Παραθέτουμε κείμενο το οποίο μοιράστηκε από πλευράς μας στο Πανελλαδικό Σώμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 22/01 στη Νομική Σχολή:
Για την πολιτική στρατηγική της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην κρίση
και τα επόμενα βήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η σημερινή διαδικασία του Πανελλαδικού Συντονιστικού διεξάγεται σε μια συγκυρία που η παγκόσμια οικονομική κρίση μπαίνει σε μια β’ φάση ύφεσης αλλά και το “ελληνικό πρόβλημα” βαθαίνει και χαρακτηρίζεται από τα αποτελέσματα της οξυμμένης ταξικής πάλης του προηγούμενου διαστήματος. Από τη μία, τη σκλήρυνση της επίθεσης του κεφαλαίου στα εργασιακά δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού και η οποία συμπυκνώθηκε στη συμμαχία των πολιτικών του εκφραστών, μαζί με τα ακδοδεξιά δεκανίκια τους, υπό την κυβέρνηση Παπαδήμου. Από την άλλη, η περίοδος φέρει και τα αποτελέσματα της πάλης του λαού και των εργαζομένων, είτε στο γιγάντωμά της (πλατείες, απεργίες) είτε στους σκληρούς αγώνες σε κοινωνικούς χώρους συνολικά και επιμέρους (χαλυβουργία, ΑΛΤΕΡ, χαράτσια). Καθίσταται, λοιπόν, άμεσο καθήκον για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε αυτή τη διαδικασία να ορίσει συγκεκριμένους στόχους πάλης και άξονες παρέμβασης, βαθαίνοντας τη στρατηγική της και άρα συμβολή της στην εξέλιξη της πάλης των τάξεων στην Ελλάδα, σήμερα.
Η τωρινή κρίση φέρει το χαρακτήρα της κρίσης του νεοφιλελευθερισμού, ως το κυρίαρχο μοντέλο της καπιταλιστικής συσσώρευσης μετά την κρίση της δεκαετίας του ‘70 και αντιστοιχεί σε μια κρίση της ηγεμονίας του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο νεοφιλελευθερισμός, μέσα από τη ραγδαία ρύθμιση του μοντέλου συσσώρευσης ακόμη περισσότερο προς όφελος των κυρίαρχων τάξεων και δη των ανώτερων μερίδων τους γέννησε αντιφάσεις που καθίστανται εκρηκτικές. Σε συνδυασμό με μια διαδικασία μαζικής συσσώρευσης πλασματικού κεφαλαίου και δικαιωμάτων επί της μελλοντικής παραγόμενης αξίας μέσα από τη χρηματιστικοποίηση τα οποία είναι αδύνατον να καλυφθούν, αναδύονται οι δυσκολίες διατήρησης αυτού του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου. Παραταύτα, διαφαίνεται σαν γενική τάση μια διαδικασία από πλευράς κεφαλαίου υπέρβασης της κρίσης μέσα από την ενίσχυση και σκλήρυνση του νεοφιλελεύθερου προτύπου, το τσάκισμα κάθε εναπομείναντος κοινωνικού συμβιβασμού με τις κυριαρχούμενες τάξεις, και την αναδιάταξη- εξισορρόπηση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μέσα από την αναπαραγωγή και επανατροφοδότηση της αμερικάνικης ηγεμονίας, ως συμπυκνωτή των διαδικασιών οικονομικών μεταβολών αλλά και ως κοινωνικοπολιτικού προτύπου. Η κρίση της Ευρωζώνης ως εκείνου του μηχανισμού επέκτασης-εμπέδωσης της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και οι επιπτώσεις στις χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα και η στρατηγική απανωτών προγραμμάτων δημοσιονομικής πειθαρχίας και σκληρής λιτότητας περιγράφουν γλαφυρά αυτή τη στρατηγική κατεύθυνση του κεφαλαίου.
Πρέπει να αποφεύγουμε μηχανιστικές εκτιμήσεις που βλέποντας μια διαδικασία νομοτελειακής πτώσης του ποσοστού κέρδους θεωρούν την τωρινή κρίση ως τη “φυσική” συνέχεια της κρίσης υπερσυσσώρευσης του ‘70. Αναλύσεις τέτοιες, καταλήγοντας στο ό,τι τέτοιου μεγέθους ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν “χωρά” πια στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγούνται σε συμπεράσματα καταστροφολογίας, περί καπιταλιστικής (αυτο-)κατάρρευσης και αδυνατούν να περιγράψουν μια κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση για την επέμβαση της πάλης των κυριαρχούμενων τάξεων σε όλη αυτή τη διαδικασία εξέλιξης της κρίσης. Για εμάς, η τωρινή κρίση αφήνει ανοιχτά μια σειρά ενδεχόμενα, που θα κριθούν τελικά από τη εξέλιξη της πάλης των τάξεων. Μπορεί να πάρει το χαρακτήρα της παγίωσης ενός ακόμη δυσχερέστερου συσχετισμού δυμάμεων υπέρ του κεφαλαίου και του αποκλεισμού του λαϊκού παράγοντα από κάθε είδους έστω και διαμεσολαβημένης αντανάκλασης των συμφερόντων του στους καπιταλιστικούς μηχανισμούς. Μπορεί όμως και να πάρει το χαρακτήρα της έντασης του ταξικού ανταγωνισμού και του ανοίγματος ενός άλλου δρόμου για τους εργαζόμενους και τους λαούς.
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση Παπαδήμου κινεί τη διαδικασία από τη μια συσπείρωσης των αστικών δυνάμεων πίσω από τη στρατηγική παραμονής στο ευρώ και την ΕΕ μέσα από την επιβολή ενός συντριπτικού για το λαό συσχετισμού δύναμης και από την άλλη θωράκισης του πολιτικού συστήματος από τη φθορά της κρίσης εκπροσώπησης και του κλυδωνισμού που παρήξαν οι αγώνες των εργαζόμενων το προηγούμενο διάστημα. Η πολιτική κρίση παραμένει ανοιχτή, με ενδεικτική τη ραγδαία αποδιάρθρωση του ΠΑΣΟΚ, ως κεντρικού πυλώνα της εκσυγχρονιστικής-μεταρρυθμιστικής αλλαγής στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά. Έτσι, τα μέτρα αφαίμαξης του λαού θα συνεχιστούν (ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις στο δημόσιο, αλλαγή κατώτατου μισθού, νέα φοροεισπρακτικά μέτρα) ενώ ταυτόχρονα είναι στοίχημα για τις δυνάμεις του κεφαλαίου η επίτευξη της πολιτικής σταθερότητας και της κοινωνικής ομαλότητας. Με ανοιχτό πια το ενδεχόμενο της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και της εξόδου από την ΟΝΕ, η επόμενη περίοδος θα σφραγιστεί από τη λυσσαλέα επίθεση του αστισμού στο λαϊκά στρώματα, την ιδεολογική σκλήρυνση και την καταστολή. Η είσοδος του ΛΑΟΣ στη συγκυβέρνηση αποτυπώνει ακριβώς αυτή τη αυταρχική στροφή. Την επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, το τσάκισμα των λαϊκών αντιστάσεων και του συνδικαλισμού, την κατάργηση και το χτύπημα του ασύλου και κάθε χώρου ανάπτυξης αγωνιστικών πρακτικών. Σε αυτή την κατεύθυνση το πολιτικό προσωπικό απεργάζεται σχέδια αυταρχικότερης στροφής, όπως αλλαγές στον εκλογικό νόμο προς το πλειοψηφικό σύστημα. Ταυτόχρονα η κατασταλτική διαχείριση των λαϊκών αγώνων, φυσικά, ιδεολογικά και θεσμικά θα ενταθεί.
Από την άλλη οι κοινωνικοί αγώνες παραμένουν ο κρίσμος παράγοντας. Εστίες ηρωικής αντίστασης εμφανίζονται και αποτελούν κοινωνικό υπόδειγμα, ενώ οι παρακαταθήκες του μεγάλου λαϊκού ξεσηκωμού του προηγούμενου διαστήματος τροφοδοτούν τη λαϊκή κινητοποίηση σε χώρους δουλειάς, γειτονιές και πόλεις (λαϊκές συνελεύσεις, αντίσταση στα χαράτσια). Παρόλα αυτά είναι σαφής η συγκυριακή υποχώρηση του λαϊκού κινήματος και η μείωση της κοινωνικής αστάθειας και εκρηκτικότητας σε σχέση με μεγαλειώδεις κεντρικές εμφανίσεις της λαϊκής ορμής μέχρι και την 28η Οκτώβρη.
Η επαναστατική δυνατότητα, στην όξυνση του λαϊκού κινήματος.
Σε αυτό το φόντο ο ρόλος της Αριστεράς θα είναι καθοριστικός για την υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων αλλά και την ανάδειξη ενός άλλου δρόμου μπροστά στο αδιέξοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ελληνική αριστερά σε όλο της το φάσμα βρέθηκε αρκετές στιγμές προ εκπλήξεως μπροστά στο ξέσπασμα αγώνων και πίσω από τη διεκδικητικότητα του λαού. Ταυτόχρονα, αρνήθηκε να απαντήσει στις προκλήσεις του αντιπάλου , υποτιμώντας τις δυνατότητες οικοδόμησης μιας λαϊκής διεξόδου, που να συγκρούεται με τις αστικές επιλογές (πχ δημοψήφισμα). Το ΚΚΕ από τη μια, παρά την κατά καιρούς αναζήτηση πολιτικών αιτημάτων μεταβατικών, παραμένει προσκολλημένο σε μια στρατηγική συσπείρωσης εκλογικού μπλοκ, πίσω από την ιδεολογική, μεσσιανική σχεδόν επίκληση της λαϊκής εξουσίας, μακριά από κάθε σκέψη σύναψης ευρύτερων συμμαχιών. Ταυτόχρονα αποστρέφεται κάθε διαδικασία όξυνσης της πάλης του λαού που να απειλεί τη συστημική σταθερότητα με αποκορύφωμα τη στάση του στις 19-20 Οκτώβρη. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται σε μια λογική εκλογικής καμπάνιας με στόχο την συσπείρωση των διαρροών του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα καταρχάς σε επίπεδο στελεχιακό παρά κοινωνικού δυναμικού. Αποτέλεσμα, η επιμονή στο να καλλιεργεί αυταπάτες για μια λύση μέσα από την “προοδευτική” μετάλλαξη της ΕΕ και της λειτουργίας της ΟΝΕ.
Το βάρος που πέφτει στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, στο σήμερα, είναι σημαντικό και πολλαπλάσια μεγαλύτερο από τα δεδομένα μεγέθη. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σημαντικό προχώρημα στην υπόθεση της αντικαπιταλιστικής προοπτικής, έχει κάνει βήματα με κυρίαρχο αυτό της συγκρότησης ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης που να περιγράφει μια μεταβατική υπαρκτή απάντηση για το λαό και να συγκρούεται με τις κατευθύνσεις του κεφαλαίου. Κατά την άποψη μας, ιδιαίτερα η αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα του ευρώ-ΟΝΕ είναι που σήμερα συγκροτεί το βασικό άξονα της ταξικής αντιπαράθεσης κεφαλαίου-εργασίας στην Ελλάδα.
Είναι η ώρα που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να βάλει μια κατεύθυνση στην αριστερά οικοδόμησης των κοινωνικοπολιτικών όρων για την επιβολή μιας εργατικής διεξόδου από την κρίση. Αυτό δεν υλοποιείται μόνο μέσα από την παρέμβαση των αγωνιστών της στα επιμέρους κοινωνικά μέτωπα αλλά απαιτεί την ευρύτερη συσπείρωση κοινωνικών δυνάμεων πίσω από μια τέτοια κατεύθυνση και άρα συνολικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς. Για εμάς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί και πρέπει να γίνει εργαλείο μετασχηματισμού όχι μόνο του χάρτη της αριστεράς αλλά κυρίως του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης. Αναγκαίος όρος είναι η συγκρότηση από τη μια ενός κοινωνικού μετώπου αγώνα, που θα αθροίζει και θα πολλαπλασιάζει τις αντιστάσεις και ταυτόχρονα ενός αριστερού αγωνιστικού πολιτικού μετώπου στη βάση των 4 σημείων του μεταβατικού προγράμματος (στάση πληρωμών, διαγραφή του χρέους, έξοδος από την ΟΝΕ, εθνικοποίηση τραπεζών και βασικών παραγωγικών μονάδων), που θα μπολιάζει το λαό με μια άλλη, υπαρκτή προοπτική και θα μπορεί να αντιπαρατίθεται με του αστικούς μηχανισμούς για την ιδεολογικοπολιτική ηγεμονία σε συνολικό επίπεδο.
Είναι μια κρίσιμη στιγμή που κάθε μόρφωμα της αριστεράς εάν δεν επιδράσει αποφασιστικά στην κοινωνικοπολιτική πάλη κινδυνεύει να εκτροχιαστεί, να συμπαρασυρθεί από ενα συσχετισμό δυνάμεων συντριπτικά υπέρ του κεφαλαίου. Θεωρούμε ότι αντιλήψεις που είτε από τη μια δεν βλέπουν δυνατότητες σύναψης συμμαχιών και προωθούν μια κατεύθυνση βαθαίματος του πολιτικού προγράμματος και αυτοσυγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια περίκλειστη οργάνωση, είτε από την άλλη επιλέγουν τη διάχυση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων σε ευρύτερα σχήματα που φλερτάρουν με την παναριστερά ή τον αντινεοφιλελευθερισμό, αδυνατούν να δουν τις δυνατότητες που ανοίγονται σήμερα για το λαϊκό κίνημα και την αντικαπιταλιστική προοπτική. Πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμβάλλει αποφασιστικά με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την οικοδόμηση ενός ριζοσπαστικού πολιτικού μετώπου στη βάση των 4 σημείων. Άλλωστε, η επαναστατική κατεύθυνση είναι και αυτή που απ΄τη μια δεν μπορεί να ενσωματωθεί στην αστική στρατηγική οδηγώντας αναγκαία στην πολιτική αστάθεια και την επαναστατική ρήξη και από την άλλη χτίζει και τους κοινωνικοπολιτικούς όρους για να υλοποιείται και να αποτελεί πραγματικό ενδεχόμενο και όχι απλή επαναστατική επίκληση. Πρέπει άμεσα να εντείνουμε τις πρωτοβουλίες συζητήσεων και εκδηλώσεων τέτοιου χαρακτήρα αλλά και να ενισχύσουμε την ενότητα του αντικαπιταλιστικού χάρτη απευθύνοντας άμεσα πρόταση σε πολιτικές οργανώσεις, δυνάμεις και ανένταχτους συντρόφους (ΚΟΑ, ΟΚΔΕ, ΕΑΜ) κλπ αλλά και σε δυνάμεις του Μετώπου α-α για τη διεύρυνση της και τη δημιουργία ενός μαζικού και ισχυρότερου αντικαπιταλιστικού πόλου.
Ταυτόχρονα η ΑΝΤΑΡΣΎΑ πρέπει να εντείνει και να οργανώσει τη συγκροτημένη παρέμβασή της στα κοινωνικά μέτωπα με πιο ενεργή παρουσία και μέσα από τη σύναψη συμμαχιών στους κοινωνικούς χώρους για την αναζωπύρωση των αγωνιστικών πρακτικών. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να είναι απλός θεατής των μεγάλων συγκρούσεων που δίνουν εργαζόμενοι και διάφοροι κλάδοι αλλά μπροστάρης στις κινητοποιήσεις του λαού. Πρέπει, λοιπόν, να ξεπεράσει την αποσπασματική παρουσία ή την αυτοτελή δράση και να δώσει όλες τις δυνάμεις της για τις λαϊκές συνελεύσεις, τις επιτροπές ενάντια στα χαράτσια, τη δημιουργία ευρύτερων συσπειρώσεων στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές που θα γεννούν και θα εντείνουν τους αγώνες πάνω στα μέτωπα κόμβους της περιόδου.
Η δημοκρατική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ένα ζήτημα εκτός καιρού;
Η Α’ Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτύππωσε κάποια βήματα αλλά και σημαντικούς κλυδωνισμούς στην πορεία αυτού του μορφώματος. Έγιναν επιλογές που τραυμάτισαν τα πολιτικά της προχωρήματα και τη λειτουργία της. Τέτοια ήταν η επιλογή να αποκλειστούν συγκεκριμένες οργανώσεις αλλά και ανένταχτοι σύντροφοι από τη συγκρότηση των κεντρικών οργάνων, μέσα από μια άθλια εκλογική μεθόδευση που, περισσότερο από συνήθεις αντιπαραθέσεις οργανώσεων, απτεται της πολιτικής κατεύθυνσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η νόθευση της απλής αναλογικής μέσα από κυκλικές λίστες σταυροδοσίας που προκαθορίζουν το αποτέλεσμα θίγει, βέβαια, από μόνη της ένα ζήτημα αρχής, σχετικά με το τι φιλοδοξεί να αποτελέσει το όχημα μας ως πρότυπο για την Αριστερά και το δημοκρατικό της διάλογο, ως πρόταση για τη δημοκρατική εκπροσώπηση σε συνδικαλιστικούς φορείς κόντρα στις μεθοδεύσεις της γραφειοκρατίας, αλλά και ως όραμα για το κοινωνικό ζήτημα.
Κατά την άποψή μας τέτοιου τύπου επιλογές που μετατρέπουν τη συγκρότηση των οργάνων ενός μετωπικού μορφώματος σε λιστομαχίες αποτυπώνουν μια υπαρκτή κατεύθυνση “ξεκαθαρίσματος” των διαφορετικών αντιλήψεων και στεγανοποίησης της πολιτικής συζήτησης στο εσωτερικό του μορφώματος. Πολύ περισσότερο στέλνουν και ένα σαφές μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση σε σχέση με τη συζήτηση της διεύρυνσης του ΑΝΤΑΡΣΥΑ με δυνάμεις και αγωνιστές. Είτε, λειτουργούν αποτρεπτικά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, είτε προκαθορίζουν του πολιτικούς όρους μιας πιθανής διεύρυνσης του μορφώματος με τρόπο που δεν έχει σχέση με την πολιτική διαπάλη. Υπ΄ αυτή την έννοια το ζήτημα αυτό δεν είναι ούτε εσωστρεφές, ούτε η συζήτηση του πισωγύρισμα. Αντίθετα το ξεπέρασμα τέτοιων προβληματικών είναι αναγκαίος όρος για μια δυνατή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα διευρύνεται, θα δημιουργεί πολιτικό ρεύμα και θα επιδρά στις εξελίξεις. Θεωρούμε ότι πρέπει άμεσα να γίνουν διορθωτικές κινήσεις σε σχέση με τις μεθοδεύσεις της συνδιάσκεψης και κυρίως το Πανελλαδικό Συντονιστικό να δρομολογήσει τη συζήτηση για την αποτύπωση ενός δημοκρατικότερου οργανωτικού πλαισίου στη βάση της απλής αναλογικής, με την αρχή ένα μέλος-μία ψήφος.
Πρέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη σημερινή διαδικασία να βγει ενδυναμωμένη, να ξεπεράσει τις προβληματικές του προηγούμενου διαστήματος και με αυτοπεποίθηση να απαντήσει στις προκλήσεις που θέτει η περίοδος. Ο αντίπαλος έχει κάνει τις κινήσεις του. Είναι καιρός για τη δική μας απάντηση. Για την απάντηση της λαϊκής πάλης και προοπτικής, για να χαράξουμε έναν άλλο δρόμο στα αδιέξοδα που χτίζουν. Σε αυτό το στοίχημα θα κριθούμε το επόμενο χρονικό διάστημα.
ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ