Η αστική στρατηγική για την υπέρβαση της κρίσης, έξι και πλέον χρόνια μετά την επιβολή συσσωρευμένων βιαιότατων αναδιαρθρωτικών μέτρων, εμφανίζει επιτυχίες, αλλά και αντιφάσεις. Ωστόσο, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να διαμορφώσει όρους ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού: η ελληνική οικονομία παραμένει σε ύφεση, ενώ δεν έχουν διαμορφωθεί αποτελέσματα ουσιώδους ανάκαμψης του ποσοστού κέρδους και της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αυτές οι αντιφάσεις, παρά την πολιτική σταθεροποίηση που επέφερε το κλείσιμο του κύκλου της «πρώτης φοράς αριστερής» κυβέρνησης και τη βίαιη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στο ευρωενωσιακό και μνημονιακό πλαίσιο, εξακολουθούν να καθιστούν την Ελλάδα τον αδύνατο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.
Οι βασικοί παράγοντες που δεν επιτρέπουν την επιστροφή στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι η συμμετοχή στην ΟΝΕ και η ένταση των ανταγωνισμών που αυτή διαμόρφωσε, η μεγάλη απώλεια παραγωγικής ικανότητας που επέφερε η κρίση, το υψηλό χρέος που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Το δημόσιο χρέος παραμένει μη εξυπηρετήσιμο, παρά τις περικοπές που συνδέθηκαν με τα προηγούμενα μνημόνια, και παρά την απόσπαση πολύ σημαντικών πόρων από τα λαϊκά στρώματα για την εξυπηρέτησή του. Χωρίς την επίλυση του ζητήματος του χρέους, δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος από την κρίση, με αποτέλεσμα την αναπαραγωγή της οικονομικής και της πολιτικής αστάθειας. Σε κάθε περίπτωση, η αναπροσαρμογή του δημόσιου χρέους και οι όποιες σχετικές «παραχωρήσεις» υπάρξουν σε σχέση με αυτό από την πλευρά των δανειστών θα εξαρτηθούν από την πλήρη επιβολή και εμπέδωση των αναδιαρθρωτικών μέτρων και την επίπτωση που αυτά θα έχουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα η στρατηγική της αστικής τάξης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, οδηγώντας σε μία διέξοδο (σε όφελός της) από την κρίση, δεν σημαίνει ότι αυτές οι αντιφάσεις θα αναπαράγονται εσαεί. Αντιθέτως, η τελική επιτυχής ή μη έκβαση αυτής της στρατηγικής θα εξαρτηθεί από την ταξική πάλη και τη δυνατότητα του λαϊκού παράγοντα να εμφανιστεί στο πολιτικό προσκήνιο, οξύνοντας τις αντιθέσεις και διαμορφώνοντας συνθήκες ρευστότητας.
Τα ίδια τα μέτρα του τρίτου μνημονίου και οι διαδικασίες επιβολής τους αποτελούν σημεία όξυνσης των αντιθέσεων, στο βαθμό που πλήττουν ευρύτατα στρώματα και έχουν έτσι επιπτώσεις στο πολιτικό σκηνικό. Η διαρκής συμπίεση στρωμάτων που το προηγούμενο διάστημα αποτελούσαν στηρίγματα της αστικής στρατηγικής, η συνεχιζόμενη συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και η λήψη κατασταλτικών μέτρων για την εξυπηρέτηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των νοικοκυριών, δημιουργούν δυσαρέσκεια και μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνικές εντάσεις ή σε ακόμη μεγαλύτερη αποστοίχιση κοινωνικών εκπροσωπήσεων από το ΣΥΡΙΖΑ.
Η πολιτική δυναμική της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ όπως διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 φαίνεται να συρρικνώνεται με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν σημαίνουν ότι θα υπάρξουν κατ’ ανάγκη βραχυπρόθεσμα πολιτικές εξελίξεις, ή γρήγορη κατάρρευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Προς το παρόν, τα εγχώρια και διεθνή κέντρα εξουσίας εξακολουθούν να στηρίζουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας ως στόχους
α) να επιβληθούν τα μέτρα του τρίτου μνημονίου και όποια άλλη βίαιη αναδιάρθρωση είναι αναγκαία για να δημιουργηθούν όροι ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού, με όσο το δυνατόν λιγότερους κραδασμούς,
β) η πολιτική φθορά της ασκούμενης πολιτικής να βαρύνει το ΣΥΡΙΖΑ,
γ) να υπάρξει πολιτικός χρόνος για την πλήρη ανασυγκρότηση της ΝΔ και
δ) μετά την επιβολή των μέτρων, να επιβληθούν πιο καθαρόαιμες αστικές κυβερνητικές λύσεις, με επίκεντρο την ΝΔ.
Σε κάθε περίπτωση, ο παράγοντας που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι το εάν θα αναπτυχθούν κινητοποιήσεις γύρω από τα μέτωπα της περιόδου. Ωστόσο, παρά την ένταση και τη σκληρότητα των μέτρων, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια, που πράγματι αναπτύσσεται, θα οδηγήσει σε κινηματικές αντιστάσεις και θα διοχετευθεί σε αριστερή κατεύθυνση. Αντίθετα, υπάρχει το ενδεχόμενο η δυσαρέσκεια να στραφεί προς τα δεξιά και κυρίως, μέσα από την εφαρμογή των αναδιαρθρώσεων, να διαμορφωθούν συνθήκες εμπέδωσης της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Ήδη, η απουσία κινητοποιήσεων παρά τη σκληρότητα των μέτρων, τα εκλογικά αποτελέσματα σε επαγγελματικούς και συνδικαλιστικούς φορείς, αλλά και τα δημοσκοπικά ευρήματα (όσο και αν η αξιοπιστία τους πάσχει) δείχνουν ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια στρέφεται κυρίως προς τα δεξιά και ο ιδεολογικός συσχετισμός τροποποιείται σε συντηρητική κατεύθυνση.
Διαμορφώνεται έτσι σήμερα ο κίνδυνος παγίωσης μίας συντηρητικής στροφής, συνολικής οριοθέτησης της Αριστεράς και επί τα χείρω μετατόπισης του συσχετισμού δυνάμεων. Για τις δυνάμεις της Αριστεράς, η προτεραιότητα για την επόμενη περίοδο πρέπει να είναι η επεξεργασία μίας στρατηγικής και πρακτικής, η οποία θα τις αναδεικνύει ως αντίπαλη κοινωνική δύναμη σε σχέση με την κυρίαρχη στρατηγική, αλλά και ως αντίπαλη πολιτική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ, και ακόμα περισσότερο της Ν.Δ.
Αυτός ο πολιτικός στόχος μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνο στο πλαίσιο της συγκρότησης ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, στο οποίο να συμβάλουν όλες οι δυνάμεις της ευρύτερης αριστεράς, πάνω σε ένα πρόγραμμα που θα έρχεται σε σύγκρουση με τις κεντρικές πτυχές της αστικής στρατηγικής και θα υπερασπίζεται τα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων. Ενός μετώπου που, ταυτόχρονα, θα πείθει για τη δυνατότητά του να υλοποιηθεί και να δώσει λύσεις σε εκείνες τις τάξεις και τις κοινωνικές κατηγορίες που θα στηριχθεί και θέλει να εκπροσωπήσει: την εργατική τάξη, τα νέα μικροαστικά στρώματα της διανοητικής εργασίας, τη νεολαία, τα τμήματα που φτωχοποιούνται και δεν κατέχουν περιουσιακά στοιχεία ή χάνουν όποια είχαν, την πλειοψηφία της νεολαίας.
Σήμερα, το καθήκον που έχει η Αριστερά για την ανάκαμψη του φρονήματος των λαϊκών μαζών και την ανασυγκρότηση των κοινωνικών αγώνων παρουσιάζει δυσκολίες και δεν μπορεί παρά να είναι διπλό: από τη μία πλευρά είναι αναγκαία η ενιαιομετωπική πολιτική πρακτική στους κοινωνικούς χώρους, στην κατεύθυνση της ανασύστασης συνδικαλιστικών και αγωνιστικών πρακτικών και της συγκρότησης κοινωνικών και πολιτικών συσπειρώσεων για την αντίσταση στην επιβολή της μνημονιακής πολιτικής με το μεγαλύτερο δυνατό εύρος. Από την άλλη, μια τέτοια κατεύθυνση, ακόμα και αν υλοποιούνταν με τον βέλτιστο τρόπο, δεν μπορεί να αποδώσει από μόνη της, εάν δε συνδυάζεται από μία συστηματική, μαζική, εκλαϊκευμένη και τεκμηριωμένη προγραμματική πολιτική πρόταση για την εργατική διέξοδο από την κρίση, η οποία θα προβάλλεται με ενιαίο τρόπο από τις δυνάμεις της Αριστεράς. Έτσι, οι πολιτικές προτεραιότητες της περιόδου πρέπει να διαμορφωθούν ως εξής:
Παρέμβαση σε ενιαιομετωπική κατεύθυνση στα κοινωνικά μέτωπα και τους κοινωνικούς χώρους: Τα μέτωπα της περιόδου είναι: α) η αντίσταση στους πλειστηριασμούς και η προστασία με κινηματικούς όρους της λαϊκής κατοικίας, β) η συγκρότηση κινητοποιήσεων απέναντι στις νέες μνημονιακές ρυθμίσεις για τα εργασιακά, γ) η αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις και στην εκποίηση των δημόσιων και ελεύθερων χώρων. Για την αποτελεσματική οργάνωση των αντιστάσεων, απαιτείται ένας βαθμός ενότητας και κοινών πρωτοβουλιών της αριστεράς, στα πλαίσια των κοινωνικών χώρων και του μαζικού κινήματος, ο οποίος θα πρέπει να οικοδομείται σε ένα πλαίσιο κοινών κινηματικών στόχων, αιτημάτων και πρακτικής. Το κάλεσμα για τη συγκρότηση ενιαιομετωπικών πρωτοβουλιών θα πρέπει να έχει τα ευρύτερα δυνατά χαρακτηριστικά και να περιλαμβάνει όλες τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς, οι οποίες επιδιώκουν να βάλουν ανάχωμα στην επιβολή της αναδιάρθρωσης.
Συγκρότηση ενός διακριτού ταξικού πόλου στο συνδικαλιστικό κίνημα εντός και εκτός των τριτοβάθμιων οργανώσεων. Στόχος θα πρέπει να είναι η συγκρότηση ενός συντονισμού σωματείων και ομοσπονδιών που κινούνται σε πιο κινηματική κατεύθυνση και μπορούν να βάλουν έναν πιο αναβαθμισμένο κινηματικό σχεδιασμό, που θα πιέζει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αλλά και θα παίρνει αυτοτελείς πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες. Ένας τέτοιου είδους συντονισμός θα πρέπει να ενοποιείται σε μία συνολικότερη πολιτική κατεύθυνση, με αντικυβερνητικό στίγμα, αλλά και με πολιτικά αιτήματα σύγκρουσης με τις κεντρικές αιχμές της αστικής στρατηγικής. Χωρίς όμως ένα τέτοιο πολιτικό περιεχόμενο που θα οριοθετεί τις δυνατότητες μαζικοποίησής του, θα συνιστά μία συνολική πολιτική-προγραμματική κατεύθυνση, ή, πολύ περισσότερο, θα θέτει ως προαπαιτούμενο την συμφωνία στην ιδιαίτερη στρατηγική και τακτική συγκεκριμένων χώρων της αριστεράς.
Κοινή πολιτική και συνδικαλιστική παρέμβαση μέσα στους κοινωνικούς χώρους και τις γειτονιές. Αυτή η κατεύθυνση πρέπει να πάρει τη μορφή των κοινών πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων, της ενιαίας εκλογικής έκφρασης μέσα από ενωτικές πρωτοβουλίες και μεσοπρόθεσμα της συγκρότησης κοινών συσπειρωσιακών σχημάτων στους κοινωνικούς χώρους, στις γειτονιές και στους χώρους εργασίας.
Μετωπικές πρωτοβουλίες σε πολιτικό επίπεδο. Πέρα από τους κοινωνικούς χώρους, είναι αναγκαία και η συγκρότηση μίας κεντρικής πολιτικής συμμαχίας γύρω από τους άξονες του μεταβατικού προγράμματος. Χωρίς κεντρική πολιτική έκφραση μίας εναλλακτικής στρατηγικής διεξόδου από την κρίση, ακόμη και αν συγκροτηθούν κοινωνικές αντιστάσεις, αυτές θα προσκρούουν στους εκβιασμούς και στα ιδεολογήματα περί των καταστροφικών επιπτώσεων της σύγκρουσης με τους δανειστές, η οποία θα οδηγήσει στην αποπομπή της Ελλάδας από την ευρωζώνη και σε συνολική οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να αποφευχθούν δύο κίνδυνοι. Από τη μία η υποκατάσταση των σημείων που έρχονται σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες στοχεύσεις της αστικής στρατηγικής (έξοδος από την ΟΝΕ, διαγραφή του χρέους, σύγκρουση και ρήξη με την ΕΕ), από μία γραμμή που θα δίνει έμφαση στην αντιλιτότητα ή το αντιμνημόνιο, και πολύ περισσότερο στα ζητήματα δημοκρατίας, κυριαρχίας κ.λπ., στο βαθμό που αυτές οι κατευθύνσεις είναι αποδεδειγμένα πλέον λανθασμένες και συσκοτίζουν τη σύγκρουση με την κεντρική αιχμή της αστικής στρατηγικής, που είναι η με κάθε τρόπο παραμονή στην ευρωζώνη, ως βασικό μηχανισμό για την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και τη διέξοδο από την κρίση προς όφελος της αστικής τάξης. Από την άλλη, την διολίσθηση σε σεκταριστικές αντιλήψεις και πρακτικές, οι οποίες στην πραγματικότητα ακυρώνουν κάθε δυνατότητα πολιτικής συμμαχίας θέτοντας ως προαπαιτούμενο τις ιδιαίτερες ιδεολογικές τους αντιλήψεις.
Με αυτή την έννοια, η συγκρότηση ενός κοινού προγραμματικού πλαισίου δεν μπορεί να πηγαίνει πίσω από το πολιτικό όριο της διαγραφής του χρέους, της εξόδου από την ΟΝΕ και της σύγκρουσης με την ΕΕ και τις πολιτικές της, αλλά ούτε και να προϋποθέτει τη συμφωνία στην αναγκαιότητα για την «αντικαπιλιστική ανατροπή» ή το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων και μάλιστα ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος. Από τη δυνατότητα συμφωνίας σε αυτό το πολιτικό όριο πρέπει να κριθούν και οι πολιτικές συμμαχίες.
Αν και αυτή η κατεύθυνση θα μπορούσε και θα έπρεπε να αφορά όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, σήμερα μπορεί, με δεδομένη την στάση του ΚΚΕ, να περιλαμβάνει καταρχήν τις δυνάμεις της ΛΑΕ, οργανώσεις, ρεύματα, αντιλήψεις και στελέχη που προέρχονται από το ΣΥΡΙΖΑ και ήρθαν σε ρήξη με αυτόν, χωρίς σήμερα να εντάσσονται σε κεντρικά πολιτικά μέτωπα, όπως η Δικτύωση, η Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, η ΑΡΚ, αλλά και μεμονωμένα στελέχη και πρόσωπα, τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο βαθμό που είναι διατεθειμένες να επανεξετάσουν μια σεκταριστική φυσιογνωμία και πρακτική και, υπό προγραμματικές και φυσιογνωμικές προϋποθέσεις που πρέπει να διερευνηθούν, την Πλεύση Ελευθερίας.
Οι δυνατότητες για τη συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου υπάρχουν, αφού οι δυνάμεις αυτές συγκλίνουν στους κεντρικούς άξονες μίας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Η ακύρωση των μνημονίων, η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση τομέων της οικονομίας, η έξοδος από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. συνιστούν τις ισχυρές κοινές βάσεις ενός τέτοιου προγράμματος. Οι διαφοροποιήσεις κάθε μιας από αυτές τις δυνάμεις (αν το πρόγραμμα μπορεί και σε ποιο βαθμό να εφαρμοστεί πριν την «επανάσταση», τι χαρακτήρα θα έχει αυτή η «επανάσταση», ο ρόλος μίας κυβέρνησης κ.λπ.), δεν αποτρέπουν την κοινή πρακτική στους κοινωνικούς αγώνες αλλά και τη συνύπαρξη σε ένα πολιτικό μέτωπο, όπου πέρα από τους μίνιμουμ στόχους θα μπορούν να προβάλλονται και οι επιμέρους στρατηγικές απόψεις. Άλλωστε, ένα τέτοιο μέτωπο σήμερα μπορεί να θέσει ως στόχο την συγκρότηση ενός συμπαγούς μπλοκ κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης και τη διαμόρφωση οργανικών σχέσεων με τις μάζες και όχι την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Η περίοδος που διανύουμε εμπεριέχει κινδύνους, αλλά και δυνατότητες για μία συνολικότερη κινηματική, πολιτική και ιδεολογική παρέμβαση της Αριστεράς. Ωστόσο, τα περιθώρια για καθυστερήσεις και αστοχίες δεν είναι απεριόριστα. Όπως η απροθυμία να οικοδομηθεί ένα τέτοιο μέτωπο την περίοδο 2010-2011 άνοιξε τον δρόμο στην υποκατάστασή του από το ΣΥΡΙΖΑ με τη δεδομένη ευρωπαϊστική ηγεμονία, έτσι και η σημερινή απροθυμία διευκολύνει τη σχετική σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού χώρου, την επάνοδο κάποια στιγμή της νεοφιλελεύθερης δεξιάς στο κυβερνητικό κέντρο, και επισφραγίζει την αλλαγή του ιδεολογικού συσχετισμού σε συντηρητική κατεύθυνση. Με αυτή την έννοια, είναι απαραίτητο να προχωρήσουν άμεσα πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου των δυνάμεων της Αριστεράς, στη βάση του μεταβατικού προγράμματος.
Μαριάννα Τσίχλη, μέλος της ΠΓ της ΑΡΑΣ