Με τόλμη και συνέπεια μπροστά στη Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ

0

Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση, 9 Ιουνίου 2016

ΜΕ ΤΟΛΜΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑ

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΑΕ

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ Η ΑΡ.Α.Σ. ΣΤΗΝ Α΄ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΑΕ

Η ιδρυτική Συνδιάσκεψη της Λαϊκής Ενότητας διεξάγεται σε μία περίοδο που σφραγίζεται από την ταχύτατη επιβολή μνημονιακών μέτρων και την πιο βίαιη αναίρεση λαϊκών κατακτήσεων που καμία κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει μέχρι σήμερα. Παρά τα κινήματα που αναπτύχθηκαν στις αρχές του 2016, οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτά τα μέτρα ήταν υποτονικές. Όσο και αν σε αυτό έπαιξαν ρόλο οι γραφειοκρατικές και εργοδοτικές συνδικαλιστικές ηγεσίες και το ΠΑΜΕ, είναι σαφές ότι διαμορφώνεται ο κίνδυνος να εμπεδωθεί μια λογική μονόδρομου και αδυναμίας αντίδρασης. Η ίδια η εφαρμογή των μέτρων, για το ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις και το μόνιμο κόφτη των δημοσίων δαπανών, αλλάζει τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, κάτι που θα έχει και πολιτικές επιπτώσεις.

Το γεγονός επίσης ότι οι βίαιες αυτές μεταβολές γίνονται από μια κυβέρνηση που σκυλεύει το όνομα της αριστεράς ενισχύει τον κίνδυνο να εκφρασθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια προς τα δεξιά (ή και τα ακροδεξιά), παρότι βέβαια όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων από το ΣΥΡΙΖΑ και προς τα δεξιά ομνύει στον μνημονιακό μονόδρομο.

Δεν θα πρέπει όμως να αναμένονται άμεσα πολιτικές εξελίξεις στο κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό επίπεδο. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση πέρασε τον κάβο του ασφαλιστικού και του υπερταμείου χωρίς κοινοβουλευτικές απώλειες, το γεγονός ότι ούτε η διαχείριση της προσφυγικής κρίσης με τη λογική της Ευρώπης φρούριο κλυδώνισε τον, δήθεν ευαίσθητο σε ζητήματα δικαιωμάτων, ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και βέβαια η υιοθέτηση του αυτόματου «κόφτη» και η απαλλαγή από κάθε δημοκρατική/εκλογική νομιμοποίηση για τη λήψη νέων αντιλαϊκών μέτρων από τον Υπουργό Οικονομικών χωρίς επί της ουσίας τη συγκρότηση μιας μαζικής λαϊκής αντίδρασης, την σταθεροποιεί προσωρινά στο πολιτικό κέντρο των εξελίξεων, απ’ όπου δύναται να διαχειρισθεί τους μηχανισμούς της εξουσίας προς όφελός της.

Ο συσχετισμός δύναμης που διαμορφώθηκε ήδη από τον Ιούλιο, με την προδοσία του δημοψηφίσματος και τη μνημονιακή μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ και τροποποιείται δυσμενώς με τις προαναφερόμενες εξελίξεις, διαμορφώνει συγκεκριμένες αναγκαιότητες ως προς την πολιτική στρατηγική και τακτική των δυνάμεων της αριστεράς. Η ορθή πολιτική κατεύθυνση είναι ο στόχος της διαμόρφωσης μιας μαζικής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, της συμβολής στη συγκρότηση κοινωνικών αντιστάσεων, της διαμόρφωσης οργανικών σχέσεων με τις μάζες.

Έτσι, η αλλαγή του κοινωνικοπολιτικού συσχετισμού δεν μπορεί να αποτελέσει μια διαδικασία απλής εκφοράς της ορθής προγραμματικής κατεύθυνσης, ή αναφοράς σε άλλη μία, αριστερότερη κυβερνητική «λύση», αλλά απαιτεί ευρύτερες τομές και ρήξεις. Με αυτή την έννοια, είναι κρίσιμη για την αριστερά και το κίνημα η συγκρότηση ενός πλατιού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση πάνω στους άξονες του μεταβατικού προγράμματος: κατάργηση των μνημονίων, της λιτότητας και της επιτροπείας, στάση πληρωμών-διαγραφή του χρέους, εθνικοποιήσεις και παραγωγικός μετασχηματισμός, εξόδος από την ΟΝΕ –σύγκρουση με την ΕΕ. Σε ένα τέτοιο μέτωπο μπορούν και πρέπει να ενταχθούν πλατιές κοινωνικές δυνάμεις (οι εργαζόμενες τάξεις, η νεολαία, οι άνεργοι, τα πληττόμενα μικροαστικά στρώματα), και όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις της αριστεράς. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η ίδια η συγκρότηση της ΛΑΕ αποτελεί μια σημαντική στιγμή της ταξικής συγκυρίας στην Ελλάδα, καθώς για πρώτη φορά μετά την επιβολή των μνημονίων δημιουργείται ένας πολιτικός πόλος που εκφράζει με καθαρότητα αυτή την ανάγκη (και οι θέσεις κάνουν απόλυτα διαυγή αυτή την κατεύθυνση).

Μέχρι τη συγκρότηση της ΛΑΕ τέτοιος πόλος δεν υπήρχε. Από τη μία ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτείτο στη βάση μιας λογικής ενός θολού αντινεοφιλελεύθερου μετώπου που μιλούσε μεν για κατάργηση της λιτότητας και των μνημονίων, αλλά δεν τολμούσε να ακουμπήσει τον κόμβο της ταξικής πάλης (την έξοδο από το ευρώ). Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ αρνείτο κάθε έννοια μετώπου και μεταβατικού προγράμματος και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αδυνατούσε λόγω εσωτερικών διαμαχών να απαντήσει αν το μεταβατικό πρόγραμμα θα εφαρμοσθεί μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση και αντιστοίχως αδυνατούσε να προτείνει τη συγκρότηση μετώπου χωρίς την προμετωπίδα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

Η ΛΑΕ είναι σήμερα ο μόνος πολιτικός φορέας στην αριστερά που μπορεί να αποτελέσει τη μαγιά για τη μαζικοποίηση και την ηγεμονία μίας τέτοιας πολιτικής στρατηγικής. Έτσι, αποτελεί κεντρικό πολιτικό καθήκον η σταθεροποίηση και η μαζικοποίησή της. Η ιδρυτική συνδιάσκεψη μπορεί και πρέπει να αποτελέσει κόμβο σε αυτή την κατεύθυνση.

ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Κόμβος η αποδέσμευση από την Ευρωζώνη

Οι θέσεις βάζουν στο επίκεντρο της συγκρότησης του προγράμματος την έξοδο από την ΟΝΕ. Η παραμονή της χώρας στο ευρώ αποτελεί το κομβικό σημείο όπου συμπυκνώνεται η στρατηγική όλων των μερίδων της αστικής τάξης στην Ελλάδα και ταυτόχρονα το σημείο που συμπυκνώνει όλες τις αντιφάσεις αυτής της στρατηγικής. Το ευρώ αποτελεί ένα μηχανισμό που συνωθεί όλες τις μερίδες του κεφαλαίου να συνασπισθούν υπό την ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου στην νεοφιλελεύθερη ρύθμιση με αντάλλαγμα την άρση των κοινωνικών κατακτήσεων. Καθίσταται ο συγκολλητικός ιστός ενός συνασπισμού εξουσίας υπό την ηγεμονία των πιο μονοπωλιακών, χρηματοπιστωτικών μερίδων του κεφαλαίου. Ακόμα και τα λιγότερο ισχυρά κεφάλαια, προσδένονται στο άρμα αυτού του συνασπισμού.

Έτσι στην Ελλάδα όλες οι μερίδες της αστικής τάξης αντιλαμβάνονται ότι τυχόν έξοδός τους από την ΟΝΕ θα σηματοδοτήσει μια ακόμα πιο σημαντική υποβάθμισή τους στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και θα παλέψουν με κάθε μέσο για να την αποφύγουν. Αυτό κατέστη σαφές την περίοδο του δημοψηφίσματος κατά την οποία σύσσωμος ο αστισμός έδειξε το πιο επιθετικό του πρόσωπο πίσω από το ζήτημα του ευρώ δείχνοντας ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται απλά για ένα «νομισματικό», τεχνικό θέμα αλλά για το βασικό όπλο του ελληνικού κεφαλαίου ώστε να αποκαταστήσει την «ανταγωνιστικότητά» του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και της νεοφιλελεύθερης επέκτασης αλλά και να ικανοποιήσει μεσομακροπρόθεσμα τις επιδιώξεις συμμετοχής στη διαδικασία διεθνοποίησης.

Η έξοδος από την ευρωζώνη θα στερούσε την αστική τάξη από ένα ισχυρότατο εργαλείο και συνεπώς, μόνο η συγκρότηση ενός μετώπου που θα έθετε ως προμετωπίδα του αυτή την έξοδο με οργανωμένο τρόπο και θα πατούσε πάνω σε ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα θα μπορούσε με επιτυχία να ξεπεράσει την λυσσαλέα επίθεση που θα εξαπολύσουν διεθνείς και εγχώριοι μηχανισμοί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όμως, αυτή η πολιτική στρατηγική εξόδου αφενός πρέπει να έχει επαρκή τεκμηρίωση και αφ’ ετέρου δεν μπορεί να εμπεριέχει αυταπάτες για τις δυσκολίες που θα διαμορφωθούν.

Από αυτή την άποψη, στα πλεονεκτήματα του σχεδίου θέσεων της ΛΑΕ μπορεί να πιστωθεί ότι ξεκαθαρίζουν το πώς μπορεί βραχυμεσοπρόθεσμα να εξασφαλισθούν οι αναγκαίες επάρκειες λαϊκών αγαθών στην περίπτωση εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος: από την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος και την υποτίμησή του, καθώς και από την παύση πληρωμών του δημοσίου χρέους, χωρίς συμπίεση των μισθών και των συντάξεων. Ξεκαθαρίζεται συνεπώς ότι η εφαρμογή του προγράμματος δεν βασίζεται ούτε σε κονδύλια της ΕΕ, ούτε σε δάνεια από τρίτες χώρες, ούτε στην ενίσχυση συγκεκριμένων κεφαλαιουχικών κλάδων.

Η έξοδος από την ΟΝΕ είναι αναμφίβολα μια αντικαπιταλιστική στρατηγική και μάλιστα η μόνη πραγματικά αντικαπιταλιστική στρατηγική, αφού όσο κανείς απομακρύνεται από τον κόμβο της ταξικής πάλης, τόσο πιο ακίνδυνος γίνεται για το σύστημα, όσες αναφορέ κι αν κάνει στον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, την επανάσταση.

Η Λαϊκή ενότητα ως συμβολή στη συγκρότηση κοινωνικού και πολιτικού μετώπου – το ζήτημα των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών

Οι θέσεις με σαφήνεια αποτυπώνουν ότι το Πρόγραμμα έχει ως στόχο να συγκροτηθεί μια ευρεία κοινωνική συμμαχία των λαϊκών στρωμάτων της χώρας μας με εργατική ηγεμονία. Είναι προφανές ότι υπάρχουν σήμερα ιδιαίτερα σημαντικές μερίδες μικροαστικών στρωμάτων της χώρας μας που συμπιέζονται ή καταστρέφονται από την εφαρμογή των μνημονίων, όπως είναι η μεγάλη μάζα των ελεύθερων επαγγελματιών και αυταπασχολούμενων που καταστρέφονται, της αγροτιάς κ.ο.κ.. Το πρόγραμμα της ΛΑΕ δίνει διέξοδο σε αυτά τα στρώματα, θέτοντας όμως ως προμετωπίδα την προστασία των εργατικών συμφερόντων.

Η ΛΑΕ είναι ένας μετωπικός φορέας που αποσκοπεί στην επανίδρυση της αριστεράς και μάλιστα προς το σκοπό αυτό θα πάρει και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες διαλόγου και κοινής δράσης. Δεν είναι, ούτε θέλει να υποκαταστήσει το αναγκαίο σήμερα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο φιλολαϊκής διεξόδου. Αντίθετα, θέλει να συμβάλλει αποφασιστικά στη συγκρότησή του. Προς αυτή την κατεύθυνση άμεσα και ως πρώτο βήμα στην κατεύθυνση οικοδόμησης του μετώπου θα πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες (φόρουμ) διαλόγου και κοινής δράσης που θα απευθύνεται σε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς και ιδίως σε οργανώσεις, συλλογικότητες, δίκτυα που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ.

Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτικές συμμαχίες με άλλα τμήματα της αριστεράς, όσο και αν είναι αναγκαίες δεν αποτελούν ένα εύκολο καθήκον. Θα υπάρξουν αντιπαραθέσεις και με λογικές σεχταρισμού και υπεραριστερισμού, αλλά και με γραφειοκρατικές λογικές συσχετισμών και παιχνιδιών κοινοβουλευτικής λογικής. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι βέβαια η αναδίπλωση σε λογικές παραταξιακής αυτοσυγκρότησης, ούτε η ηγεμόνευση στο εσωτερικό της ΛΑΕ, άλλων, ανταγωνιστικών πολιτικών στρατηγικών, αλλά το άνοιγμα και στον κόσμο και στις δυνάμεις της αριστεράς με άξονες την ενιαιομετωπική λογική στη βάση του προγράμματος, τη γραμμή μαζών, την ρήξη με τον γραφειοκρατικοποιημένο και κυβερνητικό συνδικαλισμό.

Πρόγραμμα εφαρμόσιμο σήμερα, πρόγραμμα μεταβατικό με στόχο τη σοσιαλιστική προοπτική

Η Λαϊκή Ενότητα διαχωρίζεται από την επανάληψη της πικρής εμπειρίας του κυβερνητισμού και της διαχείρισης του κρατικού μηχανισμού μέσα στο πλαίσιο των λιγότερων δυνατών συγκρούσεων. Είναι προφανές ότι για την εφαρμογή του προγράμματος αυτού πρέπει να κατακτηθεί το κυβερνητικό κέντρο από μια κυβέρνηση του μετώπου φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση, η οποία όμως θα στηρίζεται σε ένα ρωμαλέο εργατικό και λαϊκό κίνημα που θα γεννά και τους δικούς του θεσμούς. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βαθιές τομές στο συσχετισμό δυνάμεων. Αλλιώς δε θα σταθεί ποτέ, ιδιαίτερα με βάση τη λογική της ανάθεσης, που καλλιεργούσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, οι θέσεις ρητά ξεκαθαρίζουν ότι οι άξονες του προγράμματος δεν αποτελούν ούτε προεκλογικές υποσχέσεις, ούτε κυβερνητικό πρόγραμμα. Από την άλλη πλευρά, οι θέσεις ορθά αναγνωρίζουν ότι αυτό το πρόγραμμα είναι άμεσα εφαρμόσιμο. Δεν παραπέμπεται στις σοσιαλιστικές καλένδες, ούτε τα μέτρα που περιέχει είναι μέτρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Έτσι, διαχωρίζονται ρητά και από τη λογική που ταυτίζει το πρόγραμμα εξόδου από την κρίση με την «επαναστατική ρήξη». Το μεταβατικό πρόγραμμα όπως αναπτύσσεται μέσα από το σχέδιο θέσεων της ΛΑΕ ανταποκρίνεται σε μια ενδιάμεση κοινωνικά και πολιτικά συνθήκη και δεν ταυτίζεται με την σοσιαλιστική επανάσταση ή την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Η εφαρμογή του, οι συγκρούσεις και η άνοδος της ταξικής συνειδητοποίησης που θα επιφέρει, ανοίγουν το δρόμο προς το σοσιαλισμό. Ο στρατηγικός στόχος προϋποθέτει με τη σειρά του υλικές και πολιτικές νίκες επί της αντίπαλης στρατηγικής και τις αντίστοιχες στρατηγικές ήττες του κεφαλαίου. Πρώτος «σταθμός», λοιπόν, για την επιτυχία ενός τέτοιου μετώπου θα είναι ο στρατηγικός «αφοπλισμός» του αντιπάλου και η εφαρμογή μιας πολιτικής που θα προχωρά το μετασχηματισμό των κοινωνικών-πολιτικών και ιδεολογικών χαρακτηριστικών των ταξικών σχέσεων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, πάντα στη φάση του ιμπεριαλισμού και του νεοφιλελευθερισμού ως κρατούντος τρόπου οργάνωσης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Στη σημερινή φάση του καπιταλισμού στην Ελλάδα, αυτό που απαιτείται δεν είναι ένα μέτωπο επαναστατών με επαναστατικό πρόγραμμα που θα συνδέει τα αιτήματα ρήξης (τους στόχους κρίκους του προγράμματος) με την επαναστατική αναγκαιότητα και το ζήτημα της εξουσίας.

Αυτή η αντίληψη έχει βάση μόνο όταν η άνοδος του εργατικού κινήματος, η ένταση της ταξικής πάλης, η αύξηση του βαθμού συνειδητοποίησης των εργατικών μαζών βάζει στο προσκήνιο αυτά τα ζητήματα. Διαφορετικά καταντά αναχωρητισμός τύπου ΚΚΕ (χωρίς μάλιστα καν το υπόβαθρο του οργανωτικού μεγέθους του ΚΚΕ, που του δίνει μία έστω περιορισμένη δυνατότητα να ασκήσει πολιτική ακόμα και στο πλαίσιο του σεκταρισμού). Όταν η εργατική τάξη έχει υποστεί απανωτές ήττες (και με τα μνημόνια και πριν από αυτά), όταν το κίνημα βρίσκεται σε ύφεση, τότε ποια είναι η βάση αυτής της μετατόπισης από την μετωπική λογική στην επαναστατική περιχαράκωση; Οι συνεχείς αναφορές στην επαναστατική στόχευση και στην επαναστατική αναγκαιότητα δεν είναι χρήσιμες όταν επιχειρείς να χαράξεις μετωπική πολιτική για ευρύτερες μάζες. Ο δρόμος για ευρύτερες ανατροπές πρέπει να ανοιχθεί μαζί με ευρύτερο κόσμο που έχει χαμηλότερο βαθμό συνείδησης και θα καταλάβει μέσα από τον αγώνα του, τις ρήξεις και τις νίκες που θα πετύχει σήμερα ότι η σταθεροποίηση των νικών και η ικανοποίηση των αναγκών του περνάνε μέσα από την επαναστατική τομή.

Πρόγραμμα αντίθετο πρωτίστως στην ελληνική αστική τάξη

Οι Θέσεις επιλέγουν ορθά να μην ανάγουν το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας σε κυρίαρχο κόμβο για την πολιτική στρατηγική και τοποθέτηση της ΛΑΕ. Η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας, ως αίτημα της αριστεράς σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, δεν είναι ουδέτερη πολιτικά. Ιδιαίτερα τα τελευταία 40 χρόνια, έχει ταυτιστεί με πολιτικές στρατηγικές επιδίωξης συμμαχιών με τμήματα της αστικής τάξης, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν μια στρατηγική εθνικής ανάπτυξης αμφισβητώντας τις διαδικασίες επιβολής που εκπορεύονται από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σήμερα τέτοια στρώματα στο βαθμό που το σύνολο των μερίδων της αστικής τάξης παραμένει ενοποιημένο – όπως αναδείχθηκε και παραπάνω – στην με κάθε τρόπο υπεράσπιση της ευρωστρατηγικής.

Περαιτέρω, το ξένο κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί – που είχαν ούτως ή άλλως σημαντικό ειδικό βάρος στο πλαίσιο του συνασπισμού εξουσίας – έχουν πράγματι αποκτήσει αναβαθμισμένο ρόλο την περίοδο του μνημονίου. Αυτό μεταξύ άλλων οφείλεται και στην αστάθεια των μηχανισμών κυριαρχίας της αστικής τάξης την περίοδο της κρίσης. Όμως, η μνημονιακή πολιτική δεν είναι μία πολιτική που υλοποιείται αποκλειστικά, ούτε καν πρωτίστως, εις όφελος του ξένου κεφαλαίου, ούτε επιβλήθηκε στην δήθεν εξαρτημένη ελληνική αστική τάξη από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών κ.λπ., ευνοούν και τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου, ενώ η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας με υποτιμημένο τίμημα δε συνιστά διαδικασία «οικοπεδοποίησης της Ελλάδας», αλλά μοχλό για να επιτευχθεί μεγαλύτερη κερδοφορία του κεφαλαίου. Το ελληνικό κεφάλαιο στηρίζεται στους υπερεθνικούς μηχανισμούς και υλοποιεί από κοινού την πολιτική μαζί τους, γιατί παρά την κρίση, εξακολουθεί και έχει πλεονεκτήματα από την παραμονή στην Ευρωζώνη, και γιατί, διαμέσου αυτής, υλοποιείται μια εκτεταμένη αναδιάρθρωση, που εκτιμά ότι θα αποδώσει μακροπρόθεσμα οφέλη, εφόσον επιβληθεί. Δεν πρόκειται δηλαδή για μία πολιτική που ταυτίζεται με την απώλεια “εθνικής κυριαρχίας”, πολύ περισσότερο με τη λειτουργία ως προτεκτοράτο (δηλαδή επιβολή ενός πολιτικού συστήματος σε μία χώρα με στρατιωτικά ή και πολιτικό οικονομικά μέσα για την μεταφορά πόρων από αυτήν στην χώρα, στην χώρα που ασκεί την επιτροπεία).

Η ένταξη της Ελλάδας στο ευρωενωσιακό στρατόπεδο και στο στρατόπεδο του δυτικού ιμπεριαλισμού ευρύτερα εκπληρώνει σταθερά τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου και το εξοπλίζει δεκαετίες τώρα για να επεκτείνει την κυριαρχία του στην πάλη του στο θεμελιώδες εθνικό επίπεδο. Η «ανεξάρτητη» πορεία του ελληνικού λαού δεν θα είναι εθνική, αντίθετα θα είναι κοινωνικά – ταξικά ανεξάρτητη. Πολύ διαφορετικό είναι, άλλωστε, το ζήτημα της ηγεμονίας που δύναται να καταστήσει την εργατική τάξη και τα σύμμαχα αυτής στρώματα σε «εθνική» δύναμη υπό τη γκραμσιανή έννοια. Αυτός ο δρόμος προϋποθέτει ρήξη και κοινωνική σύγκρουση που θα τέμνει εγκάρσια το «εθνικό» σύνολο.

Υπό αυτήν την έννοια, η αναβάθμιση του ζητήματος της εθνικής ανεξαρτησίας στις προγραμματικές θέσεις της ΛΑΕ και η αναγωγή της σε κεντρικό πολιτικό στόχο δημιουργεί συγχύσεις για τη διαδικασία σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, έρχεται σε αντίθεση με την ουσία του μεταβατικού προγράμματος ως μίας συνεκτικής πολιτικής πρότασης, όχι απλώς για την απαλλαγή από την «επιτροπεία» των δανειστών και των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών αλλά και ως συμπύκνωση της ταξικής αντιπαράθεσης με την αστική τάξη και περισσότερο θα αποτυπώσει μια πολιτική μεταβολή προς το συντηρητικότερο, παρά θα ενισχύσει το μέτωπο.

Στρατηγική και τακτική της ρήξης με το Ευρωσύστημα

Στο σχέδιο θέσεων της ΛΑΕ, αφιερώνονται εκτεταμένα τμήματα που αναλύουν το ρόλο της Ε.Ε. ως ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, που μετασχηματίζεται σε ακόμα αντιδραστικότερη κατεύθυνση. Τοποθετείται σαφώς υπέρ της ανάγκης σύγκρουσης και ρήξης με την Ε.Ε.. Ξεκαθαρίζει ότι η μεγάλη πορεία ρήξεων και μετασχηματισμών που αποτελούν το μεταβατικό πρόγραμμα της ΛΑΕ είναι αδύνατον να σταθεροποιηθεί και να ολοκληρωθεί μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον της αντιλαϊκής και αυταρχικής Ε.Ε. Όμως η έξοδος από την ΟΝΕ και την ΕΕ θα είναι μια περίοδος έντονων και σκληρών αντιπαραθέσεων και δεν είναι απαραίτητο ότι και οι δύο θα ταυτίζονται χρονικά.

Η σύγκρουση με τις πολιτικές και η αποδέσμευση από τους αντιδραστικούς θεσμούς της Ε.Ε. απαιτεί μία ευρύτερη λαϊκή συσπείρωση. Ειδικά ως προς το ζήτημα του δημοψηφίσματος, ακόμα και αν η ΛΑΕ έθετε το στόχο της διπλής αποδέσμευσης, ή ακόμα, όπως το ΚΚΕ, μόνο το στόχο της εξόδου από την Ε.Ε.,πάλι η προώθηση αυτού του στόχου θα έπρεπε να αξιοποιηθεί και να κριθεί μέσα από τη λαϊκή έκφραση: μέσα από το δημοψήφισμα, ώστε να οικοδομηθεί και να αποκρυσταλλωθεί μία ευρεία πλειοψηφία των εργαζομένων, που να θωρακίζει και να θωρακίζεται από τις παρεμβάσεις εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Οι σχέσεις ολοκλήρωσης της Ε.Ε. και της Ελλάδας, που εξελίσσονται 46 ολόκληρα χρόνια, καθιστούν αναγκαία μία νομιμοποίηση στις λαϊκές τάξεις για μία τέτοια σύγκρουση, ευρύτερη σε σχέση με την κατοχή του κυβερνητικού κέντρου. Η αποκρυστάλλωση της εργατικής ηγεμονίας αλλά και η ευρύτερη νομιμοποίηση των διαδικασιών εξόδου μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα μέσα από την πολιτική πρακτική του δημοψηφίσματος.

Πρόκειται λοιπόν για μία τακτική (δημοψήφισμα) στο εσωτερικό μίας ενιαίας διαδικασίας (έξοδος από την Ευρωζώνη – ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση) που μπορεί να είναι σύντομη χρονικά αλλά έχει διακριτές πολιτικές στιγμές. Ταυτόχρονα η ίδια θέση για διπλή αποδέσμευση – ενώ μπορεί κανείς να αναγνωρίζει ότι εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος σηματοδοτεί σύγκρουση με την Ε.Ε. – δεν είναι απαραίτητη από πλευράς πολιτικής στρατηγικής, για την συγκρότηση μίας ευρύτερης λαϊκής συμμαχίας. Η οικοδόμηση ενός ευρύτερου μετώπου που θα συμπεριλαμβάνει και αντιλήψεις, δυνάμεις, και τμήματα των λαϊκών τάξεων που δεν ταυτίζονται με τον τελικό στόχο δηλαδή το σοσιαλισμό, απαιτεί να μην χάνουμε το κεντρικό ρόλο που κατέχει η ένταξη στην Ευρωζώνη στην ελληνική κρίση, και τον προοδευτικό χαρακτήρα που έχει ή έξοδος από αυτήν.

Παρά το γεγονός ότι το σύνολο των θέσεων κινείται σε θετική κατεύθυνση, υπάρχουν σημεία που πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω στην πολιτική στρατηγική της ΛΑΕ:

Το μεταβατικό πρόγραμμα ως δρόμος συγκρούσεων

Ηη εφαρμογή του προγράμματος είναι δρόμος συγκρούσεων. Στο Πρόγραμμα οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία: η εφαρμογή του προγράμματος δεν είναι δρόμος καταστροφής, αλλά δρόμος που πράγματι μπορεί να εξασφαλίσει τις αναγκαίες επάρκειες σε βασικά κοινωνικά αγαθά. Η Ελλάδα δεν είναι μια τριτοκοσμική χώρα. Πλην όμως δεν πρέπει να αποφύγουμε να αναδείξουμε τις επιθέσεις που θα δεχθούμε γιατί πρέπει ο λαός να οργανωθεί για να τις αντιμετωπίσει.

Είναι χρέος της Λαϊκής ενότητας το άνοιγμα και η εμβάθυνση της προγραμματικής συζήτησης χωρίς ευκολίες: τα λαϊκά στρώματα πραγματικά έχουν ανοιχτά τα αυτιά τους για να ακούσουν πώς αυτός ο άλλος δρόμος θα μπορέσει να τους εξασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης (επάρκεια σε τρόφιμα, φάρμακα, ενέργεια κλπ). Τμήματά τους είναι διατεθειμένα ακόμα και να ματώσουν, αλλά δεν θα ανεχθούν άλλες ευκολίες και κοροϊδίες (οι ευκολίες τελείωσαν με το ξεπούλημα του ΟΧΙ). Αντιλήψεις π.χ. ότι σε ένα δρόμο σύγκρουσης με το σύνολο των ιμπεριαλιστικών κέντρων θα βρεθούν κοινοτικά κονδύλια, ή εναλλακτικές πηγές δανειοδότησης από τρίτες χώρες –όπως η Ρωσία και η Κίνα- ή σύμμαχες μερίδες του κεφαλαίου που θα αντλούν συμφέροντα από την έξοδο από την ευρωζώνη συσκοτίζουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε σ’ αυτό το δρόμο. Τέτοιες ρηχές αναλύσεις είναι πολύ πιθανόν να αντιμετωπισθούν με καχυποψία ως προσπάθεια αναβίωσης του μοντέλου ΣΥΡΙΖΑ, και ορθώς έχουν ξεκαθαριστεί στο πλαίσιο του κειμένου θέσεων

Αναγκαίος απολογισμός και αποτίμηση των τελευταίων χρόνων

Οι θέσεις της ΛΑΕ θα έπρεπε να εμπεριέχουν βαθύτερη αυτοκριτική και αποτίμηση της πρακτικής της αριστεράς την εξαετία των μνημονίων. Όμως, οι μέχρι στιγμής κατατεθειμένες τροπολογίες, αν και κάποιες εξ αυτών εμπεριέχουν προωθητικά πολιτικά σημεία, στην πραγματικότητα τείνουν να περιορίσουν το βάθος της αποτίμησης όπως αποκρυσταλλώνεται στο κείμενο του προσωρινού ΠΣ και όχι να εμβαθύνουν τη συζήτηση.

Η βασική αιτία της μετάλλαξης και νεοφιλελεύθερης στροφής του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητικού κόμματος δεν ήταν η απουσία συγκροτημένης εσωκομματικής διαπάλης ώστε η αριστερά να «καταλάβει» το κόμμα. Αντίστοιχα, είναι λάθος εκτίμηση ότι το σημαντικότερο τμήμα του κόσμου που στήριξε το ΣΥΡΙΖΑ και τον ανέδειξε σε πρώτο κόμμα ήθελε τη ριζοσπαστική ρήξη και ανατροπή, η «ομάδα Τσίπρα» αυτονομήθηκε και μεθόδευε μια κατεύθυνση εφησυχασμού των ιμπεριαλιστικών κέντρων στο δρόμο της προς την εξουσία. Αυτή είναι πολύ μερική τοποθέτηση. Μάλιστα δίνει βαρύτητα στη «συνομωσία» της ομάδας Τσίπρα μέσα στο κόμμα και δεν αντιλαμβάνεται τη δομική και πολύ μακρύτερη χρονικά έκφραση συγκεκριμένων ταξικών μερίδων μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες κατηύθυναν αυτήν ακριβώς τη στρατηγική υποταγής ήδη από πολύ παλαιότερα.

Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ έγινε προφανής, κυρίως την περίοδο από το 2012 και μετά, ωστόσο, στην πραγματικότητα τα δομικά πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ (αριστερός ευρωπαϊσμός, κυβερνητισμός, ελλιπέστατη σύνδεση με τις εργαζόμενες τάξεις, λεγκαλισμός), συνιστούσαν τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν σε σταδιακούς σοσιαλφιλελεύθερους μετασχηματισμούς, ανάλογα και με την κεντρομόλο επίδραση του κυβερνητικού κέντρου και την πίεση της αστικής τάξης ήδη απο πρίν.

Μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ παραδοσιακά εκπροσωπούνταν κοινωνικά στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης και ανώτερων στρωμάτων της διανόησης που έλκουν συμφέροντα από την παραμονή στην ευρωζώνη και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό συνολικά. Επίσης, ένα μεγάλο μέρος των επαγγελματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (που διευρυνόταν συνεχώς την τριετία 2012-2015), για ευνόητους λόγους στήριζε την ηγετική μερίδα σε όλες της τις μετατοπίσεις. Τα παραπάνω στρατηγικής φύσης χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ ως σχηματισμού ήταν προφανή όχι μόνο στις προγραμματικές αρχές αλλά και στη συνδικαλιστική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ πολύ πριν αναδειχθεί σε κυβερνητικό κόμμα, η οποία σε σημαντικό βαθμό βασιζόταν σε γραφειοκρατικές εκπροσωπήσεις, αποφυγή των μαζικών πολιτικών πρακτικών και σκιώδεις συμμαχίες με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Στο πλαίσιο αυτό η βασική αιτία της ανόδου και εκτόξευσης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν φαίνεται να ήταν κυρίως αποτέλεσμα μιας ορθής ριζοσπαστικής πολιτικής στρατηγικής ή απλά το σύνθημα της ανάληψης της κυβέρνησης, αλλά ότι το πρόγραμμά του αποτελούσε μία πιο συμβατή λύση για τις λαϊκές μάζες που αποδεσμεύονταν από τον δικομματισμό, κυρίως από το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, και αμφιταλαντεύονταν, ως προς την αναγκαιότητα της ρήξης. Το ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν στις διάφορες παραλλαγές και εξελίξεις του καλλιεργούσε αυταπάτες για τερματισμό της λιτότητας εντός της ευρωζώνης,.

Ως προς τον κοινωνικό παράγοντα, οι κινητοποιήσεις των εργαζόμενων τάξεων την περίοδο των μνημονίων, ακόμα και στην πρώτη φάση που ήταν πολύ πιο μαζικές από την περίοδο μετά το 2012, ήταν ελλιπείς και αντιφατικές χωρίς ηγεμονία του στρατηγικού προσανατολισμού της ρήξης με την Ευρωζώνη, και χαρακτηρίζονταν κυρίως από κεντρικά συγκυριακά ξεσπάσματα (π.χ. πορείες, κίνημα πλατειών) και μικρότερη μαζικότητα και ένταση στους εργασιακούς χώρους.

Η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτούς του αγώνες δεν ήταν καθοριστική, αλλά καρπώθηκε πολιτική υπεραξία την περίοδο της υποχώρησης τους. Αντίθετα, συνέβαλε καθοριστικά στην κυριαρχία των λογικών πολιτικής ανάθεσης που επέδρασαν (μαζί ασφαλώς με τις τεράστιες κοινωνικές και ιδεολογικές μεταβολές και πιέσεις που επέφερε η υλοποίηση των μνημονιακών πολιτικών) στην αδυναμία συγκρότησης μετά το 2013 λαϊκών κινητοποιήσεων με μαζικά και διαρκή χαρακτηριστικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να επιχειρήσει να διευρύνει και παγιώσει τα αποτελέσματα των κινημάτων των πλατειών στην ανάπτυξη αγωνιστικών πρακτικών στους χώρους εργασίας και τους λοιπούς κοινωνικούς χώρους, καλλιέργησε την υποχώρηση του λαϊκού παράγοντα επιχειρώντας να εκπροσωπήσει ένα λαϊκό αίσθημα με συγκεκριμένα πολιτικά όρια. Έτσι είναι λανθασμένη η προσέγγιση ότι το πολιτικό πρόβλημα για τις λαϊκές τάξεις θα μπορούσε να επιλυθεί με μία άλλη γραμμή εντός του ΣΥΡΙΖΑ, – διότι μία τέτοια γραμμή όπως αποδείχθηκε θα ήταν αδύνατο να κυριαρχήσει. Μόνο ένα διαφορετικό μέτωπο που να συμπεριλαμβάνει το σύνολο των δυνάμεων της αριστεράς με βάση το μεταβατικό πρόγραμμα, χωρίς τα φιλοευρωπαϊκά και εκσυγχρονιστικά τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ και χωρίς πολιτικά ρεύματα τα οποία να προέρχονται από το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να οικοδομήσει με όρους μαζικότητας μια διαφορετική πολιτική γραμμή.

Σε αυτό το πλαίσιο, μια προωθητική αυτοκριτική της συνολικότερης πορείας της αριστεράς στην Ελλάδα πρέπει να έχει ένα συνολικότερο προσανατολισμό και να μην αφορά μόνο το ΣΥΡΙΖΑ.

Η βασική ευθύνη τόσο της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ όσο και των υπολοίπων τμημάτων της αριστεράς για την εξέλιξη της κοινωνικής και πολιτικής πάλης στην Ελλάδα η οποία μέτρησε πολλές χαμένες ευκαιρίες και κατέληξε στην σημερινή ανάγκη για επανατροφοδότηση των μεγάλης κλίμακας κοινωνικών συγκρούσεων υπό χειρότερη όμως αφετηρία ταξικού συσχετισμού) είναι το γεγονός ότι οι δυνάμεις αυτές μπορούσαν να βρεθούν σε ένα άλλο πλαίσιο πολιτικών συμμαχιών, από αυτό που είχαν βρεθεί τις τελευταίες δεκαετίες και δεν το έπραξαν. Αυτή είναι μία αυτοκριτική που δεν αφορά μόνο την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την πολιτική πορεία του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Έτσι, η ορθή πολιτική στρατηγική για την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα ήταν η πιο επίμονη εσωκομματική πάλη για την κατάληψη του κόμματος, αλλά η συγκρότηση πολύ νωρίτερα από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, μαζί με ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς, ενός μετωπικού εγχειρήματος στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, αναγκαία σε ρήξη με το εκσυγχρονιστικό- αναπτυξιακό φιλοευρωπαϊκό τμήμα και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Κατά την άποψή μας, αναμφίβολα υπήρξαν λάθη πολιτικής τακτικής, ειδικά την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Η διολίσθηση της εσωκομματικής σύγκρουσης στο ΣΥΡΙΖΑ στο έδαφος που χάραζε η ηγετική ομάδα (ακριβώς λόγω του εσωκομματικού και όχι δημόσιου χαρακτήρα της σύγκρουσης), η αποδοχή της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, η υπερψήφιση Παυλόπουλου, η συμμετοχή στην κυβέρνηση μετά τις 20 Φλεβάρη. Υπήρξε επίσης μία εντελώς μηχανιστική προσέγγιση για τις σχέσεις πολιτικών διακηρύξεων και πολιτικής πρακτικής που οδήγησε στην εκτίμηση ότι από τη στιγμή που προχώρησε σε δημοψήφισμα ο Τσίπρας θα καταναγκαζόταν σε ρήξη με τους δανειστές λόγω των απαιτήσεων τους που ανέτρεπαν όλο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Σημαντικό τακτικό λάθος που έπαιξε όμως κρίσιμο ρόλο στην αδυναμία της ΛΑΕ να μπει στην βουλή ήταν η μη έγκαιρη ρήξη μετά την 11η Ιουλίου και η αντιφατική τοποθέτηση στηρίζουμε την κυβέρνηση αλλά καταψηφίζουμε τα μνημόνια. Εδωσαν περιθώριο στον Τσίπρα να πάρει την πρωτοβουλία για εκλογές, έσπειραν σύγχυση και δημιούργησαν απονομιμοποίηση σε ένα μικρό αλλά κρίσιμο ακροατήριο της αριστεράς. Και αυτά τα τακτικά λάθη υπάγονταν στο ευρύτερο ζήτημα πολιτικής στρατηγικής που με τον ένα τρόπο (τον ευρωπαϊσμό – κυβερνητισμό) ή με τον άλλο (το σεκταρισμό) αφορούσε το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσαν να οικοδομήσουν μία άλλη μετωπική μαζική λαϊκή στρατηγική, την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ κυριάρχησε ο κυβερνητισμός, με την μία ή την άλλη μορφή, για μεν την ηγετική ομάδα ως αυτοσκοπός, για την δε αριστερά ως πεποίθηση ότι η νομή του κυβερνητικού κέντρου, θα δημιουργήσει αλυσιδωτές επιπτώσεις και αλλαγή των συσχετισμών, ανεξάρτητα από το πρόγραμμα και την κινητοποίηση των λαϊκών τάξεων. Ομως στην πραγματικότητα συνέβη το αντίστροφο, το ειδικό βάρος του κυβερνητικού κέντρου, πάνω σε ένα θολό πρόγραμμα ελάχιστης αναδιανομής, και η πολιτική των συμβιβασμών, αφομοίωσε ακόμα και τμήματα της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, με την τιμητική εξαίρεση όσων αποχώρησαν το καλοκαίρι μετά την ψήφιση του 3ου μνημονίου.

Η πολιτική και συνδικαλιστική παρέμβαση των δυνάμεων της ΛΑΕ

Στη Συνδιάσκεψή της η ΛΑΕ οφείλει να λάβει, πέραν από τις στρατηγικές-προγραμματικές, και τις πολιτικές της αποφάσεις. Να αποσαφηνίσει και να σταθεροποιήσει, δηλαδή, τους μεσοπρόθεσμους πολιτικούς της στόχους και τη φυσιογνωμία της. Η ΛΑΕ με αφετηρία τη Συνδιάσκεψή της πρέπει να πρωτοστατήσει στη συγκρότηση κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, στο ζωντάνεμα των αγωνιστικών και συνδικαλιστικών πρακτικών, να ριζώσει στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους, στη νεολαία, να τροφοδοτήσει την πολιτική συγκρότηση των μαζών μέσα από την εμπειρία των αγώνων, των επιμέρους κατακτήσεων και ηττών.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ρίξει όλες της τις δυνάμεις να μια δυναμική πολιτική και κοινωνική αντιπολίτευση, να είναι μια δύναμη των αγώνων και των κινημάτων. Στην προσπάθεια αυτή είναι αναγκαίο να μην επαναληφθούν πολιτικά σφάλματα που κοστίζουν όχι μόνο στην ίδια τη συγκρότηση της αριστεράς αλλά πρώτα και κύρια στους κοινωνικούς αγώνες. Είναι σαφές ότι πρέπει κανείς να κερδίσει τον κόσμο που είχε αυταπάτες για το ΣΥΡΙΖΑ. Για τους μηχανισμούς όμως του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να έχει πλέον κανείς καμιά αυταπάτη. Και όχι μόνο γιατί χρησιμοποιούν τον κρατικό μηχανισμό και τα ευρωπαϊκά κονδύλια για να εκμαυλίζουν συνειδήσεις. Η συμπαγής διατήρηση της πλειοψηφίας στην ψηφοφορία για το ασφαλιστικό έδειξε όχι μόνο ότι δεν αναμένονται άμεσα πολιτικοί κλυδωνισμοί, αλλά και ότι όποιος πάει να εμπλακεί με αυτούς σε οποιοδήποτε επίπεδο θα βγει αμετάκλητα λερωμένος με τη ρετσινιά της συνεργασίας με αυτούς που κατέστρεψαν μισθωτούς, συνταξιούχους, μικρομεσαίους αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες. Σε κάθε επίπεδο, συνδικαλιστικό, γειτονιάς, αυτοδιοίκησης η σχέση μας με τους μηχανισμούς του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να είναι αντιπαραθετικές ακριβώς για να κερδίσουμε τον κόσμο που διατηρούσε αυταπάτες.

Όσο δυσμενείς και εάν είναι οι πολιτικές συνθήκες σε ορισμένους χώρους, η παραμονή σε κοινά συνδικαλιστικά μορφώματα με τις δυνάμεις της κυβέρνησης και δη της συγκεκριμένης κυβέρνησης που εφαρμόζει τα σκληρότερα μέτρα για τους εργαζόμενους, είναι πολιτικά ανεπίτρεπτη και αδικαιολόγητη, εκθέτει την κοινή προσπάθεια και ακυρώνει τη δυνατότητα συγκρότησης δυναμικών αγώνων σε χώρους.

Η ΛΑΕ οφείλει να συγκροτήσει το δικό της αυτοτελές πολιτικό- συνδικαλιστικό στίγμα που να βασίζεται στους μετωπικούς, μαζικούς αγώνες και στις αγωνιστικές πρακτικές.

Αυτό σημαίνει, εξίσου, ότι δεν μπορεί να υποχωρεί και δη να ηγεμονεύεται από σεχταριστικές πολιτικές- συνδικαλιστικές πρακτικές και να ενισχύει κατευθύνσεις ιδεολογικής περιχαράκωσης, σεκταρισμού και διάσπασης στο εργατικό και κοινωνικό κίνημα όπως τέτοιες εκφράζονται από το ΚΚΕ αλλά και από δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ΛΑΕ οφείλει να προχωρά με όπλο την πραγματικά μετωπική πολιτική, η οποία είναι μετωπική ακριβώς επειδή απευθύνεται σε ένα εύρος πολιτικών δυνάμεων αλλά και λαϊκών μαζών. Για το λόγο αυτό, για να διατηρήσει κανείς τον πλατύ-μετωπικό χαρακτήρα, χρειάζεται πολλές φορές να αντιπαρατεθεί με τις σεχταριστικές λογικές.

Τα παραπάνω ισχύουν τόσο για την παρέμβαση στους εργαζόμενους όσο και στη νεολαία, η οποία πρέπει και μπορεί να αποτελέσει την ατμομηχανή ριζοσπαστικών αγώνων και πρακτικών. Η οικοδόμηση της ενότητας και των ζωντανών υλικών διεκδικήσεων της νεολαίας και του φοιτητικού κινήματος πρέπει να εντάσσεται στους άμεσους στόχους της ΛΑΕ. Αυτοί οι στόχοι περνούν αναγκαία μέσα από την πάλη ενάντια στην κυρίαρχη κατεύθυνση της αποπολιτικοποίησης, της πειθάρχησης και της διασποράς της απογοήτευσης και της ιδιώτευσης στους χώρους της νεολαίας, με το χτίσιμο της ενότητας πάνω στις ζωντανές μαζικές συνδικαλιστικές πρακτικές και την αποφυγή της ενίσχυσης διασπαστικών λογικών που μετατρέπουν την αγωνιστική παρέμβαση σε στείρα ιδεολογική αντιπαράθεση και ενισχύουν τα χαρακτηριστικά αποστράτευσης της νεολαίας.

Οι παραπάνω κατευθύνσεις και η εξειδίκευσή τους πρέπει να αποτελέσουν περιεχόμενο της πολιτικής απόφασης της Συνδιάσκεψης, η οποία έχει καθήκον να λύσει οριστικά το ζήτημα της περιφέρειας Αττικής, αλλά και να δώσει συγκεκριμένες και ρητές κατευθύνσεις για άμεσο διαχωρισμό από το ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδο εργατικών χώρων.

Η ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Πολλοί σύντροφοι, αποτιμώντας την πορεία προς την προδοσία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, κρίνουν ότι το μοντέλο λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τόσο στρεβλό, αντιδημοκρατικό, αρχηγικό και γραφειοκρατικό που συνέβαλε, αν δεν καθόρισε, την τελική μνημονιακή προσαρμογή. Αυτή όμως είναι μία αποτίμηση, που μάλλον αποκρύπτει παρά φωτίζει τις στρεβλώσεις που συνέβησαν στον ΣΥΡΙΖΑ και πρέπει να αποφευχθούν στη ΛΑΕ. Δεν είναι οι οργανωτικές μορφές που παράγουν τις στρεβλώσεις στις πολιτικές κατευθύνσεις, αλλά αντίθετα οι στρεβλές πολιτικές αντιλήψεις που καταλήγουν σε λανθασμένα, αντιδημοκρατικά, γραφειοκρατικά μοντέλα.

Οι αρχές πολιτικής λειτουργίας είναι κρίσιμες, στο βαθμό που θέτουν κάποια αναγκαία εχέγγυα. Όμως, ακόμα και στην πρόσφατη εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως, εννοείται, και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν ήταν κυρίως η προβληματική οργανωτική συγκρότηση που παρήγαγε τις συγκρούσεις, αλλά οι ανταγωνιστικές πολιτικές στρατηγικές που συνυπήρχαν σε ενιαίους φορείς. Η ουσία του οργανωτικού μοντέλου είναι ο πολιτικός προσανατολισμός και η κοινή πορεία σε αριστερή ριζοσπαστική κατεύθυνση για την ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα, την δόμηση οργανικών δεσμών με τις μάζες, τη διασφάλιση της ανάπτυξης του εσωτερικού διαλόγου και της διαπάλης εντός του μετώπου των ποικίλων γραμμών που αποδέχονται τις προγραμματικές αρχές. Δεν υπάρχει οργανωτικό μοντέλο τέλειο. Μπορεί να υπάρξει αυτό που στην ιστορική συγκυρία μπορεί να προσιδιάζει στον αναγκαίο προσανατολισμό και να αναπαράγει ριζοσπαστική αντιγραφειοκρατική κουλτούρα.

Το σχέδιο κανονισμού λειτουργίας στη σημερινή του μορφή, υπηρετεί κατά τη γνώμη μας τους πολιτικούς στόχους της ΛΑΕ και θέτει εχέγγυα δημοκρατικής λειτουργίας και έκφρασης.

Μετωπικός φορέας

Ο μετωπικός χαρακτήρας της ΛΑΕ είναι απολύτως αναγκαίος αφού στη σημερινή περίοδο ούτε υπάρχουν τέτοιες ιδεολογικοπολιτικές συγκλίσεις, ούτε έχουν διαμορφωθεί τέτοιες ταξικές εκπροσωπήσεις που θα δικαιολογούσαν τη συγκρότηση ενός ενιαίου ιδεολογικά και πολιτικά κομματικού φορέα. Εν γένει δε, τόσο η κατάσταση της εργατικής τάξης, όσο και η κατάσταση της Αριστεράς είναι τέτοια που θα χρειαστούν πολλές ανασυνθέσεις μέχρι να αποκτήσει πραγματική ιδεολογικοπολιτική και ταξική βάση ένα Κόμμα της αριστεράς. Θα χρειαστούμε λοιπόν μέτωπα για να φτάσουμε και σε κόμματα και όποιος επιχειρεί να εκβιάσει αυτή τη διαδικασία, δεν βοηθάει στην ανασύνθεση-αντίθετα επιχειρεί να οικοδομήσει συσχετισμούς που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην επικύρωση ενός μέσου όρου, πάντα σε δεξιά-φιλελεύθερη οργανωτικά κατεύθυνση.

Έτσι, θα πρέπει να γίνει σαφές και προς το εσωτερικό του μετώπου και προς το εξωτερικό ότι η Λαϊκή Ενότητα δεν είναι ένα εγχείρημα που «κλείνει» στην ιδρυτική συνδιάσκεψη. Αυτό πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας για τη συγκρότηση του μετωπικού φορέα, αφού –και σωστά- έχουμε διακηρυγμένη πρόθεση να απευθυνθούμε για συστράτευση σε όλες τις οργανώσεις της αριστεράς και σε πολλούς περισσότερους ανένταχτους, χωρίς μεν να θέτουμε ως προϋπόθεση την ένταξη στη ΛΑΕ, χωρίς όμως να σταματάμε και να την επιδιώκουμε.

Μια τέτοια ισορροπία δεν είναι εύκολη και αν δεν κατανοεί κανείς την πολιτική της σημασία, εύκολα μπορεί να αρχίσει την κριτική περί «αριστήνδην» εκπροσώπων, περί πολυκατακερματισμού που δεν δίνει τη δυνατότητα στα μέλη να εκφρασθούν όπως θέλουν κλπ., κριτικές που αντανακλούν ακριβώς τη λογική να επιταχυνθούν οι διαδικασίες προς συγκρότηση κόμματος. Από την άλλη υπάρχουν σίγουρα και απόψεις που θα επιθυμούσαν ακόμα πιο μετωπική λειτουργία χωρίς την αρχή ένα μέλος μια ψήφος και παρουσία όλων των οργανώσεων σε όλα τα όργανα.

Και οι δυο λογικές είναι εσφαλμένες και η πρώτη περισσότερο και από τη δεύτερη. Αν μη τι άλλο η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να είχε χτυπήσει καμπανάκι σε όσους υποβαθμίζουν τη σημασία των συλλογικοτήτων και απευθύνονται αδιαφοροποίητα σε μέλη. Γι’ αυτό και είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί σε οργανωτικές προτάσεις του τύπου «εσωτερικού δημοψηφίσματος», που ιδίως για πολιτικά ζητήματα δεν ενισχύουν πάντα τις πιο προωθημένες πολιτικές απόψεις και πολύ περισσότερο σε μια λογική ακύρωσης κάθε κεντρικής πολιτικής λειτουργίας θέτοντας τις πολιτικές αποφάσεις των οργάνων αυτών υπό αίρεση (πάλι με τη μορφή δημοψηφίσματος ή επικύρωσής τους από την πλειοψηφία των ΠΕ). Οι διάφορες κριτικές που εκφράστηκαν δείχνουν όμως και κάτι άλλο: το πώς μορφές επικοινωνίας social media έχουν αρχίσει να διεισδύουν στην πολιτική λογική και λειτουργία αριστερών οργανώσεων. Η λογική και οι πρακτικές αυτές πρέπει να καταπολεμηθούν και σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υιοθετηθούν οργανωτικές πρακτικές που θα τις ενισχύουν. Οριζόντια π.χ. διαβούλευση πρέπει να υπάρχει (και προβλέπεται), αλλά με οργανωμένο τρόπο και όχι με λίστες μέιλ και facebook.

Για να είναι ελκτική η Λαϊκή Ενότητα, αλλά και για να κατοχυρώνεται μία πραγματική δημοκρατική λειτουργία, πρέπει α) να κατοχυρώνει δικαιώματα στις οργανώσεις –και βεβαίως στις οργανώσεις που θέλουμε να μπουν στη ΛΑΕ- και να μην οδηγεί στην υπερεπιβολή των μεγαλύτερων οργανώσεων έναντι των μικρότερων (γιατί αν μη τι άλλο οι μεγαλύτερες οργανώσεις δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι έχουν μεγαλύτερη γείωση με τα ταξικά προβλήματα-αντίθετα μπορεί να έχουν μεγαλύτερες ευθύνες για την κατάσταση της αριστεράς), β) να κατοχυρώνει τη δυνατότητα του ανένταχτου, αλλά και του μέλους μιας οργάνωσης να εμπλακεί στον πολιτικό διάλογο μέσα στο μέτωπο με όρους ισοτιμίας και να του διασφαλίζει τη δυνατότητα να εκλεγεί στα όργανα χωρίς να τον εξαναγκάζει να προσκολληθεί σε μια οργάνωση και να γίνει προσάρτημά της.

Η ισορροπία αυτή αποτυπώνεται στον κανονισμό λειτουργίας α) με την κατοχύρωση της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος για όλα τα σώματα και όργανα της ΛΑΕ και με την εφαρμογή κανόνων εκλογής στη βάση πολιτικών απόψεων και όχι προσωπικών συμπαθειών που, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπουν σε μεγαλύτερες οργανώσεις να αλλοιώνουν τους συσχετισμούς επιλέγοντας εκείνες ποιοι θα εκπροσωπούν τις άλλες πολιτικές απόψεις, β) με την καθιέρωση της αρχής ένα μέλος μια ψήφος, γ) με την πρωτοκαθεδρία των ΠΕ ως πολιτικών οργάνων βάσης (οι ΝΕ έχουν συντονιστικό χαρακτήρα και οι ΘΕ συμβουλευτικό), δ) με την εξασφάλιση εκπροσωπήσεων (ελάχιστων κατά τη γνώμη μας) στις οργανώσεις (2 εκπροσώπους στη συνδιάσκεψη και εκπροσώπου στο ΠΣ για τις οργανώσεις που θα ενταχθούν στην πορεία), ε) με το δικαίωμα ανένταχτων ή και μειοψηφούντων μελών οργανώσεων να διαμορφώνουν τάσεις ακόμα και ενόψει συνδιάσκεψης, αλλά και με το αντίστοιχο δικαίωμα περισσοτέρων οργανώσεων να το κάνουν προβαίνοντας σε ανασυνθέσεις, στ) με μέγεθος οργάνων που επιτρέπουν την αποτύπωση πλουραλιστικών εκπροσωπήσεων.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αποφευχθεί κάθε καταστρατήγηση του πολιτικού πλαισίου, και όσων αυτό προσδιορίζει σχετικά με το μοντέλο λειτουργίας της ΛΑΕ.

Πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι η ύπαρξη πολιτικών τάσεων, στην παρούσα φάση, συμβάλλει στην πολιτική ανασύνθεση στο εσωτερικό της ΛΑΕ. Η πολιτική συζήτηση και διαπάλη πρέπει να γίνεται με ανοικτό τρόπο και αυτό να αποκρυσταλλώνεται στην πολιτική και οργανωτική παρουσία των απόψεων. Ο μετωπικός χαρακτήρας της ΛΑΕ καθιστά απαραίτητο να διασφαλίζεται η δυνατότητα των διακριτών αντιλήψεων να εκφράζονται σε όλα τα επίπεδα. Οι διακριτές ιδεολογικές και πολιτικές προελεύσεις και οι αποχρώσεις και αποκλίσεις στις πολιτικές κατευθύνσεις, δεν μπορούν και δεν πρέπει να συσκοτισθούν, αλλά να αποτυπωθούν σε όλη τους την καθαρότητα, ιδιαίτερα στο βαθμό που βρισκόμαστε στην πορεία μίας ιδρυτικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας θα καθοριστούν τα πολιτικά και φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του μετώπου.

Εξάλλου, ο σύντομος χρόνος της μέχρι τώρα ζωής της ΛΑΕ, δεν έχει επιτρέψει να γίνουν εκείνες οι αναγκαίες ωσμώσεις που θα διαμόρφωναν μεγαλύτερο βαθμό πολιτικής ενότητας. Αυτό δεν πρέπει να συγκαλύπτεται στη βάση είτε μίας μεγάλης «κοινής ιδέας» όπως ήταν στο ΣΥΡΙΖΑ η άνοδος στην κυβέρνηση, ή να υποτάσσεται στην «αυθόρμητη αντίληψη», ότι οι πολιτικοί διαχωρισμοί διαμορφώνουν “γκρουπούσκουλα”, ή δεν επιτρέπουν την υπερψήφιση των «άξιων και ικανών».

Το ζήτημα της διαπίδυσης ή “επικοινωνίας” των ψηφοδελτίων είναι για μας πρωτίστως πολιτικό και μετά θέμα οργανωτικών χειρισμών. Η ψήφιση συγκεκριμένων προσώπων, σε αυτή τη φάση, πρέπει να είναι συνδεδεμένη με τις ιδιαίτερες και διακριτές πολιτικοϊδεολογικές αντιλήψεις που αυτά εκφράζουν για τη φυσιογνωμία και την πολιτική στρατηγική της ΛΑΕ, στο βαθμό που αυτός είναι ο κρίσιμος παράγοντας για να επιτευχθούν συγκλίσεις και ανασυνθέσεις στο εσωτερικό του μετώπου και όχι οι επικεντρωμένες σε πρόσωπα, συμπάθειες/αντιπάθειες ή ιδιαίτερες αξιολογήσεις. Ταυτόχρονα, η δυνατότητα πολιτικής έκφρασης τόσο των συλλογικοτήτων, όσο και των ανένταχτων συντρόφων και αποφυγής εκούσιων ή ακόμα και ακούσιων αποκλεισμών είναι το στοιχείο που μπορεί να αποτελέσει συγκολλητική ουσία για τη ΛΑΕ και τυχόν έλλειψή του θα λειτουργήσει ταχύτατα αποδιαρθρωτικά.

Εξάλλου, η ξεκάθαρη πολιτική φυσιογνωμία μετώπου πρέπει να αποτυπώνεται και στην καταστατική λειτουργία. Με αυτή την έννοια, οι αναλογίες με τις πολιτικοϊδεολογικές και οργανωτικές πρακτικές που επικρατούσαν στο ΣΥΡΙΖΑ είναι λανθασμένη, στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ενιαίο κόμμα, ή βρισκόταν για μια μεγάλη περίοδο σε διαδικασία μετασχηματισμού σε ενιαίο κόμμα και οι περισσότερες “συλλογικότητες” στο εσωτερικό του αποτελούσαν πολιτικές τάσεις και όχι διακριτές οργανώσεις. Άλλωστε, τόσο η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ όσο, με διαφορετικό τρόπο, και αυτή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχουν αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αφενός η απόκρυψη των πολιτικών αντιθέσεων ή της οργανωτικής τους αποκρυστάλλωσης και αφ’ ετέρου η καταστρατήγηση της δημοκρατικής έκφρασης με την επίκληση στους ικανούς και άξιους ή στη δημοκρατία “των μελών”, οδήγησαν σε απαράδεκτες στρεβλώσεις και πριμοδότησαν ή επιτάχυναν την κυριαρχία των λανθασμένων πολιτικών στρατηγικών. Έτσι,

α) ορθά ο κανονισμός λειτουργίας αποκλείει το δικαίωμα «διαπίδυσης», δηλαδή δυνατότητας σταυροδοσίας σε άλλη πλατφόρμα/ψηφοδέλτιο, καθώς αυτή η πρακτική, μπορεί επιφανειακά να μοιάζει «ανασυνθετική» όμως στην πραγματικότητα δίνει τη δυνατότητα σε οργανωμένες ομάδες ψηφοφόρων μίας συγκεκριμένης πλατφόρμας να παραχαράσσουν τα αποτελέσματα, εκλέγοντας, υποψηφίους της επιλογής τους από τις άλλες πλατφόρμες, πριμοδοτώντας κάποιον/-α εις βάρος άλλου/ης.

Η πρόβλεψη αυτή είχε οδηγήσει σε οριακές μεθοδεύσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο μία φορά, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να διακυβευτεί στο εσωτερικό της ΛΑΕ, καθώς θα δημιουργούσε πολύ σοβαρούς – και δύσκολα αναστρέψιμους – τραυματισμούς. Αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο τις «μικρές οργανώσεις» αλλά αντίθετα ίσως αφορά περισσότερο τις μεγαλύτερες. Οι «μικρές» οργανώσεις ειδικά όταν έχουν συνοχή μπορούν να θωρακισθούν από αυτές τις μεθοδεύσεις επιβάλλοντας στα μέλη τους να παραιτούνται όταν η εκλογή τους προκύπτει από την επιλογή μελών που υποστήριξαν άλλη λίστα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τον ίδιο τρόπο, όταν στο εσωτερικό οργανώσεων που υπάρχουν διαφορετικές τάσεις και προσεγγίσεις ή όταν πρόκειται για συνεργασία οργανώσεων.

Για να το θέσουμε συγκεκριμένα, αν στις πλατφόρμες για την εκλογή του ΠΣ, υπάρχουν στο εσωτερικό μίας πλατφόρμας στελέχη που υποστηρίζουν διαφορετικές τακτικές για το συνδικαλισμό ή την Τοπική Αυτοδιοίκησηκαι έχουν αποφασίσει να συνυπάρχουν, είναι εξαιρετικά εύκολο από τρίτες πολιτικές οργανώσεις να υποστηρίξουν μία από τις δύο προσεγγίσεις και να συμβάλλουν στην εκκαθάριση της άλλης. Αντίστοιχα όταν υπάρχει συνεργασία περισσότερων οργανώσεων σε μία πλατφόρμα, μπορεί κανείς να επιλέξει στελέχη της μιας οργάνωσης έναντι της άλλης κ.λπ. Τα ζητήματα αυτά δεν λύνονται ούτε με την μείωση των προς διάθεση σταυρών σε λίστα εκτός της πρώτης επιλογής, ούτε με την διάθεση σταυρών έως το συνολικό άθροισμα, ούτε με την ύπαρξη κόφτη μέχρι 50 % των σταυρών που θα προσμετρούνται όταν προέρχονται εκτός της λίστας πρώτης επιλογής. Ας πούμε πάλι για την εκλογή του ΠΣ, οι προς διάθεση σταυροί από κάθε αντιπρόσωπο είναι 37. Ακόμα και μία δυνατότητα της τάξης του 10 % διάθεσης σε άλλη λίστα σημαίνει δυνατότητα διάθεσης 4 σταυρών. Μία πλατφόρμα που διαθέτει ένα μετριοπαθές αλλά όχι αμελητέο ποσοστό αντιπροσώπων (της τάξης του 5-10 %) μπορεί να επιδράσει σε μεγάλο βαθμό στην εκλογή στο ΠΣ ακόμα και σε πλατφόρμες που διαθέτουν πλέον του 25 % των αντιπροσώπων. Για μικρότερες πλατφόρμες μπορεί να επιδράσουν καθολικά.

β) Είναι απαιτούμενη η δραστική μείωση των προς διάθεση σταυρών. Η «επικοινωνία» μεταξύ λιστών, όχι μόνο θέτει πολιτικά ζητήματα, αλλά ακόμα και σε ένα πιο συγκροτημένο και ομογενοποιημένο χώρο από ότι είναι η ΛΑΕ σήμερα θα προϋπέθετε μία συνολικότερη και δραστική μείωση των προς διάθεση σταυρών, καταρχήν για την κύρια λίστα. Με την υπάρχουσα δυνατότητα σταυροδοσίας στο 30 % των εκλεγομένων που μάλιστα υπολογίζονται επί των εγγεγραμμένων, η συνύπαρξη σε ενιαία λίστα καταλήγει σε πλειοψηφικό σύστημα ακόμα και αν δεν υπάρχει κάποια τεχνητή μεθόδευση (π.χ. κυκλική σταυροδοσία). Όταν υπάρχουν πολλοί προς διάθεση σταυροί, η αυθόρμητη τάση είναι να κατανεμηθούν στους πιο αναγνωρίσιμους, αλλά και στους πιο συγγενείς πολιτικά. Έτσι καταρχήν η ενιαία λίστα με υψηλή δυνατότητα σταυροδοσίας, πλήττει πρώτα και κύρια τους ανένταχτους. Για να υπάρξει πιο δημοκρατική και πλουραλιστική έκφραση μέσα στα όργανα της ΛΑΕ, πρέπει να μειωθεί δραστικά ο δυνητικός αριθμός υποψηφίων που μπορεί κανείς να επιλέγει

γ) Η διακριτή έκφραση οργανώσεων και ρευμάτων στο εσωτερικό της ΛΑΕ πρέπει να αποτυπώνεται και στις πλατφόρμες και τα στελέχη που κανείς θα επιλέξει να ενισχύσει. Η διακριτή έκφραση των συλλογικοτήτων, των τάσεων, των ρευμάτων, ακόμα και των ανένταχτων δεν αποτελεί κάθε φορά ιδιαιτερότητα, “καπρίτσιο”, ή διχαστική λογική, αντίθετα βασίζεται στο γεγονός ότι μέσα στη ΛΑΕ υπάρχουν αποκλίσεις και διαφορετικές στρατηγικές και τακτικές. Έτσι, η οργανωτική αποκρυστάλλωση αυτών των ιδιαιτεροτήτων πρέπει να είναι σαφής και καθαρή. Με αυτή την έννοια, η σωστή μεθοδολογία για την επιλογή των αντιπροσώπων των ΠΕ είναι η επιλογή, διά των προσώπων, συγκεκριμένων πολιτικών κατευθύνσεων.

Έτσι, δεν είναι ορθή σε αυτή τη φάση ούτε η επιλογή της ενιαίας λίστας, ούτε και η επιλογή ένταξης οργανώσεων σε ανοιχτά ψηφοδέλτια / ανένταχτα ψηφοδέλτια είτε καθολικά είτε κατά περίπτωση. Πρόκειται για πολιτικό μεταμορφισμό, ή και υπεκφυγή, που περιορίζει τη δυνατότητα έκθεσης της κάθε διακριτής αντίληψης και δημιουργεί κινδύνους καταστρατήγησης της δημοκρατικής έκφρασης στο εσωτερικό του μετώπου. Ειδικά αυτό είναι πολιτικά απαράδεκτο όταν πρόκειται για μεγαλύτερες οργανώσεις ή τάσεις, που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ΛΑΕ και σφραγίζουν την πολιτική της κατεύθυνση ή για άλλες που φιλοδοξούν να συμβάλλουν στην επανεκκίνησή της και διαθέτουν σαφές πολιτικό στίγμα. Το ίδιο ισχύει και για την επιλογή οργανωμένων τάσεων να ενταχθούν σε ανοιχτά /ανένταχτα ψηφοδέλτια, ιδιαίτερα στο βαθμό που σε αυτά θα συμμετέχουν οργανωμένες τάσεις και ανένταχτο δυναμικό. Μια τέτοια επιλογή δίνει τη δυνατότητα – ακόμα και με σχετικά αυθόρμητο τρόπο, ανεξαρτήτως προθέσεων – στις μεγαλύτερες οργανώσεις όχι μόνο να υπερεκπροσωπηθούν, αλλά και να εκλέξουν τους ανένταχτους της επιλογής τους.

Τα ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας, ιδίως σε καταστατικό επίπεδο, δεν μπορούν να αξιολογούνται με βάση τις ειλικρινείς ή μη προθέσεις των επιμέρους στελεχών και οργανώσεων. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι η επιθυμία ή μη κάποιων πολιτικών τάσεων να καταστρατηγήσουν την απλή αναλογική για να επιτύχουν τη δική τους υπερεκπροσώπηση σε σχέση με άλλες, ή πρωτίστως σε βάρος των ανένταχτων συντρόφων, αλλά η ίδια η ύπαρξη τέτοιας δυνατότητας.

Έτσι, τα εχέγγυα που παρέχει ο κανονισμός λειτουργίας, αλλά και η πολιτική ευθύνη που έχουν οι επιμέρους οργανώσεις να μην τον καταστρατηγούν, αξιοποιώντας διάφορα καταστατικά “παραθυράκια” είναι κεντρικό ζήτημα που κρίνει τη σταθερότητα αλλά και την περαιτέρω πορεία της ΛΑΕ.

Εξάλλου, θεωρούμε προφανές ότι, ειδικά μέσα στα πλαίσια του πλούσιου προσυνδιασκεψιακού διαλόγου, το κάθε μέλος της ΛΑΕ έχει την πολιτική ωριμότητα να επιλέξει την πολιτική στρατηγική με την οποία συγκλίνει περισσότερο, όπως αυτή εκφράζεται διά της καθεμίας κατατεθειμένης πλατφόρμας.

Συλλογική ηγεσία

Αυτό το ερώτημα προσδιορίζεται από τον πολιτικό προσανατολισμό του εγχειρήματος και από την πολιτική ιδεολογία των συνιστωσών του. Έτσι, δεν μπορεί τα ηγετικά όργανα της Λαϊκής Ενότητας να προσιδιάζουν σε αυτά ενός κόμματος που εντάσσεται οργανικά στην αστική πολιτική σκηνή και διεκδικεί απλώς την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αποδεχόμενο τις βασικές και δευτερεύουσες ιδεολογικές παραμέτρους και τεχνικές ρυθμίσεις του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αυτό σημαίνει ότι η ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας οφείλει να οικοδομείται οργανωτικά με βάση τις πολιτικές αρχές του προγραμματικού πλαισίου και στη δέσμευση των μελών των οργάνων σε αυτές τις αρχές, χωρίς κανενός είδους παρέκκλιση από αυτές, ούτε στο δημόσιο λόγο. Το ηγετικό όργανο οφείλει να είναι χώρος βαθιάς πολιτικής συζήτησης στη βάση αυτών των αρχών, χώρος συμπύκνωσης των αντιλήψεων και λήψης ενιαίων πολιτικών αποφάσεων, όχι «καθοδηγητικό»/γραφειοκρατικό όργανο ενός ενιαίου κόμματος.

Tο ηγετικό όργανο δεν μπορεί παρά να είναι συλλογικό, να λογοδοτεί, να είναι διάφανο, ευέλικτο και αποτελεσματικό. Και φυσικά αιρετό ακόμη και στη μορφή των υποεπιτροπών του, χωρίς επαγγελματικά στελέχη. Επιπλέον, βασική επιδίωξη, που είναι σε κάθε περίπτωση υλοποιήσιμη, είναι το ηγετικό όργανο (όπως, εννοείται, και τα πανελλαδικά όργανα) να βασίζονται και από άποψη ανθρώπινου δυναμικού και στελεχών στις κοινωνικές ομάδες που εκπροσωπεί και φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει η ΛΑΕ, απομακρυνόμενη από λογικές εκπροσώπησης μέσω επαγγελματικών στελεχών και προωθώντας σε όλα τα επίπεδα της δραστηριότητάς της τον ευρύτερο και κυκλικότερο καταμερισμό ευθυνών και εκπροσώπησης. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το ζήτημα της ύπαρξης μονοπρόσωπων οργάνων εντός του πλαισίου αυτού, αποκτά μικρότερη σημασία, με την έννοια ότι τυχόν μονοπρόσωπα όργανα δεν θα πρέπει να κατέχουν κάποια ιδιαίτερη εξουσία ή ισχύ αλλά να είναι εργαλεία εξειδίκευσης και εκπροσώπησης των συλλογικά διαμορφωμένων πολιτικών γραμμών.

Ο κανονισμός λειτουργίας υιοθετεί την αρχή ότι η ΠΓ στην οποία συμμετέχει και ο Γραμματέας λειτουργεί συλλογικά, κατανέμει αρμοδιότητες σε όλα τα μέλη της (θέτοντας μάλιστα και όρους που δεν επιτρέπουν την ανάθεση όλων των θέσεων οργανωτικής ευθύνης σε μέλη μιας συλλογικότητας), ενώ ο Γραμματέας δύναται να ανακληθεί με απλή μάλιστα πλειοψηφία του ΠΣ. Κατά τη γνώμη μας ο Γραμματέας θα μπορούσε να εκλέγεται από την ίδια την ΠΓ, αλλά η εκλογή του από το ΠΣ δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς το ρόλο του. Το θέμα βέβαια θα είναι μετά τη συνδιάσκεψη πράγματι η συλλογική λειτουργία να πάρει σάρκα και οστά πρωτίστως με τον καταμερισμό υπευθυνοτήτων σε όλα τα μέλη των κεντρικών οργάνων.

Δημόσια εκπροσώπηση

Υπό το αυτό πρίσμα πρέπει να αντιμετωπίζεται και το ζήτημα της δημόσιας εκπροσώπησης που δεν μπορεί παρά να αποτελεί κομμάτι αυτής της συλλογικής λειτουργίας. Το ζήτημα αυτό είναι άλλης τάξης, και σε αυτό υπάρχουν σήμερα σημαντικές μονομέρειες. Σε αυτό, η ΛΑΕ πράγματι εμφάνισε αδυναμίες τόσο πριν, όσο και μετά τις εκλογές γιατί δεν διαμόρφωσε όρους δημόσιας έκφρασης που θα ήταν περισσότερο ελκτική στα στρώματα που θέλει να εκπροσωπήσει και ιδιαίτερα στη νεολαία. Έτσι, είναι επιτακτικό να υπάρξει μία ανανέωση στα πρόσωπα που εκπροσωπούν τη ΛΑΕ στο δημόσιο λόγο, όχι με την έννοια της αντικατάστασης κεντρικών στελεχών που μέχρι σήμερα εκπροσωπούν τη ΛΑΕ, αλλά με την αποφασιστική και δραστική πλαισίωσή τους από νεότερα στελέχη και πρόσωπα, χωρίς αντίστοιχους βαθμούς πολιτικής φθοράς, τα οποία μπορούν να διεισδύσουν σε μεγαλύτερο βαθμό στα στρώματα που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε.

Ο κανονισμός λαμβάνει υπόψη του τα προβλήματα που είχαν παρουσιασθεί στη λειτουργία της ΛΑΕ, όπως η μονομερής και χωρίς το απαραίτητο εύρος κοινωνικών εκπροσωπήσεων παρουσία της ΛΑΕ στα ΜΜΕ, αλλά και προβλήματα που όπως έχει δείξει η εμπειρία εμφανίζονται σε όλα τα κόμματα και μέτωπα της αριστεράς (και όχι μόνο), όπως η σχέση της ΛΑΕ με την τυχόν εκλεγείσα στο μέλλον κοινοβουλευτική ομάδα, η οικονομική διαχείριση ή –ακόμα περισσότερο – το ζήτημα των μονίμων επαγγελματικών στελεχών, που στα περισσότερα κόμματα διατηρεί ιδιαίτερα αδιαφανή χαρακτηριστικά. Αυτά, δε, τα αντιμετωπίζει προς τις σωστές κατευθύνσεις με συγκεκριμένες ρυθμίσεις του κανονισμού που θα εξειδικευθούν περαιτέρω και με ιδιαίτερους κανονισμούς που θα εκδώσει το ΠΣ. Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίο να ληφθούν άμεσα μέτρα που θα κινούνται στην κατεύθυνση της επίλυσης των προβλημάτων που έχουν εμφανιστεί σε αυτό το επίπεδο.

    • Συνδιάσκεψη της Λαϊκής Ενότητας είναι μια αφετηρία.

  • ιδρυτική Συνδιάσκεψη της Λαϊκής Ενότητας είναι ένας κόμβος, το κλείσιμο ενός κύκλου και μια αφετηρία. Τα κείμενα που έχουν εκδοθεί δεν ολοκληρώνουν τη διαδικασία της συνδιάσκεψης. Η συνδιάσκεψη της ΛΑΕ και η διαδικασία προς αυτήν ούτε θέλουμε, ούτε πρέπει να είναι αποτύπωση συσχετισμών, ούτε απλή διαδικασία ζύμωσης μεταξύ μελών και φίλων. Πρέπει να είναι αφενός μια διαδικασία δημόσιου πολιτικού διαλόγου για την προώθηση αυτών των προγραμματικών κατευθύνσεων στην αριστερά και στα λαϊκά στρώματα και κυρίως πρέπει να είναι μια διαδικασία που θα καταλήξει σε συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις.

Σήμερα δεν εμφανίζεται ως άμεσα ρεαλιστική η δυνατότητα για προώθηση εναλλακτικής λύσης και στο κυβερνητικό επίπεδο. Υπάρχει μεν φθορά στις κοινωνικές εκπροσωπήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό δεν πρέπει ούτε να οδηγεί σε λογικές ώριμων φρούτων, ούτε και στη λογική ότι τυχόν αποσταθεροποίηση του κυβερνητικού κέντρου (που δεν φαίνεται στον ορίζοντα) θα οδηγούσε μαθηματικά σε αριστερές μετατοπίσεις.

Αντίθετα αυτό που απαιτείται είναι να χαραχθεί με σαφήνεια μια τακτική οικοδόμησης αυτού του πολιτικού και κοινωνικού μπλοκ αντιπολίτευσης στη βάση των αξόνων του μεταβατικού προγράμματος σε κάθε κοινωνικό χώρο και κεντρικά πολιτικά, άνθρωπο τον άνθρωπο, συλλογικότητα την συλλογικότητα, προκειμένου να χτισθούν οι όροι για τη γιγάντωση του λαϊκού κινήματος. Αλλιώς ούτε ανατροπές γίνονται, ούτε είναι κανείς προετοιμασμένος στην περίπτωση κυβερνητικών ατυχημάτων.

  • διαδικασία της Συνδιάσκεψης της ΛΑΕ δεν είναι κρίσιμη μόνο γιατί θα αποτυπώσει τις πρώτες, θεμελιώδεις βάσεις ενός ακόμη πολιτικού σχηματισμού της αριστεράς. Είναι κρίσιμη γιατί θα αποτυπώσει τις βάσεις μίας νέας και σημαντικής προσπάθειας για την οικοδόμηση ενός πολιτικού μετώπου της ελληνικής αριστεράς που ήταν ήδη από καιρό αναγκαίο. Ο ιστορικός χρόνος στον οποίο καλούμαστε να διαμορφώσουμε την πολιτική φωνή και φυσιογνωμία της ΛΑΕ θέτει ακόμη περισσότερα καθήκοντα, καθώς δεν επιτρέπει άλλες παλινωδίες. Όσο εσφαλμένο είναι να διακηρύττει κανείς το τέλος των δυνατοτήτων για μια αριστερά που θα χαράξει το δρόμο της ανατροπής και τρόπον τινά το «τέλος της ιστορίας», άλλο τόσο λάθος και μεταφυσικό είναι να προχωρά θεωρώντας ότι όλες οι πολιτικές δυνατότητες παραμένουν απαράλλαχτες, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της ταξικής πάλης, από τις νίκες ή τις ήττες που μετρά ο λαός και αναπότρεπτα και η ίδια η αριστερά. Υπό αυτήν την έννοια, η ΛΑΕ διέρχεται με την πρώτη της Συνδιάσκεψη ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Είναι ιστορικό μας καθήκον να βαδίσουμε με τόλμη, με αυτοπεποίθηση και με συνέπεια στο δρόμο της ελπίδας, στη συγκρότηση του πλατιού πολιτικού μετώπου της αριστεράς που θα ανοίξει του δρόμο για ιστορικές νίκες και ανατροπές.

  • ΑΡΑΣ στη βάση των ανωτέρω υποστηρίζει στο σύνολό τους το σχέδιο θέσεων και του κανονισμού λειτουργίας που εισηγείται το προσωρινό Πολιτικό Συμβούλιο της ΛΑΕ.

Τα ζητήματα στα οποία, κατά την άποψή μας, πρέπει να υπάρξει περαιτέρω επεξεργασία και εμπλουτισμός από την Συνδιάσκεψη είναι:

α) ο καθορισμός της τακτικής άμεσου διαχωρισμού στην Τ.Α. και στον συνδικαλισμό από τις παρατάξεις όπου συνυπάρχουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και η μη περαιτέρω παράταση της όποιας εκκρεμότητας

β) ο καθορισμός των τρόπων βελτίωσης της συλλογικής έκφρασης, του μετώπου και η αναβάθμιση της απεύθυνσης του στις εργαζόμενες τάξεις και στη νεολαία

γ) η βελτίωση στοιχείων δημοκρατικής λειτουργίας με την μείωση του αριθμού των προς διάθεση σταυρών σε όλα τα επίπεδα εκλογών και

δ) η εμβάθυνση της αναγκαίας αποτίμησης για την πορεία συνολικότερα της αριστεράς των τελευταίων χρόνων ώστε να υπάρξουν τα αναγκαία συμπεράσματα.

Εκτιμάμε ότι υπάρχουν πολλές επιμέρους συγκλίσεις, αλλά και αρκετές αποκλίσεις, με τις μέχρι σήμερα εκφρασμένες διακριτές πολιτικές αντιλήψεις στο εσωτερικό της ΛΑΕ. Όπως όμως φαίνεται και από το κείμενο που προηγήθηκε, δεν υπάρχει τέτοιος βαθμός συγκλίσεων ή και οργανωτικών προϋποθέσεων που να καθιστά εφικτή τη δυνατότητα συνολικότερων στρατηγικών συγκλίσεων ή συμμαχιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΑΡΑΣ θα συμμετάσχει στη διαδικασία της Συνδιάσκεψης μέσα από τη δική της πλατφόρμα με όνομα ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ (ΑΡΑΣ), τα βασικά σημεία της οποίας περιγράφονται σε αυτό το κείμενο.

Στη βάση των αξόνων που περιγράφηκαν παραπάνω, καλούμε κάθε συντρόφισσα και σύντροφο που συμφωνεί σε αυτούς στο σύνολο ή σε μεγάλο βαθμό να την υποστηρίξει.

Share.

Comments are closed.