Β’ Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ:

0

Ορισμένα πρώτα συμπεράσματα

Μία πρώτη αποτίμηση για τη Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να κινηθεί σε δύο επίπεδα: α) στην πολιτική κατεύθυνση η οποία αποφασίστηκε.   β) στην οργανωτική κατάληξη και στην εκλογή των οργάνων.

 

Για την πολιτική διαδικασία και την πολιτική απόφαση

Είναι αναμφίβολα θετικό ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί και διεξάγει μία διαδικασία με τέτοια μαζικότητα – περίπου 1000 σύνεδροι από τις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας – και μία σχετική κοινωνική αντιπροσώπευση. Αναδεικνύεται έτσι το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί μία υπαρκτή τρίτη τάση στο εσωτερικό της αριστεράς και ότι μέχρι ενός σημείου έχει μπορέσει στην παρούσα φάση να αποκρούσει τις πιέσεις που διαμόρφωσε η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και τα διλήμματα που αυτή έθετε και εξακολουθεί να θέτει.

Η δυνατότητα αυτή παράγεται σε μεγάλο βαθμό από την ίδια την διαμόρφωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έφερε σε σύγκλιση διαφορετικά και σε ορισμένες περιπτώσεις ανταγωνιστικά και αντιθετικά πολιτικό οργανωτικά ρεύματα, γεγονός που πολλαπλασίασε τη δυναμική της. Παράγεται επίσης από το γεγονός ότι μέχρι ενός σημείου ανέπτυξε μία πολιτική πρόταση για την διέξοδο από την κρίση σε εργατική κατεύθυνση, όπως αποκρυσταλλώνεται στα σημεία του μεταβατικού προγράμματος, τα οποία υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν άμεσα, δημιουργώντας όρους ρήξης με την κυρίαρχη στρατηγική του κεφαλαίου με στοιχεία επαναστατικού ρεαλισμού που μπορούν να πείθουν ευρύτερες μάζες. Η διαμόρφωση αυτού του μεταβατικού προγράμματος – το οποίο καταπολεμήθηκε είτε από σεκταριστικές δυνάμεις της άκρας αριστεράς είτε από το ΚΚΕ ως ύστατο σχέδιο ανασυγκρότησης της αστικής πολιτικής σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα – έδωσε τη δυνατότητα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να θέσει την πολιτική της στρατηγική, να αυξήσει τη συνοχή της αλλά και να επιδράσει σε ευρύτερες δυνάμεις της αριστεράς.

Όμως όπως φάνηκε και από την Β Συνδιάσκεψη το πρόγραμμα αυτό αντιμετωπίζεται με διαφορετικές οπτικές από τις διαφορετικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ως προς το χαρακτήρα του και ως προς τον τρόπο προώθησής του. Φάνηκαν δύο οπτικές, με μικρότερες ή μεγαλύτερες παραλλαγές στο εσωτερικό τους. Η πρώτη θεωρεί – ή αντικειμενικά καταλήγει – ότι το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο μετά την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της δηλαδή ότι η εφαρμογή του ταυτίζεται με μία πρώτη φάση σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Παράλληλα, ότι η συμμαχία που θα αναπτυχθεί για την υλοποίηση αυτού του μεταβατικού προγράμματος πρέπει να περιλαμβάνει δυνάμεις που θεωρούνται αντικαπιταλιστικές και έχουν σαν στόχο την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Αναφέρεται κατά αυτό το τρόπο σε ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο στο οποίο το σύνολο των δυνάμεων που περιλαμβάνει σε αυτό έχουν στόχο το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Η δεύτερη οπτική εκτιμά ότι το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να εφαρμοσθεί άμεσα, αλλάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων και ανακουφίζοντας τις λαϊκές μάζες, ενισχύοντας την τάση προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, χωρίς όμως να ταυτίζεται με την έναρξη αυτής της διαδικασίας. Ταυτόχρονα θεωρεί ότι η εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος είναι αντικείμενο μίας ευρύτερης κοινωνικό πολιτικής συμμαχίας, ενός αριστερού κοινωνικό πολιτικού μετώπου, στην οποία μία τάση θα είναι επαναστατικές και αντικαπιταλιστικές δυνάμεις οι οποίες θα πρέπει να παλεύουν για την ηγεμονία στο εσωτερικό αυτού του μετώπου. Σύμφωνα με την δεύτερη οπτική η έναρξη μίας τέτοιας διαδικασίας για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημαίνει την πολιτική συνεργασία με όλες εκείνες τις δυνάμεις που αποδέχονται την υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος με κεντρικό σημείο την έξοδο από την Ευρωζώνη και την ρήξη με την Ε.Ε. και τις αστικές πολιτικές.

Η βασική διαφορά προσανατολισμού είναι αυτή, αν και έγινε αρκετή συζήτηση για το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας. Η επικέντρωση στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας νομίζουμε ότι συσκοτίζει τα σημερινά καθήκοντα, στο βαθμό που το ζήτημα αυτό δεν είναι άμεση προτεραιότητας, εφ όσον α) ο σημερινός πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων είναι τέτοιος που δεν το θέτει σε πρώτη προτεραιότητα και β) δεν έχει συγκροτηθεί το αριστερό κοινωνικό πολιτικό μέτωπο που θα διεκδικούσε την κυβερνητική εξουσία με βάση το μεταβατικό πρόγραμμα στηριζόμενο σε ένα κύμα λαϊκών αγώνων. Ωστόσο εκτιμάμε ότι σε τελική ανάλυση η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος δεν μπορεί να γίνει χωρίς την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από ένα ριζοσπαστικό κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ δυνάμεων, αλλά και την κατάληψη τομέων πραγματικής εξουσίας στο εσωτερικό του κράτους, του πολιτικού συστήματος και του παραγωγικού συστήματος. Ένα τέτοιο πολιτικό μπλοκ δεν μπορεί να ανέλθει στην κυβέρνηση και πολύ περισσότερο να διατηρηθεί σε αυτή και να επιβάλλει αυτό το πρόγραμμα χωρίς την ένταση και ριζοσπαστικοποίηση των ταξικών αγώνων και την παραγωγή ριζοσπαστικών μετασχηματισμών στο εσωτερικό του κράτους. Στη σημερινή συγκυρία, μία πολιτική συμμαχία της αριστεράς στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, που θα στηριζόταν στη μαζική λαϊκή κινητοποίηση και κυρίως στους αγώνες από τα κάτω θα μπορούσε να διεκδικήσει και την κυβερνητική εξουσία μέσα και από τις αστικές εκλογές. Η πολιτική ενότητα των δυνάμεων οι οποίες θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το μεταβατικό πρόγραμμα (και εδώ θα απαιτούνταν σημαντικά περισσότερες δυνάμεις από ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί με τις δυνάμεις στις οποίες καταρχήν απευθύνεται όπως το Σχέδιο Β ΜΑΑ, εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις, ή ομάδες που αποσπούνται από τη ρεφορμιστική αριστερά) θα δημιουργούσε πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και στην περαιτέρω ενεργοποίηση των αγώνων των μαζών ως προϋπόθεση και αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικό πολιτικής συμμαχίας. Σε πολιτικό επίπεδο μία τέτοια συμμαχία θεωρητικά θα μπορούσε να περιλαμβάνει το ΚΚΕ, την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και τις υπόλοιπες δυνάμεις στις οποίες αυτή απευθύνεται.

Η διαφορετική προσέγγιση, χρεώνει στην κατεύθυνση του αριστερού κοινωνικό-πολιτικού μετώπου την πιθανότητα ενσωμάτωσης σε μια εναλλακτική αστική στρατηγική. Η θέση αυτή καταλήγει -άθελά της- να θεωρεί ότι υπάρχει η δυνατότητα για ένα νεοκεϋνσιανό συμβιβασμό στη σημερινή φάση του καπιταλισμού, ώστε σε μία σοσιαλδημοκρατικού τύπου κυβέρνηση κάτω από τη λαϊκή πίεση να επιβληθεί ένα τόσο ριζοσπαστικό πρόγραμμα, χωρίς όμως να επέρχονται ουσιώδεις ρήξεις στις σχέσεις ταξικής κυριαρχίας. Εναλλακτικά ταυτίζει την εφαρμογή αυτού του προγράμματος με την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Αυτές οι διαφορές που είναι εν μέρει υπαρκτές, αλλά σε μεγάλο βαθμό διογκώνονται και λόγω τάσεων αυτοσυντήρησης των μηχανισμών των οργανώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είχαν σαν αποτέλεσμα εκτός των άλλων, να απορριφθεί η πρόταση για αυτοκριτική για το πως χειρίσθηκε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το ζήτημα της εκλογικής συνεργασίας, με το ΜΑΑ στις εκλογές του 2012.

Οι διαφοροποιήσεις αυτές αποτυπώθηκαν και στην υποστήριξη από ένα μεγάλο κομμάτι του σώματος μιας τροπολογίας στη Θέση 43 («Η κορωνίδα του μεταβατικού προγράμματος είναι το σύνθημα για μια κυβέρνηση των ίδιων των εργαζομένων, με επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα»), η οποία αν υπερψηφιζόταν πραγματικά θα επικύρωνε την αντίληψη ότι η εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος θα πραγματοποιηθεί μετά την επανάσταση. Εάν αυτή η κατεύθυνση αποτύπωνε το σχέδιο δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα οδηγούσε σε μια αυτοαναφορική συγκρότηση με απεύθυνση μόνο στις υπόλοιπες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (αυτή την τακτική αποτύπωνε και η αντίστοιχη τροπολογία στη θέση 38) και εντέλει σε έναν αυτισμό τύπου ΚΚΕ, πέρα και έξω από τις ανάγκες που επιβάλλει η συγκυρία.

Στην πραγματικότητα όμως, η πολιτική απόφαση, χάρη και στην τροπολογία του σ. Γ. Ρούσση, τη μόνη που έγινε αποδεκτή από το Σώμα, είναι απολύτως σαφής και αποτυπώνει τη σωστή κατεύθυνση που ξεκαθαρίζει ότι απευθυνόμαστε άμεσα για πολιτική και εκλογική συνεργασία σε όσες δυνάμεις συμφωνούν με τη θέση 43 του σχεδίου θέσεων. Δεν αποτελεί συνεπώς η πολιτική απόφαση (που έγινε ομόφωνα αποδεκτή), ένα κενό γράμμα, κι αυτό γιατί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποφάσισε να αναλάβει επιτέλους τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που μέχρι σήμερα μπλοκάρονταν στην ΚΣΕ με βετο, αδράνειες και κομματικές δεσμεύσεις μελών. Αρκεί η υλοποίησή της να μην αντιμετωπιστεί δια της παρελκύσεως όπως έγινε με την θέση της Α Συνδιάσκεψης για ανάληψη πρωτοβουλιών συγκρότησης κοινωνικού και πολιτικού μετώπου ρήξης και ανατροπής. Στο έδαφος της πολιτικής απόφασης, άμεσα πρέπει να αναληφθεί πρωτοβουλία, να απευθυνθεί πρόταση σε αυτές τις δυνάμεις και να τεθεί χρονοδιάγραμμα ώστε μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου να έχει καταληχθεί αν μία τέτοια ευρύτερη μετωπική συσπείρωση μπορεί να συγκροτηθεί ή όχι.

 

Για την οργανωτική κατάληξη

 

Αν στο ζήτημα της πολιτικής απόφασης υπήρξε εποικοδομητικός συμβιβασμός, στο ζήτημα της οργανωτικής λειτουργίας της Συνδιάσκεψης και της πορείας προς αυτήν αλλά και για την εκλογή οργάνων το αποτέλεσμα της Συνδιάσκεψης είναι αρνητικό.

Καταρχήν η Συνδιάσκεψη αποτύπωσε και επικύρωσε μια γραφειοκρατική-διαπαραταξιακή λειτουργία, όπου οι αντιπρόσωποι ψηφίζουν ανά μπλοκ/αδιαπέραστους τοίχους, γεγονός που αποτυπώθηκε στις ψηφοφορίες.

Σε ότι αφορά στο οργανωτικό πλαίσιο, αν και το σύνολο των συμμετεχόντων στη διαδικασία τυπικά αναγνώριζε το πρόβλημα και δεσμευόταν να υποστηρίξει κάποια πρόταση αναλογικής εκπροσώπησης είτε με ενιαία λίστα και μικρότερο αριθμό σταυρών, είτε με τη μορφή της καθαρής απλής αναλογικής με την υποστήριξη ξεχωριστών λιστών είτε με ένα μικτό σύστημα που ένα μέρος των οργάνων, ή των αντιπροσώπων θα εκλεγόταν μέσα από ξεχωριστά ψηφοδέλτια και ένα τμήμα από ενιαία λίστα, τελικά δεν έγινε καμία καταστατική αλλαγή. Κατά την άποψή μας, το μικτό σύστημα μπορούσε να υποστηριχθεί από όλες τις τάσεις που συναινούν στην εκλογή με επιμέρους λίστες και να συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3, ως μίας μορφής σύνθεση που θα ενσωμάτωνε και τις υγιείς διαθέσεις ανένταχτου ή και οργανωμένου δυναμικού που δεν θέλει αυστηρή περιχαράκωση. Το ζήτημα δεν είναι στενά αριθμητικό, είναι πολιτικό. Αν και πάνω από το 65 % του σώματος είτε με τη συμμετοχή στις ψηφοφορίες είτε με την κατάθεση τροπολογιών από τις οργανώσεις που ανήκε, εξέφρασε την αντίθεση του στο ενισχυμένο πλειοψηφικό και την υποστήριξή του σε κάποια μορφή ξεχωριστής έκφρασης των αντιλήψεων προς ένα αναλογικότερο σύστημα εκλογής και συγκρότησης των οργάνων, τελικά τίποτε δεν έγινε. Μέσα από μια σειρά παλινωδιών και εκπεφρασμένων ή μη αντιφάσεων αποτυπώθηκε η δυσανεξία των μεγάλων οργανώσεων στην δημοκρατικότερη λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Υπονομεύθηκε έτσι μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρος του κοινού εγχειρήματος, η δυνατότητα συνύπαρξης διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων και ανένταχτων σε ένα πόλο που να μπορεί να ανασυνθέτει κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικό το επαναστατικό ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας.

Όμως αυτή η στάση δεν είναι χωρίς συνέπειες: Κατ’αρχάς ένα μεγάλο κομμάτι του ανένταχτου δυναμικού, που δεν επιθυμούσε να εκλεγεί στα όργανα ως προσάρτημα οργανώσεων, δεν κατέβηκαν καν υποψήφιοι. Κατά δεύτερο αυτή η πρακτική όχι μόνο διαλύει και εξουθενώνει τις μικρότερες ή και μεγαλύτερες πολιτικές τάσεις αλλά υπονομεύει και την πολιτική διαδικασία.

Μετά την απόρριψη των τροπολογιών για την αναλογικότερη εκλογή, η ΑΡΑΣ ψήφισε λευκό στην τροποποίηση που αφορούσε την εκλογή της ΚΣΕ από το ΠΣΟ, παρόλο που επί της αρχής συμφωνούμε, διότι αν δεν συνδυάζεται με την απλή αναλογική εφαρμόζει τρία επίπεδα κυκλικής σταυροδοσίας και όντως μπορεί να οδηγήσει μία οργάνωση που ξεκινάει με το 30 % των μελών στις τοπικές επιτροπές να εκλέγει τελικά με κυκλική σταυροδοσία το 65 % των εκλόγιμων μελών της ΚΣΕ. Επίσης διότι σταθμίσαμε σοβαρά την δήλωση του ΣΕΚ ότι δεν θα κατέθετε υποψηφιότητες για εκλογή στα όργανα. Εμείς δεν επιχαίρουμε όταν μία πολιτική αντίληψη καταναγκαζόμενη αποχωρεί από μία πολιτική διαδικασία είτε όταν αφορά μία μικρή οργάνωση, είτε πολιτικές τάσεις με τις οποίες έχουμε συγκρουστεί, είτε αφορά κάποια εκ των βασικών συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μας κάνει εντύπωση η απάθεια αντιπροσώπων και πολιτικών τάσεων απέναντι σε αυτά τα γεγονότα και ενδεχόμενα.

Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι προβληματικό όχι μόνο ή τόσο επειδή ενισχύει αδικαιολόγητα ορισμένες τάσεις και περιορίζει άλλες, αλλά κυρίως διότι το σύστημα εκλογής δημιουργεί τους όρους για την γενίκευση αντιδημοκρατικών και απολίτικων πρακτικών. Η γενίκευση των κυκλικών σταυροδοσιών και της ένταξης σε λίστες επιρροών, σταδιακά αποδυναμώνει κάθε πολιτική συζήτηση και διαδικασία πολιτικής σύνθεσης στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μεσοπρόθεσμα υπονομεύει τη συνοχή της. Αν δεν γίνει κατανοητό ότι το σύστημα της ενιαίας λίστας με αυξημένο αριθμό σταυρών υπονομεύει την δημοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στη Β’ Συνδιάσκεψη θα αυξάνονται.

 

Για την επόμενη μέρα της Συνδιάσκεψης

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να αναλάβει άμεσα πρωτοβουλίες που θα προωθήσουν σε πολιτικό επίπεδο το μεταβατικό της πρόγραμμα, σε υλοποίηση και της μετωπικής κατεύθυνσης που έχει διακηρύξει ήδη από την 1η Συνδιάσκεψη. Μετά τα 4 και πλέον χρόνια της ύπαρξής της, η ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίος όρος προκειμένου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διατηρήσει και διευρύνει την παρουσία της ως μιας διακριτής και αναγνωρίσιμης στρατηγικής πρότασης μέσα στην Αριστερά.

Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ευθύνη του ΠΣΟ πρέπει:

  • να αναλάβει την πρωτοβουλία για τη μετωπική συμπόρευση με τις δυνάμεις που περιγράφονται στη πολιτική απόφαση της Συνδιάσκεψης με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μέχρι και το Σεπτέμβριο για το αν αυτή μπορεί να προχωρήσει και να αποκρυσταλλωθεί και οργανωτικά π.χ. σε ένα συντονιστικό αυτών των δυνάμεων που θα αποδεχθούν τη συμμετοχή τους
  • να αναδιοργανώσει τις τοπικές επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να δημιουργήσει κλαδικές επιτροπές με βάση σαφή κριτήρια και βασικά τον τόπο κύριας κατοικίας για συμμετοχή στις τοπικές επιτροπές
  • να θέσει σαφή κριτήρια, για την ένταξη των μελών με βάση τη συμμετοχή στις διαδικασίες και τις πρωτοβουλίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ώστε να μην υπάρχουν περιφερόμενα μέλη ή μέλη μίας μόνο εκλογικής χρήσης

  • να διερευνήσει άμεσα ένα σύστημα εκλογής οργάνων ή αντιπροσώπων που να οδηγεί σε ποιο δημοκρατική και αναλογική εκπροσώπηση και συνθετικές λύσεις. Την καταλληλότερη λύση αποτελεί το μικτό εκλογικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ένα τμήμα των αντιπροσώπων και των οργάνων μπορεί να εκλέγεται από ξεχωριστές εκλογικές λίστες σε ένα ποσοστό 60 – 80 % και από ενιαία λίστα από την οποία θα εκλέγεται ένα ποσοστό 20 – 40 % των οργάνων και των αντιπροσώπων. Για αυτό είναι απαραίτητο οι δυνάμεις οι οποίες κινούνται σε μία κατεύθυνση που συμφωνεί με την ύπαρξη και διακριτών λιστών να βρουν ένα κοινό τόπο. Πέρα από αυτό είναι απαραίτητο άμεσα το ΠΣΟ να δεσμευθεί ότι θα κινηθεί σε μία κατεύθυνση μεταβολής στο σύστημα εκλογής που να λειτουργεί αποτρεπτικά στις απολίτικες και αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις, και αυτό μπορεί να γίνει με τη μείωση του δικαιώματος σταυροδοσίας από το ¼ των υποψήφιων προς εκλογή στο 1/6.  

  

ΑΡιστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ)

Share.

Leave A Reply