Τα ΕΑΑΚ βρίσκονται μπροστά σε μια συνθήκη κρίσης η οποία δεν μπορεί να συγκαλυφθεί με την επίκληση του «ηρωικού» παρελθόντος, το σάλπισμα συναγερμού για την αποτροπή δήθεν «διασπαστικών» σχεδίων, την αναδρομή στη διαχρονική συμβολή δυνάμεων που συμμετέχουν σε αυτά, ως αυτόκλητων «εγγυητών της ενότητας», ή την καταγγελία διαχρονικά «προβληματικών στοιχείων». Οι μεθοδολογίες αυτές είναι οι πλέον ακατάλληλες για την αναγκαία σύνθεση, τόσο στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, όσο και με άλλες δυνάμεις (ΑΡΕΝ, ΑΡΔΙΝ), που βρίσκονται εκτός του δικτύου. Χωρίς εξισορρόπηση και σύνθεση των αντιθέσεων, η αποδυνάμωση και ο κατακερματισμός θα είναι καταλυτικός τα επόμενα χρόνια, ακόμα και αν δεν το κατανοούν σήμερα όσοι παίρνουν πρωτοβουλίες για οργανωτικές διαιρέσεις. Η κρίση που χαρακτηρίζει τα ΕΑΑΚ, αφορά δύο αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες διεργασίες. Από την μια πλευρά, την κατάσταση του φοιτητικού κινήματος και τον βαθμό κινητοποίησης των φοιτητών και από την άλλη τα πολιτικά σχέδια που αναπτύσσονται από τις διαφορετικές αντιλήψεις στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, αλλά και από αυτά ως σύνολο.
Ι. Η κατάσταση του φοιτητικού κινήματος
Η συνέχεια και η εμβάθυνση των μνημονιακών πολιτικών, ο κίνδυνος συνολικής απονομιμοποίησης της αριστεράς και η απουσία μαζικών, λαϊκών κινητοποιήσεων, διαμορφώνουν μία κρίσιμη και αντιφατική περίοδο. Μετά τη συνολική μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την αποτυχία άλλων ρευμάτων της αριστεράς (με κύρια ευθύνη του ΚΚΕ) να προβάλλουν μία άλλη διέξοδο, ένα μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων και της νεολαίας στρέφεται σταδιακά προς την απάθεια και την εξατομίκευση. Η τάση αυτή παρουσιάζεται με ιδιαίτερους τρόπους στους χώρους της φοιτητικής νεολαίας. Ήδη από τον Δεκέμβρη του 2008, και ακόμα περισσότερο στις κινητοποιήσεις του 2010 -2012, στο κίνημα των αγανακτισμένων, αλλά και στην περίοδο του δημοψηφίσματος, τα φοιτητικά στρώματα δεν είχαν παρουσία ανάλογη με το διαχρονικό ειδικό τους βάρος στις κοινωνικές κινητοποιήσεις, ενώ μετά και την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών από το ΣΥΡΙΖΑ, η απουσία μαζικών κινητοποιήσεων εντάθηκε με όρους τομής. Την ίδια στιγμή, η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μέσα στα πανεπιστήμια μπορεί να παρουσιάζει αντιφάσεις και παλινδρομήσεις, ωστόσο οδηγεί σε μία διαρκή διολίσθηση. Αν και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ανέστειλε προσωρινά την συγκεφαλαίωση της αυταρχικής σκλήρυνσης του νόμου Διαμαντοπούλου (και των συναφών μεταρρυθμίσεων Αρβανιτόπουλου) που οδηγούσε στις διαγραφές των φοιτητών και στη σκλήρυνση των Διοικήσεων, οι τάσεις που ο νόμος αυτός και οι άλλες θεσμικές ρυθμίσεις συμπύκνωναν εμπεδώνονται αποκεντρωμένα, έτσι ώστε στην περίπτωση πολιτικής μεταβολής η θεσμική επαναφορά των διαγραφών και των πειθαρχικών μέτρων να είναι καταλυτική. Η ενίσχυση της εξουσίας των καθηγητικών στρωμάτων, η εντατικοποίηση, οι άμεσες πολιτικό ιδεολογικές παρεμβάσεις και με κατασταλτικές προεκτάσεις (π.χ. Πάντειο, ΠΑΜΑΚ, Πολυτεχνική Ξάνθης, Ηράκλειο κ.λπ.) αλλάζουν τα δεδομένα και σταδιακά παίρνουν αντικειμενικό χαρακτήρα. Ήδη η στροφή στα μαθήματα, η εξατομίκευση, η τάση για φυγή προς το εξωτερικό, προς τα μεταπτυχιακά κ.λπ. διαμορφώνουν δεδομένα που πλήττουν την δυνατότητα της συλλογικής δράσης, έκφρασης, ακόμα και αναζήτησης.
Μαζί με τα παραπάνω επιδρούν οι ιδιαίτεροι τρόποι με τους οποίους συγκροτείται σήμερα ιδεολογικά η φοιτητική νεολαία. Η αυξημένη βαρύτητα του ιδεολογικού «μέσου όρου» που εμφανίζεται ως «ατομική άποψη», η ένταση μορφών επικοινωνίας εκτός των πραγματικών κοινωνικών χώρων, είναι φαινόμενα αρκετά πρόσφατα για να αξιολογηθεί το εύρος των επιπτώσεών τους ή και των δυνατοτήτων που παρέχουν. Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι, σε ένα βαθμό, αυτοί οι τρόποι επικοινωνίας και οι ιδεολογικές πρακτικές που εμπεριέχονται σε αυτούς ή που αυτοί συνεπάγονται, αίρουν παραδοσιακές πολιτικές πρακτικές, αποδυναμώνουν τον παραδοσιακό πολιτικό λόγο και ότι μεσοπρόθεσμα τείνουν να διαμορφώνουν συγκλίσεις με αυτό που αποτελεί το μέσο ιδεολογικό αυθόρμητο.
ΙΙ. Δύο αντιμαχόμενα πολιτικά σχέδια εντός των ΕΑΑΚ
Η κατάσταση του φοιτητικού υποκειμένου αντανακλάται και στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, ειδικά στο βαθμό που δεν αναπτύσσονται πολιτικές κατευθύνσεις ώστε να ανατάξουν τις επιδράσεις της επιδείνωσης του συσχετισμού. Τα ΕΑΑΚ σταδιακά χάνουν τη δυνατότητά τους να παράγουν αυτοτελή πολιτικά γεγονότα και να βάζουν φραγμό στην ενίσχυση της καθηγητικής εξουσίας και της αυταρχικής σκλήρυνσης στο εσωτερικό του πανεπιστημίου. Υποχωρούν ως προς την δυνατότητα να υπερασπίζονται τον πολιτικό και κοινωνικό τους χώρο μέσα στον πανεπιστημιακό μηχανισμό. Διολισθαίνουν περισσότερο σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής σε ένα κοινωνικό – πολιτιστικό δίκτυο το οποίο χρωματίζεται και εκπροσωπείται πολιτικά από τις επιμέρους οργανώσεις. Για αυτό και ένα τμήμα τους είναι υποχωρητικό σε κάθε είδους σύγκρουση με κάθε λογής μηχανισμούς την ίδια ώρα που επιδεικνύει «μαγκιά» και «αποφασιστικότητα» απέναντι στις γυναίκες συντρόφισσες και όχι μόνο. Μέσα σε αυτό
το πλαίσιο επιδρούν και αναπτύσσονται τα διαφορετικά σχέδια της φοιτητικής αριστεράς. Η ανάλυση των διαφορετικών πολιτικών σχεδίων – των πραγματικών, όχι των φανταστικών – και το κατά πόσο ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες είναι ασφαλέστερη μέθοδος για την επίλυση των αντιθέσεων από την «ιατρικοποίηση» της πολιτικής και την αναζήτηση του «κακού DNA», ανεξάρτητα το αν κανείς θα το αναζητήσει στο DNA της ΚΝΕ του 80, στην ΑΡΑΣ της δεκαετίας του 2000 κ.λ.π.
Σήμερα υπάρχουν δύο βασικά διαφορετικά πολιτικά σχέδια για την ανάπτυξη της φοιτητικής αριστεράς τα οποία ακουμπάνε σε ευρύτερες πολιτικές κατευθύνσεις για την συγκυρία. Από την μια πλευρά υπάρχει μία αντίληψη για την οικοδόμηση ενός πόλου της επαναστατικής αριστεράς με κέντρο ένα νέο επαναστατικό «κόμμα», μία αντίληψη που συγχέει και κάνει άλμα μεταξύ της συγκεκριμένης κάθε φορά τακτικής και του στρατηγικού στόχου. Επιδιώκει έτσι την ανάδειξη του στρατηγικού στόχου – της επανάστασης – «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» – σε κάθε πτυχή των επιμέρους πολιτικών παρεμβάσεων και την διαμόρφωση πολιτικών συμμαχιών, αλλά ακόμα και μετωπικών συσπειρώσεων, μόνο με όσους συμμερίζονται την αντίληψη για τη σχέση τακτικής – στρατηγικού στόχου. Πρόκειται για μία αντίληψη οργανωτικής και ιδεολογικο-πολιτικής περιχαράκωσης, σκλήρυνσης και άρνησης κάθε μετώπου και πολιτικής συμμαχίας. Το υστερόγραφο αυτής της σεκταριστικής και διαλυτικής κατεύθυνσης βλέπουμε σήμερα στους φοιτητικούς χώρους. Έχουν προηγηθεί πολλοί άλλοι χώροι, η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια, εκπαίδευση, η ΑΔΕΔΥ, οι μηχανικοί κ.λπ.
Σήμερα, μέσα στους φοιτητικούς χώρους, από την ίδια αυτή αντίληψη επιδιώκεται η διάλυση και η υπονόμευση κάθε πολιτικής συμμαχίας και συνεργασίας που θα μπορούσαν να έχουν τα ΕΑΑΚ με δυνάμεις που δεν συμμετέχουν σε αυτά. Επιδιώκεται επίσης σταδιακά η «κάθαρση» των ΕΑΑΚ από πολιτικές δυνάμεις και αντιλήψεις που δεν ανήκουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν υπηρετούν το σχέδιο του ΝΑΡ για την «παραταξιοποίηση» των ΕΑΑΚ. Πρόκειται για μία συνειδητή επιλογή που έπαιξε αρνητικό ρόλο στις περυσινές φοιτητικές εκλογές και επιχειρείται να επικυρωθεί φέτος. Την περυσινή χρονιά, σε μία συγκυρία μεγάλης ρευστότητας, το ΝΑΡ επέλεξε να διαλύσει τις υπαρκτές δυνατότητες συνεργασίας των ΕΑΑΚ με τα άλλα δύο δίκτυα της ριζοσπαστικής φοιτητικής αριστεράς, την ΑΡΕΝ και το ΑΡΔΙΝ, που δραστηριοποιούνται στους φοιτητικούς χώρους. Σήμερα το ΝΑΡ οξύνει αυτή την κατεύθυνση με κεντρική επιλογή επιχειρώντας να διαλύσει τις εκλογικές συνεργασίες ακόμα και στις σχολές που υπήρχαν πέρυσι. Τα ίδια τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης και οι οργανωτικές αντιπαραθέσεις έχουν την ρίζα τους στις περυσινές φοιτητικές εκλογές όταν με οργανωτικές επιθέσεις οι σύμμαχοι του ΝΑΡ επιχείρησαν να διαλύσουν την πολιτική συνεργασία ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ σε σχολές της Θεσσαλονίκης.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα πολιτικό σχέδιο που επιδιώκει την συνεργασία όλων των δυνάμεων της αριστεράς που μπορούν να συγκλίνουν σε ένα συνεκτικό μεταβατικό αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα, με άξονες την παύση πληρωμών, τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων παραγωγικών μονάδων, την έξοδο από την ευρωζώνη, τη ρήξη και αποδέσμευση από την Ε.Ε., την κατάργηση της λιτότητας, την ενίσχυση των εισοδημάτων, την επιβολή του εργατικού ελέγχου. Με την επίγνωση ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα στηριχθεί στη διαρκή λαϊκή κινητοποίηση και ότι δεν μπορεί να μείνει στη μέση, αλλά είτε θα ανοίξει δρόμους για ευρύτερες ριζοσπαστικές αλλαγές σε σοσιαλιστική προοπτική, είτε θα ανατραπεί ή θα καταρρεύσει. Σήμερα υπάρχουν συγκροτημένες ή και διάσπαρτες δυνάμεις στην αριστερά που μπορούν να συγκλίνουν πάνω σε ένα τέτοιο πρόγραμμα. Αν σε κοινωνικό επίπεδο μετά το μνημονιακό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση είναι χειρότερη, σε επίπεδο αριστερών δυνάμεων που παραμένουν ενεργές (με την εξαίρεση του ΚΚΕ), υπάρχουν μεγαλύτερες συγκλίσεις και μετατοπίσεις προς τις θέσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Ακόμα ευνοϊκότερη, σε επίπεδο προγραμματικών συγκλίσεων, είναι η κατάσταση στους κοινωνικούς χώρους (π.χ στην ΑΔΕΔΥ οι δυνάμεις του ΜΕΤΑ συνυπέγραψαν την διακήρυξη των παρεμβάσεων). Ακόμα μεγαλύτερες είναι οι συγκλίσεις μέσα στα Πανεπιστήμια. Οι δυνάμεις του ΑΡΔΙΝ προγραμματικά και πρακτικά ανήκουν στην αντικαπιταλιστική αριστερά, ενώ οι δυνάμεις της ΑΡΕΝ έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και το προγραμματικό τους πλαίσιο σχεδόν ταυτίζεται με αυτό των ΕΑΑΚ.
Το πολιτικό σχέδιο για τα ΕΑΑΚ που θέλει να υπηρετήσει η ΑΡΑΣ επιδιώκει μία μεσοπρόθεσμη διαδικασία: α) την εκλογική συνεργασία ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ – ΑΡΔΙΝ σε κάθε σχολή, β) την κοινή εκλογική καταγραφή αυτών εκλογικών συνεργασιών, γ) την βραχυ-μεσοπρόθεσμη διαμόρφωση ενιαίων αριστερών ριζοσπαστικών σχημάτων ανά σχολή, δ) την διατήρηση για της αυτοτέλειας των ΕΑΑΚ αλλά και την συστηματική περιοδική συλλειτουργία και την ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών με τα άλλα δύο δίκτυα και ε) την κατεύθυνση ενοποίησής τους σε ένα μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα και στο βαθμό που όλα τα προηγούμενα θα έχουν αποδώσει και οδηγήσει σε μεγαλύτερες συνθέσεις.
Πρόκειται για δύο σχέδια σχετικά διαυγή που δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από τις σκουριές για «επιδίωξη διάσπασης» ή για επιδίωξη «οργανωτικής ανάπτυξης», αλλά και δεν μπορούν να φτιασιδωθούν. Η επιλογή του ΝΑΡ ήταν να αποτρέψει την συνεργασία πέρυσι, έτσι ώστε να μην αμφισβητηθεί η «ηγεμονία» του στους χώρους των ΕΑΑΚ με την εισροή νέων δυνάμεων – παρά μόνο με όρους ατομικής προσχώρησης. Έχει επίσης την αντίληψη ότι με την συντριβή ενδιάμεσων πολιτικών δυνάμεων θα κληρονομήσει ένα τμήμα τους και κυρίως θα ανοίξει ο δρόμος για την περαιτέρω άμεση απεύθυνση στις φοιτητικές μάζες από τα ΕΑΑΚ. Στην πραγματικότητα και οι δύο επιδιώξεις είναι κενές αντικρίσματος. Όπως πάντοτε, έτσι και τώρα, η διαλυτοποίηση πολιτικών χώρων μετά από μία μεγάλη κρίση δεν οδηγεί στην τροφοδότηση άλλων πολιτικών δυνάμεων παρά μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν οι κατάλληλες μετωπικές συσπειρώσεις για να συγκρατήσουν το πολιτικό τους δυναμικό και το κοινωνικό τους ακροατήριο. Ειδικά στα πανεπιστήμια, μία ευρύτερη συνεργασία ΕΑΑΚ – ΑΡΕΝ θα έδινε δυνατότητες για την δημιουργία κινητικότητας στους φοιτητικούς χώρους, αλλά και κάποιας μορφής επικοινωνία με εκείνο το τμήμα της φοιτητικής νεολαίας που απέχει από τις συλλογικές διαδικασίες, δεν έχει αναφορά στις πρακτικές της φοιτητικής ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά είχε μία ευρύτερη αναφορά έστω εκλογική στο ΣΥΡΙΖΑ πριν από τα μνημόνια.
Το ΝΑΡ εγκαλεί την ΑΡΑΣ και τη ΛΑΕ για σχέδιο διάσπασης των ΕΑΑΚ και δημιουργία φοιτητικής παράταξης της ΛΑΕ για να φανατίσει ένα κομματικό ακροατήριο. Άλλες μεσοβέζικες τοποθετήσεις ψελλίζουν ότι ένα σχέδιο για φοιτητική παράταξη της ΛΑΕ είναι ατελέσφορο. Όμως για να είναι ατελέσφορο πρέπει να υπάρχει ένα τέτοιο σχέδιο. Οι τοποθετήσεις αυτές είναι πρόδηλες αντιφάσεων. Ποια δύναμη είναι εκείνη που επιδιώκει να διασπάσει τα ΕΑΑΚ; Εκείνη που επιδιώκει τη συνεργασία και με άλλα δίκτυα αριστερών φοιτητών (ΑΡΕΝ, ΑΡΔΙΝ) ή εκείνη που αρνείται τη συνεργασία ακόμα και εκεί που επιτεύχθηκε πέρσι; Εκείνη που παλεύει για τη συλλειτουργια όλων των αριστερών φοιτητών, ή εκείνη που επιχειρεί διαγραφές γιατί «η ΛΑΕ δεν χωράει στα ΕΑΑΚ»; Και τι είδους «φοιτητική παράταξη» της ΛΑΕ θα είναι αυτή, όταν το συντριπτικό τμήμα αυτών που καλούνται στην πολιτική συνεργασία με τα ΕΑΑΚ πρόκειται για δυνάμεις, αντιλήψεις και αγωνιστές που δεν ανήκουν στην ΛΑΕ; Πρόκειται για πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας που δεν αντέχει σε στοιχειώδη λογική.
Εμείς θα επιμείνουμε ότι πίσω από τις συνομωσιολογίες και τη σπέκουλα, τα καθαρά διατυπωμένα πολιτικά σχέδια αποτελούν τον ορθό δρόμο για να διακρίνει κανείς και την αλήθεια για περιστατικά και γεγονότα. Οι μεσοβέζικες θέσεις, η λοξοδρόμηση στην ανάλυση «φυσιογνωμιστικών» χαρακτηριστικών, είναι μεθοδολογία συσκότισης των πολιτικών κατευθύνσεων και διαμόρφωσης ενός πολιτικού πολτού. Η πρόταση μας αναφέρεται σε μία ευρύτερη πολιτική συνεργασία, με διατήρηση της αυτοτέλειας και του κεκτημένου των ΕΑΑΚ, και εξαιτίας αυτής της πρότασης δεχόμαστε αυτές τις συστηματικές επιθέσεις. Οι κριτικές που συσκοτίζουν την πολιτική ουσία των αντιθέσεων οδηγούν και σε σημαντικότερα ολισθήματα, όπως η επιχειρηματολογία περί «εργαλειοποίησης» των σχημάτων και των συλλόγων! Σ το πλαίσιο μικροπολιτικών επιδιώξεων, γίνεται ένα πολιτικό άλμα και διευρύνεται η έννοια της «αυτονομίας του κοινωνικού χώρου» στην «αυτονομία του κοινωνικού χώρου του σχήματος» μέσα από καινοφανή ερωτήματα, όπως το εάν έχουν τη δυνατότητα οι πολιτικές τάσεις ή και μεμονωμένοι αγωνιστές της αριστεράς ελεύθερα να προβάλλουν την άποψη τους σε μια σειρά χώρους, ή αυτό σημαίνει παραβίαση του «κοινωνικού χώρου» και οργανωτικά μέτρα. Ακόμα περισσότερο, όταν οι παρεμβάσεις τους στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αφορούν διαφοροποιήσεις ή αφορούν μόνο τακτικές διαφοροποιήσεις και όχι αποκλίνουσες θέσεις από τη γενικότερη στρατηγική ή και τις ιδιαίτερες αποφάσεις του δικτύου, σχήματος, συσπείρωσης που συμμετέχουν. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, τόσο στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, όσο και μεταξύ των ΕΑΑΚ και των υπόλοιπων δυνάμεων που εμείς βλέπουμε ως εν δυνάμει μόνιμους συμμάχους τους, δεν υπάρχουν στρατηγικές αποκλίσεις για τον πανεπιστημιακό μηχανισμό. Ακόμη περισσότερο, η εμπλοκή των συλλόγων στη νεότευκτη θεωρία της εργαλειοποίησης υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Από πότε στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής αριστεράς, η προσπάθεια ενός συλλόγου – με την όποια ηγεμονία δυνάμεων – να προβάλλει την άποψη του και σε άλλους συλλόγους θεωρείται «εργαλειοποίηση»; Ειδικά ενός συλλόγου που έχει δεχθεί βαρύτατη και στοχευμένη επίθεση και επιδίωκε να ενημερώσει του υπόλοιπους φοιτητές για ένα σημαντικό ζήτημα. Αντίθετα, η προσπάθεια της αξιοποίησης συλλογικών αποφάσεων για την επίδραση σε συλλόγους με αρνητικότερο συσχετισμό ή που μπαίνουν πιο αργά στο χορό των κινητοποιήσεων αποτελούσε και αποτελεί συστατικό στοιχείο της πολιτικής της φοιτητικές ριζοσπαστικής αριστεράς, ήδη από τις καταλήψεις του 1979, 1987, 1991, 2001, έως το 2006 – 2007. Στην πραγματικότητα, πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ, στο πλαίσιο ενός τυφλού ηγεμονισμού, απεμπολούν και δυσφημούν ριζοσπαστικές πρακτικές που και οι ίδιες έχουν αξιοποιήσει στο παρελθόν και αξιοποιούν και σήμερα, μόνο και μόνο για να δείξουν ότι κάνουν «κουμάντο» στα ΕΑΑΚ.
Εξάλλου, τίθεται το ερώτημα εάν με τη σημερινή διάρθρωση των ΕΑΑΚ, όπου δρουν διαφορετικές δυνάμεις και έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο όπου μία σχετική πλειοψηφία σε έναν κοινωνικό χώρο με ανά περίπτωση συμμαχίες δεν επιτρέπει καμία σύνθεση που να ενσωματώνει πλευρές της πολιτικής των εκάστοτε μειοψηφιών, οι επιμέρους δυνάμεις έχουν την δυνατότητα να προβάλλουν την ιδιαίτερη άποψή τους, ειδικά στο βαθμό που αφορά επιμέρους τακτικές επιλογές και όχι μία συνολικότερη στρατηγική διαφοροποίηση. Μπορούν, όμως, οι διαδικασίες των ΕΑΑΚ να θυμίζουν μία αποστεωμένη γραφειοκρατική διαδικασία που να διαμορφώνεται μέσα από κομπρεμί στελεχών, σε αναντιστοιχία με τη δυναμική των αμφιθεάτρων και των κοινωνικών χώρων; Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αντί για την αναγκαία μετωπική πολιτική και την πλατιά ενότητα των δυνάμεων της αριστεράς, ενισχύεται η περιχαράκωση, η αντιενωτική πολιτική και η αναγόρευση των άλλων τάσεων της αριστεράς στο βασικό εχθρό, σε μια προσπάθεια «κατοχύρωσης χώρου» στο πλαίσιο του ακροατηρίου της αριστεράς. Σε αυτές τις συνθήκες, επειδή οι αντιπαραθέσεις γίνονται σε μεγάλο βαθμό ερήμην των κοινωνικών υποκειμένων και δεν αφορούν κινήσεις μαζών, παίρνουν πολλές φορές νοσηρό χαρακτήρα και το τελευταίο διάστημα εμπεριέχουν πρακτικές που είναι πρωτόγνωρες για τον τρόπο που διεξάγεται η διαπάλη στο εσωτερικό της αριστεράς.
Το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί χωρίς υπεκφυγές είναι αν υπάρχει η δυνατότητα συνύπαρξης σε επιμέρους κοινωνικούς χώρους ρευμάτων που ανήκουν σε διαφορετικές μετωπικές κινήσεις σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο (π.χ. ΛΑΕ, και ΑΝΤΑΡΣΥΑ), καθώς και ρευμάτων που δεν έχουν κεντρική πολιτική έκφραση (Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ΑΡΚ, Ανασύνθεση Ο.Ν.Ρ.Α. κ.λπ.). Ως ΑΡΑΣ απαντάμε καταφατικά σε αυτό το ερώτημα γιατί πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν τόσο μεγάλες προγραμματικές αποκλίσεις όλων αυτών των δυνάμεων και ιδιαίτερα δεν υπάρχουν στον πανεπιστημιακό χώρο. Ακόμα όμως και μεγαλύτερες να ήταν οι διαφορές, οι συνεργασίες και οι συνθέσεις σε μετωπικές συσπειρώσεις είναι αναγκαίες. Οδηγός μας σε αυτή την κατεύθυνση είναι η ίδια η διαδικασία δημιουργίας των ΕΑΑΚ που αποτέλεσε μία υπέρβαση – τομή, η οποία συνέδεσε ρεύματα και αγωνιστές με πολύ μεγαλύτερες προγραμματικές αποκλίσεις και ιδεολογικές διαφορές από τις σημερινές. Ακόμη και οι οργανωτικές αντιπαραθέσεις που αποτελούν την εκδήλωση πολιτικών κρίσεων σήμερα ή στο παρελθόν δεν έχουν καμία σχέση με την ένταση των οργανωτικών συγκρούσεων που υπήρχαν την δεκαετία του 80 πριν τη δημιουργία των ΕΑΑΚ. Οργανώσεις, ρεύματα και αντιλήψεις είχαν πολύ περισσότερους λόγους να είναι επιφυλακτικές ή και να μην επιδιώκουν την σύγκλιση και την οικοδόμηση αυτού του ρεύματος που τρεις δεκαετίες βάζει σημαντικούς φραγμούς στις επιδιώξεις του κεφαλαίου. Χωρίς την διαμόρφωση των ΕΑΑΚ το ρεύμα της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν θα μπορούσε να βάλει τη σφραγίδα του μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Ο δρόμος των ΕΑΑΚ, είναι αυτός των συνθέσεων, των συγκλίσεων, της υπέρβασης των αντιθέσεων ακόμα και αν κάτι τέτοιο είναι ορισμένες φορές επίπονο.
Ο άλλος δρόμος είναι αυτός της οικοδόμησης παρατάξεων (ανεξάρτητα πώς θα τις εμφανίζει κανείς) που μόνο ως φάρσα μπορεί να επαναληφθεί στη σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα, ορισμένες δυνάμεις φαίνεται ότι έχουν κάνει τις επιλογές τους στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να διαμορφώσουν σταδιακά κάποια νέα ΕΑΑΚ, ως πρόπλασμα μίας νέας παράταξης ενός πολιτικού χώρου που θέλουν να οικοδομήσουν. Όσο και αν προσπαθούν να αντιστρέψουν την πραγματικότητα, οι διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις μπορούν να ρίξουν φως και σε επιμέρους γεγονότα, αλλά και στο ποιος επιδιώκει την «διάσπαση», τις «αποβολές», τα «πειθαρχικά». Οι διαφορετικές γραμμές μπορούν να ρίξουν φως για το ποιος έχει την ευθύνη για τις οργανωτικές αντιπαραθέσεις που διαχρονικά τείνουν να καλύπτουν και να προωθούν τις σεκταριστικές πολιτικές κατευθύνσεις. Οι προσπάθειες αυτές θα πέσουν στο κενό, γιατί υπάρχει ένα εύρος ρευμάτων, αντιλήψεων και ανένταχτων αγωνιστών που κατανοεί ότι δεν υπάρχει χώρος για διασπάσεις και για κατακερματισμό, αλλά ότι απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη από τη σημερινή συσπείρωση δυνάμεων, μεγαλύτερη σύνθεση και ταυτόχρονα ανοχή στις διαφορετικές απόψεις και πρακτικές. Πολύ περισσότερο θα πέσουν στο κενό γιατί είναι αναντίστοιχες με τον χαρακτήρα της περιόδου, και υπονομεύουν τις δυνατότητες των φοιτητών να επανεμφανιστούν ως κοινωνική δύναμη, διεκδικώντας τα δικαιώματα τους και ένα καλύτερο μέλλον.
ΤΟΜΕΑΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ
20.4.2017