Ομιλία του Δημήτρη Σαραφιανού στην ημερίδα του ΜΑΑ 16/10/2012
Στις εκλογές του Ιουνίου αναδείχθηκε με ενάργεια η κεντρικότητα του ευρώ ως του βασικού στοιχείου αντιπαράθεσης στην πολιτική συζήτηση.
Το μπλοκ ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΔΗΜΑΡ που συγκρότησε και την ιθαγενή κυβερνητική τρόϊκα έθεσε ως σημείο σύγκλισης, αλλά και πολιτικής νομιμοποίησης το δίπολο «επαναδιαπραγμάτευση των μνημονίων με όριο να αποφευχθεί η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη».
Από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ αντέταξε τη λογική καταγγελίας του μνημονίου αλλά με παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, υποβαθμίζοντας ως στοιχείο του προγράμματός του το «καμιά θυσία για το ευρώ». Με δεδομένο ότι η επαναδιαπραγμάτευση αποδείχθηκε άμεσα ως το πιο σύντομο ανέκδοτο και με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την πολιτική της εν αναμονή κυβέρνησης, η κυρίαρχη πολιτική αντιπαράθεση εξακολουθεί ως σήμερα να περιστρέφεται γύρω από εκατέρωθεν καταγγελίες για το ποιος οδηγεί την Ελλάδα στη δραχμή.
Τα άλλα κόμματα για τους δικούς τους λόγους αποφεύγουν στην πραγματικότητα να αντιπαρατεθούν στο έδαφος αυτού του ερωτήματος. Το ΚΚΕ υιοθετεί την κατεύθυνση «είτε με ευρώ, είτε με δραχμή οι εργαζόμενοι θα υφίστανται θυσίες», η δε Χρυσή Αυγή έχοντας τοποθετηθεί καθαρά υπέρ της παραμονής στην ευρωζώνη σημειώνει τις δικές της επιτυχίες μεταθέτοντας την πολιτική ατζέντα στο ρατσισμό, τον αυταρχισμό και την καταστολή, που έτσι κι αλλιώς αποτελούν σημαντική όψη της κυρίαρχης πολιτικής αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπισθούν κοινωνικές διεκδικήσεις. Η μόνη δύναμη που επιχείρησε να απαντήσει με ριζοσπαστικό τρόπο στο κεντρικό ερώτημα ήταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά ταύτα για μια σειρά λόγους που αφορούν και τον πολιτικό της λόγο και κυρίως την πολιτική της πρακτική δεν έχει κατορθώσει να αναδειχθεί ως ο αντίπαλος πολιτικός πόλος.
Η κεντρικότητα όμως του ερωτήματος έχει πυροδοτήσει μια σειρά συσκέψεων και διαδικασιών μέσα στα πλαίσια της ριζοσπαστικής αριστεράς και όχι μόνο. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς η απάντηση στο ερώτημα «εντός ή εκτός ευρωζώνης» είναι απόλυτα συνυφασμένη με το αν θα υπάρξει πειστική απάντηση στο ερώτημα «υπάρχει ή όχι διέξοδος από το φαύλο κύκλο των μνημονίων και της κοινωνικής καταστροφής».
Το ευρώ δεν είναι απλά ένα νομισματικό εργαλείο. Αποτελεί τη συνέχεια και την περαιτέρω προώθηση της θεσμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού ως τρόπου ρύθμισης στις χώρες της ΕΕ. Αν η συνθήκη του Μάαστριχ επισφράγισε την πολιτική νίκη του νεοφιλελευθερισμού, η ΟΝΕ του έδωσε τον κατάλληλο μηχανισμό για να επιβάλλει την κοινωνική του ισχύ ως συνασπισμού εξουσίας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το ευρώ τεχνικά παράγει δυο αποτελέσματα εντός της ευρωζώνης: κλειδώνει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες αποφεύγοντας τον κίνδυνο των διακυμάνσεων και αναιρεί τη δυνατότητα των κρατών μελών να εξισορροπούν τις διαφορές στην παραγωγικότητα των κεφαλαίων μέσω υποτιμήσεων.
Αυτές όμως οι «τεχνικές» λειτουργίες αποκρυσταλλώνουν την κοινωνική ισχύ συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων και τους δίνουν το κατάλληλο έδαφος και τα εργαλεία για την περαιτέρω κατίσχυσή τους. Κατ’αρχάς το κλείδωμα των ισοτιμιών αποκρυσταλλώνει την ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο πλέον αντιμετωπίζει λιγότερους κινδύνους στις αποδόσεις του και διευκολύνεται στη μεταφορά κεφαλαίων. Κυρίως όμως το σκληρό νόμισμα αφενός εκθέτει τα κεφάλαια στον διεθνή ανταγωνισμό ωθώντας τα είτε σε διαρκείς αναδιαρθρώσεις, είτε στην απαξίωση, αφετέρου καθιστά ως μόνο τρόπο προσαρμογής την περικοπή των μισθών και την εσωτερική υποτίμηση. Με αυτό τον τρόπο το ευρώ αποτελεί ένα μηχανισμό που συνωθεί όλες τις μερίδες του κεφαλαίου (ακόμα και των λιγότερο παραγωγικών) να συνασπισθούν υπό την ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου στην νεοφιλελεύθερη ρύθμιση με αντάλλαγμα την άρση των κοινωνικών κατακτήσεων μιας προηγούμενης περιόδου.
Αλλωστε η άρση αυτών των κατακτήσεων επέφερε και το άνοιγμα μιας σειράς καινούργιων τομέων στην καπιταλιστική εκμετάλλευση (απελευθέρωση ενέργειας, υγείας, παιδείας) με ταυτόχρονα βάθεμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για το κεφάλαιο ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, αλλά και νεα μικροαστικά στρώματα που απέκτησαν κοινωνικό πλούτο και ισχύ και αποτέλεσαν στρώματα στηρίγματα του συνασπισμού εξουσίας. Οι ευρωπαϊκές οδηγίες, αλλά και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση συνέβαλαν αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση. Για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα το αντίβαρο στην περικοπή του μισθολογικού κόστους και των κοινωνικών δαπανών αποτέλεσε η διευκόλυνση της πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό (στεγαστικά, καταναλωτικά κλπ), με αποτέλεσμα αφενός μεν την ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεσή τους στη νεοφιλελεύθερη ρύθμιση, αφετέρου δε την εκ μέρους του κεφαλαίου ανάλωση του κοινωνικού πλούτου όχι ως μεταβλητό κεφάλαιο, αλλά ως εισόδημα (κρατώντας χαμηλά τη συσσώρευση). Αλλά και παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα εκμεταλλεύτηκαν τόσο το δανεισμό, όσο και τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους (κυρίως με την εκμετάλλευση μαύρης εργασίας) προκειμένου να αποκτήσουν υψηλότερο μερίδιο κοινωνικού πλούτου.
Το ευρώ όμως αποκρυστάλλωσε και εμβάθυνε και τον τρόπο που εντάσσονται οι διαφορετικοί κοινωνικοί σχηματισμοί στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Πέραν του ότι οι χώρες με αυξημένη παραγωγικότητα, όπως η Γερμανία, εισήχθησαν στο ευρώ με υποτιμημένη ισοτιμία, σε αντίθεση με τις χώρες της «περιφέρειας», το ευρώ καθήλωσε τους ανταγωνιστές τους έτσι ώστε να μην αντιτάσσουν περιοριστικά μέτρα στην αυξημένη παραγωγικότητά τους, οδηγώντας σε σημαντικές εμπορικές ανισορροπίες και αντίστοιχα αύξηση των εμπορικών πλεονασμάτων των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών μελών. Η αποδοχή αυτής της στρατηγικής από τις χώρες με χαμηλότερη παραγωγικότητα δεν ήταν χωρίς επιμέρους πλεονεκτήματα. Με το ευρώ οι χώρες της «περιφέρειας» της ευρωζώνης απέκτησαν πολύ ευκολότερη πρόσβαση σε επενδυτικά κεφάλαια, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησαν να βελτιώσουν τη θέση τους σε τομείς που διέθεταν συγκριτικά πλεονεκτήματα παραγωγικότητας (π.χ. για την Ελλάδα ναυτιλία, τουρισμός, οικοδομικές δραστηριότητες) αναλαμβάνοντας και ιμπεριαλιστικούς ρόλους έναντι των αγορών της Μ.Ανατολής και κυρίως των αγορών της Αν. Ευρώπης (στο άνοιγμα των οποίων η Γερμανία, αλλά και η ΕΕ ως «συλλογικός ιμπεριαλιστής» έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο). Το υψηλό δημόσιο χρέος αποτελούσε κατά την περίοδο κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού σημείο ισορροπίας μεταξύ των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων χωρών εντός της ΕΕ.
Η στρατηγική αυτή μέχρι την έκρηξη των αντιφάσεων της στην περίοδο της κρίσης οδήγησε σε ιδιαίτερα σημαντικές νίκες (οικονομικές,πολιτικές,ιδεολογικές) για το κεφάλαιο. Η ταξική πάλη στο εσωτερικό κάθε κράτους οδηγούσε φυσικά και στην περαιτέρω εμπέδωση (βλ. π.χ. τις συμφωνίες για την καθήλωση των μισθών των γερμανών εργαζομένων έτσι ώστε να υπολείπονται της παραγωγικότητας) ή στην όξυνση των αντιφάσεων αυτής της στρατηγικής (βλ. π.χ. το υψηλό μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα πριν το ξέσπασμα της κρίσης), πλην όμως η έκρηξή της κρίσης πρέπει να αναζητηθεί σε πολύ πιο «υπόγειες» αντιφάσεις του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης (όπως π.χ. στην αδυναμία του να διαχειριστεί τις νίκες του και να επιλύσει την αντίθεση υψηλές προσδοκίες για διαρκώς αυξανόμενα κέρδη του χρηματιστικού κεφαλαίου- αδυναμία αντίστοιχης αύξησης της παραγωγικότητας του συλλογικού εργαζομένου).
Το ευρώ αποτέλεσε σε τελευταία ανάλυση ένας συλλογικό οργανωτής του συνασπισμού εξουσίας για την περίοδο επιτυχίας του νεοφιλελευθερισμού και εξακολουθεί και σήμερα να παίζει αυτό το ρόλο παρά τις αυξημένες αντιφάσεις που παράγονται σε περίοδο κρίσης. Η στρατηγική διεξόδου από την κρίση για το κεφάλαιο περνάει προς το παρόν (και κατά τη γνώμη μας αυτό θα εξακολουθεί να ισχύει μεσοπρόθεσμα) από την επικύρωση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής: ένταση της επίθεσης στις κοινωνικές κατακτήσεις, δημιουργία όρων πρωταρχικής συσσώρευσης με την εντεινόμενη συμπίεση του μισθολογικού κόστους και την ευρύτερη καταστροφή μικροαστικών στρωμάτων. Η στρατηγική αυτή δημιουργεί τους όρους για την περαιτέρω συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, καθώς και για τη διατήρηση υψηλών όρων κερδοφορίας για τα πιο επιθετικά τμήματα του κεφαλαίου (διαμορφώνοντας έτσι και ένα ευνοϊκό πλαίσιο για αναδιαρθρώσεις) πλην όμως αφενός μεν αναπαράγει τις αντιφάσεις της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, αφετέρου αποδιαρθρώνει τους όρους συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών του συνασπισμού εξουσίας με ευρύτερα στρώματα. Για τις διεκδικήσεις της πλειοψηφίας της κοινωνίας η μόνη απάντηση καθίσταται ο αυταρχισμός και η καταστολή. Όμως το ευρώ πέρα από όργανο ιδεολογικής τρομοκρατίας («μετά το ευρώ το χάος») εξακολουθεί και παίζει αποφασιστικό ρόλο και στη συστράτευση όλων των μερίδων του κεφαλαίου γύρω από αυτή τη στρατηγική, αφενός μεν γιατί τις συμπαρατάσσει στην επίθεση έναντι των λαϊκών στρωμάτων προκειμένου να διατηρήσουν τμήματα της κερδοφορίας τους, αφετέρου δε γιατί τους εξασφαλίζει τους όρους διατήρησης των υψηλών αποθησαυρίσεων της προηγούμενης περιόδου. Και αυτό αναλογικά ισχύει και για τμήματα μικροαστικών στρωμάτων (παραδοσιακών και νεων) που έχουν ακόμα διατηρήσει τις αποθησαυρίσεις τους, όσο και αν δέχονται συνεχείς επιθέσεις με την υπερφορολόγηση ή την καταλήστευση μέσω κουρεμάτων ομολόγων.
Ολοι αυτοί αποτελούν μια υπαρκτή κοινωνική βάση στήριξης της παραμονής στην ευρωζώνη και επάγουν ευρύτερα ιδεολογικά αποτελέσματα στο σύνολο της κοινωνίας (το να βγάλω τα ελάχιστα ευρώ που έχω από την τράπεζα και είτε να τα καταθέσω στο εξωτερικό είτε να τα κρατήσω σπίτι έχει γίνει κυρίαρχη πρακτική ακόμα και για κατώτερα λαϊκά στρώματα). Φυσικά η εγγενής αντίφαση της πολιτικής των μνημονίων –το γεγονός δηλαδή ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει, αλλά οδηγεί σε ένα σπιράλ του θανάτου- και δεν υπάρχει κανένα πραγματικό όραμα εξόδου από την κρίση ούτε από την πλευρά των αστικών επιτελείων αποδιαρθρώνει συνεχώς τους όρους κοινωνικής συναίνεσης.
Περαιτέρω, για τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρωζώνης, η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη πέραν του ότι αποτελούσε όρο για να μπορέσουν σε ένα πρώτο στάδιο να ανακτήσουν τις απώλειες τους από την κρίση των ομολόγων, αποτελεί σήμερα ένα εργαλείο υποδείγματος για τους εργαζόμενους στο σύνολο της ευρωζώνης, με όλες τις αντιφάσεις που αυτό συνεπάγεται (από τη μια το μοντέλο της τρόϊκας θεσμοποιείται ως μηχανισμός της ΕΕ μέσω του ΕΜΣ, ενσωματώνοντας το ΔΝΤ ως παράγοντα σταθεροποίησης της ευρωζώνης, από την άλλη τυχόν αποτυχία του μοντέλου δεν θα μπορεί να προβληθεί εύκολα ως απλή αποτυχία της Ελλάδας).
Για την ελληνική αστική τάξη η παραμονή στην ευρωζώνη βιώνεται ως μονόδρομος. Δεν υπάρχουν σήμερα μερίδες του κεφαλαίου που να στήριζαν πολιτικά την έξοδο από την ευρωζώνη για να αποσυμπιεσθεί η έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό και να αποκτηθούν συγκριτικά πλεονεκτήματα για εξαγωγές, καθώς οι μερίδες αυτές δεν έχουν την οικονομική ισχύ να εισαχθούν στον διεθνή καταμερισμό εργασίας χωρίς τους όρους που επιβάλλει η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και η παγκοσμιοποίηση με τα όπλα που διαθέτει (ΔΝΤ, ΠΟΕ κλπ) και έχουν προσδεθεί αποφασιστικά στο άρμα του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Γι’αυτό δεν εκφράζεται πολιτικά ένα «λόμπυ της δραχμής», γι’αυτό μόλις ο ΓΑΠ προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση νομιμοποίησης τόλμησε να προτείνει έστω και την τυπική αμφισβήτηση της παραμονής στην ευρωζώνη εκπαραθυρώθηκε εν μια νυκτι. Γι’αυτόν άλλωστε το λόγο δεν είναι δυνατή και η επιστροφή σε όψεις κοινωνικού συμβολαίου σαν αυτές που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Εντός της ευρωζώνης δεν μπορεί να υπάρξει ανάσχεση της μνημονιακής πολιτικής, τυχόν δε πραγματική καταγγελία του μνημονίου –που σημαίνει καταγγελία της δανειακής σύμβασης- μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε κοινωνικές καταστροφές (με την διαφυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό από την πρώτη κόλας μέρα και την πρόκληση πανικού) αν δεν συνδυασθεί με τα αναγκαία μέτρα που θα διασφαλίζουν το λαϊκό εισόδημα -μέτρα που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το ευρώ και το ΕΕ, όπως η απαγόρευση εξαγωγής κεφαλαίων, η ανάκτηση εθνικού νομίσματος, οι εθνικοποιήσεις, ο έλεγχος της αγοράς, η επιβολή δασμών, η ρήξη με τις επιταγές απελευθέρωσης των τομέων ενέργειας-μεταφορών-επικοινωνιών, η ρήξη με την ΚΑΠ, αλλά και τα επιβαλλόμενα εμπάργκο.
Υπό αυτή την έννοια ακόμα και το σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ», που εύκολα μπήκε κάτω από το χαλί της εν αναμονή κυβέρνησης, είναι ψευδεπίγραφο και δεν μπορεί να αποκρυσταλλώσει το αναγκαίο πολιτικό πρόγραμμα για την έξοδο από την κρίση, καθώς δεν υπάρχει ευρώ χωρίς θυσίες για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Αντίθετα μάλιστα, όσο η Ελλάδα παραμένει στο ευρώ τόσο πιο επώδυνα θα είναι τα μέτρα που θα επιβάλλονται για να εξασφαλισθεί η παραμονή (κάτι που φαίνεται άλλωστε ήδη).
Με βάση τα παραπάνω η έξοδος από το ευρώ ή θα γίνει με όρους συντριπτικής ήττας της ελληνικής αστικής τάξης και υποβάθμισης της στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας λόγω των αντιφάσεων της μνημονιακής πολιτικής ή θα επιβληθεί από μια κοινωνική συμμαχία που αντικειμενικά θα φέρει τη σφραγίδα της αντιπαράθεσης με τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου.
Το με ποιο τρόπο θα πραγματοποιηθεί αυτή η έξοδος παίζει τεράστιο ρόλο και η ευθύνη της αριστεράς -που περί άλλων τυρβάζει και δεν προετοιμάζεται καθόλου για ένα τέτοιο ενδεχόμενο- θα είναι επίσης τεράστια. Αν η έξοδος θα είναι προϊόν των αντιφάσεων της αστικής πολιτικής τότε η αστική τάξη θα οξύνει ακόμα περισσότερο την επίθεση της απέναντι στα στρώματα της εργασίας προκειμένου να απαλύνει την ήττα της. Και σε μια τέτοια περίπτωση η πολιτική αποκρυστάλλωση αυτής της επίθεσης θα γίνει με όρους αναστολής των άρθρων του συντάγματος.
Η άλλη λύση είναι η συγκρότηση μιας κοινωνικής συμμαχίας ανατροπής που θα θέτει στο επίκεντρο τα δικαιώματα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων για να υποστηρίξει το αναγκαίο εκείνο πολιτικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση επιβάλλοντας θυσίες στο κεφάλαιο: διαγραφή του χρέους, έξοδος από την ευρωζώνη/ρήξη-σύγκρουση με την ΕΕ, εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, απαγόρευση εξαγωγής κεφαλαίων, προστασία κρατικής περιουσίας, φορολόγηση του κεφαλαίου, προσανατολισμός της οικονομία στην εξυπηρέτηση λαϊκών αναγκών με αύξηση των κοινωνικών δαπανών και μείωση της παρασιτικής κατανάλωσης. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που δεν μπορεί να επιβληθεί παρά μόνο καταναγκαστικά μέσα από τους αγώνες των εργαζομένων και όχι απλά ως προϊόν κοινοβουλευτικής αλλαγής. Δεν πρόκειται φυσικά για εύκολη κατεύθυνση. Τυχόν επιβολή του θα σήμαινε ότι οι εργαζόμενοι από καλύτερες θέσεις μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις που θα δέχονται σε μια περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης.
Απαραίτητες προϋποθέσεις προς αυτή την κατεύθυνση είναι α) η άμεση συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου στη βάση αυτού του προγράμματος, β) η υιοθέτηση του προγράμματος ή των βασικών του όψεων από τμήματα του κινήματος των εργαζομένων, γ) η ανάπτυξη ενός ενιαιομετωπικού κοινωνικού κινήματος που χωρίς πολιτικές προϋποθέσεις θα παλεύει για να μην περάσουν τα μέτρα, για να τσακισθεί ο φασισμός και να εξασφαλιστούν οι στοιχειώδεις όροι κοινωνικής αλληλεγγύης, δ) η έμπρακτη αμφισβήτηση της αστικής ηγεμονίας με καταλήψεις εργασιακών χώρων, επιβολή μορφών εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης, όπως οι λαϊκές συνελεύσεις.
Υπάρχει η δυνατότητα για κάτι τέτοιο; Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικές παλινωδίες από δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς που είτε θεωρούν ξεχνώντας κάθε έννοια λενινιστικής παράδοσης ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι ρεφορμιστικό –παρά το ότι δεν υπάρχουν μερίδες του κεφαλαίου στις οποίες μπορεί να στηριχθεί-, είτε υποτάσσουν τον πολιτικό λόγο και πρακτική τους στην επαγγελία της κυβερνητικής αλλαγής –που δεν έρχεται-, είτε αδυνατούν να ξεπεράσουν προκαταλήψεις, μικροηγεμονισμούς και βερμπαλισμούς –αδυνατώντας καν στοιχειωδώς να βρεθούν μαζί στα πλαίσια μια πρωτοβουλίας- είναι βέβαιο ότι υπάρχει ένα πολύ μεγάλο μπλοκ οργανώσεων και αγωνιστών που κατανοούν την αναγκαιότητα των καιρών και παλεύουν γι’ αυτό. Καθοριστική θα μπορούσε να είναι εν προκειμένω η συμβολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΜΑΑ, αλλά και μια σειρά αγωνιστών και οργανώσεων που διαφοροποιούνται από το ρεφορμισμό. Σίγουρα όμως μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής: για τις δυνάμεις της εργασίας και των πλατιών λαϊκών στρωμάτων Σχέδιο Α δεν υπάρχει. Ή η αριστερά θα ανταποκριθεί στα καθήκοντα που της τάσσει η συγκυρία ή θα υποστεί το τίμημα των χαμένων ευκαιριών της: την άνοδο του φασισμού