δίδακτρα, διαγραφές, σύνδεση χρηματοδότησης με αξιολόγηση, πειθαρχικές διατάξεις). Τόσο η γραμμή του ΝΑΡ που υπερτονίζει την σίτιση και τη στέγαση όσο και της ΑΡΑΝ που καλεί σε κεντρικές κινητοποιήσεις ενάντια στην ΑΔΙΠ τη στιγμή που στην Θεσσαλονίκη ο Οργανισμός είναι έτοιμος και σύντομα θα κατατεθεί αναδεικνύουν τον βαθύ αποπροσανατολισμό των ΕΑΑΚ σε σχέση και με αυτό το μέτωπο. Η αναγκαία συγκρότηση όρων για κεντρικού τύπου κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος, περνάει μέσα από τις πρακτικές που θα υιοθετήσουν τα σχήματα το αμέσως επόμενο διάστημα. Η αντιπαράθεση με κάθε προσπάθεια εντατικοποίησης των ρυθμών σπουδών και πειθάρχησης των φοιτητών λαμβάνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στο βαθμό που αποτελούν πάγιες πτυχές της αναδιάρθρωσης και δεν σχετίζονται άμεσα με το πέρασμα των οργανισμών. Η αδυναμία από μεριάς ΕΑΑΚ να αντιληφθούν τις επιδράσεις τους στο φοιτητικό σώμα και η αδράνεια αντιμετώπισης τους στο τώρα, θα επιφέρουν μια αλλαγή του ιδεολογικού συσχετισμού εντός των σχολών που θα είναι οριακά απαγορευτικός για μελλοντικές κινητοποιήσεις. Παράλληλα, η αντιπαράθεση με ρηξιακούς όρους, με τους μοχλούς και τους θεσμούς εφαρμογής της αναδιάρθρωσης (κοσμητεία, αξιολόγηση, σύγκλητος, Σ.Ι.) θα πρέπει να ιεραρχείται πολύ ψηλά, εξίσου ψηλά με μία ρητορεία που θα ζυμώνει ένα ενδεχόμενο χαμένου εξαμήνου σε περίπτωση κατάθεσης των οργανισμών και όλα αυτά συνδεδεμένα με τις βασικές αιχμές που αναδεικνύουν οι ίδιοι οι οργανισμοί:

  1. υπεράσπιση των ενιαίων πτυχίων με επαγγελματικές κατοχυρώσεις ως αντίσταση στην μείωση της δυνατότητας εύρεσης εργασίας(πιο ειδικευμένο πτυχίο-μικρότερη γκάμα δουλειάς) και την πλήρη εξατομικευμένη είσοδο στην παραγωγή με προφανή αποτελέσματα την συγκρότηση πιο φθηνών και ευάλωτων νέων εργαζομένων.

  2. Την αντίθεση στις διαγραφές στα ν+2 στη βάση της υπαρκτής πιθανότητας φοιτητών να μην πάρουν πτυχίο, στη βάση της ανάδειξης των διαγραφών όχι μόνο μέσα από το χρονικό όριο αλλά και των φορών που μπορεί να «κοπεί» στο ίδιο μάθημα ένας φοιτητής έως ότου διαγραφεί, καθώς και της αυταρχικής φόρτισής τους ως πρακτική στο ελληνικό πανεπιστήμιο.

  3. Την σταθερή αναπαραγωγή στον πολιτικό λόγο των σχημάτων μιας ρητορικής ενάντια στην μετακύλιση μέρους του κόστους σπουδών στους φοιτητές μέσω των περικοπών των βιβλίων και της εισαγωγής διδάκτρων και στην ειδική σύνδεση τους με την ευρύτερη πολιτική λιτότητας.

Πρέπει να αναδείξουμε στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, ότι η διαδιακασία διαπαλης ενάντια στους Οργανισμους- Εσωτερικούς Κανονισμούς, δεν θα γίνει μέσω μιας προπαγάνδισης, στον ενδιάμσεο χρόνο αδράνειας. Αντίθετα, θα είναι προϊόν συγκρότησης κινηματικών μπλοκ, ήδη από τώρα, πάνω στις αιχμές που θα έρθουν να εμβαθύνουν οι Οργανισμοί.

Είναι προφανές ότι μία τέτοια τακτική για το φοιτητικό κίνημα δεν αποτελεί κοινό τόπο για τα ΕΑΑΚ στην παρούσα φάση. Το φοιτητικό τμήμα της ΑΡΑΣ λοιπόν, έχει καθήκον και να ζυμώνει αλλά και να υλοποιεί μία τέτοια κατεύθυνση στα σχήματα και στους συλλόγους στους οποίους παρεμβαίνουμε, αλλά επίσης να προσπαθεί για τη μεταβολή του πολιτικό-ιδεολογικού συσχετισμού εντός των ΕΑΑΚ ούτως ώστε μία τέτοια τακτική να μπορεί να γίνει ηγεμονική εντός αυτών.

Παράλληλα και σε δεύτερο επίπεδο σε σχέση με τα κινηματικά επίδικα, οφείλουμε να ανοίξουμε στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ τις προσπάθειες μετάλλαξης της φυσιογνωμίας τους, συνδεδεμένες με την κατίσχυση της γραμμής της απουσίας πολιτικών πρακτικών. Πρέπει να επανεισάγουμε ως γενική γραμμή, τη λογική της γραμμής μαζών με ριζοσπαστικές πρακτικές, ώστε να καταφέρουμε να συγκροτήσουμε στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, έναν πόλο που θα ανθίσταται στη διπλή διαλεκτική του σεχταρισμού/ φυγής από το πεδίο της πολιτικής πρακτικής εντός των συλλόγων, παράγοντας μετατοπίσεις και οριοθετήσεις.

Μπορεί ο εκπαιδευτικός μηχανισμός στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής να παράγει συνεχώς αντιφάσεις και να δίνει συνεχώς ευκαιρίες στη ριζοσπαστική αριστερά να τις οξύνει μετατοπίζοντας τις συνειδήσεις των μαζών, παρόλα αυτά κάθε μάχη δίνεται λαμβάνοντας υπόψη την έκβαση της προηγούμενης. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ρυθμίσεις – τομές που αναδιαμορφώνουν με ριζικό τρόπο τον ιδεολογικοπολιτικό συσχετισμό στους συλλόγους και τα χαρακτηριστικά του φοιτητικού υποκειμένου. Τελικά, η μάχη ενάντια στις διαγραφές μπορεί να μην είναι η τελευταία, αλλά σίγουρα θα είναι η καθοριστική γι’ αυτό και η ΑΡΑΣ θα πρέπει να συμβάλλει τα μέγιστα για πιέσει ούτως ώστε τα ΕΑΑΚ να φανούν αντάξια της συγκυρίας.

Η πολιτική πρακτική της ΑΡΑΣ το προηγούμενο διάστημα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος των διοικητικών και των φοιτητικών συλλόγων, παρά τα πολιτικά και οργανωτικά πλήγματα που δέχθηκε το προηγούμενο διάστημα. Κατάφερε να παράγει πίεση και μετατοπίσεις στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ επικαθορίζοντας εν τέλει την εμπλοκή τους στις κινητοποιήσεις. Επί της ουσίας, η ΑΡΑΣ έπαιξε κεντρικό ρόλο στη συγκρότηση μίας κίνησης μαζών που αποτέλεσε το μοναδικό παράγοντα αστάθειας για την κυβέρνηση μετά τις εκλογές, από πλευράς κινήματος. Αυτή η πολιτική αποκρυστάλλωση είναι δείκτης του γεγονότος ότι οι ορθές πολιτικές εκτιμήσεις και η γραμμή των μαζών μπορούν να παράξουν πολιτικές μετατοπίσεις και αποτελέσματα εντελώς αναντίστοιχα από την οργανωτική διάρθρωση και εμβέλεια του φορέα που τις εισάγει. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική και οργανωτική φθορά της ΑΡΑΣ το προηγούμενο διάστημα έχει αναμφίβολα επάγει αποτελέσματα αρνητικών μετατοπίσεων στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, αφού περιορίστηκε η δυνατότητα συγκρότησης αναχωμάτων στις κατευθύνσεις που μπαίνουν από τις υπόλοιπες οργανώσεις, τόσο σε επίπεδο φυσιογνωμίας των σχημάτων και του δικτύου, όσο και κυρίως στην αδυναμία των ΕΑΑΚ να αντιληφθούν τις αντιθέσεις που οξύνονται στο πλαίσιο της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας και να συγκροτούν κινητοποιήσεις ή ακόμα και να αναπαράγουν στοιχεία ριζοσπαστικής πρακτικής. Παράλληλα η συμβολή της στην προσπάθεια να αποτραπεί η παραταξιοποίηση (πολιτική και οργανωτική) των ΕΑΑΚ, είναι επί της ουσίας η μόνη που καταφέρνει να διατηρεί μια σύνδεση μεταξύ του δικτύου και της πραγματικότητας των συλλόγων, αλλά και καταφέρνει να οριοθετεί τις δομικές μεταλλάξεις της φυσιογνωμίας του μορφώματος.

Σήμερα, στο φόντο των πολιτικοϊδεολογικών μετατοπίσεων που επισυμβαίνουν στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, η στράτευση σε μία κατεύθυνση που υπερασπίζεται τη ριζοσπαστική και κινηματική πολιτική κατεύθυνση και φυσιογνωμία των σχημάτων μετασχηματίζεται σε πάλη για την επιβίωση της πολιτικής στρατηγικής που σηματοδοτεί το όχημα ΕΑΑΚ. Σε αυτά τα πλαίσια, ο συσχετισμός στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, κάνει αναγκαία την πολιτικοοργανωτική ενίσχυση της ΑΡΑΣ, ώστε να διατηρηθεί η δυνατότητα υλοποίησης από πλευράς των ανεξάρτητων αριστερών σχημάτων, το πιο πετυχημένο μόρφωμα της ριζοπαστικής αριστεράς, μιας γραμμής μαζών στο εσωτερικό των συλλόγων, που θα καταφέρνει να οριοθετεί την αναδιάρθρωση, θα συγκροτεί κινηματικά, θα εγγράφει ριζοσπαστικα χαρακτηριστικα στη φοιτητική νεολαία, και διατηρεί το φοιτητικό κίνημα ως αστάθμητο παράγοντα για τους αστικούς σχεδιασμούς.

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ

 

Share.

Leave A Reply