Ψωμί και τριαντάφυλλα: Οι ιστορικές διεκδικήσεις του γυναικείου εργατικού κινήματος να βγουν ξανά στο προσκήνιο απέναντι στην έμφυλη βία και το σεξισμό.

0

Της Σοφίας Αβραμίδου

Τα λουλούδια δε λένε τίποτα χωρίς το ψωμί. Η παγκόσμια ημέρα εξάλειψης της βίας κατά των γυναικών στις 25 Νοέμβρη είναι μια αφορμή για να αναδειχθούν οι επίκαιρες διεκδικήσεις του γυναικείου και ευρύτερου κοινωνικού κινήματος για το γυναικείο ζήτημα. Σε αντίθεση με μια εθιμοτυπική αντιμετώπιση του ζητήματος στις κατά καιρούς «παγκόσμιες ημέρες», είναι χρέος μας να τονίσουμε ότι η μάχη απέναντι στη σεξιστική και έμφυλη βία και απέναντι στις διακρίσεις είναι καθημερινή και διαρκής. Είναι ένα διαρκές στοίχημα για τους κοινωνικούς αγώνες, ώστε να γίνει πράξη η παραδοχή πως η δύναμη βρίσκεται στην ενότητα απέναντι στην αστική στρατηγική και κοινό κτήμα πως πρέπει να ανατραπούν οι διαχωρισμοί στη βάση του φύλου, της σεξουαλικότητας και του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της καταγωγής. Ψωμί και τριαντάφυλλα: Αυτό το σύνθημα, που συμπυκνώνει το διαχρονικό αίτημα του γυναικείου και εργατικού κινήματος για αξιοπρεπή ζωή, παραμένει ακόμη αδικαίωτο. Η μάχη απέναντι στη σεξιστική βία είναι πρωτίστως μάχη απέναντι στην συνολική πατριαρχική, σεξιστική κουλτούρα που αναπαράγεται και διαχέεται πρώτα και κύρια από τους κρατικούς μηχανισμούς και την κυρίαρχη ιδεολογία. Την κυρίαρχη κουλτούρα που διαιωνίζει την εκμετάλλευση και τους διχασμούς στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων.

Αν και ο σεξισμός δεν εμφανίζεται ως νέο φαινόμενο στον καπιταλισμό, αλλά «κληρονομείται» από άλλους τρόπους παραγωγής, σε αυτόν παίρνει νέες και πιο αναβαθμισμένες ποιοτικά μορφές, παρά το γεγονός πως αυτό συστηματικά υποκρύπτεται στο πλαίσιο του αστικού φιλελευθερισμού και της «κοινωνίας των πολιτών». Στον πυρήνα της γυναικείας καταπίεσης βρίσκεται η πατριαρχική σύλληψη των κοινωνικών σχέσεων και ο πατριαρχικός μηχανισμός της οικογένειας που ενσωματώνονται στην καπιταλιστική κοινωνία και αναβαπτίζονται ως θεμέλια της συνοχής του κοινωνικού ιστού της, του «εθνικού συνόλου». Εξάλλου, η καταπίεση της γυναίκας στη βάση του φύλου, τα υλικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά και οι ρόλοι που συνοδεύουν τα οικοδομήματα του κοινωνικού φύλου στο πλαίσιο του οικογενειακού μηχανισμού στην καπιταλιστική κοινωνία,  παίζουν έναν συνολικότερο ρόλο από αυτόν της καταπίεσης απλώς των υποκειμένων.

Αφενός, αναπαράγουν πολύπλευρους διαχωρισμούς αξιοποιώντας είτε υπαρκτές είτε κατασκευασμένες «βιολογικές» διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των καταπιεζόμενων τάξεων απομακρύνοντας από την ενοποίηση στη βάση της ταξικής θέσης και πραγματικότητας. Οι επιμέρους διαχωρισμοί με βάση το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την καταγωγή ή τη θρησκεία αξιοποιούνται με σκοπό τη διάσπαση της ενότητας των εργαζομένων, δηλαδή όλων εκείνων των οποίων τα συμφέροντα είναι κοινά απέναντι στις άρχουσες τάξεις και την αστική στρατηγική, ούτως ώστε με την υποβάθμιση των γυναικών και άλλων επιμέρους στρωμάτων να υποβαθμιστούν συνολικά τα λαϊκά στρώματα και να αποτραπεί η οργανωμένη και μαζική πάλη των εκμεταλλευόμενων τάξεων. Έτσι, οι γυναίκες υφίστανται συστηματικά μοριακή, εξατομικευμένη και συλλογική βία λόγω της δομημένης ιστορικά με πατριαρχικά χαρακτηριστικά κοινωνικής εξουσίας, η οποία μετασχημάτισε -υπαρκτές και μη- διαφορές και αντιθέσεις σε κοινωνικούς ρόλους.

Αφετέρου, η γυναίκα και ο ρόλος που συνοδεύει το «φύλο» της αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στην αναπαραγωγή και λειτουργία του οικογενειακού μηχανισμού που δομεί τον κοινωνικό ιστό στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αναλαμβάνει η ίδια να επωμιστεί με την απλήρωτη εργασία της ένα μεγάλο μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης μέσω των καθημερνών εκπληρώσεων του ρόλου της γυναίκας, μητέρας ή συζύγου (διατροφή, ξεκούραση, περίθαλψη παιδιών ή ηλικιωμένων). Υπ’ αυτήν την έννοια οι γυναίκες υφίστανται διπλή καταπίεση, δηλαδή καταπίεση στη βάση τόσο της ταξικής εκμετάλλευσης όσο και του φύλου. Αυτή η συνθήκη ανταποκρίνεται σε συμφέροντα πολύ ισχυρότερα και συνολικότερα της υποταγής σε έναν συγκεκριμένο άντρα (το σύζυγο ή τον πατέρα) καθώς εξυπηρετεί την αναπαραγωγής μιας ολόκληρης εκμεταλλευτικής κοινωνικής δομής.

Η αμφισβήτηση των δομικών αυτών χαρακτηριστικών του γυναικείου κοινωνικού φύλου μέσα από την πολιτική στράτευση, τους αγώνες και τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος έχει, αναμφίβολα, ανατρέψει τον τρόπο με τον οποίο στο σήμερα συζητάμε γύρω από το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τις διακρίσεις και τις κοινωνικές σχέσεις. Ακόμη και στα πρόσφατα προηγούμενα χρόνια μέσα από την ριζοσπαστικοποίηση των αρχών της κρίσης οι γυναίκες έγιναν πιο ορατές, αλλά και τώρα παρά τη διάχυτη απογοήτευση, το δόγμα του ΤΙΝΑ (There is no alternative), την απονομιμοποίηση της Αριστεράς και τη συντηρητική μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού, υπάρχουν ακόμα ριζοσπαστικά τμήματα της νεολαίας, που πλαισιώνουν πολλές και διαφορετικές μορφές συσπείρωσης, οπού οι γυναίκες είναι περισσότερες από ό,τι στο παρελθόν και με πιο αναβαθμισμένους κοινωνικούς και πολιτικούς ρόλους. Πρόκειται για κατακτήσεις και προχωρήματα τα συγκρότησης της αριστεράς.

Ωστόσο, παρά τα μεγάλης σημασίας κεκτημένα του γυναικείου και λαϊκού κινήματος, το γυναικείο ζήτημα δεν είναι μια υπόθεση ληγμένη, σε αντίθεση μάλιστα με τη φιλελεύθερη αντίληψη που αντιμετωπίζει τα δικαιώματα της γυναίκας στην κοινωνική και πολιτική ισότητα σαν ένα «μουσειακό» είδος θεσμικής εξελικτικής ιστορίας, όπου τα δικαιώματα της γυναίκας και γενικώς η αναγνώριση της διαφορετικότητας είναι δήθεν φυσικό φαινόμενο του ανεπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού και αργά ή γρήγορα θα «πέσουν σαν ώριμο φρούτο» της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Αντίθετα, τα αιτήματα του φεμινιστικού και LGBTQI+ κινήματος παραμένουν αδικαίωτα, ενώ ακόμη και κατακτήσεις των ταξικών συγκρούσεων ανατρέπονται ταχύτατα. Σήμερα στην περισσότερο «ολοκληρωμένη» Ευρώπη τα ζητήματα του δικαιώματος στην έκτρωση, στις άδειες εγκυμοσύνης και μητρότητας τίθενται υπό αμφισβήτηση ή και καταλύονται με αντιδραστικούς νόμους, ενώ περαιτέρω ζητήματα όπως ο γάμος των ομοφύλων, της αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου αντιμετωπίζονται με το ερώτημα της «συμβατότητάς τους με παραδεδεγμένες αξίες». Με τον ίδιο τρόπο, στην Ευρώπη  δήθεν «χώρο ελευθερίας και δικαιοσύνης» στήνονται φράχτες και ψηφίζονται νόμοι αναγκαστικής δουλείας και δήμευσης των περιουσιών προσφύγων, ενώ αναβαθμισμένες κατασταλτικές πολιτικές αναπτύσσονται υπό το όψιμο «τρομο-ερώτημα» του εάν ο ισλαμικός πληθυσμός μπορεί να συνυπάρξει ειρηνικά με τον «ευρωπαϊκό πολιτισμό». Όπως και το σύνολο των δικαιωμάτων, έτσι και τα δικαιώματα των γυναικών θα τίθενται πάντα υπό αίρεση, όσο δεν τα υπερασπίζεται το κοινωνικό και λαϊκό κίνημα.

Το κρίσιμο στοιχείο που πρέπει κανείς να αναγνώσει είναι ότι, σε αντίθεση με τη φιλελεύθερη αφήγηση, ο σεξισμός και η έμφυλη βία δεν είναι εξαίρεση, μια δήθεν «παρέκκλιση» στον αστικό κοινωνικό φιλελευθερισμό, αλλά είναι ο κανόνας. Όπως παραπάνω εκτέθηκε, η καταπίεση της γυναίκας και ο σεξισμός, ως ιδεολογία που την νομιμοποιεί, είναι στοιχεία δομικά στην καπιταλιστική κοινωνία, η ύπαρξη της οποίας προϋποθέτει μηχανισμούς κοινωνικής αναπαραγωγής (μηχανισμός της οικογένειας και άλλοι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους), που κανονικοποιούν τις διακρίσεις. Η έμφυλη βία είναι παρούσα στις κοινωνικές σχέσεις, σε μοριακό επίπεδο επιμέρους κοινωνικών σχέσεων, αλλά κατά βάση είναι παρούσα σε θεσμικό επίπεδο, στους κρατικούς μηχανισμούς, «καμουφλάρεται» και παίρνει μια σειρά μορφών: από τον ξυλοδαρμό και τη γυναικοκτονία ως το τράφικινγκ, από την σεξουαλική παρενόχληση, τη σεξουαλική βία και το βιασμό ως τη ψυχολογική και λεκτική βία. Συνεπώς, έμφυλη βία δεν είναι κανόνας μόνο σε «μακρινές» χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου ή στις μουσουλμανικές χώρες, αλλά είναι κανόνας και στην «πολιτισμένη Δύση».

Η πραγματικότητα δείχνει πως τεράστια ποσοστά γυναικών υφίστανται φυσική βία στις προσωπικές ερωτικές τους σχέσεις ειδικά στις σκανδιναβικές χώρες και ευρύτερα στην «πολιτισμένη» Δύση, όπου στις δολοφονίες γυναικών ο θύτης είναι συνήθως ο σύντροφος ή ο σύζυγος. Την ίδια στιγμή, συζητείται η απαγόρευση ή αυστηροποίηση του πλαισίου των αμβλώσεων σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ και στην Πολωνία. Στην Ελλάδα η ενδοοικογενειακή βία υπολογίζεται πως έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ κάθε χρόνο χιλιάδες (περίπου 5000) γυναίκες απευθύνονται σε γραμμές τηλεφωνικής υποστήριξης για αυτόν τον λόγο. Το ακόμη δυστυχέστερο είναι πως τα ποσοστά καταγγελίας βιασμών στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά μικρό για τους γνωστούς λόγους, που αφορούν στο δύσκαμπτο νομικό πλαίσιο και την ευρεία εκτίμηση πως δεν θα υπάρξει δικαίωση, ενώ ο φόβος του στίγματος εξακολουθεί να υπάρχει. Ωστόσο, η καταγγελία του θύτη από τη γυναίκα την απενοχοποιεί και τη θωρακίζει και γι’ αυτό είναι και τόσο κρίσιμη.

Η σωματική βία ή και η απειλή της είναι σημαντικό σημείο, αν και όχι το μόνο, που περιορίζει τη δυνατότητα των γυναικών να εκφράζονται ανεξάρτητα στο δρόμο, στη σεξουαλικότητά τους, στην εργασία στην οικογένεια και πόσο μάλλον στις συλλογικές και πολιτικές πρακτικές. Ποικίλοι πολιτικοί μηχανισμοί εμπεριέχουν ως συστατικό στοιχείο τη σεξιστική βία και μάλιστα όχι μόνον για την καθεαυτή τρομοκράτηση των γυναικών, αλλά και το σπάσιμο του ηθικού όσων αγωνίζονται. Η σωματική καταπίεση των γυναικών με πολιτική στόχευση έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και γι’ αυτό αναφέρεται σε σκληρούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς.

Ακόμη, και αμιγώς οι μνημονιακές πολιτικές του ευρωμονοδρόμου και της πάση θυσία αποπληρωμής του χρέους την περίοδο της κρίσης έπληξαν περισσότερο τις γυναίκες, στοιχείο που δεν είναι  τυχαίο, αλλά σχετίζεται με την ιστορικά αποκρυσταλλωμένη υποτίμηση της γυναικείας εργασίας και τον τρόπο που οι έμφυλοι διαχωρισμοί επιτρέπουν κι αυτοί με τη σειρά τους να θεσμοποιούνται εργαζόμενοι πολλών ταχυτήτων, χαμηλότεροι μισθοί και παροχές. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα η μισθολογική διαφορά ανδρών-γυναικών είναι στο 15% και η διαφορά των συνολικών αποδοχών κατ’ έτος είναι στο 45%. Οι γυναίκες έχουν χαμηλότερες ωριαίες αποδοχές, λιγότερες ώρες εργασίας σε έμμισθες θέσεις και χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης. Οι γυναίκες εργάζονται σε άμισθα καθήκοντα 25 ώρες κατά μέσο όρο ανά βδομάδα (4 ώρες/μέρα!), ενώ οι άνδρες 9 ώρες κατά μέσο όρο ανά βδομάδα. Ταυτόχρονα, η «διακοπή απασχόλησης» για λόγους κύησης ή φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στις μελλοντικές αποδοχές και τις συντάξεις. Ο έμφυλος διαχωρισμός αφορά και στην εκπαίδευση και στον καταμερισμό της εργασίας με αποτέλεσμα σε κάποια επαγγέλματα να υπερεκπροσωπούνται οι γυναίκες (π.χ. καθαρισμός, διδασκαλία) και οι άνδρες σε άλλα. Στα επαγγέλματα, στα οποία υπερεκπροσωπούνται οι γυναίκες οι μισθοί είναι κατά βάση μικρότεροι, ακόμη και αν απαιτείται το ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης και προσόντων. Σήμερα το γεγονός πως οι μισθοί μειώνονται διαρκώς και η εργοδοτική αυθαιρεσία οργιάζει, καθώς οι αντι-εργασιακοί και αντι-ασφαλιστικοί νόμοι (κατάργηση ΣΣΕ, ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, πλήγμα στο δικαίωμα στην απεργία κλπ) γεννά επιπρόσθετες δυσκολίες σε σχέση με τα άμισθα καθήκοντα της γυναίκας γύρω από την φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων.

Ακόμη περισσότερο, ενώ η ανεργία στους νέους χτυπάει κόκκινο και φτάνει στο 50%, στις νέες γυναίκες το ποσοστό ανεργίας φτάνει στο 60%, αλλά και στους μακροχρόνια ανέργους οι γυναίκες αποτελούν το 65%. Αυτή η κατάσταση σχετίζεται και με τις απολύσεις στο δημόσιο και το κλείσιμο επιχειρήσεων κλωστοϋφαντουργίας, ιματισμού, καπνού κ.α., όπου υπερεκπροσωπούνταν οι γυναίκες. Αξίζει να σημειωθεί και η τελευταία απόφαση-βόμβα του Δικαστηρίου της ΕΕ βάσει της οποίας μπορούν να συμπεριλαμβάνονται και έγκυες γυναίκες σε ομαδικές απολύσεις. Όσον αφορά τις συντάξεις οι γυναίκες λαμβάνουν το 40% των απολαβών των ανδρών συνταξιούχων, ενώ οι συντάξεις χηρείας επαναπροσδιορίζονται προς τα κάτω και περιορίζονται βάσει του νέου ασφαλιστικού. Ταυτόχρονα, ο εξαναγκασμός σε πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, που αφορά γυναίκες με ανήλικο παιδί, έχει επιπτώσεις τόσο στις συνταξιοδοτικές απολαβές, όσο και στον ίδιο τον συνδικαλισμό, καθώς γυναίκες με συνδικαλιστική εμπειρία και σε παραγωγική ηλικία αποχωρούν πρόωρα υπό το φόβο υποχρεωτικής παραμονής στην εργασία ως και 15 επιπλέον έτη.

Η πολιτική των μνημονιακών περικοπών στην υγεία και της μετακύλισης του κόστους στο βάρος των εργαζομένων έχει πλήξει επίσης της γυναίκες. Πέρα από τις προσπάθειες περιορισμού των Τεστ ΠΑΠ και της προληπτικής μαστογραφίας από τον  Μ. Βορίδη, τον τότε Υπ. Υγείας,  οι περικοπές και το κλείσιμο παιδικών σταθμών, κλινικών, γηροκομείων, κλινικών αποκατάστασης και φροντίδας χρονίων πασχόντων, δομών παροχής ψυχολογικής βοήθειας και ψυχιατρικών ιδρυμάτων επιβαρύνει τις γυναίκες, που ως επί τον πλείστον αναλαμβάνουν την φροντίδα παιδιών, ασθενών συγγενών και ηλικιωμένων.

Ακόμα και οι όροι με τους οποίους συνδικαλίζεται μια γυναίκα είναι δυσμενέστεροι από ό,τι εκείνοι για τον άνδρα. Μια γυναίκα συνδικαλίστρια, θεωρούμενη ως πιο αδύναμος κρίκος λόγω φύλου, θα δεχθεί πολύ πιο εύκολα επιθέσεις από ποικίλους κατασταλτικούς, ιδεολογικούς και πολιτικούς μηχανισμούς. Πέρα από το γεγονός ότι στοχοποιείται πρώτη και με σεξιστικούς χαρακτηρισμούς, τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι τυχαίο πως οι φυσικές  επιθέσεις από την εργοδοσία ή τις δυνάμεις καταστολής σε συνδικαλιστές αφορούσαν κυρίως γυναίκες (όπως στην περίπτωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα ή των αγωνιζόμενων καθαρίστριών του ΥΠ. ΟΙΚ., ασχέτως των μετέπειτα πολιτικών τους επιλογών στήριξης της πολιτικής του μνημονιακά μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ).

Ο έμφυλος διαχωρισμός, λοιπόν, δεν αποτελεί μια «κακή παράταιρη κληρονομιά», αλλά αναπαράγεται από το ίδιο το κράτος και τους μηχανισμούς του, που ασκούν συστηματικά και οργανωμένα σεξιστική πολιτική. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι η βία απέναντι στις γυναίκες και επί του γυναικείου σώματος αποτέλεσε ιστορικά πεδίο ανάπτυξης των πιο σκληρών κατασταλτικών πολιτικών και μεθόδων του κράτους. Εξόφθαλμο και ντροπιαστικό πρόσφατο παράδειγμα, η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών από τον τότε Υπουργό Υγείας, Α. Λοβέρδο, αλλά και η δολοφονία της κρατούμενης Κατερίνας Γκουλιώνη, η οποία αντιστάθηκε στον κολπικό έλεγχο στις φυλακές. Η σεξιστική ιδεολογία και οι σεξιστικές πρακτικές, με πιο εξόφθαλμη τη βία, δεν αποτελούν απλά πρακτικές επιμέρους ανδρικών υποκειμένων, αλλά καθιερώνονται και επιβιώνουν ακριβώς επειδή οργανώνονται στο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού και διαχέονται από αυτόν στα επιμέρους υποκείμενα που εντάσσονται σε αυτούς. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό προκειμένου να αναγνωρίσει κανείς τις μακροπρόθεσμες ιδεολογικοπολιτικές διαδικασίες και επιδράσεις της κρατικής πολιτικής. Η αστική, κυρίαρχη, πολιτική είναι σεξιστική όπως είναι και ρατσιστική.

Περαιτέρω, όπως η κρατική βία παίρνει συχνά, σε συγκεκριμένες συγκυρίες, την ειδική  μορφής της ρατσιστικής βίας, έτσι λαμβάνει σε άλλες τη μορφή της έμφυλης και σεξιστικής βίας. Το στοιχείο αυτό πρέπει να αναγνωρίζεται και να στηλιτεύεται από την αριστερά, που δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε συσκοτιστικές αντιλήψεις αστικού φιλελευθερισμού, που ουδετεροποιούν και ομογενοποιούν «τη βία στην κοινωνία» ως ένα ενιαίο παθογενές φαινόμενο, ανεξαρτήτως φορέων, θυμάτων, και σχέσεων εντός των οποίων ασκείται. Με άλλα λόγια, ο σεξιστής δεν χτυπά μια γυναίκα επειδή «είναι εθισμένος στη βία»· τη χτυπά ακριβώς επειδή είναι γυναίκα. Την ίδια στιγμή ο συντηρητισμός και ο μισογυνισμός θεσμοποιούνται μέσα από την σκλήρυνση του κατασταλτικού και δικαστικού μηχανισμού. Η ανάλγητη καταδίκη 22χρονης στο Ναύπλιο σε 15 χρόνια κάθειρξη γιατί σκότωσε αμυνόμενη το βιαστή της ή η αθώωση βιαστή στην Ξάνθη με  την αιτιολογία ότι το θύμα φορούσε προκλητικά ρούχα, δείχνουν την επικίνδυνη ένταση που μπορεί να πάρει η αυταρχική συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού.

Η έμφυλη βία αποτελεί την κορύφωση  της καταπιεστικής ιδεολογίας του σεξισμού και πρέπει να απαντάται χωρίς δεύτερες σκέψεις. Δυστυχώς, έχουμε γίνει μάρτυρες τέτοιων  πρακτικών ακόμη και στο εσωτερικό της Αριστεράς – αν και όχι στο σύνολό της φυσικά – παρατηρούνται φαινόμενα σεξιστικής βίας και πρακτικής, παρ’ όλο που η Αριστερά οφείλει όχι απλώς να αντιτίθεται σε αυτά αλλά και να υπερασπίζεται εμπράκτως τις γυναίκες και την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική. Η στοχευμένη βία κατά γυναικών αγωνιστριών, οι σεξιστικές λεκτικές και ψυχολογικές επιθέσεις δεν μπορεί να είναι ανεκτές, πολλώ μάλλον όταν αναπαράγουν τον τρόπο δράσης του κρατικού μηχανισμού και πραγματοποιούνται  με σκοπό να επιτύχουν την πολιτική επικράτηση μέσα και την  αποστράτευση συνδικαλιστριών και αγωνιστριών. Τα φαινόμενα αυτά δείχνουν, – πέρα από το αναμφισβήτητο έλλειμμα επεξεργασιών στο εσωτερικό της αριστεράς – ότι σε τέτοιες συγκυρίες υποχώρησης του κινήματος, οι  λογικές «επιβιωτισμού» και σεχταριστικού πολιτικού ανταγωνισμού που γεννά η αποτυχία  (ή και η αποφυγή) οικοδόμησης όρων πολιτικής και κοινωνικής μπορούν να υιοθετήσουν ακόμη και τα πιο συντηρητικά όπλα επικράτησης, αυτά των έμφυλων αντιθέσεων και καταπιέσεων. Οι αριστερές συλλογικότητες, οργανώσεις και μέτωπα πρέπει να αντιμετωπίζουν με αποφασιστικότητα και απερίφραστα κάθε περιστατικό σεξιστικής βίας, επίμονα και με τη σοβαρότητα που αρμόζει στο ζήτημα, παράλληλα με το καθήκον να διαπαιδαγωγούν επίμονα τα μέλη τους σε μια διαφορετική κουλτούρα και πρακτική.

Είναι επίκαιρο και αναγκαίο να ψηλαφήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να απαντάμε στο σήμερα καθώς και να τεθούν κάποιες όψεις στρατηγικής για ένα σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα. Το ζήτημα του σεξισμού και του έμφυλου διαχωρισμού, αν και συνδέεται άρρηκτα με την αντίθεση κεφάλαιο- εργασία, καθώς την αναπαράγει και τη νομιμοποιεί, αποτελεί ένα αυτοτελές ζήτημα, που όπως αναφέρθηκε ήδη ορισμένες φορές αποβαίνει καθοριστικό. Η οικονομίστικη αντίληψη που αφαιρεί από το γυναικείο ζήτημα κάθε αυτοτέλεια, το υποτιμά και ταυτίζει τη σεξιστική καταπίεση με την ταξική εκμετάλλευση είναι λαθεμένη. Υπ’ αυτήν την έννοια το φεμινιστικό κίνημα οφείλει να διατηρεί μια αυτοτέλεια και να έχει τα δικά του αιτήματα: μεταξύ των οποίων είναι το δικαίωμα για ίσες αμοιβές για ίση εργασία ανδρών και γυναικών, προστασία γυναικών ΑΜΕΑ, μεταναστριών και προφυγισσών, αναπαραγωγικά δικαιώματα, και προσωπικός έλεγχος στο σώμα, δικαίωμα στην γυναικεία αυτοάμυνα, προστασία απέναντι στην έμφυλη βία.

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αποφεύγεται η σκοπιά του αστικού «δικαιωματισμού», που συσκοτίζει τα ζητήματα της γυναικείας καταπίεσης και αποσυνδέει στρατηγικά τις διεκδικήσεις των γυναικών από το μαζικό λαϊκό και εργατικό κίνημα. Μια τέτοια λογική έχει συχνά οδηγήσει σε στρεβλώσεις και στη συντηρητική μετατόπιση όπως λχ σε με αναλύσεις που ζητούν «περισσότερες γυναίκες μάνατζερ» ή που αναγνωρίζουν την υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον ως νίκη για το κίνημα. Οι κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος, είναι ιστορικά συνδεδεμένες με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, μέσα από το οποίο οι γυναίκες απέκτησαν ρόλο και φωνή με την οργάνωση τους σε σωματεία και συνδικάτα, σε γυναικείες οργανώσεις και στους πολιτικούς φορείς –τα επαναστατικά κόμματα, τις οργανώσεις και τα μέτωπα- της Αριστεράς με παραδείγματα από τα σημαντικά κεκτημένα της ψήφου και τα εργασιακά δικαιώματα ως τα επιτεύγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης του ’17 και της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα.  Χωρίς ισχυρό κοινωνικό και λαϊκό κίνημα,  ακόμη και οι πιο θεμελιώδεις κατακτήσεις, όπως είναι λχ οι άδειες ή οι αποδοχές των εργαζόμενων μητέρων είναι υπό διαρκή διακύβευση. 

Ούτε ο δυτικός μεταπολεμικός καπιταλισμός, που ενσωμάτωσε σε μεγάλο βαθμό τα αιτήματα του πρώτου κύματος του φεμινιστικού κινήματος για πολιτειακή- νομική ισότητα (δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ισότιμη θεσμική αντιμετώπιση), αλλά ούτε και ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός που συνοδεύτηκε από τη μαζική επανένταξη της γυναίκας στην εργασία δικαίωσαν τους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος, ούτε ασφαλώς έθεσαν τις βάσεις για τη χειραφέτηση της γυναίκας και την ανατροπή των συνιστωσών της καταπίεσης της και της σεξιστικής κουλτούρας. Στο πλαίσιο της αστικής, καπιταλιστικής κοινωνίας, καμία χειραφέτηση δεν είναι εφικτή, διαδικασία που απαιτεί τομές και μετασχηματισμούς των κοινωνικών σχέσεων, υποκειμένων και πρακτικών πολύ βαθύτερες από την κατάκτηση της τυπικής, αστικής νομικής ισότητας, με κομβικό σημείο το τσάκισμα του πατριαρχικού οικογενειακού μηχανισμού όπως δομικά αναπτύσσεται στην καπιταλιστική κοινωνία θέτοντας στον πυρήνα του την καταπίεση της γυναίκας με πολλαπλές μορφές. Η χειραφέτηση των γυναικών δεν μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο της εκμεταλλευτικής, καπιταλιστικής κοινωνίας, ακριβώς γιατί η καταπίεση της γυναίκας την αναπαράγει και την εξυπηρετεί. Αντίθετα, η γυναικεία χειραφέτηση αποτελεί όραμα που εντάσσεται στους στρατηγικούς στόχους και στο όραμα της κοινωνικής επανάστασης, στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και την κομμουνιστική προοπτική. 

Η συνεισφορά των γυναικών στο κίνημα υπήρξε ανεκτίμητη, ενώ ο χώρος έκφρασής τους κατακτήθηκε με σκληρούς αγώνες. Η Αριστερά διεξήγαγε διαχρονικά έντονη πάλη για την εμπλοκή των γυναικών στον αγώνα και στη μαζική πολιτική, ενώ τις ανέδειξε σε κορυφαία σύμβολα, όπως τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, την Αλεξάνδρα Κολλοντάι, το σύμβολο- αντάρτισσα του ΕΛΑΣ με το όπλο στο χέρι, την Ηλέκτρα Αποστόλου, τις χιλιάδες γυναίκες- μάρτυρες του αντιδικτατορικού αγώνα και τόσες άλλες γυναίκες. Η ίδια η ιστορία της Αριστεράς, του λαϊκού και του κομμουνιστικού κινήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υπεράσπιση των γυναικείων δικαιωμάτων απέναντι στον σεξισμό και την πατριαρχία. Το κατέκτησαν αυτό τόσες και τόσες γυναίκες που έσπασαν πολλαπλούς φραγμούς για να βρεθούν στην πρώτη γραμμή.

Η συμμετοχή των γυναικών στους λαϊκούς αγώνες, στις εξεγέρσεις και στις κοινωνικές επαναστάσεις υπήρξε σε κάθε περίπτωση μαζική και πρωτοπόρα. Το ειδικό βάρος που έπαιξαν οι γυναίκες αγωνίστριες σε κρίσιμες φάσεις της ταξικής και επαναστατικής πάλης είναι συχνά υποτιμημένο κομμάτι της ιστορίας των λαϊκών αγώνων. Από τις μεγάλες απεργίες και τους συνδικαλιστικούς αγώνες στα τέλη 19ου – αρχές  20ου αιώνα σε Ευρώπη και ΗΠΑ, μέχρι τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και τα μετέπειτα επαναστατικά κινήματα που συγκλόνισαν την Ευρώπη και τις πρώην αποικίες και έως τα ριζοσπαστικά κινήματα του 68’, τους αντιπολεμικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες και τους αγώνες για τα δικαιώματα, οι γυναίκες στρατεύτηκαν μαζικά και συχνά πρωταγωνίστησαν στο ριζοσπαστικό προσανατολισμό των αγώνων.

Το βάρος αυτό μαρτυρά όμως η λυσσαλέα επίθεση του αντιπάλου απέναντι στις αγωνίστριες. Δεν είναι, δηλαδή, τυχαίος ο ειδικός τρόπος με τον οποίον χτυπήθηκαν και στοχοποιήθηκαν οι  γυναίκες του αγώνα στις καμπές της ταξικής πάλης τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς είτε από δικτατορικά καθεστώτα είτε από τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό. Ειδικά στην Ελλάδα, η ιδιαίτερη στοχοποίηση και τα σκληρά σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια (ξυλοδαρμοί, βιασμοί, «ηθικός» στιγματισμός κ.α.) των γυναικών κομμουνιστριών και αγωνιστριών από τη χούντα, από το κράτος της λευκής τρομοκρατίας ή το μετεμφυλιακό κράτος αναδεικνύει με τον πλέον δραματικό τρόπο την τεράστια τομή που αποτέλεσε για την πορεία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού η μαζική στράτευση των γυναικών στις γραμμές του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ. Η γυναίκα σπάει το «μοιραίο», δοσμένο ρόλο της, φεύγει από το πλαίσιο της  ιδιωτικής- οικογενειακής σφαίρας και εισβάλλει στο προσκήνιο, στην πρώτη γραμμή των αγώνων. Σε αυτό το πλαίσιο  μπορεί να γίνει κατανοητό ότι η θεσμική βία που στοχοποίησε με ιδιαίτερο τρόπο τις γυναίκες αγωνίστριες δεν στόχευε μόνο στην επίτευξη της τρομοκρατίας και του συνολικού κατασταλτικού ρόλου του αστικού κράτους, αλλά στόχευε και ειδικώς στην άρση των κατακτήσεων που έγιναν κατορθωτές στο πλαίσιο της ανόδου των ταξικών αγώνων και  στην επαναθεμελίωση του οικογενειακού μηχανισμού και της συντηρητικής ιδεολογίας και «ηθικής» ως μηχανισμών αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και ελέγχου της κοινωνίας, που απειλούνταν από τις πολύπλευρες διαδικασίες χειραφέτησης.

Έτσι και σήμερα η πάλη απέναντι στον σεξισμό, την ομοφοβία και τρανσοφοβία και κάθε λογής καταπιεστική κουλτούρα, αποτελεί καθήκον και η οριοθέτηση του είναι ζήτημα αρχής, ενώ η εγκόλπωση της στο λαϊκό κίνημα και σε μια κατεύθυνση συγκρότησης ενός αριστερού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου απέναντι στους βασικούς πυλώνες της αστικής στρατηγικής στην συγκυρία είναι τόσο αναγκαία, όσο και εφικτή. Άλλωστε, η γυναίκα βαστά στους ώμους της το μισό του ουρανού και πρέπει να το κατακτήσει.

Share.

Comments are closed.