Για τις εκλογές της 17ης Ιουνίου και την κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
-
Οι βουλευτικές εκλογές της 17 Ιούνη, έδωσαν μία πρόσκαιρη λύση στην κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που εκδηλώθηκε με πρωτοφανή τρόπο στις εκλογές της 6ης Μάη. Τα δύο αστικά κόμματα τα οποία εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία τα τελευταία σαράντα χρόνια, εξακολουθούν να παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ η δύναμη του ΠΑΣΟΚ, μειώθηκε περαιτέρω ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις εργαζόμενες τάξεις.
-
Στις εκλογές αυτές εντάθηκε η κοινωνική και πολιτική διαίρεση μεταξύ των εργαζόμενων στρωμάτων, στις νεότερες ηλικίες και στα αστικά κέντρα που εκπροσωπήθηκαν πολιτικά μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ και άλλες πολιτικές δυνάμεις και των παραδοσιακών στρωμάτων, των μεγαλύτερων ηλικιών, της υπαίθρου και των μικρών αστικών κέντρων που πλειοψηφικά έδωσαν την πρώτη θέση στη Ν.Δ. Η εκλογική καταγραφή της Αριστεράς και κυρίως του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αντανακλά και συμβαδίζει με υπαρκτούς κοινωνικούς και εν μέρει ταξικούς διαχωρισμούς που παρήχθησαν τα τελευταία 2,5 χρόνια κινηματικής αναμέτρησης, καθώς εντοπίζεται με όρους πλειοψηφίας σε εργατικές γειτονιές και αστικά κέντρα σε όλη την Ελλάδα, και κυρίως σε αυτές που φέρουν το ταξικό και ιστορικό φορτίο
-
Το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα αντανακλά και τη λειτουργία της εκλογικής διαδικασίας μέσα στην αστική δημοκρατία, ως ενός μηχανισμούς ναρκοθετημένου για τα εργατικά συμφέροντα, και συντηρητικού καναλιζαρίσματος της λαϊκής δυσαρέσκειας, των διαθέσεων και των αντιστάσεων. Ειδικά στις συγκεκριμένες εκλογές, η λειτουργία του εκλογικού νόμου που απέδωσε στο πρώτο κόμμα το 43 % των βουλευτικών εδρών χωρίς να του αναλογούν. Η στήριξη της Αριστεράς σε μια πολιτική επιλογή καταγγελίας του μνημονίου (παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) ταυτίστηκε από το σύστημα σαν μια επιλογή κοινωνικής ανωμαλίας, αστάθειας και ανεξέλεγκτων πολιτικών εξελίξεων (έξοδος από το €, χρεοκοπία κλπ). Στη βάση αυτών των διλημμάτων οι αστικές πολιτικές δυνάμεις κινητοποίησαν και συσπείρωσαν διαθέσιμες κοινωνικές εφεδρείες, κυρίως εγγυώμενες την πάταξη της εγκληματικότητας, την προστασία των κατόχων του πλούτου και την παραμονή της χώρας στο €.
-
Με μία σχετική καθυστέρηση λόγω της αποτυχίας του να το επιβάλλει στις 6η Μάη ο συνασπισμός εξουσίας μπόρεσε να επιβάλλει μία πολιτική λύση μετατόπισης της πολιτικής σκηνής σε ποιο αυταρχική κατεύθυνση με την συγκρότηση του κυβερνητικού κέντρου με άξονα τις δυνάμεις της Ν.Δ. και με την τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Ταυτόχρονα με την σχετική ανασυγκρότηση της εκλογικής επιρροής της Ν.Δ., η εκλογική επιρροή της δεξιάς, σαν σύνολο παραμένει υψηλή – αθροιστικά τα κόμματα που αναφέρονται με κάποιο τρόπο σε αυτή Ν.Δ– ΛΑΟΣ –Χ.Α – Αν Ελληνες – Δημιουργία Ξανά – ξεπερνούν το 46 %. Στο ίδιο το εσωτερικό του μπλοκ αυτού οι δυνάμεις και οι τάσεις που κυριαρχούν εμφανίζουν μία μετατόπιση σε μία όλο και ποιο ακροδεξιά ατζέντα της θεματολογίας του νόμου – της τάξης – της καταστολής, της αντιμεταναστευτικής και της αντιαριστερής ρητορείας.
-
Η αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Ανταρσύα), άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) απέσπασε περίπου 2 εκατομμύρια ψήφους και κατέλαβε ένα ποσοστό 32 %. Σε αυτές τις εκλογές δεν συνεχίστηκε η ενίσχυση της αριστεράς με την ίδια ορμή με αυτή που αποτυπώθηκε στις εκλογές της 6Η Μάη. Αντίθετα κατά κύριο λόγο επιταχύνθηκε με καταλυτικούς όρους η ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ στο εσωτερικό της αριστεράς και η μετατόπιση ψήφων από άλλους σχηματισμούς, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προς το ΣΥΡΙΖΑ. Η εξέλιξη αυτή είναι κατ αρχήν αρνητική α) διότι ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικά μετά τις εκλογές της 6ης Μάη υιοθέτησε μία ακόμα ποιο φιλό ΕΕ και φιλο ΟΝΕ στάση, αποφεύγοντας να απαντήσει στα τρομοκρατικά διλήμματα και λειτουργώντας ως ανάχωμα, απέναντι, σε μία ποιο αντισυστημική μετατόπιση. Έτσι αυτές οι εκλογές ολοκλήρωσαν μία καταλυτική αλλαγή των συσχετισμών στην αριστερά και την ενίσχυση των φιλο ΕΕ και φιλο ΟΝΕ δυνάμεων και την καθήλωση των αντι ΕΕ δυνάμεων. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά ότι η επίδραση πτυχών της κυρίαρχης ιδεολογίας όπως η παραμονή στην ΟΝΕ, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί παρά τις κοινωνικές συνθήκες της κρίσης. Οπως φαίνεται και στο διαχρονικό βαθμό υποστήριξης της παραμονής στο Ευρώ παραμένει αρκετά ισχυρή και αυτό αποτελεί μία ιδεολογική αντανάκλαση και της οικονομικής ανόδου των τελευταίων δεκαπέντε χρόνια που συνέδεσε με υλικούς όρους σημαντικά τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων αλλά και των τμημάτων των άλλων εργαζόμενων τάξεων. Αντανακλά επίσης μία ενδιάμεση κατάσταση πρόθεση επαναφοράς σε μία κατάσταση προ μνημονίου, χωρίς μία «καταστροφική» ρήξη με την Ε.Ε. που θα σημάνει ακόμα μεγαλύτερη πτώση του βιοτικού επιπέδου όπως την αντιλαμβάνονται τμήματα των εργαζόμενων τάξεων β) διότι η λογική της εναλλακτικής κυβερνητική λύσης που προέβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ συναντήθηκε με τις διαθέσεις και με τις προθέσεις ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Ομως η ύπαρξη μίας εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης και ακόμα περισσότερο μίας εναλλακτικής πολιτικής διαμέσου μίας κυβέρνησης με άξονα το ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν παρά μία αυταπάτη σε αυτή τη συγκυρία. Και γιατί οι εφεδρείες του δεξιού μπλοκ ήταν αρκετά υψηλότερες, και γιατί ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαινε πρώτη δύναμη, θα έπρεπε να κάνει μία κυβέρνηση με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ και των Αν. Ελλήνων, οι οποίοι κινούνταν σε άλλη πολιτική κατεύθυνση και λόγω του γεγονότος ότι μία συνολική εναλλακτική πολιτική λύση δεν μπορεί να προκύψει απλά από μία κυβερνητική εναλλαγή εντός του ευρώ. Η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η προνομιμοποίηση του πολιτικού σχεδίου μιας αριστερής διαχείρισης μέσα στα πλαίσια της Ε.Ε. και της Ο.Ν.Ε., σε αντίθεση με τα αρνητικά αποτελέσματα των δυνάμεων της αριστεράς που προωθούν μία περισσότερο αντισυστημική πολιτική κατεύθυνση ρήξης με την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, αντανακλά το γεγονός ότι για πλατιά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων η πρόσδεση στην «ευρωπαϊκή στρατηγική» και την Ευρωζώνη παραμένει ισχυρή, αποτέλεσμα τόσο υλικών παραμέτρων, όσο και της διαμόρφωσης ενός ιδεολογικού συσχετισμού που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί ακόμα και στο πλαίσιο της κρίσης. Η συνεπής και διαρκής, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, διαβεβαίωση ότι υπάρχει εναλλακτική διέξοδος η οποία να συνδυάζει την άρση των μέτρων του μνημονίου και την παραμονή στην Ευρωζώνη αποτελεί το κεντρικό σημείο που οδήγησε στην εκλογική του άνοδο.
-
Η ΔΗΜΑΡ διατήρησε και αύξησε οριακά τις δυνάμεις, γεγονός που καταδεικνύει πόσο διαχωρισμένο είναι το κοινωνικό και πολιτικό της μπλοκ από τις δυνάμεις της αριστεράς και δεν δέχθηκε κάποια πίεση από το ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα λειτούργησε ως χώρος υποδοχής των μικροαστικών και ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων, με την εκσυγχρονιστική λογική που εκπροσωπούνταν την δεκαετία του 2000 από το ΠΑΣΟΚ. Η στήριξη από την πλευρά της μία κυβέρνησης από τις μνημονιακές δυνάμεις εντάσσεται σε μία ευρύτερη στρατηγική για την ανασυγκρότηση σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ ενός ευρύτερου χώρου αντίστοιχου με αυτού που καταλάμβανε το ΠΑΣΟΚ ώστε να υπάρξει μια ανασυγκρότηση των σχέσεων εκπροσώπησης τμημάτων των νέων μικροαστικών στρωμάτων και των εργαζόμενων τάξεων απευθείας με ένα αστικό κόμμα…
-
Το ΚΚΕ υπέστη μία δεινή πολιτική ήττα χάνοντας το 50 % της εκλογικής του επιρροής καταγράφοντας το χειρότερο αποτέλεσμα του πολιτικά και επανερχόμενο σε ποσοστά των αρχών της δεκαετίας του 90 μετά την διάσπαση του ενιαίου συνασπισμού. Αυτό είναι αποτέλεσμα και της λειτουργίας των αστικών εκλογών τη σημασία των οποίων δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ως προς την πίεση που ασκούν σε δυνάμεις με ιδεολογικό αντισυστημικό προσανατολισμό είναι όμως και αποτέλεσμα της πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ, της περιόδου. Το ΚΚΕ, απέφυγε για μία ολόκληρη περίοδο που ήταν ηγεμονική δύναμη στην αριστερά να θέσει το ζήτημα της εξόδου από το ευρώ και του μεταβατικού προγράμματος, στο πλαίσιο μίας προσπάθειας οικοδόμησης συμμαχιών στη βάση με άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Για μία ολόκληρη περίοδο της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ αυτό θα διευκόλυνε στην αποδέσμευση δυνάμεων, αλλά και στο να καταστεί αυτή η πολιτική κατεύθυνση ηγεμονική τουλάχιστον στα κοινωνικά στρώματα που κινητοποιήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια. Αν την περίοδο της ανάπτυξης της οικονομικής κρίσης, αλλά και της κρίσης μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και του διαχωρισμού της ΔΗΜΑΡ, ακολουθούσε μία μετωπική πολιτική, αποδεχόμενο το μεταβατικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση και καθιστώντας την ρήξη με την ΟΝΕ, ως ένα ενδεχόμενο ανακούφισης των λαϊκών τάξεων από την κρίση, και όχι μία πτυχή του σοσιαλιστικού προγράμματος, που θα υλοποιείτο από την εργατική εξουσία, θα μπορούσε να μετατοπίσει το ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε υπήρχαν και υπάρχουν σοβαρές δυνάμεις στο εσωτερικό σε ανάλογη κατεύθυνση και να αλλάξει τους ιδεολογικούς συσχετισμούς στις λαϊκές τάξεις μέσα από την παρουσία ενός αριστερού κοινωνικό πολιτικού μετώπου. Αντίθετα το ΚΚΕ, ακολούθησε μία αντιδραστική και καταστροφική πολιτική γραμμή α) απομονωτισμού και διαχωρισμού όχι μόνο από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς αλλά ακόμα και από τις εκδηλώσεις του κοινωνικού κινήματος που δεν καθοδηγούνταν άμεσα από αυτές, όπως οι κινητοποιήσεις στις πλατείες, οι λαϊκές συνελεύσεις κ.λ.π. β) συσκότισε την πραγματική σημασία της εξόδου από την ΟΝΕ και την αποκατάσταση εθνικής νομισματικής πολιτικής ως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για μία εναλλακτική πολιτική διεξόδου από την κρίση με την τοποθέτηση του τύπου είτε με ευρώ είτε με δραχμή ο λαός θα υποφέρει ενισχύοντας ουσιαστικά την αστική πολιτική αλλά και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ γ) συνέδεσε το άμεσο πρόγραμμα πάλης με τη μελλοντική λαϊκή εξουσία διαλυτοποιώντας τα αναγκαία μεταβατικά βήματα και κυρίως διαμορφώντας σύγχυση στις λαϊκές μάζες που είναι αδύνατον να ταυτιστούν στο καπιταλισμό του 21ου αιώνα με το σοσιαλισμό τύπου Σ.Ε. Αυτή η ήττα του ΚΚΕ, ανοίγει δύο ενδεχόμενα, το ποιο πιθανό είναι η ακόμα περαιτέρω σεκταριστική αναδίπλωση για την περιχαράκωση της επιρροής του κόμματος από τις πιέσεις που θα ασκήσει η μεγάλη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ με περαιτέρω αρνητικά αποτελέσματα. Θα μπορούσε να υπάρξει ωστόσο και μία τάση μεσοπρόθεσμα για τροποποίηση της πολιτικής των συμμαχιών που θα είχε θετικές επιπτώσεις στην αριστερά.
-
Από τα περισσότερο αρνητικά στοιχεία αυτών των εκλογών αποτελεί η σταθεροποίηση της Χ.Α. στο ίδιο εξαιρετικά υψηλό ποσοστό. Αν λάβουμε δε υπ όψη ότι μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 60 % από τους ψηφοφόρους της Χ.Α. της 6ης Μάη την ψήφισαν στις 17 Ιούνη τότε η επιρροή των πρακτικών και των απόψεων της είναι ακόμα μεγαλύτερη. Το αποτέλεσμα αυτό, καταδεικνύει ότι η επιρροή αυτή δεν είναι συγκυριακή, ούτε αφορά στρώματα που δεν γνώριζαν το χαρακτήρα αυτού του σχηματισμού, ούτε αφορούσε στρώματα που στρέφονταν ενάντια στους μετανάστες λόγω της «υποβάθμισης» περιοχών. Ειδικά μετά τις εκλογές η Χ.Α. ενέτεινε την τρομοκρατική της δράση, ανοιχτά και απροκάλυπτα., Η άνοδος της Χ.Α. με τα ιδιαίτερα φιλοναζιστικά, και τρομοκρατικά χαρακτηριστικά της, αναπτύσσεται ομοιογενώς σε περιοχές που δεν υπάρχουν μετανάστες και αντανακλά ευρύτερα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, το ρατσισμό, το σεξισμό, τον αντικομμουνισμό, τον ατομισμό και τη ροπή προς τη βία, που αναπτύσσονται σε τμήματα της νεολαίας, των ανέργων και των μικροαστικών στρωμάτων μέσα στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα και οξύνονται μέσα στη κρίση. Για την εκτόξευση αυτή σίγουρα παίζει ρόλο η ενίσχυση του αυταρχισμού μέσω του μνημονίου, η ένταση της πολιτικής του κοινωνικού αυτοματισμού και διάσπασης της εργατικής τάξης (έλληνες εναντίον ξένων, εργάτες κατά δημοσίων υπαλλήλων κλπ), η μετατόπιση δηλαδή της πολιτικής συζήτησης σε πεδία που ενισχύουν τις πιο μαύρες πλευρές του συστήματος. Ρόλο παίζει και το αυξημένο βάρος των απασχολούμενων στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς ( αστυνομία, στρατός, δικαιοσύνη) ως ποσοστό των εργαζόμενων τάξεων στην Ελλάδα, που στις συνθήκες της κρίσης και της πόλωσης τροφοδότησε εκλογική και ιδεολογικά την ακροδεξιά. Αντίστοιχα στηρίχθηκε από παρακρατικά δίκτυα που υπάρχουν μέσα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Οι διαρκείς επιθέσεις απέναντι σε μετανάστες κυρίως και δευτερευόντως σε πολιτικούς αντιπάλους δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς την ανοχή και στήριξη από τμήματα της αστυνομίας. Ταυτόχρονα η Χ.Α. συγκροτεί τις σχέσεις με στρώματα της νεολαίας και των μικροαστικών στρωμάτων, με βάση την πρακτική της βίας, της επιβολής του ισχυρού, ανάλογα με τους όρους συσσωμάτωσης των χουλιγκάνικων ομάδων. Η επιδρομή στους «αδύναμους» σε πρώτη φάση τους μετανάστες, ενισχύει το στοιχείο της «κοινότητας» της «δύναμης» της «εξουσίας» και αυτό δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να ανατραπεί μόνο με τον «ανθρωπιστικό» λόγο Η αριστερά είτε υποτίμησε αυτές τις τάσεις και την ανάγκη για αντιπαράθεση μαζί τους, είτε επιχείρησε να το κάνει, με τρόπους εξωτερικούς από τις ανάγκες και τις συνθήκες ύπαρξης των λαϊκών στρωμάτων στα οποία απευθύνεται η ακροδεξιά.. Συνολικά, ο φασισμός κατορθώνει να καρπωθεί αξιόλογο μέρος από την καθίζηση που υπέστησαν μια σειρά στρώματα, όχι μόνο υπό την έννοια της βίαιης φτωχοποίησής τους, αλλά κυρίως επειδή ακυρώνεται βίαια η κοινωνική τους ένταξη, όπως αυτή είχε διασφαλιστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες μέσα από τους συμβιβασμούς που αποκρυστάλλωνε το πολιτικό σύστημα. Η καταστροφή αυτή αφήνει χώρο για την αναζήτηση νέων συλλογικών ταυτοτήτων, μέσα από το φαντασιακό της αυτοδικίας και τη λατρεία της αυταρχικής κρατικής βίας. Η φυσική παρουσία της Χ.Α. στους δρόμους των γειτονιών και η ανοιχτή βία σε βάρος αδύναμων στρωμάτων (όπως οι μετανάστες), αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των πολιτικών της πρακτικών και στοιχείο συγκροτητικό της πολιτικής της παρουσίας. Επίσης, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνουμε στην ονομαστική της αξία τη δήθεν προσπάθεια αντικατάστασης μιας δήθεν ανεπαρκούς αστυνομίας, από αυτόκλητες «ομάδες πολιτών». Ο χαρακτήρας αυτών των πρωτοβουλιών έχει περισσότερο το χαρακτήρα έμπρακτης προπαγάνδας και αποσκοπεί στην ανύψωση και όχι στην αμφισβήτηση του κύρους των κατασταλτικών μηχανισμών. Επιπλέον, η πολιτική της επιρροή αναπτύσσεται με μεγαλύτερη ευκολία εκεί που ο πολιτικός λόγος και οι πρακτικές της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος δεν κατορθώνουν να συγκροτήσουν πραγματικά ρεύματα και δομές συσπείρωσης στην καρδιά της ζωής του λαού, δηλαδή στα συνδικάτα και τις γειτονιές. Η αλληλεγγύη και η αυτοπεποίθηση των λαϊκών στρωμάτων είναι η μόνη πολιτική και ιδεολογική πρακτική που μπορεί να εκτοπίσει τον φόβο και τη φασιστική βία. Ο φασισμός, αντίθετα έχει περιθώρια περαιτέρω επέκτασης και θα οικοδομείται πάνω στις ήττες και τις υποχωρήσεις του λαϊκού κινήματος, εάν το τελευταίο δεν κατορθώσει να δώσει νικηφόρες απαντήσεις κατά το ερχόμενο διάστημα.
-
Είναι επιτακτική σήμερα η οικοδόμηση ενός μετώπου πρωτίστως των δυνάμεων της αριστεράς, που με συγκεκριμένο και ενιαίο τρόπο και σε πολιτικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε επίπεδο εργασιακών χώρων και συνοικιών, να αποκαλύπτει τις θέσεις και το ρόλο της ακροδεξιάς να αντιπαρατίθεται σε αυτές, αλλά και να την αντιμετωπίζει και πρακτικά σε κάθε επίπεδο και με κάθε πρόσφορο μέσο. Το αντιφασιστικό μέτωπο είναι ένα πολιτικό μέτωπο. Ως τέτοιο, θα πρέπει να συνδέεται με τις πρωτοβουλίες οργάνωσης του λαϊκού κινήματος σε επίπεδο βάσης πρώτα απ’ όλα, δηλαδή με τις πρωτοβουλίες στους χώρους εργασίας και κυρίως στις γειτονιές, επίσης όμως και σε πολιτικό επίπεδο με τις δυνάμεις που έχουν την πολιτική δυνατότητα να το αναλάβουν. Τα καθήκοντα της πάλης ενάντια στο φασισμό θα πρέπει να αναληφθούν με κέντρο τους φορείς και τις δομές γύρω από τις οποίες οργανώνονται και θα οργανώνονται οι κοινωνικές αντιστάσεις, όπως οι συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες και οι συνελεύσεις γειτονιάς. Το λαϊκό κίνημα θα κληθεί το επόμενο διάστημα να περιφρουρήσει την παρουσία του όχι μόνο απέναντι στην οριοθέτηση από τον επίσημο κρατικό αυταρχισμό, αλλά και από την ναζιστική Χ.Α., όπως σε περιπτώσεις απεργιών, φοιτητικών καταλήψεων και πορειών. Επίσης θα κληθεί, και αυτό είναι μείζον πολιτικό καθήκον, να οριοθετήσει το ίδιο την τρομοκρατική παρουσία του φασισμού στο δρόμο, σαν προϋπόθεση για την πολιτική συντριβή του. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες για την συγκρότηση αντιφασιστικών επιτροπών σε κάθε γειτονιά και να απευθύνει πρόσκληση σε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς, αλλά και σε κοινωνικούς φορείς και σωματεία για τη συμμετοχή σε αυτές τις επιτροπές.
-
Το αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αρνητικό και αποτελεί μία πολιτική ήττα. Μετά από τρία χρόνια μεγάλων αγώνων και προσπαθειών, η εκλογική επιρροή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επανήλθε στα ιστορικά πλαίσια των εκλογικών επιρροών της άκρας αριστεράς σε μία κοινωνική συγκυρία, όπου η πολιτική της κατεύθυνση που διακηρυκτικά είχε μαζικά χαρακτηριστικά και μπορούσε να αποτελέσει μία εναλλακτική πολιτική πρόταση. Υπάρχουν αντικειμενικοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο, και κυρίως η ελπίδα ενός κόσμου που επηρέαζε ότι θα μπορούσε να υπάρξει μία καλύτερη κατάσταση μέσα από μία κυβέρνηση με άξονα το ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο ακόμα και αυτό αντανακλά το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν έχει καταφέρει να προβάλλει την πολιτική της γραμμή, την τόσο διακριτή από τη στρατηγική του κυβερνητισμού, ούτε σε ένα μικρό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων που να υπερβαίνει την οργανωτική της εμβέλεια. Ακόμα περισσότερο το «φούσκωμα» του 1,2 % και το ξεφούσκωμα στα επίπεδα του 2009 και χαμηλότερα σχετίζεται και με τις πολιτικές αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέφυγε, να κάνει οποιοδήποτε άνοιγμα σε άλλες δυνάμεις που εμφάνιζαν μία αντι ΟΝΕ και αντι ΕΕ κατεύθυνση και συνέκλιναν με το πρόγραμμα της, όχι μόνο για να διευρυνθεί πολιτικά, αλλά και για να οικοδομήσει πολιτικές σχέσεις στη βάση, σε επίπεδο συνοικιών, τοπικών πρωτοβουλιών, σωματείων με δυνάμεις, ρεύματα και αντιλήψεις που διαφοροποιούνταν από την δεξιόστροφη πολιτική μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και τη σεκταριστική πολιτική του ΚΚΕ. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής ήταν η απόρριψη της πολιτικής συνεργασίας με δυνάμεις του ΜΑΑ. Παράλληλα όλο το προηγούμενο διάστημα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να κατευθυνθεί προς τις μάζες με ένα μετωπικό πολιτικό πρόγραμμα, ανάλωσε υπερβολικές δυνάμεις, στους εσωτερικούς συσχετισμούς, τις μικροισορροπίες και τους μικροηγεμονισμούς, μεταξύ οργανώσεων, ή και προσώπων και τάσεων εντός των οργανώσεων. Αντίστοιχα στην ιδιαίτερη σημερινή συγκυρία, δεν ήταν η έλλειψη, ενός επαναστατικού κομμουνιστικού ανανεωτικού ρεύματος που καθόρισε την οριοθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά η αδυναμία της να υλοποιήσει μία μαζική πολιτική γραμμή σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Νομίζουμε ότι πολιτικές κατευθύνσεις για την οικοδόμηση του νέου κομμουνιστικού κόμματος, ή ενός νέου κομμουνιστικού φορέα, στερούνται οποιουδήποτε κοινωνικού ερείσματος, όπως φάνηκε περίτρανα με το αποτέλεσμα των συγκεκριμένων εκλογών. Ακόμα χειρότερα η οικοδόμηση σχέσεων και προσωπικής προβολής, μέσω δικτύων διανοουμένων της αριστεράς, με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην ενσωμάτωση σε ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια όπως αυτά του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίστοιχα οι αποφάσεις της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν προχωρούν σε κανένα σημείο ουσιαστικής αυτοκριτικής για τις αιτίες της αποτυχίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προβάλλει το πολιτικό της πρόγραμμα, σε μία συγκυρία οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης, μεγάλων κοινωνικών αγώνων μαζικής μετατόπισης τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων προς τα αριστερά,. Κατά την άποψη μας αυτό που θα μπορούσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να κάνει διαφορετικά και να διαφοροποιήσει την πολιτική της εμβέλεια ήταν α) η ενοποίηση της πολιτικής της πρακτικής β) η κοινή στάση σε εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους γ) η ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών, και ανοίγματος και σε άλλες πολιτικές δυνάμεις. Το εκλογικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν καθορίσθηκε την περίοδο μετά τις 6Η Μάη, και πολύ λίγο επέδρασε σε αυτό το ότι υπήρχαν φωνές στο εσωτερικό της που έβλεπαν ελκυστικά μία εκλογική συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν αυτές οι φωνές είχαν λάθος προσανατολισμό. Το πολιτικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθορίσθηκε ουσιαστικά σε τρεις φάσεις όπου αποδείχθηκε ανέτοιμη να πάρει τις σωστές πρωτοβουλίες Ι) την περίοδο της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ πριν και μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2010, όπου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με ευθύνη συγκεκριμένων δυνάμεων απέφυγε να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση ενός ευρύτερου αντι ΕΕ και αντι ΟΝΕ μετώπου καθιστώντας τη στρατηγική του μεταβατικού προγράμματος ποιο ευδιάκριτη και ποιο μαζική στο εσωτερικό της αριστεράς ΙΙ) τη περίοδο των κινητοποιήσεων στις πλατείες και το Σύνταγμα όπου υποβάθμισε τις δυνατότητες εισαγωγής του μεταβατικού προγράμματος στη συζήτηση που διεξαγόταν στις λαϊκές μάζες και σε τμήματα της αριστεράς ΙΙΙ) το διάστημα από το Σεπτέμβρη μέχρι το Γενάρη του 2012 οπού απέφυγε να κάνει οποιοδήποτε πολιτικό άνοιγμα με αποκορύφωμα τις παλινωδίες για την εκλογική συνεργασία με το ΜΑΑ. Κατά την άποψη μας είναι σε εντελώς λάθος κατεύθυνση πολιτικές κριτικές και αυτοκριτικές, που εντοπίζουν κυρίως την αποτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο γεγονός ότι δεν εμβάθυνε το πρόγραμμα της σε επαναστατική κατεύθυνση και ότι δεν διέκοψε το «συνεχές» με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδο προβληματισμών, αντιλήψεων ή και κοινών παρεμβάσεων σε σχήματα εργασιακών και κοινωνικών χώρων. Μία στρατηγική σεκταριστικής αναδίπλωσης, και ακόμα περισσότερο διάρρηξης των σχέσεων σε σχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, εξυπηρετεί τη στρατηγική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για να αποσβέσει τις πιέσεις από τις αριστερές αντιλήψεις αλλά και από τις κοινωνικές διαθέσεις που θα αναπτυχθούν στη συγκυρία της κρίσης και πρέπει να την αποφύγουμε. Είναι επίσης λάθος μία κριτική ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ηττήθηκε διότι δεν έθεσε το ζήτημα της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσία από μία αριστερή κυβέρνηση. Ενα τέτοιο ζήτημα που ξαφνικά παράγει μεγάλη έλξη σε ένα δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, διαμορφώνει ένα πολιτικό άλμα στη παρούσα συγκυρία και όντως εφάπτεται με τον αριστερό κυβερνητισμό. 1) Η κυβερνητική εξουσία δεν ταυτίζεται με την πραγματική εξουσία και σήμερα δεν υπάρχει ο οργανωτικός, πολιτικός και ιδεολογικός συσχετισμός για να τεθεί το ζήτημα της πραγματικής εξουσίας πολύ περισσότερο από ένα πολιτικό μπλοκ με τα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και σε αν σε αυτό «προσαρτάτο» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ 2) Στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ, επιμένει όλο και ποιο σθεναρά ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο εναλλακτικής πολιτικής εκτός της Ε.Ε. και υιοθέτηση του μεταβατικού προγράμματος, θα επρόκειτο για μία κυβέρνηση διαχείρισης με αρνητικές συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα.
-
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελεί μία σημαντική πολιτική παρακαταθήκη η οποία πρέπει να ενισχυθεί. Ιδιαίτερα στη σημερινή φάση του καπιταλισμού ή ύπαρξη διακριτών και αυτοτελών πολιτικό οργανωτικά ρευμάτων της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς αποτελεί στρατηγικό καθήκον το οποίο όχι μόνο συμβάλλει στο μακροπρόθεσμο στόχο της κοινωνικής ανατροπής αλλά και στους άμεσους αγώνες για την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων. Για αυτό το λόγο και παρά τα αρνητικά αποτελέσματα η συμμετοχή στις εκλογές ήταν όχι μόνο χρήσιμη αλλά και απαραίτητη. Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι α) να αναπροσανατολισθεί η πολιτική της κατεύθυνση, σε μία πολιτική συμμαχιών στη βάση, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τις υπαρκτές αντιφάσεις και διαθέσεις ενός σημαντικού δυναμικού που υποστήριξε την αριστερά και στις δύο βασικές της εκδοχές β) να επιχειρήσει να διευρυνθεί, να ενισχύσει την πολιτική δραστηριότητα της και να λειτουργήσει ως αυτό που πραγματικά είναι, ως μέτωπο και όχι ως πρόπλασμα μίας νέας οργάνωσης.
-
Η συγκρότηση της νέας κυβέρνησης με πυρήνα τη ΝΔ αναλαμβάνει να υπηρετήσει τα συμφέροντα του συστήματος χωρίς συμβιβασμούς ή παραχωρήσεις προς την κοινωνική πλειοψηφία και χωρίς υπαναχωρήσεις από την δέσμευση της τήρησης των όρων της «πολιτικής του μνημονίου». Η συνέχιση της πολιτικής εξόντωσης του λαού θα επιχειρηθεί με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και σιδηρά πυγμή. Με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης δεν εξαλείφεται το ενδεχόμενο άτακτης χρεοκοπίας ή αποβολής της Ελλάδας από το € ούτε επιλύει Τα εκλογικά αποτελέσματα θα οδηγήσουν τα κέντρα εξουσίας του πολιτικού συστήματος σε ποιο αυταρχικές κατευθύνσεις, ενιοποίησης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, έντασης του αυταρχικού λόγου και πρακτικής, γιατί δεν υπάρχει σήμερα κάποια εναλλακτική διέξοδος κευνσιανού χαρακτήρα παρά μόνο η ένταση της συνολικότερης επίθεσης στα λαϊκά στρώματα.. Ωστόσο η γενικότερη συγκυρία είναι τέτοια, που η ρευστότητα θα παραμείνει και θα υπάρξουν σημαντικές δυνατότητες για τις αριστερές αντικαπιταλιστικές τάσεις στο βαθμό που θα αναπτύξουν μία συνεκτική μετωπική πολιτική κυρίως στους κοινωνικούς και εργασιακούς χώρους και θα αναπτύσσουν κοινές πρακτικές και πολιτικές σχέσεις με άλλες δυνάμεις και τάσεις στο εσωτερικό της αριστεράς.
-
Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει πάντα ο κίνδυνος (και το προφίλ που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές για υπεύθυνη αντιπολίτευση τον αναδεικνύουν) να εκτονωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και αποφασιστικότητα με λογικές «ανάθεσης» της επίλυσης των προβλημάτων σε μια εν αναμονή «αριστερή κυβέρνηση» στα πλαίσια της ΕΕ.
-
Η περίοδος θέτει σημαντικές προκλήσεις και κινδύνους για τις δυνάμεις εκείνες που θέλουν να κινηθούν σε μία αντισυστημική και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, γιατί και ο αντικειμενικός ιδεολογικός συσχετισμός δυνάμεων αλλά και τα λάθη και οι ανεπάρκειες, των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, παράγει πιέσεις. Ωστόσο αποτελεί στρατηγικό διακύβευμα η ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, όχι μόνο σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων απέναντι στο φιλο ΕΕ ρεύμα και στη στρατηγική του κυβερνητισμού.
-
Είναι συνεπώς αναγκαίο παρά ποτέ να ανοίξει ένας πλατύς διάλογος μέσα στην αριστερά και μέσα στο μαζικό κίνημα για το ποια είναι σήμερα η διέξοδος από την κρίση και με ποιον τρόπο και από ποιες δυνάμεις μπορεί να επιβληθεί. Πιστεύουμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να προτείνει σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς και του μαχόμενου ταξικού κινήματος την λειτουργία πλατιών συνελεύσεων σε κάθε χώρο δουλειάς, νεολαίας, γειτονιάς προκειμένου να οργανωθεί η αναγκαία κοινή δράση, η αλληλεγγύη και ο πλατύς διάλογος. Ειδικά μετά την συγκρότηση της νέας κυβέρνησης είναι απαραίτητη η επικοινωνία με τα ρεύματα που εκφράστηκαν και πολιτικά και κοινωνικά κυρίως μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ ώστε και να τεθεί φραγμός στην πολιτική που θα επιχειρήσει να επιβάλλει η κυβέρνηση δια πυρός και σιδήρου αλλά και στις λογικές ανάθεσης μέσα από κοινοβουλευτικές λύσεις.
-
Το στοίχημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να μπορέσει να αναπτύξει την πολιτική στρατηγική του αριστερού κοινωνικού πολιτικού μετώπου ρήξης και ανατροπής με μία διπλή κατεύθυνση α) να υποβάλει πρόταση σε όλες τις δυνάμεις που ενστερνίζονται την αναγκαία αντιμνημονιακή, αντι-ΟΝΕ, αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση για την συγκρότηση μίας κεντρικής πολιτικής πρωτοβουλίας που να προβάλλει το μεταβατικό πρόγραμμα στις λαϊκές μάζες και με κεντρική πτυχή την έξοδο από το Ευρώ και την Ε.Ε. και η οποία να δρα από κοινού σε εργασιακούς χώρους, κοινωνικούς χώρους και λαϊκές συνελεύσεις. Τέτοιες δυνάμεις είναι πρωτίστως οι δυνάμεις του ΜΑΑ, όπως και άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Μπορούν όμως σε μελλοντικό χρόνο να υπάρξουν σε αυτή την κατεύθυνση και δυνάμεις και αντιλήψεις οι οποίες να προέρχονται από τους χώρους της κοινοβουλευτικής αριστεράς β) η οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών στη βάση με εκείνο το κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που εκπροσωπείται πρωτίστως από το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από το ΚΚΕ, με άξονες την αντίθεση στη μείωση των μισθών και τις απολύσεις τα χαράτσια, τις ιδιωτικοποιήσεις και τον κρατικό αυταρχισμό. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει να δουλέψει συντονισμένα μέσα σε εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους αλλά και στις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές επιχειρώντας να διαμορφώσει ευρύτερες κοινωνικές συσπειρώσεις στις οποίες να συμμετέχει ο κόσμος που επηρεάζεται από τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς αλλά και για να οικοδομεί διαύλους επικοινωνίας, με πολιτικές τάσεις, αντιλήψεις και ρεύματα α) στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που αργά η γρήγορα θα προσκρούσουν πάνω στη δεξιά μετατόπιση, τη στρατηγική της εν αναμονή κυβέρνησης και της εκλογικίστικης στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρεί να αποσβέσει τους κοινωνικούς κραδασμούς ώστε να παρουσιαστεί ως υπεύθυνη αντιπολίτευση και β) τις πολιτικές μετατοπίσεις που μπορεί να υπάρξουν στο εσωτερικό του ΚΚΕ, που αντιμετωπίζει μία συνολική κρίση πολιτικής στρατηγικής.
-
Σήμερα υπάρχει μία συζήτηση ότι είναι απαραίτητη η επανασυγκρότηση και επανεκκίνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ως βήμα αυτής της ανασυγκρότησης περιγράφεται η διεξαγωγή άμεσα της Β Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης. Είναι λάθος η επίσπευση της Συνδιάσκεψης όταν α) για μία περίοδο τουλάχιστον έξη μηνών από τον Απρίλιο του 2012 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτραβήχθηκε από τα κοινωνικά μέτωπα κυρίως λόγω της παρατεταμένης εκλογικής αναμέτρησης β) πολιτική συγκρότηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών και μία συστηματική πρακτική στα κοινωνικά μέτωπα. Αυτό είναι κάτι που έχει αναμφίβολα πολιτική προτεραιότητα γ) ο σύντομος χρόνος όχι μόνο θα ακυρώσει την πολιτική συζήτηση αλλά θα παροξύνει την μάχη μηχανισμών μεταξύ οργανώσεων σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από ότι στην περυσινή συνδιάσκεψη δ) πρέπει να αντιμετωπιστούν τα οργανωτικά ελλείμματα και αστοχίες της περυσινής συνδιάσκεψης Ι) το γεγονός ότι πέρυσι γράφτηκαν μέλη στις τοπικές επιτροπές τα οποία δεν εμφανίσθηκαν ξανά διογκώνοντας τεχνητά το μέγεθος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΙΙ) το γεγονός ότι οι εκλογές αντιπροσώπων έγιναν με διαφορετικούς τρόπους και όχι με ενιαίο τρόπο σε κάθε επιτροπή ΙΙΙ) πρέπει να κατοχυρωθεί η απλή αναλογική σε όλα τα επίπεδα εκλογής αντιπροσώπων και οργάνων. Για να γίνουν όλα αυτά και κυρίως η ουσιαστική πολιτική συζήτηση και η ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών χρειάζεται η απαραίτητη πολιτική και οργανωτική προετοιμασία που δεν μπορεί να έχει άλλο ορίζοντα από τις αρχές Δεκέμβρη. Σε διαφορετική περίπτωση η Συνδιάσκεψη θα ενταχθεί σε ένα πλαίσιο μικροκομματικών επιδιώξεων ελέγχου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αλλοίωσης της φυσιογνωμίας της με ακόμα περισσότερο αρνητική επίδραση στην πολιτική επιρροή στα λαϊκά στρώματα και στην αριστερά.
14 Ιουλίου 2012